Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

 ΝΩΝΤΑ ΠΕΡ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ


ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

ΠΑΤΡΑ 1999


ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΠΡΙΝ


Ο τόπος μας είναι πλουσιότατος σε λαογραφικά στοιχεία. Φτάνει να ενδιαφερθούμε να τα

επισημάνουμε, να τα προσέξουμε και να τα καταγράψουμε. Η γη μας έχει χυμούς ανεξερεύνητους,

φτάνει να ξέρεις να τους στίψεις. Προσπάθησα και θέρισα λίγα στάχυα από το λειβάδι της. Όμως

υπάρχουν κι άλλα και θα υπάρχουν. Δεν θα λείψουν ποτέ.

Τίποτα καλύτερο, τίποτα ποιητικότερο, τίποτα πιο χαρούμενο δεν υπάρχει από τον ερχομό κάθε

εποχής. Πανηγυρίζουμε για τον ερχομό της άνοιξης και χαιρόμαστε για το πράσινο ένδυμα της γης

μας, για τα σπαρτά μας που μεγαλώνουν. Πανηγύρι ο θερισμός, γλέντι το αλώνισμα, τραγούδι ο

τρύγος, απέραντη χαρά η ωρίμανση των καρπών, η συγκομιδή, η σοδειά μας. Πανηγύρι όταν

ανοίγουμε τα βουτσιά μας με το καινούργιο κρασί, το βγάλσιμο του τσίπουρου. Πανηγύρι τα

Χριστούγεννα με τα υπέροχα έθιμά τους, χαρά η χοιροσφαγή, ευτυχία τα Πασχαλόγιορτα. Γλέντι

και χαρά οι αρραβώνες, μεθύσι ο γάμος, τραγούδι η γέννηση. Και πού δεν είναι χαρά! Όλα

γεμίζουν τη ζωή μας, μας δίνουν χαρά και κουράγιο για να βαδίσουμε χαρούμενοι, καμαρωτοί και

υπερήφανοι στη ζωή μας. Όλα συνθέτουν το μεγαλείο της ευτυχίας. Χίλια καλά, χίλια ευχάριστα,

εκτός από ένα παρατράγουδο: τον θάνατο. Είναι όμως κι αυτός μέσα στο παιχνίδι της ζωής. Τις

παραπάνω χαρές κατέγραψα και τις παραδίδω στους φίλους αναγνώστες μου.

ΝΩΝΤΑΣ ΠΕΡ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ


Η ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ


Η Λαογραφία είναι το σημαντικότερο στοιχείο της ταυτότητας ενός λαού. Η Λαογραφία γενικά

εξετάζει τον λαϊκό μας πολιτισμό. Η αξία της Λαογραφίας δεν μετριέται με τίποτα. Είναι ένα θέμα

τεράστιο, αστείρευτο και ατέλειωτο.

Η Λαογραφία αποτελεί έναν αξιόλογο τομέα των ανθρωπολογικών επιστημών και συμβάλλει κατά

θετικό τρόπο στην κατανόηση των ανθρώπων και των λαών. Η Λαογραφία με το ξεδίπλωμα του

προγονικού πολιτισμού και των εκδηλώσεων ενός λαού στο παρελθόν βοηθάει στον διαχωρισμό

των ανθρώπων ενός τόπου από τους ανθρώπους ενός άλλου τόπου. Είναι η επίδραση αυτής της

κληρονομιάς που διαφοροποιεί τους ανθρώπους μιας συγκεκριμένης περιοχής από τα γνωρίσματα

μιας άλλης.

Η μελέτη της Λαογραφίας μας είναι περισσότερο σήμερα αναγκαία και απαραίτητη για λόγους

ιστορικής γνώσης, αλλά και πρακτικής σκοπιμότητας, για την ρύθμιση της εξελικτικής πορείας του

πολιτισμού μας, γιατί μόνον όταν λαμβάνονται υπ’ όψιν οι πολιτιστικές ρίζες του παρελθόντος

διασφαλίζεται η ιστορική συνέχεια. Και για να γίνει αυτό καλύτερα κατανοητό, θα αναφερθεί ένας

μύθος.

«Όταν ο Διόνυσος ήταν ακόμα μικρός ταξίδευε από τον Πόντο της Μικράς Ασίας, για να φτάσει

στην Αρκαδία, στα δικά μας μέρη, και επειδή ο δρόμος ήταν μακρύς, απόστασε και έκατσε σε μια

πέτρα να ξεκουραστεί Καθώς κοίταγε γύρω του, είδε μπροστά στα πόδια του να φυτρώνει ένα

λουλούδι, που του φάνηκε πολύ όμορφο. Το ξερίζωσε και το πήρε μαζί του, για να το φυτέψει στην

Αρκαδία. Ο ήλιος όμως έκαιγε και φοβήθηκε μήπως ξεραθεί, πριν φθάσει στον προορισμό του.

Τότε βρήκε ένα κόκκαλο πουλιού. Έβαλε το λουλούδι μέσα στο κόκκαλο και τράβηξε τον δρόμο

του. Αλλά στα χέρια του άρχισε να μεγαλώνει και να βγάζει ρίζες και βλαστάρια και από τη μια

μεριά κι από την άλλη του κόκκαλου. Φοβήθηκε πάλι μην ξεραθεί και σκεφτόταν τι να κάμει. Τότε

βρήκε ένα κόκκαλο λιονταριού, που ήταν χοντρότερο από το κόκκαλο του πουλιού και σε αυτό

έβαλε πάλι το κόκκαλο του πουλιού με το λουλούδι. Αλλά κι εκεί μεγάλωσε κι έβγαινε πάλι από

του λιονταριού το κόκκαλο. Και πάλι έκανε την ίδια σκέψη μήπως του ξεραθεί. Τότε βρήκε μια

γαϊδουροκοκκάλα κι έβαλε και τα δύο κόκκαλα με το βοτάνι μέσα εκεί, γιατί ήταν μεγαλύτερη. Κι

έτσι κάποτε έφτασε στην Αρκαδία, στο Αφροδίσιο όρος (Μαύρη Βρύση), στην θέση του σημερινού

οικισμού Πάος και αποφάσισε να το φυτέψει. Όταν θέλησε να φυτέψει το βοτάνι, παρατήρησε πως

οι ρίζες του ήταν κολλημένες στα κόκκαλα και ήταν αδύνατο να ξεκολλήσει τις ρίζες του

λουλουδιού, χωρίς να τις χαλάσει. Το φύτεψε λοιπόν όπως ήταν εκεί στου Μπάφι. Την άνοιξη

φύτρωσε το λουλούδι κι έβγαλε βλαστάρια και φύλλα. Πρόκοψε κι έγινε αμπέλι κι έκαμε

σταφύλια. Από αυτά έγινε το πρώτο ωραίο γλυκόπιοτο κρασί και το έδωσε στους ανθρώπους να το

πιουν. Και ω! του παραδόξου θαύματος: Όταν οι άνθρωποι στην αρχή έπιναν λίγο, κελαηδούσαν

σαν τα πουλιά. Όταν έπιναν περισσότερο, γίνονταν δυνατοί σαν τα λιοντάρια. Όταν έπιναν ακόμα

περισσότερο, γίνονταν αναίσθητοι σαν τα γαϊδούρια.»

Κάτι παρόμοιο έγινε και με τα «Ύδατα της Στυγός» ή το «Αθάνατο νερό» στην κορφή του Χελμού.

Αφού οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να το πιάσουν για να το πιουν, τού απέδωσαν διάφορες μυθικές

ιδιότητες και δημιούργησαν ένα κύκλο από χαριτωμένους μύθους και παραστάσεις. Το ονόμασαν

ποιητικά «Αθάνατο Νερό».

Εύκολα συνάγεται λοιπόν ότι η παράδοση δημιουργείται στην προσπάθεια του λαού, της βάσης και

του στηρίγματος κάθε κοινωνίας, να αιτιολογήσει όλα όσα τον περιβάλλουν.

Οι πρόγονοί μας Αρκάδες πίστευαν ότι ο πρώτος άνθρωπος που γεννήθηκε στη γη ήταν ο

Πελασγός. Αλλά είναι φυσικό μαζί με αυτόν να γεννήθηκαν και άλλοι άνθρωποι, για να τον

ανακηρύξουν βασιλιά, όπως μας πληροφορεί ο περιηγητής της αρχαιότητας Παυσανίας. Αυτός

έμαθε τους ανθρώπους να κατασκευάζουν καλύβες, για να προφυλάσσονται από το κρύο και την

βροχή και να μην υποφέρουν από την ζέστη. Αυτός τους έμαθε να ντύνονται με δέρματα προβάτων

και να μην τρώνε χλωρά φύλλα και ρίζες, αλλά να τρώνε τους καρπούς των δένδρων και μάλιστα

τα βελανίδια. «Ήσθιον δε τας βαλάνους οπτώντες πυρί». Έτρωγαν τα βελανίδια, αφού τα έψηναν

στη φωτιά μάς πληροφορεί ο Ηρόδοτος. Τους καρπούς των δένδρων (βελανίδια) μεταχειρίζονταν ο

πρόγονοί μας και σαν ποτό, το λεγόμενο «μελίτειο». Όταν κάποτε οι Σπαρτιάτες θέλησαν να

επιτεθούν εναντίον των Αρκάδων, ρώτησαν την Πυθία στους Δελφούς, που τους είπε: «Πολλοί εν

Αρκαδίη βαλανηφάγοι άνδρες εισίν», δηλαδή στην Αρκαδία υπάρχουν πολλοί άνδρες

βαλανηφάγοι, που θα σας εμποδίσουν. Ο χρησμός δόθηκε από την Πυθία το 776 π.Χ., όταν οι

Λακεδαιμόνιοι με αρχηγό το βασιλιά Χάριλο εξεστράτευσαν κατά της Τεγέας και αφού νικήθηκαν,

αιχμαλωτίστηκαν όλοι. Από αυτό το γεγονός προέκυψε και η παροιμία «Αρκαδίην μ’ αιτείς, μέγα

μ’ αιτείς, ου τα δώσω», δηλαδή «την Αρκαδία μου ζητάς, μεγάλο πράγμα μου ζητάς και δεν θα σου

το δώσω» και χρησιμοποιείται για εκείνους που ζητάνε τα αδύνατα και τα δύσκολα. Επίσης

εξαιτίας του άγονου εδάφους (λεπτόγεων έδαφος), το οποίο καλλιεργούσαν οι κάτοικοι της

Αζανίας (εμείς δηλαδή οι Καλαβρυτινοί), ελάχιστα κέρδιζαν και κατά συνέπεια υπέφεραν από

φτώχια, όπως κι εμείς καλή ώρα σήμερα. Από αυτό το περιστατικό οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν

την παροιμία «Αζάνια κακά».

Αλλά η πατρίδα μας, η Αρκαδία (η επαρχία Καλαβρύτων αποσπάστηκε από την Αρκαδία το 1687),

αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και για την ποίηση και κάθε μορφή τέχνης, χάρη στις πολλές φυσικές

ομορφιές, τον ποιμενικό βίο και το λιτοδίαιτο των κατοίκων. Οι ποιητές ονόμασαν την Αρκαδία

φανταστική χώρα, στην οποία οι ποιμένες διατηρούν τα αγνά τους ήθη και επικρατεί ο ξέγνοιαστος

και ευτυχισμένος βίος. Σε ένα από τα ποιήματά του ο Βιργίλιος παριστάνει δύο νέους ποιμένες, τον

Θύρση και τον Κορίδωνα, που διαγωνίζονται στον αυλό και τραγουδούν:

«Εμείς οι δύο νέοι,

εμείς οι δύο Αρκάδες».

Από την Αρκαδία ο μεγάλος Γάλλος ζωγράφος Πουσσέν εμπνεύστηκε και φιλοτέχνησε το 1653

έναν από τους ωραιότερους πίνακές του, που σώζεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, στο

Παρίσι, με τίτλο «Οι Ποιμένες της Αρκαδίας», κατά τον οποίο ένα νέο ζευγάρι ερωτευμένων σε

μια ωραία θέση της Ελλάδας, την Αρκαδία, ανακαλύπτει έναν τάφο ποιμένα, που έφερε την

ποιητική επιγραφή: «Et ego in Arcadia natus sum», δηλαδή «Και εγώ εγεννήθην εν Αρκαδία».

Δειγματοληπτικά μόνο αναφέρθηκαν τα λαογραφικά τούτα στοιχεία από τον αρχαίο κόσμο μας,

από τον κόσμο της Αρκαδίας, την συνέχεια του οποίου αποτελούμε και εμείς οι σημερινοί

Καλαβρυτινοί - Αζάνες.

Η επαρχία Καλαβρύτων έχει μια αξιόλογη λαογραφική παράδοση, που έρχεται, όπως

προαναφέρθηκε, από τα βάθη των αιώνων και είναι γνήσια και αυθεντική.

Στο σημείο τούτο θα πρέπει να επισημανθεί για μια φορά ακόμα η τεράστια σημασία της

Λαογραφίας μας για την διατήρηση της ταυτότητάς μας και την επιβίωσή μας και να γίνουν

μερικές διαπιστώσεις και υποδείξεις, που θεωρούνται χρήσιμες και απαραίτητες. Το εύφορο

λαογραφικό χωράφι και η παραδοσιακή ιστορία της ηρωικής και ένδοξης επαρχίας των

Καλαβρύτων πρέπει να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει πολλούς γραμματισμένους κι αγράμματους

του τόπου μας να συναισθανθούν το χρέος τους για τις ρίζες τους και την ταυτότητά τους. Πρέπει

όλοι να καταλάβουμε ότι και το πιο ασήμαντο αντικείμενο που μας περιβάλλει και το πιο ασήμαντο

αστείο ή λογοπαίγνιο που λέμε, χωρίς να το υποπτευόμαστε, έχουν βαθύτατη ιστορική και

λαογραφική σημασία. Το γεγονός ότι κάποιοι ασχοληθήκαμε με την καταγραφή της λαϊκής μας

κληρονομιάς – και είμαστε τόσοι λίγοι – του τόπου μας μαρτυρά την πίστη μας στην

αναμφισβήτητη αξία του λαϊκού μας πολιτισμού. Υπάρχουν μέσα μας – και το λέω με υπερηφάνεια

- κάποιες μυστηριακές δυνάμεις που μας γοητεύουν και μας προκαλούν δέος.

Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η προσφορά μας είναι μικρή. Ο λαϊκός πλούτος της επαρχίας μας είναι

ατελείωτος. Δυστυχώς πολλά τα δυσοίωνα μηνύματα και λωβοί οι καιροί για την ύπαιθρο χώρα μας

και την τύχη της Λαογραφίας μας. Οι νέοι μας έφυγαν. Ο τόπος ερήμωσε και θυμίζει την πτώση

της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το μεγάλο ποσοστό μετακίνησης του αγροτικού πληθυσμού στα

μεγάλα αστικά κέντρα αφήνει πίσω του σκοτάδι και μαυρίλα. Τα πατροπαράδοτα ήδη και έθιμα

του τόπου μας εγκαταλείπονται άσπλαχνα. Αλλά και κείνοι οι λίγοι που απόμειναν με την

ανάπτυξη της συγκοινωνίας και της τακτικής επικοινωνίας με τις πόλεις άλλαξαν ριζικά. Και

παρόλο που δεν πρόκειται να συγκινηθεί κανείς, οφείλουμε να το βροντοφωνάξουμε ότι

επιβάλλεται η περισυλλογή, η διάσωση και η διαφύλαξη της λαογραφικής κληρονομιάς και

παράδοσης της επαρχίας μας, επιβάλλεται η έγκαιρη και χωρίς αναβολή συγκέντρωση του

λαογραφικού μας θησαυρού.

Η Λαογραφία έχει δύο μεγάλα σκέλη. Το ένα σκέλος αντιπροσωπεύει τον πνευματικό βίο και το

άλλο τον υλικό. Και για τον πνευματικό βίο κάτι γίνεται. Όπου κι αν βρεθεί ο χωρικός μας,

κουβαλάει μαζί του τα ήθη και τα έθιμα και τα τηρεί. Ο υλικός βίος πάει, χάνεται ανεπανάληπτα.

Δεν αντικαθίσταται με τίποτα.

Σε λίγο δεν θα βρίσκει κανείς τα χωριά μας, δεν θα υπάρχει ούτε ένα ζυγάλετρο με τα εξαρτήματά

του, όπως τα έφτιαχναν οι παλιοί, ένα κουζινικό αντικείμενο, ένα έργο λαϊκής τέχνης, ένα

ποιμενικό εργαλείο, ένας μύλος και γενικά ό,τι χρησιμοποιούσε ο παλαιότερος άνθρωπος για τις

ανάγκες του. Όλα αντικαταστάθηκαν με βιομηχανικά προϊόντα.

Για να διασώσουμε κάτι – αν φυσικά - προλάβουμε, πρέπει να γίνει εκστρατεία για την ίδρυση

Λαογραφικών Μουσείων και Μουσείων Λαϊκής Τέχνης σε κάθε χωριό αν είναι δυνατόν. Σήμερα

κανένα τέτοιο δεν υπάρχει στην επαρχία Καλαβρύτων και ούτε το σκέφτεται κανείς. Ας ευχηθούμε

κι ας ελπίσουμε ότι έστω κι αργά θα αποφασίσουμε και θα κινηθούμε και προς αυτήν την

κατεύθυνση.


ΠΑΡΑΔΟΣΗ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ


Στον όμορφο τόπο που γεννηθήκαμε και κατοικούμε, με μια αδιάκοπη διεργασία αιώνων, έχει

διαμορφωθεί ένας ιδιαίτερος τρόπος ζωής και ένα θαυμάσιο ήθος ανθρώπων, που δικαιωματικά

μπορούν να χαρακτηριστούν ανόθευτα ελληνικά. Αυτό το ήθος και αυτό το ύφος παραδίδονται από

γενιά σε γενιά από τους μεγαλύτερους και παλαιότερους και παραλαμβάνονται από τους

μικρότερους και νεότερους, ως πολύτιμη παρακαταθήκη του ελληνικού έθνους, συγκροτώντας

αυτό που λέμε ελληνικά ήθη, έθιμα και παραδόσεις.

Όταν γυρίζουμε το βλέμμα μας στις συνήθειες και τις παραδόσεις των περασμένων χρόνων, σε

καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε σαν παρελθοντολογία, στείρα και άγονη

ανακύκλωση ηθών και εθίμων και επιστροφή σε ξεπερασμένα πρότυπα ζωής. Αντίθετα οι

παραδόσεις αυτές συνιστούν μια αέναη ζωντανή παρουσία μέσα στην ζωή του έθνους μας, μια

δημιουργική και καρποφόρα αρχή για την ζωή και το μέλλον μας. Γιατί όσο πιο βαθιές είναι οι

ρίζες ενός λαού, τόσο πιο μεγάλη είναι η δύναμή του, τόσο πιο μεγάλες και εντυπωσιακές οι

εξελίξεις του ιστορικού του βίου. Με αυτές πάντοτε τις βασικές σκέψεις και αλήθειες άρχισε εδώ

και πολλά χρόνια και συνεχίζεται αδιάκοπα μια μεγάλη και συστηματική προσπάθεια από τους

ακούραστους εραστές της Λαογραφίας μας να συγκεντρώσουν τον λαϊκό μας θησαυρό, να

καταδείξουν την αξία της ελληνικής παράδοσης και να την διατηρήσουν ζωντανή, γιατί μόνο με

αυτό τον τρόπο μπορούμε να γνωρίσουμε το αληθινό και γνήσιο πρόσωπο του τόπου μας, τον

χαρακτήρα της πατρίδας μας και τον ίδιο μας τον εαυτό. Έτσι σε δύσκολες ώρες για το Έθνος μας,

σε μεγάλες εθνικές συμφορές και σε ύπουλες προσπάθειες ανατροπής και αμφισβήτησης για τα ίδια

τα θεμέλια της ζωής, ο ελληνικός λαός στηρίχτηκε και διατήρησε ακμαίο το αθάνατο και

απαραχάρακτο υψηλό ελληνικό φρόνημα και την ιστορική ελληνικότητά του.

Και σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, όλοι οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να

πλησιάσουν και να μελετήσουν ακόμα τα παραδοσιακά τους στοιχεία, για να βρουν στέρεο έδαφος

να πατήσουν και να σταθούν όρθιοι, γιατί ανακάλυψαν πως αν αποκοπούν ολότελα από τις ρίζες

τους και την πλούσια λαογραφική κληρονομιά τους, θα χάσουν σίγουρα την ταυτότητά τους και θα

χαθούν και εκείνοι μαζί της.

Ο σημερινός άνθρωπος είναι πολύ διαφορετικός από τον προπολεμικό άνθρωπο. Μοιάζει δυστυχώς

σαν αποκομμένος από το παρελθόν του και δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι νιώθει πιο

δυνατός, καθώς είναι θωρακισμένος από τις συνεχείς ανακαλύψεις του και ιδιαίτερα από την

τεράστια, σχεδόν μονόπλευρη τεχνολογική εξέλιξη. Απέναντι λοιπόν σε αυτήν την τεχνολογική

επανάσταση και την φύση φαινομενικά είναι παντοδύναμος. Απέναντι όμως στον εσώτερο εαυτό

του είναι το πιο αδύναμο δημιούργημα του πλανήτη μας.

Με την απομάκρυνσή του από τους παλιούς καλούς καιρούς βρέθηκε ξαφνικά σε ένα ασφυκτικό

περιβάλλον, όπου πνίγεται από την παντελή έλλειψη χρόνου. Κυνηγάει τον χρόνο στην κυριολεξία

και δεν τον προλαβαίνει. Η παλιά αμεριμνησία και ξεγνοιασιά χάθηκαν και αυτές. Γέμισε το

κεφάλι του με χίλιες δύο έγνοιες και προβλήματα και πολλές φορές τον παίρνει το παράπονο της

νοσταλγίας, το δάκρυ και ο μετανιωμός.

Από τη μια μεριά δεν έχει την διάθεση να χάσει τις ωραίες ανέσεις του νέου τρόπου ζωής και να

γυρίσει πίσω στα παλιά τα αξέχαστα. Του φαίνεται απροσπέλαστος αυτός ο δρόμος της

επιστροφής. Όμως τον καίει μέσα του το πικρό παράπονο του γυρισμού, που δεν φαίνεται πουθενά

όχι μόνο στον κοντινό, αλλά ούτε και στον μακρινό ορίζοντα.

Έτσι ο άνθρωπος του καιρού μας για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, αναζητάει σημαίες

ευκαιρίας, κυνηγάει τις περιστάσεις που του προσφέρουν την ευτυχία μιας στιγμής και τρέχει εκεί

που κάποτε ανέμελος ξεκίνησε, για να σκοτώσει με τις ανακαλύψεις του την όμορφη φυσική και

ξέγνοιαστη ζωή του.

Το φρενάρισμα αυτού του επικίνδυνου κατρακυλήματος ήρθε να αναπληρώσει κατά ένα τρόπο ο

τουρισμός, είτε εσωτερικός είτε εξωτερικός είναι αυτός, εξαιτίας του οποίου βλέπουμε μια

στιγμιαία και συγκρατημένη αλλαγή στο μακρινό όνειρο της επιστροφής.

Καταφεύγει λοιπόν ο σύγχρονος άνθρωπος στις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα, Πάσχα) και στα

λαϊκά πανηγύρια, κατά τα οποία ευτυχώς παρ’ όλη την αιμορραγία της ερήμωσης και της

εγκατάλειψης που υπέστη η ύπαιθρος χώρα μας, οι λίγοι που έμειναν κρατούν με θρησκευτική

ευλάβεια αναμμένη την λαμπάδα της πλούσιας παράδοσης και των συνηθειών του τόπου μας.

Τρέχει στην Μακεδονία, στον Λαγκαδά, να συναντήσει και να θαυμάσει τους «Αναστενάρηδες».

Τρέχει στην Ήπειρο να απολαύσει τον «παραδοσιακό βλάχικο γάμο». Ταξιδεύει στην Πάτρα να

ψυχαγωγηθεί και να γελάσει με τον «Καρνάβαλο». Γυρίζει κάποτε στο φτωχικό χωριουδάκι του να

ζήσει και να γευθεί την χαρά, να γνωρίσει λίγες στιγμές ευτυχίας κοντά στους δικούς του, να

αναπολήσει τα παλιά και ακόμα να ξεκουραστεί και να περάσει λίγες στιγμές ευτυχίας μακριά από

τον καθημερινό βασανιστικό και αγχώδη βίο.

Ο άνθρωπος της εποχής των ανέσεων των φρικτών πόλεων, όταν βρεθεί κοντά στους ανθρώπους

του τόπου, από τον οποίο ξεκίνησε, νιώθει να αγγίζει την αγνή ψυχή του μεγάλου λαού μας. Το

χθες, στιγμιαία, του φαίνεται σαν ένα κοντινό παρελθόν. Φωτίζει άραγε το μέλλον; Έτσι

λυτρωμένος από το φοβερό άγχος της πόλης, τού δίνεται η ψευδαίσθηση ότι ξαναβρίσκει τον εαυτό

του και την ταυτότητά του. Ξαναζεί για λίγο την όμορφη και ξένοιαστη παραδοσιακή ζωή, που σε

καμιά περίπτωση δεν του προσφέρει η άνεση και η πολυτέλεια των πόλεων.

Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί και πάλι ότι ο σημερινός άνθρωπος βοηθιέται από τον

τουρισμό, ο οποίος καθημερινά διογκώνεται, δημιουργεί τις προϋποθέσεις της προσέγγισης του

ψυχικού και κοινωνικού βίου του ελληνικού λαού και μας παροτρύνει να γνωρίσουμε τα διαμάντια

του λαϊκού μας πολιτισμού και να διατηρήσει την ταυτότητά του.


ΓΕΝΝΗΣΗ - ΠΑΙΔΟΚΟΜΙΣΜΑ – ΒΑΦΤΙΣΗ


Ευτυχισμένο γεγονός η γέννηση ενός παιδιού. Το παιδί, αυτό το αίνιγμα της ζωής, είναι άλλωστε ο

πλουσιότερος καρπός του γάμου. Η χαρά άρχιζε και στις παλαιότερες εποχές από την ημέρα που η

μητέρα ένιωθε ότι ήταν «γκαστρωμένη». Όλοι χαίρονταν. Ο πατέρας και η μάνα χαίρονταν για τις

ικανότητές τους, ο παππούς και η γιαγιά για το εγγονάκι τους, τα αδέρφια για το ανιψάκι τους και

λοιπά. Η μάνα πλημμύριζε υπερηφάνεια και όλοι την σέβονταν και την πρόσεχαν. Όσο πλησίαζε ο

καιρός της γέννας, η μάνα αποκτούσε μεγαλύτερη εκτίμηση. Όλοι της εύχονταν «καλή

ξελευτεριά», «η ώρα η καλή» κ.λπ.

Η γέννα γινόταν στο σπίτι με την βοήθεια των κοντινών προσώπων της μητέρας και της μαμής.

Σπανίως παρίστατο γιατρός και αυτό γινόταν μόνο όταν η γέννα ήταν δύσκολη. Όχι σπάνια

συνέβαινε να χαθούν και μάνα και παιδί. Τότε ο θρήνος και η θλίψη ήταν απερίγραπτοι. Πριν

παιδοκομήσει η μάνα, την πρόσεχαν προπαντός από τις μυρουδιές. Πολλές έκαναν και κάνουν

τάματα για να ελευθερωθούν καλά. Προστάτης των εγκύων γυναικών είναι ο Άγιος Ελευθέριος,.

Σαν γεννιόταν το παιδί, το έπαιρνε η μαμή, το έπλενε με χλιαρό νερό αλατισμένο για να σφίξει, να

μην ιδρώνει και να μη μυρίζει σαν μεγαλώσει, του έδενε τον αφαλό και το αφαλόκοβε προσεχτικά.

Ύστερα το τοποθετούσε κοντά στη μανούλα του και περίμεναν να ’ρθουν τα μεσάνυχτα οι μοίρες

να το μοιράνουν. Επιθυμία των γονιών ήταν να είναι αγόρι το πρώτο παιδί. Πάνω σε αυτό στήριζαν

όλες τους τις ελπίδες, αφού θα γινόταν ο προστάτης της οικογένειας σαν μεγάλωνε. Η γέννηση δεν

γιορταζόταν και μάλλον περνούσε απαρατήρητη σαν γιορτή.

Για τρεις ημέρες η λεχώνα έμενε στο κρεβάτι ακίνητη. Οι επισκέψεις τις πρώτες μέρες της γέννας

ήταν περιορισμένες και αραιές για λόγους υγείας της λεχώνας, ώσπου να γίνουν τελείως καλά και

μητέρα και παιδί. Την άλλη μέρα καλούνταν ο παπάς να διαβάσει τις καθιερωμένες ευχές. Για να

κάμει γάλα η λεχώνα, τής έδιναν να πιει θερμαντικά, χυλοπίτες με κρασί ή κοτόζουμο.

Σαράντα μέρες πρόσεχαν μάνα και παιδί. Η μάνα δεχόταν λίγες επισκέψεις και δεν επισκεπτόταν

κανένα σπίτι. Στις σαράντα έκανε την πρώτη έξοδό της στην εκκλησιά, για να πάρει τις ευχές από

τον παπά. Για κρεβατάκι του μωρού χρησιμοποιούσαν το «μπεσίκι» στο σπίτι και τη «νάκα» για τις

εξωτερικές δουλειές.

Πότε θα βάφτιζαν το μωρό, το κανόνιζαν μετά το εξάμηνο, συνήθως στον χρόνο. Μερικά μωρά,

που γεννιούνταν άρρωστα, τα βάφτιζαν αμέσως, γιατί αν πέθαιναν, ήταν αμαρτία να πάνε

αβάφτιστα. Νονός κατά κανόνα για το πρώτο παιδί ήταν ο κουμπάρος που είχε στεφανώσει το

αντρόγυνο, ενώ για τα άλλα, όποιος το ζητούσε και το ασήμωνε, δηλαδή έδινε λεφτά στο παιδί. Οι

γονείς πάντα φρόντιζαν να πιάσουν έναν καλό κουμπάρο. Η ημέρα για την βάφτιση οριζόταν από

κοινού με τον κουμπάρο.

Τα βαφτίσια γίνονταν παλιά στο σπίτι και σπάνια στην εκκλησία. Σαν ερχόταν ο κουμπάρος,

ερχόταν και ο παπάς και δύο παιδιά έφερναν την κολυμπήθρα με κρύο νερό από την βρύση. Στο

σπίτι έβραζαν και άλλο νερό, που το έσμιγαν για να γίνει ζεστό. Το μυστήριο γινόταν χωρίς την

παρουσία των γονέων, οι οποίοι δεν έπρεπε να ακούσουν τα γράμματα που διάβαζε ο παπάς. Η

μαμή αναλάμβανε όλη σχεδόν την διεξαγωγή του μυστηρίου. Μόλις ο νονός έλεγε το όνομα, οι

πιτσιρίκοι έτρεχαν ποιος θα προλάβει πρώτος να ανακοινώσει το όνομα και να πάρει τα

«συχαρίκια». Το όνομα ήταν γνωστό εκ των προτέρων. Όχι σπάνια δημιουργούνταν δυσαρέσκειες

και μικροπαρεξηγήσεις, που οδηγούσαν ακόμα και στον χωρισμό. Μετά το μυστήριο παρέδιδε ο

κουμπάρος το παιδί στη μάνα. Ο κουμπάρος έπειτα μοίραζε λεφτά σε όλους τους

παρευρισκομένους στο μυστήριο. Ξεχωριστά καλοπλήρωνε τον παπά, τους ψάλτες, την μαμή και

τα παιδιά που έφερναν την κολυμπήθρα. Ο βαφτιστικός λεγόταν νεοφώτιστος και φιότσος. Μετά τα

βαφτίσια ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι. Γινόταν σωστό πανηγύρι. Ο κουμπάρος έφερνε δώρα

στο βαφτιστικό και την κουμπάρα. Η κουμπάρα ανταπέδιδε τα ίσα.


Ο ΓΑΜΟΣ Ή ΠΑΝΤΡΕΙΑ


«Σήμερα άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα,

σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα»


Μια από τις σπουδαιότερες, αν όχι η σπουδαιότερη εορταστική εκδήλωση ψυχαγωγίας στο χωριό,

είναι ο γάμος. Είναι μια ευκαιρία για ένα ξεφάντωμα, για να δείξουν την λεβεντιά τους οι χωρικοί

μας και οι ξωμάχοι μας. Μια Κυριακή, μια γιορτή, ένα πανηγύρι το χρόνο, έναν γάμος, το Πάσχα,

τις αποκριές και κάτι τέτοια περιμένουν οι απλοϊκοί και λεβέντες χωρικοί μας να γιορτάσουν.

Η παντρειά είναι αναμφίβολα το πρώτο βήμα της ζωής, η πηγή της ζωής και της ευτυχίας. Ο Θεός

την ευλόγησε με την παρουσία του και είναι επόμενο κοντά στην τόση σοβαρότητά του να είναι και

το πιο γραφικό έθιμο στον τόπο. Μια παντρειά ή ένας γάμος γίνεται από έρωτα που με την

συγκατάθεση των γονιών γίνεται πραγματικότητα και ευτυχές γεγονός, από έρωτα πάλι, στον οποίο

όμως οι γονείς ή τουλάχιστον οι γονείς του ενός αρνούνται να δώσουν την συγκατάθεσή τους,

οπότε οι ερωτευμένοι κλέβονται και με συνοικέσιο, που είναι και ο συνηθέστερος τρόπος. Οι νέοι

και οι νέες δεν είναι άγνωστοι μεταξύ τους όταν πρόκειται για το ίδιο χωριό. Διαφέρει κάπως αν οι

μελλόνυμφοι είναι από διαφορετικό χωριό. Στην περίπτωση του συνοικεσίου μεσολαβεί κάποιο

πρόσωπο, ο συμπεθεροκόπος ή προξενητής ή προξενήτρα, πρόσωπο δηλαδή φιλικό και στις δύο

πλευρές.

Ένας άνδρας για να αποφασίσει να παντρευτεί, πρέπει απαραίτητα να έχει εκπληρώσει τις

στρατιωτικές του υποχρεώσεις και να είναι σε θέση να νοικοκυρευτεί, γι’ αυτό οι περισσότεροι

παντρεύονται ανάμεσα στα είκοσι πέντε με τριάντα τους χρόνια, οι δε κοπέλες μετά τα είκοσι ή και

αργότερα.

Ο συμπεθεροκόπος ή η προξενήτρα ύστερα από συνεννόηση ή και από μόνοι τους έρχονται σε

επαφή με τη μια μεριά, δηλαδή του νέου ή της νέας. Αν βρουν ανταπόκριση, επικοινωνούν και με

το άλλο μέρος και εφ’ όσον και τα δύο μέρη συμφωνούν, έρχονται σε επαφή για να συζητήσουν τις

λεπτομέρειες και τα δοσίματα. Ο πατέρας της νύφης υποβάλλει έγγραφη δήλωση με το ύψος της

προίκας, το «προικοσύμφωνο», γίνονται αντιπροτάσεις από την πλευρά του γαμπρού και αν

συμφωνήσουν, δίνουν τα χέρια και τα τελειώνουν.

Η επισημοποίηση γίνεται με ένα καλό τραπέζι και πλούσιο φαγοπότι στης νύφης και στου γαμπρού

το σπίτι και με ένα γλέντι γερό. Μετά την συμφωνία ανακοινώνεται ο αρραβώνας και οι νέοι και οι

γονείς τους δέχονται συγχαρητήρια και ευχές: «Καλά στέφανα», «καλά στερεωμένα», «να ζήσουν»

κ.λπ. Οι αρραβώνες δεν κρατούν πολύ καιρό. Στο διάστημα που μεσολαβεί, ανταλλάσσουν οι

μελλόνυμφοι αραιές επισκέψεις και μικροδώρα. Παράλληλα αρχίζουν πυρετώδεις ετοιμασίες για το

γάμο, ιδιαίτερα από την πλευρά της νύφης, η οποία πρέπει να συμπληρώσει τις ελλείψεις της

προίκας της.

Κατόπιν κοινής συμφωνίας ορίζεται η Κυριακή του γάμου. Οι γάμοι αποφεύγονται το μήνα Μάιο,

το Δεκαπενταύγουστο, το Δωδεκαήμερο, τη Μ. Σαρακοστή, την Κυριακή της Τυροφάγου και κατά

τα δίσεκτα χρόνια και γίνονται πάντοτε ημέρα Κυριακή.

Η προ του γάμου Κυριακή είναι της νύφης, καθώς και όλη η βδομάδα μέχρι το Σάββατο το βράδυ.

Οι δουλειές είναι πολλές, γι’ αυτό βοηθάνε οι κοπέλες του χωριού, συγγενείς και φίλες της νύφης.

Την Πέμπτη γίνονται τα αναπιάσματα και τα προζύμια για τα ψωμιά και τα γλυκίσματα του γάμου.

Την Πέμπτη γίνεται επίσης και το κάλεσμα με εγχώριες μπουμπουνιέρες, κουφέτα διπλωμένα σε

λευκό χαρτί ή σε ροζ τούλι για τη νύφη, λευκά για το γαμπρό. Ένα παιδί με ένα καλαματιανό

μαντίλι στο λαιμό γυρίζει τα σπίτια και δίνει από μια μπουμπουνιέρα. Αν οι νεόνυμφοι είναι από το

ίδιο χωριό, τα καλέσματα γαμπρού και νύφης τα μοιράζει το ίδιο παιδί.

Την Παρασκευή συγκεντρώνονται πάλι οι κοπέλες στο σπίτι της νύφης και τεγκιάζουν τα προικιά,

δηλαδή τα κάνουν δέματα για να φορτωθούν την άλλη μέρα στα άλογα και να μεταφερθούν στο

σπίτι του γαμπρού. Τα δέματα περιέχουν μαντανίες, κουβέρτες, απλάδια, απλάδες, σαΐσματα,

ματαράτσια, πάντες κ.λπ. Τα ασπρόρουχα τοποθετούνται σε δύο μπαούλα, απαραίτητα σε κάθε

νύφη. Ιδιαίτερα περιποιούνται το στρώμα. Το τοποθετούν πάνω σε ένα κρεβάτι, το στολίζουν,

βάζουν πάνω και ένα μικρό παιδάκι και αρχίζουν να τραγουδάνε, να χορεύουν και να το

ασημώνουν με λεφτά. Την Παρασκευή είναι σχεδόν όλα έτοιμα. Το βράδυ γίνεται το πρώτο

τραπέζι της νύφης, στο οποίο λαμβάνουν μέρος στενοί συγγενείς και στενοί φίλοι.

Το Σάββατο στέλνει ο γαμπρός το κάλεσμα της νύφης, δηλαδή το νυφικό, ένα σφαχτό, μια τσίτσα

κρασί και άλλα μικροδώρα. Με τον ίδιο καλεστή η νύφη στέλνει το πουκάμισο, την γραβάτα του

γαμπρού και άλλα μικροδώρα. Σε πολλές περιπτώσεις το Σάββατο μεταφέρονται στο σπίτι του

γαμπρού και τα προικιά της νύφης, για να μην τα έχουν εμπόδιο την Κυριακή.

Το βράδυ του Σαββάτου είναι το βράδυ της νύφης, το αποχαιρετιστήριο βράδυ της νύφης προς

όλους τους χωριανούς, γι’ αυτό παίρνουν μέρος στο μεγάλο τραπέζι που γίνεται για χάρη της όλοι

σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού. Στο τραπέζι προσφέρονται πλούσια φαγητά και άφθονο κρασί.

Μετά το φαγητό το στρώνουν στο τραγούδι. Τραγουδούν πρώτα τραγούδια της τάβλας ή του

τραπεζιού και ύστερα του χορού. Αν δεν έχουν βιολιά ή ταβούλια, τραγουδάνε με το στόμα. Το

τραγούδι με το στόμα είναι πιο λαγαρό και συμπαθητικό και το προτιμάνε. Οι τραγουδιστές

χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η μία αρχίζει το τραγούδι στίχο - στίχο και η άλλη το επαναλαμβάνει.

Στο τέλος η νύφη θα τραγουδήσει το δικό της το αποχαιρετιστήριο:

«Μια Παρασκευή, ένα Σάββατο βράδυ

μάνα μ’ έδιωχνε από τ’ αρχοντικό μας

κι ο πατέρα μου κι αυτός να φύγω θέλει.

Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι

Το μονοπάτι μ’ έβγαλε σ’ ένα ρημοκκλησάκι

Βρίσκω ένα δεντρί, δεντρί μαλαματένιο

-Να οι ρίζες μου και δέσε τ’ άλογό σου

να ο ίσκιος μου πέσε κι αποκοιμήσου

να κι οι κλώνοι μου και κρέμασ’ τ’ άρματά σου.»

Η Κυριακή είναι η ημέρα του γαμπρού. Πρωί συγκεντρώνονται οι συγγενείς και οι φίλοι για να τον

ξυρίσουν. Κατά τις οχτώ ο γαμπρός με την συνοδεία φίλων του και συγγενών του και κάτω από τον

ήχο των οργάνων πηγαίνουν στο σπίτι του κουμπάρου που θα τους στεφανώσει. Μετά τα

κεράσματα και τα γλυκά, ξαναγυρίζουν στο σπίτι του γαμπρού και η γαμήλια πομπή ξεκινάει για το

άλλο χωριό της νύφης. Η πομπή αποτελείται από είκοσι μέχρι και ογδόντα καβαλάρηδες, όλοι ένας

και ένας διαλεχτοί και μαζί τους και γυναίκες που λέγονται «τάγιες». Ο αριθμός των γυναικών

πρέπει να είναι μονός, για να γυρίσουν ζυγές. Η πομπή του γάμου με τους καβαλάρηδες

συμπεθέρους είναι μια μεγαλοπρεπής βυζαντινή παρέλαση που πλέει μέσα στο λευκό. Η πομπή του

γάμου φεύγει πολύ γρήγορα και με το τραγούδι τους αντιλαλούν οι ρεματιές και τα καταράχια.

Σαν πλησιάζουν στο χωριό της νύφης, δυο τρεις νέοι λεβέντες και με λεβέντικα άλογα από την

πομπή του συμπεθεριού προσπερνάνε τους άλλους και τρέχουν καλπάζοντας, ποιος θα φτάσει

πρώτος στο σπίτι της νύφης να δώσει τα συχαρίκια, ότι δηλαδή έρχεται ο γαμπρός να πάρει τη

νύφη. Στο σπίτι της νύφης είναι μαζεμένοι πολλοί και περιμένουν, όλοι πετάνε ρύζι και κουφέτα

στον συχαρικιάρη και τον καλωσορίζουν. Η νύφη κατεβαίνει στην αυλή να προϋπαντήσει τον

συχαρικιάρη, να του δέσει κόκκινο καλαματιανό μαντίλι στο λαιμό και στο άλογό του και να του

δώσει και την τσίτσα με το κρασί. Μόλις πάρει τα δώρα του, αυτός ξαναγυρίζει στο συμπεθεριό και

έπειτα πάλι στης νύφης το σπίτι. Πολλοί συχαρικιάρηδες μπαίνανε μέσα στο σπίτι της νύφης και

χόρευαν μαζί με το άλογό τους, που ήταν γυμνασμένο για το νούμερο τούτο. Σε λίγο φτάνει και το

συμπεθεριό. Οι κοπέλες πετάνε ρύζι και κουφέτα και τους καλωσορίζουν. Σε όλους, καθώς και στα

άλογά τους δένουν από ένα μαντίλι στο λαιμό. Προσφέρονται επίσης γλυκά, μεζέδες και κρασί. Στο

μεταξύ ντύνουν τη νύφη, για να είναι έτοιμη για την εκκλησία

Σαν έρθει η ώρα, νέα πομπή ξεκινάει για την εκκλησιά. Μπροστά πηγαίνουν τα στέφανα που τα

κρατάει ένα παιδάκι αμφιθαλές, δηλαδή αγόρι ή κορίτσι που να έχει και τους δυο γονείς του.

Ακολουθεί η νύφη ντυμένη στα ολόλευκα και υποβασταζόμενη από τον πατέρα της και τη μάνα της

ή και τον αδερφό της και πίσω από αυτήν ο γαμπρός, που τον κρατάει ο πατέρας του και ο

κουμπάρος του. Αν οι μελλόνυμφοι είναι από το ίδιο χωριό, συναντώνται στην εκκλησία, αλλά και

πάλι κατά την ίδια διάταξη.

Η διαδικασία του γάμου είναι σχετικά σύντομη. Πριν αρχίσει το μυστήριο, ο παπάς μεταλαμβάνει

το αντρόγυνο. Το υπόλοιπο κρασί που θα μείνει στο ποτήρι υποχρεούται να το πιει ο κουμπάρος, ο

οποίος πετάει το ποτήρι και το σπάζει. Όταν ο παπάς φτάσει στο «Ησαΐα χόρευε», χαλάει ο κόσμος

από τα κουφέτα και το ρύζι. Πολλοί σκορπούσαν και κέρματα. Όταν ο παπάς λέει «η δε γυνή να

φοβείται τον άνδρα», ο γαμπρός πατάει το πόδι της νύφης σαν σημάδι υποταγής. Σαν τελειώνει το

μυστήριο, οι νεόνυμφοι, ο κουμπάρος και οι συγγενείς δέχονται τα συγχαρητήρια και ασπάζονται

τα στέφανα. Μερικοί δίνουν και κανένα μπατσάκι του γαμπρού και ο κουμπάρος είναι

υποχρεωμένος να προστατέψει τον γαμπρό.

Όταν ο γάμος τελειώνει, το συμπεθεριό πρέπει τα ταχύτερο να φύγει για το χωριό του γαμπρού,

γιατί ο γάμος έχει και συνέχεια. Η νύφη ανεβαίνει σε λευκό άλογο και η πομπή παίρνει το δρόμο

της επιστροφής. Το χωριό είναι συγκεντρωμένο στο σπίτι του γαμπρού, τους καλοδέχονται και τους

καλωσορίζουν. Ο γαμπρός βοηθάει τη νύφη να κατεβεί από το άλογο και την οδηγεί στην πόρτα

του σπιτιού, όπου την περιμένει η πεθερά της, η οποία της προσφέρει χρυσό νόμισμα η δε νύφη

ζώνεται με μεταξωτό μαντίλι, κατόπιν μελώνει το κατώφλι της πόρτας και μπαίνει στο σπίτι. Το

ζεύγος δέχεται τα συγχαρητήρια των χωριανών. Έξω οι κοπέλες προσφέρουν γλυκά σε όλους

ανεξαιρέτως τους παρευρισκομένους, που κατά κανόνα είναι όλο το χωριό. Άλλοι πάλι το έχουν

ήδη στήσει στο χορό και το γλέντι έχει ανάψει.

Η βραδιά της Κυριακής είναι βραδιά του γαμπρού. Στρώνεται τραπέζι και παρίσταται όλο σχεδόν

το χωριό. Ο κουμπάρος, που λέγεται και αρχινονός, έχει το γενικό πρόσταγμα και κάθεται κοντά

στους νεόνυμφους, που είναι τα τιμώμενα πρόσωπα. Σαν φάνε γερά, αρχίζουν το τραγούδι. Πρώτος

τραγουδάει ο κουμπάρος το τραγούδι της τάβλας. Στο τέλος του τραγουδιού κάνει πρόποση,

υψώνοντας το ποτήρι του και εύχεται ευτυχισμένο βίο, «να μας ζήσουν», «καλή τύχη» στους

ανύπαντρους, «στ’ αρχοντόπουλά σας» σε όσους έχουν παιδιά για παντρειά και τέλος «καλώς να σ’

εύρω κ.τάδε» και δίνει τον λόγο στον σεβαστότερο της παρέας. Και αυτός με τη σειρά του θα πει το

τραγούδι του και θα κάμει την ίδια πρόποση και το γλέντι συνεχίζεται.

Ο γαμπρός και η νύφη αποσύρονται μετά το φαγητό. Είναι κουρασμένοι και πρέπει να κοιμηθούν

και να μείνουν μόνοι να περάσουν την πρώτη νύχτα του γάμου. Κατά τα ξημερώματα οι γλεντζέδες

που ξενύχτησαν πάνε κάτω από τα παράθυρα του γαμπρού και της νύφης και τραγουδάνε το

τραγούδι:

«Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια

την αυγή ξυπνούνε και γλυκοτραγουδούνε

τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε:

-Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα καλέ μου αφέντη (γλυκιά μ’ αγάπη)

ξύπνα, αγκάλιασε κορμί κυπαρισσένιο

κι άσπρονε λαιμό, βυζάκια δίχως γάλα.»

Η Δευτέρα είναι ημέρα της νύφης. Στο σπίτι του γαμπρού παραμένουν μόνο οι συγγενείς και η

νύφη στρώνει τα δικά της προικιά και στολίζει το σπίτι σύμφωνα με το δικό της γούστο. Επίσης τη

Δευτέρα η νύφη κάνει τον περίπατο της ως τη βρύση, την ασημώνει με λεφτά και φέρνει

συμβολικά νερό. Όλη την εβδομάδα η νύφη κάθεται στο σπίτι, ασχολείται με μικροσυγυρίσματα

και δέχεται επισκέψεις και συγχαρητήρια. Την Τρίτη ο γαμπρός κάνει την επίσκεψη στα πεθερικά

του, για να τους ανακοινώσει ότι η κόρη τους «ήταν εντάξει».

Στις δέκα πέντε μέρες γαμπρός και νύφη πάνε στα «πιστρόφια» μαζί με άλλα τρία συγγενικά

πρόσωπα και έτσι ανοίγει ο δρόμος για ελεύθερες επισκέψεις. Στις είκοσι δύο μέρες έρχονται οι

γονείς της νύφης για ανταπόδοση. Αν οι νεόνυμφοι είναι από το ίδιο χωριό, τα πιστρόφια γίνονται

την ίδια μέρα.


ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΗΔΕΙΑ


Νταν….νταν…νταν χτυπάει ιδιόρρυθμα και λυπητερά η καμπάνα του χωριού, για να αναγγείλει το

θάνατο σε ολόκληρο το χωριό. Στο άκουσμα του θλιβερού ήχου της καμπάνας του χωριού, που

επαναλαμβάνεται πέντε ή έξι φορές και η ηχώ της λαγκαδιάς τον μεταφέρει σε όλο το χωριό και

στα γύρω καταράχια, όλοι ξαφνιάζονται και βγαίνουν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια και ρωτάνε

να μάθουν «ποιος πέθανε;». Και τότε από το παιδί που χτύπησε την καμπάνα μαθαίνουν ποιον

χτύπησε ο θάνατος. Από σπίτι σε σπίτι, από γειτονιά σε γειτονιά, από κορυφή σε κορυφή και από

καταράχι σε καταράχι γίνεται γνωστό το όνομα του αποθανόντος. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά

κατευθύνονται προς το σπίτι του πεθαμένου. Λίγα λεπτά αργότερα το χωριό ολόκληρο βρίσκεται

στο πλευρό του πεθαμένου. Οι γυναίκες παίρνουν θέση γύρω από το φέρετρο και οι πιο

χαροκαμένες και λυπημένες αρχίζουν τα μακρόσυρτα μοιρολόγια που ραγίζουν και τις πέτρες

ακόμα. Όλες σχεδόν οι παλιές γυναίκες του χωριού, αλλά και οι άνδρες είναι καλλίφωνοι και

υπέροχοι μοιρολογιστές. Χωρίζονται σε δύο ομάδες και η μια αρχίζει τον ένα στίχο και τον

επαναλαμβάνει η άλλη.

Κατά την παράδοση, ο θάνατος μπαίνει αόρατος από την στέγη του σπιτιού και όχι από την πόρτα.

Πρόκειται για τους δύο Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο ένας κρατάει σπαθί με το οποίο

παίρνει την ψυχή του ανθρώπου, ενώ ο άλλος κρατάει κρίνο και μυρίζει το νεκρό, για να μη νιώσει

πόνο την ώρα που αποσπάται η ψυχή του. Μόλις διαπιστωθεί ο θάνατος, πρώτη δουλειά των

οικείων του νεκρού είναι να πλύνουν το σώμα του, να του φορέσουν τα καινούργια του ρούχα, να

του κλείσουν τα μάτια, να του σταυρώσουν τα χέρια και να τον ευπρεπίσουν. Μετά τον ξαπλώνουν

σε ένα κρεβάτι στη μέση του σπιτιού και με την καμπάνα το ανακοινώνουν για να μαθευτεί.

Τοποθετούν στο στήθος του το εικόνισμα του σπιτιού, ανάβουν μια λαμπάδα και τον γεμίζουν με

λουλούδια .

Στην θέση αυτή ο νεκρός θα μείνει περίπου ένα εικοσιτετράωρο. Γυναίκες εναλλασσόμενες τον

φυλάνε μέρα και νύχτα και τον προσέχουν να μην περάσει τίποτε από πάνω του, γιατί

βρικολακιάζει, σηκώνεται δηλαδή τις νύχτες και περπατάει και δεν βρίσκει η ψυχή του ανάπαυση.

Παράλληλα γίνονται διάφορες ενέργειες για την προετοιμασία της ταφής. Σηκώνουν τα ρούχα που

πέθανε ο νεκρός, γιατί πιστεύουν ότι είναι γεμάτα αίματα από την σφαγή. Αυτά θα πλυθούν την

τρίτη ημέρα στο λαγκάδι. Βάζουν στην συνέχεια να βράσει λίγο σιτάρι για σπερνά (κόλλυβα).

Άλλοι φτιάχνουν την κάσα (φέρετρο) και άλλοι αναλαμβάνουν να βγάλουν τον τάφο. Καλούν

επίσης αμέσως τον παπά, για να διαβάσει τον πεθαμένο. Μια - δυο ώρες προ της κηδείας αρχίζει να

χτυπάει συνέχεια και λυπητερά η καμπάνα, για να συγκεντρωθεί ο κόσμος και να βγάλουν το

λείψανο. Στην ώρα έρχονται οι παπάδες, οι ψάλτες και τα εξαπτέρυγα. Προηγούνται κατά την

πομπή τα εξαπτέρυγα, ακολουθεί το φέρετρο του νεκρού, που το βαστάζουν τέσσερις και πίσω οι

παπάδες, οι συγγενείς του πεθαμένου και όλος ο κόσμος του χωριού. Τον περιφέρουν έναν γύρο

στο χωριό και καταλήγουν στην κεντρική εκκλησία. Εκεί ψάλλουν την ακολουθία της κηδείας,

μοιράζουν κεριά για την ψυχή του πεθαμένου, εκφωνούνται επικήδειοι και ύστερα η σορός

μεταφέρεται στο νεκροταφείο για την ταφή. Συγκινητική είναι η στιγμή που ο παπάς λέει το «Δεύτε

τελευταίον ασπασμόν», καθώς και την στιγμή που το φέρετρο κατεβαίνει στον τάφο. Μετά την

ταφή γυρίζουν στο σπίτι του πεθαμένου να συλλυπηθούν τους οικείους του, στους οποίους

προσφέρεται καφές και ούζο. Το βράδυ γίνεται και το τραπέζι της παρηγοριάς.

Για τρεις ημέρες, λένε, ότι η ψυχή του νεκρού πλανάται μέσα στο σπίτι και παρακολουθεί εκ του

αφανούς τα διαδραματιζόμενα. Μετά την τρίτη ημέρα και επί σαράντα μέρες επισκέπτεται όλα τα

μέρη που περπάτησε ο αποθανών κατά την διάρκεια της ζωής του. Στις τρεις ημέρες κάνουν το

μικρό μνημόσυνο του νεκρού, τα τρίτα, και στις εννιά τα εννιάμερα, συνήθως με κόλλυβα και

λειτουργίες. Στις σαράντα μέρες γίνεται το σαρανταλείτουργο με τρεις δίσκους με σπερνά και

ωραία άσπρα ψωμιά κομμένα σε τετράγωνες «κομμάτες». Προσφέρουν επίσης ψωμιά, κρασί και

συγχωράνε. Το μεσημέρι κάνουν μεγάλο τραπέζι με πολλά κρέατα σε αρκετούς προσκεκλημένους

για την ψυχή του πεθαμένου. Μνημόσυνα γίνονται τα ψυχοσάββατα, στον χρόνο, στα τρία χρόνια

και ευκαιριακά.

Διάφορες δοξασίες σχετικές με τον θάνατο είναι οι εξής:

Πολλοί γέροι έχουν αργό θάνατο. Χαροπαλεύουν ολόκληρες μέρες. Δεν βγαίνει η ψυχή τους και

τυραννιούνται. Οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται κριματισμένοι. Αν έχει καμιά μεγάλη έχθρα με

κανέναν συγχωριανό του, στέλνουν και τον καλούνε να συγχωρεθούνε και κατ’ αυτόν τον τρόπο

επιταχύνεται ο θάνατος.

Τους ετοιμοθάνατους τους κοινωνάνε για να γίνουν καλοί χριστιανοί, έστω και στο τέλος. Πολλοί

δεν θέλουν να κοινωνήσουν, γιατί με την κοινωνία θεωρούν βέβαιο το θάνατο.

Πολλές φορές συμπίπτει την ημέρα του θανάτου κάποιου να γίνει μια θεομηνία. Το γεγονός το

συσχετίζουν με τον θάνατο και θεωρούν τον άνθρωπο αυτό πολύ κακό και κριματισμένο.

Όταν το λείψανο βραχεί κατά την μεταφορά του στο νεκροταφείο, πιστεύουν ότι κι άλλος θα

πεθάνει. Αν επίσης ο νεκρός είναι γελαστός, θα πάρει σύντομα κοντά του κάποιοι αγαπημένο

πρόσωπο. Κάτι παρόμοιο πιστεύουν αν ο νεκρός τύχει να γυαλιστεί σε καθρέφτη. Οι γυναίκες

προσέχουν τα μαλλιά τους να μην ακουμπήσουν στο πρόσωπο του νεκρού, γιατί πέφτουν. Επίσης

αν φτερνιστεί κάποιος μπροστά στο νεκρό, ξηλώνει μια ραφή από ένα ρούχο, γιατί αλλιώς πεθαίνει.

Σαν βγάλουν το λείψανο, πετάνε έξω από το παράθυρο διάφορα αντικείμενα όπως πιάτα, ποτήρια

κ.λπ.

Η μάνα, που της πεθαίνει το πρώτο παιδί, δεν κάνει να ακολουθήσει την κηδεία στην εκκλησία,

γιατί υπάρχει κίνδυνος και για άλλο. Το ίδιο γίνεται και με τους νιόπαντρους. Τα αδέρφια όταν

είναι «μονομηνέικα» δεν κάνει το ζωντανό να ασπασθεί το νεκρό αδερφό του, ούτε και να

παρακολουθήσει την εκφορά του. Σαν περνάει η κηδεία από τις γειτονιές, κλείνουν τις πόρτες για

να μην μπει ο χάρος στα σπίτια.


ΉΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ


Δεν γιορτάζουμε Χριστούγεννα ελληνικά. Γιορτάζουμε Χριστούγεννα «νόθα». Δεν είναι υπερβολή.

Μπολιαστήκαμε με ξένες συνήθειες προς τις παραδόσεις μας, άγνωστες μέχρι πρότινος Από τα

ξένα και τα αλαργινά εισέβαλαν καινούργιες συνήθειες, ξενόφερτες συνήθειες και κούρσεψαν τα

παραδοσιακά κάστρα μας. Στρώθηκαν, θρονιάστηκαν στα μεσογειακά σπίτια μας, στα αγνά και

ανόθευτα χωριά μας.

Έθιμα βόρεια και δυτικοευρωπαϊκά από την Γερμανία, την Σκανδιναβία, την Σαξονία, την Γαλλία,

την Αγγλία, την Ιταλία και αλλού. Πριν σαράντα χρόνια κανένας σχεδόν Έλληνας δεν ήξερε τι

ήσαν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, τα γκι και τόσα άλλα. Στη βόρεια Ευρώπη όμως που επικρατεί

το καθολικό και το προτεσταντικό θρησκευτικό δόγμα, είχαν και έχουν τα Χριστούγεννα επί

κεφαλής και κορώνα των γιορτών, ενώ η ανατολική Ορθόδοξη εκκλησία είχε την Λαμπρή (Πάσχα)

κορυφαία γιορτή του χρόνου. Σήμερα ακολουθούμε κι εμείς τα έθιμα του Βορρά και της Δύσης.

Κάναμε τα Χριστούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου με «ρεβεγιόν» ξενόφερτο όλως διόλου, με

γαλοπούλες, με κεριά και λαμπάδες και τόσα άλλα.

Δεν είμαι υποστηρικτής του σωβινισμού, της αρτηριοσκληρωτικής σκέψης και της καθυστέρησης

και δεν απορρίπτω τα παραπάνω, αλλά έγραψα κάποτε στην κατοχή:

«Κάθε παλιό π’ αναθυμιέμαι

κι από ’να νέο καταριέμαι».

Στα χρόνια του μεσοπολέμου, πολύ δε περισσότερο πριν από αυτόν, σε κανένα ελληνικό σπίτι δεν

στόλιζαν το έλατο, γιατί είναι της βόρειας Ευρώπης έθιμο. Ελάχιστα μόνο πλουσιόσπιτα, που είχαν

σχέσεις με το εξωτερικό, στόλιζαν. Οι άλλοι δεν ήξεραν τι πράγμα ήταν αυτό. Αργότερα στην

επάρατη Κατοχή, που οι Γερμανοί διαφέντευαν τον τόπο μας, είχαν το θράσος να στολίζουν

χριστουγεννιάτικα δέντρα. Πρόκληση και θρασύτητα για τον πεινασμένο Ελληνικό λαό, αλλά και

για τα κακουργήματα που έκαναν κάθε μέρα «εν ονόματι της Θείας Πρόνοιας», που επικαλούνταν

ο Χίτλερ. Από αυτούς το παρέλαβαν μερικοί ξενομανείς πλούσιοι και το υιοθέτησαν. Και επειδή η

αρρώστια είναι κολλητική, τους ακολούθησε και ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός, κυρίως στις

πόλεις. Και επειδή ήταν ένα στοιχείο ευπρόσδεκτο, το υιοθέτησαν όλοι και σήμερα δεν υπάρχει

σπίτι, ακόμα και στα χωριά μας, που να μη στολίζει χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έτσι χιλιάδες

ελατάκια πέφτουν τις ημέρες αυτές θύματα των εμπόρων και των εκμεταλλευτών

χριστουγεννιάτικων δέντρων. Το δύσκολο του δέντρου παρουσιάζεται σε τόπους που δεν υπάρχουν

έλατα. Αλλά τις ημέρες αυτές γίνεται μια αναζωογόνηση της αγοράς, κινείται το χρήμα και οι

εμπορευόμενοι παντός είδους αγαθά κάνουν χρυσές δουλειές. Έτσι φτάνουμε στο συμπέρασμα να

λέμε «ουδέν κακό αμιγές καλού».

Ας δούμε τώρα κατά τι διαφέρουν τα δυτικά έθιμα από τα δικά μας, της Ορθόδοξης δηλαδή

ανατολικής εκκλησίας. Ο Ρωμαιοκαθολικοί γιορτάζουν με θόρυβο και επίδειξη έθιμα, που είναι

κράμα ειδωλολατρικών, ανατολικών και βορειοευρωπαϊκών εθίμων. Π.χ. οι φάτνες, οι μάγοι και τα

φαγοπότια ήρθαν από την Περσία και τις χώρες της Ανατολής και ήσαν προχριστιανικά έθιμα. Τα

έλατα, οι καμπάνες και τα χιόνια ήρθαν από τα δάση της Σαξονίας και της Θουριγγίας.

Αλλά και αυτή καθ’ εαυτή η γέννηση του Χριστού δανείστηκε πάρα πολλά στοιχεία από τον

Μίθρα. Ο Μίθρας ήταν περσικός θεός, κάτι σαν το δικό μας Απόλλωνα. Οι Πέρσες, λένε, ότι

γεννήθηκε στα υψίπεδα της Περσίας σε μια σπηλιά, χωρίς ανθρώπινους γονείς. Τον είδαν μόνον

μερικοί βοσκοί και πήγαν και προσκύνησαν φορτωμένοι με δώρα. Οι οπαδοί του Μίθρα

κοινωνούσαν με ψωμί, νερό και κρασί και γιόρταζαν την γέννηση του στις 25 Δεκεμβρίου.

Η μεταφορά της λατρείας του στην Ρώμη έγινε γύρω στο 63 π.Χ. από αιχμαλώτους πειρατές, που

συνέλαβε ο Πομπήιος κατά τον πειρατικό πόλεμο. Η Ρώμη που δεχόταν αδιαμαρτύρητα όλους τους

ανατολικούς θεούς, πολέμησε με πάθος τον χριστιανισμό. Και είναι γνωστοί σε όλους μας οι

διωγμοί της μέχρι την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου (313), οπότε υπογράφτηκε το διάταγμα των

Μεδιολάνων.

Η καθιέρωση της ημερομηνίας γέννησης του Χριστού δίχασε τους Πατέρες της Εκκλησίας. Δεν

ήξεραν την ακριβή ημερομηνία της γέννησής του, μα ούτε και το έτος καλά-καλά. Ο Μέγας

Κλήμης της Αλεξάνδρειας ήθελε να γιορτάζεται στις 17 Νοεμβρίου. Ο Θεόφιλος από την Αντιόχεια

έγραφε ότι η γέννηση του Χριστού έγινε στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα Τετάρτη. Ο Φιλοκάλλης

υποστήριζε επίσης ότι η γέννηση έγινε στις 25 Δεκεμβρίου και ήταν ημέρα Παρασκευή. Ο

αυτοκράτορας Κωνσταντίνος (337-361) και ο πάπας Ιούλιος Α’ (336-352) έβαλαν τέρμα σε αυτήν

την διένεξη και καθιέρωσαν την 25 η Δεκεμβρίου, ημερομηνία που γιορταζόταν και ο Μίθρας.

Μέχρι τότε η γέννηση του Χριστού γιορταζότανε μαζί με τα Θεοφάνια.

Η ανατολική Ορθόδοξη εκκλησία στηριζόταν και στηρίζεται στην παράδοση και τον

συντηρητισμό. Οι πιστοί γιορτάζουν ήρεμα, ήσυχα και οικογενειακά. Από τυχαίο γεγονός ο Άγιος

Βασίλης έγινε ο δωροκουβαλητής των παιδιών. Ξεκίναγε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς από την

Καισάρεια της Καππαδοκίας, ντυμένος στα κόκκινα και με άσπρα γένια. Στηριγμένος στο ραβδί

του και με το σακούλι του στον ώμο γεμάτο δώρα, έφτανε τα μεσάνυχτα στα μέρη μας, χτυπούσε

τις πόρτες και άφηνε τα δώρα του για τα παιδιά που τον περίμεναν με αγωνία. Το έθιμο άρεσε σε

όλους, βρήκε ανταπόκριση γενική, υιοθετήθηκε και καθιερώθηκε.

Οι Ολλανδοί δημιούργησαν τον δικό τους Αϊ - Βασίλη, τον Santa Claus (Άγιο Νικόλαο). Αυτός δεν

έρχεται με τα πόδια, όπως ο δικός μας Αϊ - Βασίλης, αλλά πάνω σε έλκηθρο από τα χιόνια του

βορρά. Έτσι τους βόλευε αυτούς. Κι έτσι τον περιμένουν οι βόρειοι της Ευρώπης.

Οι Έλληνες δέχτηκαν επιδράσεις από ανατολή και δύση, μιας και έχουν την ικανότητα της

προσαρμογής. Δέχονται ό,τι είναι καλύτερο και απορρίπτουν ό,τι δεν τους αρέσει. Και αυτό είναι

βέβαια προσόν, αλλά ξεπεράσαμε τον κανόνα. Από τους Ιταλούς πήραμε το «γκι», από τους

Σκανδιναβούς και τους Σάξονες το δέντρο, από τους Γερμανούς το έλατο. Ο Λούθηρος μάλιστα

θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος που έβαλε στο έλατο κεριά και φώτα.

Τα μόνα που αντέχουν ακόμα στην επιδρομή των ξένων εθίμων είναι τα φτωχά και έρημα από

ανθρώπους χωριά μας. Όπου έμεινε κανένας νοικοκύρης, σφάζει την τελευταία προ των

Χριστουγέννων εβδομάδα τον πατροπαράδοτο χοίρο ή κανένα μαρτίνι (συνήθως πρόβατο), για να

περάσει η οικογένεια τις γιορτές. Το έθιμο έρχεται από τα βάθη των αιώνων, όπως και όλα τα άλλα

χριστουγεννιάτικα έθιμα που διατηρούνται ακόμα ανόθευτα.

Παρ’ όλο που βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα και διανύουμε τις πιο παγερές μέρες και

νύχτες, εντούτοις πρόκειται για τις ζεστές και ευχάριστες στιγμές όλου του χρόνου για την

οικογένεια και κυρίως τα παιδιά. Μικροί και μεγάλοι χαίρονται τις διακοπές, χαίρονται τις γιορτές

που γεμίζουν τα σπίτια με ζωή και δικαιολογημένη αισιοδοξία για τον καινούργιο χρόνο που

έρχεται. Και ο λαός που διατηρεί γνήσιες και ανόθευτες τις παραδόσεις του, θέλοντας να συνδέσει

τον παλιό χρόνο με τον καινούργιο, καθιέρωσε μια περίοδο δώδεκα ημερών (μισές από τον παλιό

και μισές από τον καινούργιο). Κάνει τον απολογισμό για το χρόνο που πέρασε, προγραμματίζει

και εύχεται ο καινούργιος χρόνος να είναι ευτυχέστερος και χαρούμενος. Έτσι από την παραμονή

των Χριστουγέννων αρχίζει η περίοδος με τα γραφικά ήθη και έθιμα. Αρχίζει το Δωδεκαήμερο.

Δωδεκαήμερο ή δωδεκάμερα ονομάζει ο λαός μας την περίοδο των δώδεκα (δεκατριών για την

ακρίβεια) ημερών από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα. Είναι ημέρες που γιορτάζουμε συνέχεια και

διακόπτουμε τις εργασίες. Είναι ένα χρονικό δεισιδαιμονικό διάστημα, πανάρχαια ελληνικό,

ρωμαϊκό, βυζαντινό και ευρωπαϊκό σχεδόν. Κατά την περίοδο αυτή πιστεύει ο λαός μας ότι

κυριαρχούν τα κακά πνεύματα (διαβολάκια, καλικάντζαροι, μεταμορφωμένα ζώα κ.λ.π.) κυρίως

κατά τις νυχτερινές ώρες. Γι αυτό μαζεύονται όλοι στα σπίτια τους και γύρω από το αναμμένο

τζάκι με τα κούτσουρα και την θρακοβολιά. Η φωτιά είναι συντροφιά στους ανθρώπους και διώχνει

μακριά τα κακά αυτά πνεύματα. Έπειτα το τσουχτερό κρύο συγκεντρώνει στην γωνιά όλη την

φαμελιά, που ζει πράγματι τις πιο ζεστές και στοργικές εκδηλώσεις της.

Παλαιότερα λοιπόν που οι άνθρωποι ήσαν προληπτικοί και δεισιδαίμονες. φοβούνταν ότι τις νύχτες

κυκλοφορούσαν παράξενα πλάσματα, στοιχειά, καλικάντζαροι, σατανάδες, μεταμορφώσεις

διαβολικών στοιχείων σε γάτες, σκύλους, τράγους και ακόμα πίστευαν ότι κάποιες νύχτες άνοιγαν

τα ουράνια.

Στην περίοδο του δωδεκαήμερου (Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά – Φώτα) συναντώνται κατά την

παράδοση έθιμα ειδωλολατρικά και χριστιανικά, που αναμειγνύονται κατά τις χειμωνιάτικες αυτές

μέρες, για να περάσουμε με αισιοδοξία στην άνοιξη. Όλα είναι σφιχτοδεμένα, αλλά στηρίζονται

στην θρησκεία από την οποία ζητάνε προστασία

Οι γιορτές εξυπηρετούν και ορισμένες σκοπιμότητες, που συνίστανται στο να διασκεδάσουν και να

χαρούν οι άνθρωποι τις σκοτεινές χειμωνιάτικες μέρες, να μεταβούν ομαλά στις όμορφες

ανοιξιάτικες και χαρούμενες μέρες που έρχονται σε λίγο, στο να συγκεντρωθούν τα σκόρπια μέλη

της οικογενείας και να τονωθεί το θρησκευτικό και οικογενειακό αίσθημα με τις σπιτικές τελετές

των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιά και των Φώτων.

Οι παραπάνω σκοποί επιτυγχάνονται με τα διάφορα έθιμα, τις ωραίες νυχτερινές ακολουθίες, τους

θρησκευτικούς ύμνους, τα κάλαντα, το χριστόψωμο, τα γλυκίσματα, τα φαγητά, και κυρίως τις

αχνιστές σούπες του κόκορα, του θρεφταριού, του αρνιού ή του χοιρινού, που τρέφονται για να

σφαγούν και να τροφοδοτήσουν με κρέας τις οικογένειες τις εορταστικές αυτές ημέρες, το διαρκώς

αναμμένο τζάκι, τους μποναμάδες, το συνηθέστατο τριάντα ένα, τις βασιλόπιτες, τα δώρα και τις

ευχές για «χαρούμενη κι ευτυχισμένη χρονιά» και το κυνηγητό των καλικατζάρων και σατανάδων

με τον αγιασμό των Θεοφανίων.


ΉΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΣΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΟΧΩΡΙΑ


Και ό,τι φυσικά γράφεται εδώ δεν σημαίνει πως είναι αποκλειστικά των χωριών του τόπου μας. Και

στην Ελλάδα ολόκληρη, μα και σε όλα τα βαλκανικά κράτη είναι τα ίδια με μικρές παραλλαγές.

Και αυτές τις παραλλαγές θέλουμε να επισημάνουμε για να τονώσουμε την αγάπη του λαού μας

στην παράδοση και την ιστορία μας.

Σε όλα τα χωριά μας «ξημερώνουν Χριστούγεννα, χρονιάρα ημέρα». Η χαρά είναι μεγάλη. Είναι η

μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης και γιορτάζεται με ιδιαίτερη παραδοσιακή ευλάβεια από

τον λαό μας. Οι γιορταστικές ετοιμασίες αρχίζουν σχεδόν από τις αρχές του Δεκεμβρίου και

ολοκληρώνονται την παραμονή με τα τελευταία ψώνια. Οι καλοί νοικοκυραίοι, άνδρες χωρικοί,

ξωμάχοι φροντίζουν τις έξω από το σπίτι δουλειές και οι καλές νοικοκυρές τις δουλειές του

σπιτιού, ώστε την παραμονή να είναι όλα έτοιμα. Οι άνδρες ασχολούνται με τα σπαρτά που

τελειώνουν στις δέκα με δεκαπέντε του μήνα, με την περιποίηση των γιδοπροβάτων, την βόσκησή

τους, την τροφή τους (σανό, τριφύλλια, βελόνια, ξύλα) στα υποστατικά, με τα ζώα και το σφαχτό

της ημέρας. Οι νοικοκυρές συγυρίζουν τα σπίτια (καθαριότητα, στρώσιμο, χριστόψωμα, γλυκά

κ.τ.λ.), γιατί περιμένουν τους δικούς τους (παιδιά, νύφες, εγγόνια) να έρθουν από τις πολιτείες -

συνήθως τις παραμονές - και πρέπει το σπίτι να είναι σε όλα του τακτοποιημένο.

Τα χριστόψωμα διαφέρουν από τα καθημερινά ζυμώματα. Γίνονται με ψιλοκρισαρισμένο αλεύρι,

για να είναι λευκά και αφράτα. Τα παστώνουν με σουσάμι, τους φτιάχνουν ένα μεγάλο σταυρό και

φυτεύουν καρύδια για να είναι πιο εντυπωσιακά και να ξεχωρίζουν από τα άλλα ψωμιά.

Παράλληλα ο νοικοκύρης κανονίζει το κρέας που θα μαγειρευτεί ανήμερα. Σε πολλά από τα χωριά,

αντί να σφάξουν τα ζώα τις αποκριές, που συνηθίζουν οι περισσότεροι, το κάνουν παραμονές των

Χριστουγέννων. Το πιο φτωχικό σφαχτό θα είναι ένας καλός κόκορας.

Έτσι το βράδυ της παραμονής είναι όλα έτοιμα για την ημέρα των Χριστουγέννων. Πριν κοιμηθεί η

οικογένεια, κλείνουν καλά πόρτες και παραθύρια, για να μην μπουν μέσα τα κακά πνεύματα. Η

φωτιά ενισχυμένη καίει στο τζάκι. Σε πολλά χωριά πριν κοιμηθούν βγάζουν έξω ένα αναμμένο

ξύλο (δαυλί) για να διώχνει τους καλικάντζαρους και να τους αποθαρρύνει να πλησιάσουν τα

σπίτια τους.

Η λειτουργία των Χριστουγέννων αρχίζει νύχτα, για να τελειώσει στα χαράματα. Η νυχτερινή

λειτουργία εκτός από τη θρησκευτικότητά και την γραφικότητά της, επιβαλλόταν στα ορεινά χωριά

μας και για λόγους πρακτικούς. Τα σφαχτά (γιδοπρόβατα) έπρεπε να βγουν και για την βοσκή τους

και φυσικά έπρεπε να τα συνοδεύει ο τσοπάνης τους, που έπρεπε να είναι φαγωμένος και πιωμένος,

για να αντέχει στο κρύο και τις βροχές.

Στο τέλος της λειτουργίας αρχίζουν τα «χρόνια πολλά», οι ευχές, τα χειροφιλήματα και οι

ασπασμοί. Επιστρέφοντας στο σπίτι, το χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι έτοιμο και το φαγητό

αρχίζει με κρασοκατάνυξη, μεζέδες, γλυκά και ευχές.


ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ


Η παραμονή αρχίζει με τα κάλαντα. Ίσως θα ήταν καλύτερα να ειπωθεί ότι άρχιζε, γιατί τώρα δεν

αρχίζει, αφού δεν υπάρχουν παιδιά στα χωριά μας να κάμουν αυτή τη δουλειά. Οι νοικοκυρές

ζύμωναν τα βασιλόψωμα (η βασιλόπιτα ήταν πολυτέλεια) και μέσα σε ένα από αυτά έβαζαν το

«φλουρί», ένα νόμισμα, όχι μεγαλύτερο από τάλιρο ή δεκάρικο για τον τυχερό της χρονιάς. Το

στόλιζαν κι αυτό με σταυρούς, σουσάμια και καρύδια. Όπου δεν είχαν καρύδια, έβαζαν αμύγδαλα.

Το βράδυ αν ήσαν πολλοί στην οικογένεια, καλούσαν και άλλους και έπαιζαν το συνηθισμένο ψιλό

«τριανταένα». Οι πιο μεγάλοι πήγαιναν στα μαγαζιά και έπαιζαν πιο σοβαρό τζόγο, «πόκερ» ή

«πόκα» ή και «τριανταένα» μέχρι τα ξημερώματα. Το πρωί πήγαιναν όλοι στην εκκλησία, ακόμα

και οι ξενύχτηδες για το καλό του χρόνου.

Η λειτουργία αργούσε να τελειώσει, γιατί η λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου είναι μεγάλη και

πανηγυρική. Η εκκλησία ήταν ολόφωτη. Οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα. Μετά τα «Άγια»

έβγαιναν οι δίσκοι ένας για την εκκλησία, ένας για τον παπά κι ένας για τον νεωκόρο και έπεφταν

οι δεκάρες, τα πενηνταράκια κι οι δραχμές.

Μετά την λειτουργία άρχιζαν οι χαιρετούρες και τα χειροφιλήματα, και τα «χρόνια πολλά» δίνανε

και παίρνανε. Οι μικροί γύριζαν τρεχάτοι στο σπίτι για να πάρουν τους «μποναμάδες» από τους

μεγαλύτερους και που ήταν συνήθως λίγες δραχμές, κανένα τάλιρο ή δεκάρικο και σπάνια

εικοσάδραχμο, και να φιλήσουν το χέρι που τους έδινε τα λεφτά - κατά κανόνα του πατέρα και της

μάνας. Μετά ετοιμαζόταν το φαγητό. Έστρωνε η μητέρα το τραπέζι και άρχιζε το φαγοπότι με

ευχές για το καλό του χρόνου και τσούγκρισμα των ποτηριών με το κοκκινέλι. Την ώρα του

φαγητού κοβόταν και το βασιλόψωμο και μοιραζότανε σε φέτες, αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο

της οικογένειας μέχρι τον μικρότερο και σε όποιου την φέτα ήταν το νόμισμα, αυτός ήταν και ο

τυχερός της χρονιάς. Επειδή το χριστόψωμο ενίοτε ήταν μεγάλο, μπορούσε το νόμισμα να βρεθεί

και αργότερα. Ευχές ανταλλάσσονταν καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας.

Η ημέρα περνάει στα χωριά μας με τις ίδιες προφυλάξεις που παίρνουν σε όλη την Ελλάδα.

Προσέχουν να έχουν καλό «ποδαρικό». Προσέχουν να μη δανειστούν, να μη μαλώσουν, να μην

κλάψουν, να μη στενοχωρηθούν και να μην κάμουν καμιά δουλειά βαρετή ή αταίριαστη, ώστε να

πάει καλά η χρονιά.


ΠΡΩΤΑΓΙΑΣΗ - ΘΕΟΦΑΝΙΑ


Τρίτη «χρονιάρα» μέρα στην δέσμη του Δωδεκαημέρου είναι τα Θεοφάνια ή τα Φώτα που μαζί με

την ημέρα του «Αγιασμού» και του Αϊ - Γιάννη συνιστούν ένα τριήμερο γιορτής των νερών.

Η παραμονή των Φώτων λέγεται και πρωτάγιαση. Τα παιδιά λένε τα κάλαντα, όπως και τις

προηγούμενες γιορτές. Και σήμερα ακόμα αν δεν ακούσουμε τις φωνούλες των μικρών μαθητών να

λένε νύχτα-νύχτα τα κάλαντα τις παραμονές των μεγάλων γιορτών δεν νιώθουμε γιορτές, δεν

αντιλαμβανόμαστε Χριστούγεννα.

Πολύ δε περισσότερο στα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχαν ημερολόγια, εφημερίδες, ραδιόφωνα,

τηλεοράσεις για να προειδοποιήσουν για τις μεγάλες γιορτές, ο κόσμος περίμενε τις θεόσταλτες

φωνούλες των παιδιών να χτυπήσουν την πόρτα του και να αναγγείλουν την χαρμόσυνη

ώρα:«Χριστός γεννάται σήμερον» ή «Άγιος Βασίλης έρχεται» ή «Σήμερα τα Φώτα και ο

Φωτισμός».

Τα χείλη των μικρών παιδιών συνεχίζουν μέσα στην ατέλειωτη σειρά των αιώνων τα κάλαντα των

Αγγέλων, που σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση ακούστηκαν την νύχτα της Βηθλεέμ κάτω

από τα κεφάλια των φτωχών βοσκών. «Δόξα εν υψίστοις Θεώ κι επί γης ειρήνη».

Οι νοικοκυρές ήξεραν τις παραμονές των μεγάλων γιορτών, ετοιμάζονταν και περίμεναν να φτάσει

πρωί-πρωί χαράματα στην πόρτα τους η χαρούμενη αγγελία με την μαγική, γλυκιά και αγγελική

φωνούλα των παιδιών.

Χτυπούσαν την κάθε πόρτα τα παιδιά και μόλις άνοιγε, έμπαιναν στο σπίτι χωρίς άδεια ρωτώντας:

«Να τα πούμε;» και χωρίς να περιμένουν την απάντηση, άρχιζαν το τραγούδι.

Η αμοιβή των παιδιών ήταν μερικές δραχμές ή αυγά, ό,τι είχε η νοικοκυρά. Και δυστυχώς πολλές

νοικοκυρές δεν είχαν ούτε δραχμή, ούτε αυγό να δώσουν στα παιδιά και δεν τους άνοιγαν την

πόρτα, μη θέλοντας ούτε κάλαντα ούτε την ευλογία των παιδιών. Γι’ αυτό τα παιδιά ξεκίναγαν

νύχτα για να πούνε τα κάλαντα και όποια παρέα προλάβαινε πρώτη, γιατί σπάνια νοικοκυρά

επέτρεπε να πει δεύτερη παρέα τα κάλαντα, γιατί δεν είχε τι να τους δώσει. Θα έλεγε κανείς ότι

έκαναν αγώνα δρόμου και συναγωνιζόταν η μια παρέα την άλλη, ποια θα προλάβει πρώτη να πει τα

κάλαντα και να πάρει το φιλοδώρημα. Σήμερα που τα πράγματα άλλαξαν κι όλες οι νοικοκυρές

έχουν να δώσουν, δεν υπάρχουν παιδιά να ψάλλουν τα κάλαντα.

Επανερχόμενοι στην ημέρα των Θεοφανίων, ο παπάς αρχίζει νύχτα την λειτουργία και τελειώνει με

το φώτισμα, οπότε ξεκινά να γυρίζει με το πετραχήλι και με μια όμορφη αγιαστούρα από σπίτι σε

σπίτι και να αγιάζει τα σπίτια και τους ανθρώπους, ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη».

Τον παπά τον συντροφεύει και ένα παιδί που κρατάει το ειδικό χαλκωματένιο δοχείο, που έχει τον

αγιασμό και όπου ρίχνουν λεφτά. Το νερό ανανεώνεται συχνά από τις βρύσες τις γειτονιάς για να

μην τελειώσει, γίνεται δηλαδή ένα είδος αναπαραγωγής.

Το βράδυ οι νοικοκυρές αδειάζουν το νερό από όλα τα δοχεία, για να μην μείνει για την επόμενη

ημέρα. Έτσι ο αγιασμός της ημέρας των Θεοφανίων είναι και ο πλέον θαυματουργός και δυνατός

και τον διατηρούν όλον τον χρόνο.

Την άλλη μέρα, των «Φώτων», είναι μεγάλη γιορτή. Όλος ο κόσμος πάει στην εκκλησία δεν

απουσιάζει κανένας ενορίτης. Όλοι κρατούν από ένα δοχείο για να πάρουν τον μεγάλο αγιασμό.

Στη μέση της εκκλησίας έχει τοποθετηθεί ένα τραπέζι στολισμένο με μια λεκάνη με καθαρό νερό

και πλάι μερικά κλωνάρια βασιλικού. Στο δάπεδο γύρω από το τραπέζι έχουν τοποθετηθεί διάφορα

δοχεία για να πέσουν οι πρώτες στάλες από τον μεγάλο αγιασμό, από την αγιαστούρα του παπά. Οι

πιστοί παίρνουν τον αγιασμό και ρίχνουν νομίσματα είναι το φιλοδώρημα του παπά.

Όταν γυρίσουν οι νοικοκυρές στο σπίτι με τον αγιασμό, δίνουν σε όλους να πιουν από λίγο και

ταυτόχρονα ραντίζουν (αγιάζουν) το σπίτι, τους στάβλους, τις αυλές, τους κήπους, τα χωράφια, τα

γιδοπρόβατα κ.τ.λ. Όλα τα νερά στην ημέρα των Φώτων είναι αγιασμένα.


ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ


Όταν λέμε αποκριά εννοούμε την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας. Αποκόβουμε ή αποκρεύουμε το

κρέας. Όταν λέμε Αποκριές, εννοούμε τις τρεις προ της Μεγάλης Σαρακοστής εβδομάδες, οι οποίες

έχουν πανηγυρικό και λαογραφικό χαρακτήρα.

Οι Αποκριές διασώζουν πολλές συνήθειες από την αρχαιότητα και σχετίζονται με τις πανάρχαιες

γιορτές της βλάστησης. Ιστορικά όμως εμφανίζονται το δέκατο τρίτο αιώνα Στα βυζαντινά χρόνια

Απόκρεως λεγόταν η τελευταία ημέρα κρεοφαγίας. Ακολουθούσε η εβδομάδα της Τυρινής ή της

Τυροφάγου. Οι Βυζαντινοί έτρωγαν κρέας την πρώτη και την δεύτερη εβδομάδα. Την πρώτη την

έλεγαν απολυτή, την δεύτερη κρεατινή, γιατί έτρωγαν κάθε μέρα κρέας και την τρίτη εβδομάδα την

έλεγαν Τυρινή ή της Τυρινής ή της Τυροφάγου. Απόκοβαν το κρέας κι έτρωγαν τυροκομικά. Αυτήν

η διάταξη των εβδομάδων των Απόκρεω τηρούνταν σχεδόν μέχρι τα χρόνια του πρώτου

παγκόσμιου πολέμου. Σήμερα δεν τηρείται η εβδομάδα της Τυρινής και συνεχίζεται και αυτή την

εβδομάδα η κρεοφαγία.

Έτσι αποκριά είναι η τελευταία ημέρα κρεοφαγίας, η Κυριακή δηλαδή πριν από την Καθαρά

Δευτέρα. Από την Καθαρά Δευτέρα απαγορευόταν και το κρέας και τα τυροκομικά, μέχρι το

Πάσχα, καθώς άρχιζε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή (Σαρακοστή), που συνεπάγεται νηστεία και

προσευχή. Τη νηστεία την τηρούσαν στα χωριά μας με αυστηρότητα και για τον λόγο ότι δεν

είχανε να φάνε. «Νηστεία ο δούλος του θεού γιατί δεν έχει να φάει». Αυτό μας έλεγαν οι

παππούδες μας. Είχε όμως και το καλό της η νηστεία. Ήταν θέμα υγιεινής. Καθάριζε τον

οργανισμό από τις τοξίνες. Αλλά αυτό ίσχυε για τους καλοφαγάδες μόνο. Αργότερα περιορίστηκε η

νηστεία σε δυο μόνο βδομάδες. Την πρώτη μέχρι των Αγίων Θεοδώρων, οπότε κοινωνούσαν, και

τη Μεγάλη Εβδομάδα προ του Πάσχα. Σήμερα δεν υπάρχει μέτρο. Ισοπεδώθηκαν όλα. Ούτε

νηστείες ούτε προσευχές. Ο χρόνος της νηστείας για τους πολλούς μετριέται σε μια μονάχα μέρα.

Την Καθαρά Δευτέρα. «Ο TEMPORA! O MORES », που έλεγαν και οι φίλοι μας οι Λατίνοι.

Οι Αποκριές καταπολεμήθηκαν με πάθος από την Εκκλησία, επειδή, όπως προαναφέρθηκε, είναι

πανάρχαιο ειδωλολατρικό - εθνικό έθιμο, η συνέχεια των αρχαίων Διονυσίων και Κρονίων

γιορτών. Και δεν είναι άσχετη και σήμερα η αντίδραση της Εκκλησίας και του θρησκόληπτου

ποιμνίου της, που την ημέρα του Καρνάβαλου στην Πάτρα καταφεύγουν στο Γηροκομείο και τα

μοναστήρια, για να αποφύγουν τον πειρασμό.

Παρ’ όλες όμως τις διώξεις, τους αφορισμούς και τις απαγορεύσεις το έθιμο επικράτησε και

διατηρήθηκε δια μέσου των αιώνων σαν το σπουδαιότερο γιορτάσι χαράς, ευθυμίας, κεφιού και

διασκέδασης. Ήταν μια κοινωνική ανάγκη που εξυπηρετούσε τον λαό από πολλές πλευρές και

κυρίως το γοητευτικότερο μέσο ψυχαγωγίας των απλοϊκών ανθρώπων.

Άγνωστη παραμένει και η αρχή της μεταμφίεσης και μασκοφορίας. Διαφορετικός είναι και ο

τρόπος, ο χρόνος και ο τόπος που γίνονται οι γιορτές των Απόκρεω. Στην Θεσσαλία, την

Μακεδονία και την Θράκη οι Αποκριές γιορτάζονται την ημέρα των Θεοφανίων. Στον Βόλο την

Πρωτομαγιά γίνονταν διάφορες γιορτές με μασκοφόρους, μουντζουρωμένους, ροπαλοφόρους,

μαριονέτες και πολλά άλλα.

Στην Αθήνα και Πάτρα οι Αποκριές γιορτάζονταν με μεγαλοπρέπεια και μεγάλη ζωηρότητα. Εκεί

όμως που έπαιρναν οι Αποκριές πανηγυρικό και παλλαϊκό χαρακτήρα και είχαν την συμμετοχή

ολόκληρου του λαού ήταν στις επαρχίες και τα χωριά μας. Οι εκδηλώσεις διακρίνονταν σε

ιδιωτικές και δημόσιες. Οι ιδιωτικές γίνονταν στα σπίτια, σε στενό κύκλο, με φαγοπότια, γλέντια

και χαρές μεταξύ συγγενών και οι δημόσιες στις πλατείες, στους δρόμους και στα μαγαζιά. Στην

Πελοπόννησο στα παλιά τα χρόνια προαναγγελλόταν ότι έρχονται οι Αποκριές, για να δοθεί η

ευκαιρία και ο χρόνος στους νοικοκυραίους να εφοδιαστούν με χοιρινά και αρνιά θρεφτάρια, για να

καλύψουν την κρεοφαγία και τα φαγοπότια.

Η πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, όπως είπαμε, λεγόταν απολυτή και τότε σφάζονταν ή και

τουφεκίζονταν οι οικόσιτοι χοίροι ή τα αρνιά Τα φαγοπότια και οι νυχτερινές διασκεδάσεις

λάβαιναν χώρα και τις τρεις κρεατινές βδομάδες και ιδιαίτερα την τρίτη, ενώ παράλληλα γίνονταν

επισκέψεις μεταμφιεσμένων στα συγγενικά και φιλικά σπίτια. Την τελευταία εβδομάδα δε όλο το

χωριό γινόταν μια οικογένεια και οι νυχτερινές επισκέψεις μεταμφιεσμένων και μουντζουρωμένων

ήταν ελεύθερες και καλοδεχούμενες σε όλα τα σπίτια.

Οι μεταμφιεσμένοι ή μουντζουρωμένοι ή «μπούλες» ντύνονταν με παλιόρουχα, με τομάρια ζώων,

με γυναικεία ρούχα, με ράσα κ.τ.λ. και παρίσταναν τις γυναίκες ή τους παπάδες ή και διάφορα

ακόμα. Κρέμαγαν και κάμποσα κουδούνια στη μέση τους και τα βρόνταγαν για να φύγουν οι

σκαλαπούνταροι και τα κακά δαιμόνια. Όταν έμπαιναν στα σπίτια, έκαναν διάφορες κινήσεις και

νοήματα. Κρατούσαν κι ένα τσαγκούλι (τσάντα χωριάτικη) και έκαναν τον ζητιάνο. Χόρευαν,

αστειεύονταν, χτυπούσαν τα κουδούνια και προκαλούσαν τα γέλια και την ευθυμία. Όσους

φορούσαν γυναικεία ρούχα τους πείραζαν, τους τσιμπούσαν και προσπαθούσαν να τους φιλήσουν

και εκείνοι έκαναν τα σχετικά καμώματα και τις γυναικείες τσιριμόνιες. Αξία είχε να μην

αναγνωριστεί ο μεταμφιεσμένος. Οι νοικοκυρές προσέφεραν μεζέδες, κρασί, πίτες και στα

σακούλια τους έβαζαν καρύδια μήλα, φασόλια κ.τ.λ. Τις τελευταίες ημέρες πολλές συγγενικές,

φιλικές και γειτονικές οικογένειες συγκεντρώνονταν τα βράδια πότε στου ενός και πότε στο σπίτι

του άλλου. Έφερναν τα φαγητά τους και τρωγόπιναν σε κοινά δείπνα γεμάτα χαρά και αγάπη, όπου

διασκέδαζαν, τραγουδούσαν και χόρευαν μέχρι το πρωί.

Την τελευταία Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα πραγματοποιούνταν οι δημόσιες εκδηλώσεις των

Απόκρεω. Ήσαν πράγματι γραφικές και ανεπανάληπτες οι Αποκριές και οι συνήθειες του παλιού

εκείνου καλού καιρού.


ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ


Μια από τις ωραίες εκδηλώσεις των ανθρώπων της δουλειάς και του μόχθου είναι και η

χοιροσφαγή, μια χαρά και μια απόλαυση που την γλεντάνε πραγματικά. Ο μεζές και το ωραίο

ντόπιο κρασάκι φέρνουν την ευθυμία, το κέφι και την χαρά. Το πανηγύρι της αποκριάς αρχίζει με

το Τριώδιο, δηλαδή την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και κρατάει τρεις ολόκληρες

εβδομάδες, μέχρι τις «Στουρνές», δηλαδή την Κυριακή της Τυρινής ή της Τυροφάγου και την

Καθαρά Δευτέρα. Με τι κρυφή χαρά την περιμένουν οι μεγάλοι την Κυριακή του Τελώνου και του

Φαρισαίου και με τι ανυπομονησία οι μικροί.

Η πρώτη εβδομάδα από την Κυριακή του Τελώνου μέχρι την άλλη Κυριακή του Ασώτου είναι

αφιερωμένη στην χοιροσφαγή, μια σφαγή «μακελειό» για τα κακόμοιρα τα χοιρινά., που κάθε σπίτι

τα τάιζε και τα φρόντιζε για έναν χρόνο ακριβώς για τούτες τις ημέρες. Περισσότερα από εκατόν

πενήντα «θρεφτάρια» σφάζονταν στο χωριό τα παλιά καλά χρόνια, τόσα όσες ήσαν και οι

οικογένειες. Εκατόν πενήντα θρεφτάρια από είκοσι οκάδες μέχρι εκατόν είκοσι το καθένα θα

κρέμονταν στο πατερό, για να θρέψουν μια φαμελιά, το καθένα τρεις βδομάδες και συνέχεια ένα

ολόκληρο χρόνο.

Η χοιροσφαγή αποτελεί παλιά παράδοση. Κάθε σπίτι έπρεπε να έχει ένα καλό χοιρινό και μερικοί

μάλιστα ξεσυνερίζονταν ποιος θα φτιάξει το καλύτερο αποκριάτικο γουρούνι. Ντροπή για εκείνον

που δεν είχε το θρεφτάρι του! Μα κανείς δεν έμενε έτσι, αφού είχαν όλοι οι άλλοι. Κάθε σπίτι είχε

ορισμένη μέρα που θα έσφαζε το γουρουνάκι της, από τη μια Κυριακή ίσαμε την άλλη. Άλλοι τα

έσφαζαν την Δευτέρα, άλλοι την Τρίτη κ.τ.λ. Οι περισσότεροι προτιμούσαν την Τετάρτη ή την

Πέμπτη.

Η χοιροσφαγή ήταν υπόθεση των αντρών. Αυτοί κανόνιζαν τις παρέες τους και τα πρόσωπα που θα

έπαιρναν μέρος, συγγενείς, φίλους και γείτονες. Η δουλειά άρχιζε από τα χαράματα. Η συντροφιά

πήγαινε με τα μαχαίρια στο σπίτι του πρώτου.

Το κακάδι (μεγάλο λεβέτι) από τη νύχτα γεμάτο νερό κόχλαζε πάνω στην φωτιά, έτοιμο να μαδήσει

τον χοίρο σαν κοτόπουλο. Η δουλειά έπρεπε να αρχίσει. Η καθυστέρηση έβλαπτε. Είχαν πολλά να

σφάξουν και όλα ως το μεσημέρι. Από τα χαράματα της Δευτέρας άκουγε κανείς σε κάθε γειτονιά

οξύτατες, γοερές και διαπεραστικές τις κραυγές των σφαζόμενων χοίρων.

Ο χοίρος για τρεις μέρες ήταν δεμένος στο «κουμάσι» του και ατάιστος, για να καθαρίσει από τις

ακαθαρσίες. Δεμένος όπως ήταν, τον περιλάβαιναν οι εκτελεστές του και τον οδηγούσαν στο

σφαγείο, στην αυλή ή κάτω από κανένα υπόστεγο, αν έβρεχε ή είχε χιόνια. Του έδεναν τα πόδια και

τον ξάπλωναν κατά γης. Οι γρυλισμοί συχνοί και αδιάκοποι έμοιαζαν σαν παρακάλια. Την ίδια

στιγμή ακούγονταν και άλλοι γρυλισμοί και άλλες κραυγές. Τότε ο πιο κατάλληλος και επιτήδειος

σφαγέας, αφού με το αστραφτερό και ακονισμένο του μαχαίρι έκαμε τρεις φορές το σημείο του

σταυρού στον τράχηλό του, έμπηγε το μαχαίρι στον λαιμό, χτυπούσε το ζώο στην καρδιά και στο

«άψε – σβήσε» κρατούσε στο χέρι του τον καρύτσαφλο (καρύδι) του χοίρου. Πολλοί είχαν ελαφρύ

χέρι και τα ζώα πέθαιναν αμέσως. Άλλοι πάλι είχαν βαρύ χέρι και τα ζώα και σφαγμένα

σπαρταρούσαν για αρκετή ώρα. Για να πεθάνει γρήγορα το ζώο, ο σφάχτης «χουχουλούσε» το χέρι

με το μαχαίρι και ο χοίρος έμενε ακίνητος. Όλοι τότε εύχονταν «χρόνια πολλά», «καλοφάγωτο» και

του «χρόνου με υγεία» κ.τ.λ.

Η νοικοκυρά ή μια άλλη κοπέλα έβαζε λίγα κάρβουνα στη «μάσια» ή στο λιβανιστήρι, έριχνε δύο

σπυριά λιβάνι και λιβάνιζε το σφαγμένο χοιρινό και τους παρευρισκομένους. Μετά το λιβάνισμα

έριχναν τα κάρβουνα με το λιβάνι στην τομή του σφαγμένου ζώου. Άνοιγαν ακόμα το στόμα του

σφαγμένου χοιρινού και του έβαζαν να δαγκώσει ένα μεγάλο λεμόνι, για να πάρει το άρωμα του

λεμονιού το κρέας. Το λεμόνι έμενε εκεί, όσο καιρό έμενε και το κεφάλι ακέραιο και άκοπο.

Έπειτα άρπαζαν το χοιρινό και το βουτούσαν στο καζάνι με το κοχλαστό νερό, για να το μαδήσουν.

Οι τρίχες ξεριζώνονταν εύκολα και μέσα σε λίγη ώρα ο χοίρος ήταν πεντακάθαρος και κατάλευκος.

Στο μεταξύ είχε ψηθεί και ο καρύτσαφλος, τον οποίο έκοβε η νοικοκυρά σε τόσα κομματάκια, όσοι

ήταν και οι εργαζόμενοι, τους προσέφερε από ένα κομμάτι και ποτό, κρασί ή ρακί, και εύχονταν

«και του χρόνου».

Αφού το μαδούσαν και το καθάριζαν, περνούσαν το τσιγκέλι στα δύο πισινά του πόδια και το

κρεμούσαν στην μουριά ή σε κατάλληλο μέρος για το ξεκοίλιασμα. Έβγαζαν πρώτα τα συκώτια,

που θα γίνονταν και το πρώτο τηγανητό φαγητό. Έκοβαν την σπλήνα, την έδεναν με σπάγκο και

την κρεμούσαν, για να ξεραθεί και να γίνει γιατρικό για διάφορες αρρώστιες. Κοίταζαν επίσης την

σπλήνα, μήπως είχε καμιά χαρακιά, που ήταν κακό σημάδι. Μετά παρέδιδαν τα εντόσθια στις

γυναίκες να τα συγυρίσουν για τα υπόλοιπα. Οι μικροί περίμεναν την φούσκα, την οποία

επεξεργάζονταν καταλλήλως και τη έφτιαχναν μπαλόνι. Πριν την φουσκώσουν για μόνιμα έριχναν

μέσα μερικά αραποσιτόσπυρα, για να βροντάνε. Αφού έβγαζαν όλα τα εντόσθια, κρεμούσαν το

σφαχτό στο πατερό. Κρεμασμένο εκεί θα έμενε μέχρι την Τσικνοπέμπτη. Εκτός από τα συκώτια

που θα έφτιαχναν το μεσημέρι με κρασί, από τα εντόσθια φτιαχνόταν και η ομματιά και

ξεχωρίζονταν τα έντερα, με τα οποία θα φτιάχνονταν τα λουκάνικα.

Την Τσικνοπέμπτη τεμάχιζαν το χοιρινό και έλιωναν το λίπος και το υπόλοιπο κρέας, έφτιαχναν

τους κεφτέδες και τα λουκάνικα και τα τοποθετήσουν στις λαΐνες για τις ανάγκες τους, που ήταν

τόσες πολλές. Χωριστά έβαζαν το λίπος που σκέπαζε τα νεφρά, γιατί αυτό είναι εκλεκτής

ποιότητας και λέγεται «βασιλικός», χωριστά το υπόλοιπο λίπος, χωριστά το λιωμένο κρέας, τους

κεφτέδες και τα λουκάνικα και χωριστά τις τσιγαρίδες.


ΘΕΡΙΣΜΟΣ – ΔΕΜΑΤΙΑ – ΘΗΜΩΝΙΕΣ – ΑΛΩΝΙΣΜΑ


Ο θερισμός ή το θέρισμα στις ορεινές αγροτικές περιοχές των Καλαβρύτων γίνεται δύο φορές τον

χρόνο. Ο ένας με το θέρισμα του σιταριού τον μήνα Ιούλιο και ο άλλος τον Οκτώβριο με το

θέρισμα του αραποσιτιού (αραβοσίτου). Ο θερισμός αρχίζει πολλές φορές και τον Ιούνιο.

Προηγούνται πάντοτε τα κριθάρια και ακολουθούν τα σιτάρια. Τα κριθάρια σπέρνονται

γρηγορότερα και θερίζονται γρηγορότερα. Μπαίνουν στον θέρο τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου.

Το θέρισμα του σιταριού είναι κουραστικό, κοπιώδες, επίπονο και διαρκεί αρκετές μέρες. Για να

μπουν στον θέρο, ετοιμάζουν τα δρεπάνια τους οι γυναίκες. Όλες οι θερίστριες, γιατί συνήθως

γυναίκες μονάχα θερίζουν τα σιτάρια και σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και άνδρες, έχουν τα

δρεπάνια τους. Όσοι έχουν λίγα σπαρτά, τα θερίζουν μόνοι τους, όσοι έχουν πολλά, παίρνουν

πολλές θερίστριες με πληρωμή ή και «δανεικολογιά». Ο θερισμός αρχίζει πρωί – πρωί με την

δροσιά. Όταν πρωτομπαίνουν στην άκρη του χωραφιού, στο κάτω μέρος συνήθως, κάνουν τον

σταυρό τους, επικαλούνται την βοήθεια του Θεού κι αρχίζει το θέρισμα. Θερίζουν τρεις καλές

χεριές, όσο δηλαδή χωράει ή μια χούφτα, τις ενώνουν, ξεχωρίζουν τις μακρύτερες καλαμιές και τις

δένουν σε χερόβολο. Εκεί που θα πετάξουν το πρώτο χερόβολο, πετάνε κι άλλα δέκα ως δεκαπέντε

και σχηματίζονται μικροσωροί εδώ κι εκεί μέσα στο χωράφι.

Ο θερισμός κρατάει όλο τον Ιούλιο και μερικές φορές και πέραν αυτού, προκειμένου να γίνουν για

θέρισμα και τα σπαρτά στα βουνά, τα οποία αργούν λίγο να γίνουν λόγω του κρύου. Τα χερόβολα

μένουν στο χωράφι λίγες μέρες για να ξεραθεί καλά η καλαμιά τους. Το θέρισμα του σιταριού είναι

κουραστικό, γιατί μαζεύονται χεριές – χεριές οι καλαμιές, ξεχωρίζουν τα παράσιτα (αίρα, αγκάθια,

παλιόχαρτα κ.λπ.).

Αφού θεριστούν και λιαστούν τα χερόβολα, δένονται σε δεμάτια (είκοσι τέσσερα ή τριάντα

χερόβολα το δεμάτι) σταυρωτά το ένα χερόβολο με το άλλο, ώστε ο καρπός να πηγαίνει προς τα

μέσα. Τα δεμάτια δένονται ή με σταροκαλαμιές, πολύ μακριές, ξεριζωμένες από τη ρίζα, που

δένονται πολλές μαζί στις κορυφές τους ή με μακριά βούρλα βγαλμένα από τα βαρικά του κάμπου.

Αμέσως μετά αρχίζει το κουβάλημα στο αλώνι. Η μεταφορά γίνεται με τα ζώα. Κάθε ζώο

μεταφέρει τέσσερα δεμάτια σε κάθε φόρτωμα. Στα αλώνια σχηματίζονται οι θημωνιές. Οι θημωνιές

τακτοποιούνται με τάξη, ώστε να μην καταλαμβάνουν μεγάλο χώρο και να μην είναι σκόρπιες. Όσο

πιο πολλά είναι τα δεμάτια, τόσο πιο μεγάλες και επιβλητικές γίνονται οι θημωνιές. Οι θημωνιές

παραμένουν κοντά στα αλώνια σε μεγάλους σωρούς μέχρι την ώρα που θα αλωνιστούν.

Τα αλωνίσματα γίνονται το ένα μετά το άλλο και η διάρκειά τους είναι τρεις με πέντε ημέρες ή και

περισσότερες, αν το αλώνι δεν το πιάνει ο αέρας. Αλωνίζει πρώτα ο νοικοκύρης του αλωνιού.

Σειρά παίρνει εκείνος που θα τοποθετήσει πρώτος δεμάτι στην άκρη του αλωνιού μετά το

αλώνισμα του προηγουμένου. Το δεμάτι είναι σημάδι ότι το αλώνι είναι πιασμένο. Η ίδια

διαδικασία ακολουθείται για όλους όσους έχουν τις θημωνιές τους κοντά στο αλώνι. Πολλές φορές

τα συμφωνούν μεταξύ τους και δίνουν προτεραιότητα στους βιαστικούς και αυτούς που έχουν

μεγαλύτερη ανάγκη. Όχι σπάνια δημιουργούνται φιλονικίες, αντεγκλήσεις και παρεξηγήσεις. Στα

καλά αλώνια συγκεντρώνονται δέκα μέχρι και είκοσι θημωνιές.

Πριν αλωνίσουν, σκουπίζουν καθαρά το αλώνι. Μετά με σειρά και όμορφο τρόπο τοποθετούν τα

δεμάτια κυκλικά. Μένει ακάλυπτος μονάχα λίγος χώρος στο κέντρο του αλωνιού και γύρω – γύρω

από το στύλο ή το στυγερό. Σε κάθε αλώνισμα βάζουν μέχρι εκατόν είκοσι δεμάτια. Σε κάθε

τριάντα δεμάτια αντιστοιχεί και από ένα άλογο. Ορίζουν την ημέρα που θα αλωνίσουν και καλούν

τους βαλμάδες με τα άλογα.

Όλοι σχεδόν όσοι έχουν άλογα ή μουλάρια, κάνουν και τον βαλμά. Κατά τις δέκα το πρωί έρχονται

οι βαλμάδες με τα άλογα. Το αλώνισμα γίνεται μονάχα με αυτά. Φτιάχνουν τις λαιμαριές και τα

σκοινιά που θα συνταιριάσουν τα άλογα και με την δύναμη του Θεού αρχίζει το αλώνισμα. Ένας

βαλμάς βαρεί τα άλογα με το καμουτσίκι και φωνάζει «όπλα, όπλα, όπλα ντορή μου, ντέεε κίτσο μ’

κ.λπ.». Στην αρχή τα ζώα προχωρούν αργά, γιατί τα δεμάτια είναι όρθια ακόμα. Όταν πέσουν τα

δεμάτια και αρχίσει να κόβει η καλαμιά, τα άλογα τρέχουν περισσότερο. Εκτός από τις λαιμαριές

που είναι περασμένες στο λαιμό του κάθε αλόγου, υπάρχει και το σκοινί, που είναι τεντωμένο από

τον στύλο, πιασμένο και δεμένο από ένα στρογγυλό ξύλινο στεφάνι, για να μην τρίβουν και

κόβονται τα σκοινιά, ενώ το άλλο άκρο του ενώνεται με θηλιά με τις λαιμαριές, για να γίνεται η

αλλαγή. Ένα άλλο πάλι σκοινί συνδέεται με τον γύρο του στύλου και την κορυφή του. Τα άλογα

γυρίζουν και το σκοινί απλώνει ή μαζεύει ανάλογα. Όταν μαζέψει και τα άλογα πλησιάσουν στον

στύλο, γίνεται η αλλαγή. Τα άλογα γυρίζουν από την άλλη πλευρά και απλώνουν, ώσπου να

επαναληφθεί το ίδιο. Το θέαμα του αλωνιού είναι πράγματι πολύ γραφικό, ιδίως αν τα άλογα είναι

πολλά. Σε κάθε αλώνι μπορεί να μπουν ένα έως οχτώ άλογα. Σε μια ώρα σταματούν για λίγο τα

άλογα και οι βαλμάδες κάνουν το πρώτο γύρισμα, δηλαδή το πρώτο ανακάτωμα. Τα απάτητα και

άλιωτα χερόβολα από κάτω βγαίνουν στην επιφάνεια. Γυρίσματα γίνονται πολλά, γιατί το αλώνι το

φτιάχνουν τα πολλά γυρίσματα.

Στις δώδεκα το μεσημέρι η νοικοκυρά φέρνει το φαγητό, καλό φαγητό, συνήθως κοτόπουλο

τσιγαριστό με σάλτσα ή κρέας με μακαρόνια, αν οι βαλμάδες είναι πολλοί. Οι βαλμάδες πρέπει να

φάνε καλό φαγητό και να πιούνε, για να πάρουν δυνάμεις και να εργαστούν φιλότιμα.

Καταναλώνονται εκείνη την ημέρα αρκετά φαγητά, τυριά, γάλατα, σαλάτες, κρασί και ρακί. Το

κρασί καταναλώνεται στην ώρα του φαγητού, ενώ το ρακί κατά την ώρα της εργασίας. Ένα

ποτηράκι ρακί τονώνει τον εργάτη. Στις δύο το μεσημέρι βγάζουν τα άλογα, για να τα ποτίσουν και

εν τω μεταξύ γίνεται το μεγάλο γύρισμα. Στις τέσσερις με πέντε το απόγευμα το αλώνι είναι έτοιμο.

Βγαίνουν τα άλογα και οι βαλμάδες τα περιποιούνται. Τους κάνουν εντριβές με καλαμιές σ’ όλο

τους το σώμα για να ντώσουν, τους βγάζουν τα άγανα από το στόμα και τα σελώνουν. Οι

νοικοκυρές δένουν στις καπιστράνες κάθε αλόγου κι από ένα μαντήλι Καλαματιανό. Το ίδιο

κάνουν και στους βαλμάδες. Για τον κόπο τους οι βαλμάδες θα πάρουν ένα κιλό σιτάρι (δύο

ντενεκέδες δηλαδή) για κάθε άλογο.

Ταυτόχρονα ο νοικοκύρης φτιάχνει στεφάνι από σταυρόχορτο και το τοποθετεί στην κορφή του

στύλου. Αμέσως γίνεται και η συγκέντρωση του αλωνίσματος γύρω από τον στύλο σε σωρό. Οι

βαλμάδες εύχονται «καλά μπερκέτια, και του χρόνου, καλοφάγωτο» και φεύγουν. Πάνε να ταΐσουν

τα άλογα, γιατί την άλλη μέρα έχουν πάλι αλώνι.

Τώρα έρχεται η σειρά του λιχνίσματος. Αυτό γίνεται από τους νοικοκυραίους ή και από άλλους

γνωστούς και φίλους. Το λίχνισμα, καθώς και τα γυρίσματα, γίνονται με εγχώρια ξύλινα ή

σιδερένια δικριάνια. Τα άχυρα κατά το λίχνισμα μαζεύονται σε δύο μόνο πλευρές ή προς ανατολάς

ή προς δυσμάς ανάλογα με το φύσημα του ανέμου.

Σαν ξεχωρίσει το άχυρο με το σιτάρι φτυαρίζεται με εγχώρια ξύλινα ή σιδερένια φτυάρια και είναι

πλέον έτοιμο για το δρυμώνι. Το δρυμώνι είναι κόσκινο τετράγωνο παραλληλόγραμμο με σανίδες

στα πλάγια και από κάτω λαμαρίνα με πολλές τρύπες, που επιτρέπουν να περνάνε μόνο τα

σταρόσπυρα. Τοποθετούν το δρυμώνι σε δύο δικριάνια, προσέχουν την κατεύθυνση του αέρα,

στρώνουν κάτω ρούχα για να πέφτει σε αυτά το σιτάρι, το ρίχνουν με τον τενεκέ μέσα στο δρυμώνι

και ένας δρυμωνίζει, κουνάει δηλαδή το δρυμώνι και το στάρι πέφτει κάτω. Στο δρυμώνι μένουν τα

χοντράδια, τα οποία λέγονται σκύβαλα. Αυτά είναι για τις κότες.

Το καθαρό σιτάρι το μετράνε με τον ντενεκέ και το ρίχνουν στα σακιά, το φορτώνουν στα ζώα και

το μεταφέρουν στο σπίτι. Εκεί το ρίχνουν στα κασόνια. Το μέτρημά του γίνεται σε κιλά. Δύο

ντενεκέδες είναι ένα κιλό. Τελευταία μεταφέρουν στους αχυρώνες τα άχυρα. Αυτά είναι χρήσιμα

για τροφή των ζώων κατά τον χειμώνα.

Τα αλωνίσματα έχουν πολύ ιδρώτα και κόπο, έχουν φασαρίες και ατσαλιά ιδίως από τη σκόνη και

τα άγανα. Έχουν όμως και πολλή γλύκα, γιατί δεν υπάρχει πιο ευλογημένο έσοδο από το σιτάρι, το

χάρμα των αγροτών μας.

Αλώνια υπάρχουν δυο ειδών: τα πετράλωνα και τα χωματάλωνα. Τα πετράλωνα είναι φτιαγμένα με

τέχνη και μαστοριά. Κατασκευάζονται από ειδικούς τεχνίτες και κοστίζουν ακριβά. Χτίζονται έξω

από τα χωριά και σε μέρη που τα πιάνει ο αέρας.


Ο ΤΡΥΓΟΣ


Σε όλα τα χωριά των Καλαβρύτων ο τρύγος είναι μια από τις ευγενέστερες γεωργικές

απασχολήσεις. Ο τρύγος είναι γλέντι, ένα σωστό πανηγύρι. Κόσμος πάει κι έρχεται στους δρόμους

από το χωριό στον κάμπο, που βρίσκονται τα αμπέλια. Είναι η «βεντέμα» της δουλειάς, όπως την

λένε οι χωρικοί μας. Πρέπει πρώτα να γίνει ο τρύγος, πρέπει πρώτα να μπει το κρασί στο σπίτι, στο

βαγένι και έπειτα να αρχίσει η συγκομιδή του αραβοσίτου, των φασολιών, των χαρονιών, του

χόρτου, των καρυδιών, των μήλων, των αχλαδιών και όλης γενικώς της σοδειάς του καρπού, που

για έναν ολόκληρο χειμώνα θα χρησιμεύσει για τροφή της οικογένειας.

Αντίθετα με τις άλλες δουλειές ο τρύγος θα αρχίσει αποβραδίς. Ο νοικοκύρης του σπιτιού με όλη

την φαμελιά του θα κατέβουν στο αμπέλι για την τρύγο. Αυτός μπαίνει πρώτος στο αμπέλι και

αρχίζει η κοπή των σταφυλιών με τραγούδια και με χαρές, ενώ τα μικρά παιδιά βιώνουν

πραγματικά στιγμές ευτυχίας.

Όλοι με τις φαλτσέτες στο χέρι κόβουν τα σταφύλια και γεμίζουν τις κοφίνες, ενώ οι πιο γεροί τις

μεταφέρουν στην άκρη του αμπελιού, τις αδειάζουν πάνω σε στρωμένες αντρομίδες και σιγά - σιγά

γίνεται σωρός. Κοντά βρίσκεται η μεγάλη κάδη με την πατητήρα, για να δεχτεί τα λιωμένα

σταφύλια, τον μούστο. Οι τρυγητές προχωρούν αράδα – αράδα, για να ξέρουν την σειρά. Δεν έχει

κούραση το αμπέλι. Το αμπέλι είναι χαρά. Και όσο περισσότερο κρασί έχει, τόσο μεγαλύτερη

γίνεται η χαρά.

Τα αμπέλια του χωριού βρίσκονται όλα μαζί και οι τοποθεσίες είναι ορισμένες, για να είναι

προφυλαγμένα. Η ημέρα του τρύγου ορίζεται από το Κοινοτικό Συμβούλιο και είναι όλοι

υποχρεωμένοι να πειθαρχήσουν. Συνήθως ο τρύγος ορίζεται για την 25η Σεπτεμβρίου ή αρχές

Οκτωβρίου, ανάλογα με την ωρίμανση των σταφυλιών. Όλες οι οικογένειες έχουν το αμπέλι τους,

όλοι θα βάλουν το κρασί της χρονιάς τους και όλοι μαζί αρχίζουν τον τρύγο. Ο τρύγος κρατάει

πέντε έως δέκα μέρες και καθένας τρυγάει τουλάχιστον για ένα τριήμερο. Τα βράδια, τα όμορφα

βράδια πολλοί κοιμούνται στα αμπέλια. Ανάβουν φωτιές για να ζεσταθούν, συναθροίζονται πολλοί

μαζί, στρίβουν το τσιγαράκι τους οι άνδρες και συζητούν για τους κόπους τους, τα έξοδα που

έκαμαν για το αμπέλι, για την σοδειά τους, για το φτιάξιμο του κρασιού, για τα σχέδιά τους, ώσπου

να έρθει η ώρα του ύπνου.

Τα πρώτα σταφύλια ρίχνονται στην πατητήρα, πατιούνται και η κάδη γεμίζει, για να είναι έτοιμο το

φόρτωμα για το πρωί. Μετά αρχίζουν να σουρώνονται. Στα ξημερώματα φορτώνουν το πρώτο

φόρτωμα. Το γλεύκος, ο μούστος μαζί με τα τσάπουδα, τοποθετείται στις γιδιές, τομάρια ειδικά

κατασκευασμένα γι’ αυτόν τον σκοπό, περιεκτικότητας 30-50 οκάδες η κάθε μία, ανάλογα με το

ζώο που θα φορτωθεί. Όταν το πρώτο φόρτωμα φτάσει στο σπίτι, ετοιμάζεται το δεύτερο, ώστε

όταν επιστρέψει ο άνθρωπος με το ζώο του, να μην καθυστερεί. Το κουβάλημα γίνεται συνέχεια

και τα ζώα ακολουθούν το ένα πίσω το άλλο με κατεύθυνση προς το χωριό και αντίστροφα. Ο

δρόμος προς το χωριό είναι γεμάτος από κόσμο. Στο ανεβοκατέβασμα συναντώνται οι

κουβαλητάδες άλλοι να ανεβαίνουν κι άλλοι να κατεβαίνουν.

Είναι πράγματι σωστό πανηγύρι. Στο σπίτι το φορτίο αναμένεται με χαρά. Εκεί πρέπει να υπάρχουν

«κορφάδες» για τα ζώα, τα οποία καλοταΐζονται, για να αντέχουν στη δουλειά. Το ίδιο συμβαίνει

και με όλη την εργατιά. Το φαΐ πρέπει να είναι καλό, συνήθως κρέας, και άλλα καλοφτιαγμένα

φαγητά. Οι γυναίκες τρυγούν ακατάπαυστα και αν δεν αρκούν, παίρνουν και εργάτριες

«δανεικολογιά» ή με πληρωμή. Οι γυναίκες μοιάζουν σαν τις μέλισσες, ενώ οι κουβαλητάδες σαν

τα μερμήγκια. Και πάλι φορτώνουν τα ζώα και ανεβαίνουν για το χωριό και γυρίζουν πάλι για την

ίδια δουλειά, ώσπου να τελειώσει ο τρύγος και να αφήσουν το αμπέλι και να πιάσουν άλλη

δουλειά. Κατά το τρύγο ξεχωρίζουν τα πιο όμορφα και γερά σταφύλια για κρέμασμα. Τα φέρνουν

και αυτά στα κοφίνια και τα κρεμούν στο ταβάνι για τους μήνες που δεν υπάρχουν πλέον σταφύλια.

Έτσι μπορεί να διατηρηθούν μέχρι τα Χριστούγεννα το πολύ.

Το κρασί ή μάλλον ο μούστος ρίχνεται στο «βαγένι». Από αυτό γίνεται το άρμεγμα. Κατά το

άρμεγμα πρώτα-πρώτα βγάζουν το μούστο για να κάμουν το «πετιμέζι» και την μουσταλευριά. Για

να γίνει το «πετιμέζι», βράζεται πολύ ο μούστος, ώσπου να μελώσει. Όταν γλυκάνει και γίνει έτσι

που τον θέλουν, τον βάζουν σε ειδικά δοχεία, τις νταμιτζάνες, και τον χρησιμοποιούν τον χειμώνα

για «μουσταλευριά», για να μελώνουν γλυκά ή για να το τρώνε με ψωμί τις σαρακοστές, κυρίως τα

μικρά παιδιά. Με τη μουσταλευριά φτιάχνουν και τα «τζουτζούκια» ή «σουτζούκια» από καρύδια,

τα οποία είναι πολύ εύγευστα κατά τους χειμερινούς μήνες.

Στο «βαγένι» μένουν τα τσίπουρα με λίγο κρασί. Ο άλλος μούστος ρίχνεται στα «βουτσιά»,

βαρέλια χωρητικότητας εκατό, διακοσίων και περισσοτέρων οκάδων. Τα «βουτσιά» είναι

τοποθετημένα στην αράδα και πάνω σε καδρόνια, για να μην ακουμπάνε στη γη ούτε το ένα πάνω

στο άλλο. Από πάνω έχουν «πουμόσια» και στο μπροστινό μέρος δύο ή τρεις «πύρους». Στο κάτω

μέρος είναι ο μεγάλος «πύρος» με κάνουλα. Μέσα στα βαρέλια - «βουτσιά» βράζει το κρασί μαζί

με το ρετσίνι (πίσσα του πεύκου) και όταν τελειώσει το βράσιμο, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος

εκρήξεως, σφραγίζεται και μένει ως αργά.

Στα τσίπουρα που μένουν στο βαγένι ρίχνουν νερό και βράζει νερό και τσίπουρο μαζί. Με το

λιγοστό κρασί που μένει στο βαγένι γίνεται ο περίφημος τσιπουρίτης, ίδιος σαμπάνια, πολύ

ελαφρύς, γευστικός και γλυκόπιοτος. Αυτός πρέπει να τελειώσει και ύστερα να ανοίξουν βαρέλι. Ο

τσιπουρίτης κρατάει ως τον Δεκέμβριο καμιά φορά, οπότε ανοίγουν τον πρώτο πύρο, τον πάνω –

πάνω, στην συνέχεια τον μεσαίο και τέλος τον κάτω-κάτω, από τον οποίο θα βγει και το

περισσότερο κρασί.

Εδώ στην περιοχή το κρασί είναι άφθονο και το πίνουν με μεγάλα ποτήρια ή και με το τσουκάλι,

όπως λένε. Το κρασί είναι απαραίτητο στο φαγητό, στην δουλειά, στον γάμο, στα βαφτίσια, στην

γιορτή, στο γλέντι. Γι’ αυτό κάθε οικογένεια πρέπει να έχει πολύ. Του Αγίου Δημητρίου ο παπάς

του χωριού περνά από τα σπίτια και ευλογεί το κρασί, ψάλλοντας ευχές ειδικές προς τούτο.

.Χαριτωμένος είναι ο μύθος, κατά τον οποίο οι μήνες του χρόνου μάλωναν κάποτε περί του ποιος

θα πάρει τον πρώτο πύρο. Ο Αύγουστος πήρε τον πάνω-πάνω, ο Ιούλιος τον πιο κάτω και ο

Μάρτιος, ο πιο έξυπνος, τον κάτω – κάτω. Αυτός άρχισε πρώτος – πρώτος το πιοτό και το βαρέλι

άδειασε. Πήγε ο Ιούλιος κι ο Αύγουστος να πιάσουν κρασί από τον πύρο τους, μα δεν βρήκαν και

τότε κατάλαβαν το κόλπο που τους σκάρωσε ο παμπόνηρος Μάρτιος και τον κυνήγησαν να τον

λιντσάρουν, γιατί τους ξεγέλασε. Ωστόσο αυτός τους ξέφυγε και τον άλλο χρόνο πάλι τους

ξεγέλασε.

Ο μύθος δείχνει πως από τον κάτω πύρο βγαίνει το πολύ κρασί και ότι τον Μάρτιο, που είναι και οι

πιο πολλές δουλειές, καταναλώνεται και το περισσότερο κρασί, ενώ τον Αύγουστο βρίσκεται στο

τέλος του, γιατί σε λίγο αναμένεται η νέα σοδειά. Με το παλιό κρασί θα γίνει και ο τρύγος.


Ο ΦΛΟΥΔΟΣ


Τα χωριά της επαρχίας Καλαβρύτων είναι κατά κανόνα ορεινά. Περιβάλλονται από μεγάλους

όγκους ψηλών βουνών, υπερήφανων βουνοπλαγιών και βαθιών χαραδρών με άφθονα νερά, τα

οποία κατερχόμενα κρύα και ολόδροσα στις όμορφες κοιλάδες σχηματίζουν τα μικρά ποτάμια.

Κύρια προϊόντα των περιοχών είναι το σιτάρι και το αραποσίτι. Το αραποσίτι είναι άφθονο, γιατί

άφθονα είναι τα νερά που αρδεύουν τις όμορφες και καταπράσινες κοιλάδες κατά τους μήνες της

καλλιέργείας του αραποσιτιού. Τα αραποσίτια σπέρνονται ύστερα από εντατική καλλιέργεια της

γης στα τέλη του Μαΐου και στις αρχές του Ιουνίου. Ποτίζονται μια φορά την βδομάδα και

σκαλίζονται τρεις ή τέσσερις φορές, μέχρις ότου αρχίσουν να δένουν τον καρπό τους. Τον

Οκτώβριο είναι πλέον ώριμα για τον θερισμό. Ο τρύγος και ο αραποσιτοθερισμός παρουσιάζουν

μια εξαιρετική κίνηση των κατοίκων στον κάμπο. Είναι ο καιρός της βαριάς συγκομιδής. Τα πάντα

τώρα πρέπει να μαζευτούν με επιμέλεια και φροντίδα και να αποθηκευτούν στα σπίτια και στα

καλύβια, γιατί ο χειμώνας σε λίγο έρχεται απειλητικός.

Ο τρύγος και ο θερισμός του αραβοσίτου είναι πράγματι πολύ γοητευτικός και ποιητικός

ταυτόχρονα. Όλοι οι άνθρωποι μικροί και μεγάλοι κυκλοφορούν. Κυκλοφορούν στα αμπέλια, στα

χωράφια, στους δρόμους, πάνε και έρχονται από το χωριό στον κάμπο και από το κάμπο στο χωριό

και κουβαλάνε το κρασί ή το αραποσίτι. Ελπίδες κι όνειρα σμίγουν και δημιουργούν συναισθήματα

χαράς και ευδαιμονίας στους κατοίκους. Η κούραση είναι μεγάλη και ο τίμιος ιδρώτας τους χύνεται

ποτάμι στα ηλιοκαμένα μέτωπά τους, αλλά η χαρά είναι ισχυρότερη. Κανείς δεν φαίνεται

κουρασμένος. Όλοι είναι εύθυμοι και χαρούμενοι.

Με το τραγούδι τρυγούν τα σταφύλια, με το τραγούδι θερίζουν το αραποσίτι. Το πρόσωπο τους

αστράφτει από χαρά και έχουν δίκιο. Είναι ο καιρός της μεγάλης συγκομιδής, της πλούσιας

σοδειάς. Τώρα το σπίτι θα γεμίσει από καρπούς. Τώρα θα πληρωθούν οι τόσοι κόποι τους. Κι όσο

πιο μεγάλη είναι η σοδειά, τόσο πιο μεγάλη κι η χαρά τους.

Οι άνθρωποι όλων των χωριών της επαρχίας μας είναι οι ίδιοι στην ιδιοσυγκρασία τους. Δυνατοί,

ρωμαλέοι, καλόκαρδοι, γελαστοί, χαρούμενοι, τραγουδιστάδες, γλεντζέδες. Όλα γίνονται με κέφι

και αισιοδοξία. Είναι «όξω καρδιά», όπως λένε. Όποιος τους συναναστρέφεται, περνά αλησμόνητες

μέρες μαζί τους. Ζει μέρες αφροντισιάς και γαλήνης. Παρασύρεται και αυτός στην δουλειά τους

και κάνει εφτά καρδιές, θέλοντας να μην περνούσαν οι μέρες και να έμενε μαζί τους συνέχεια,

χωρίς να νιώθει ανία, χωρίς να αισθάνεται μοναξιά και απομόνωση. Αξέχαστες μένουν πάντα στην

μνήμη του οι μέρες και οι ώρες που έζησε μαζί τους και χάρηκε την δροσιά τους. Τα χωριά μας

είναι αρχοντοχώρια. Και οι άνθρωποι ζουν με την λεβεντιά και την υπερηφάνεια των ψηλών

βουνών, με την δροσιά τους και το μεγαλείο τους και αυτό τους ανεβάζει στα ύψη. Δεν είναι ζωή

τυποποιημένη και βιομηχανοποιημένη, όπως η ζωή της πόλης με το «σας» και με το «σεις».

Μια λοιπόν από τις πολλές εκδηλώσεις του αγροτικού βίου είναι και ο φλούδος, το καθάρισμα

δηλαδή από το πούσι του καρπού του αραποσιτιού. Στην ώρα του θερισμού δεν καθαρίζεται το

καρπούζι του αραποσιτιού από τους θεριστάδες, μόνο κόβεται, μπαίνει στις κοφίνες και γεμίζονται

τα σακιά. Ύστερα φορτώνεται στα ζώα (μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα) και μεταφέρεται στο καλύβι,

που τις περισσότερες φορές είναι ολόκληρο σπίτι ή στο σπίτι στο χωριό. Εκεί ρίχνεται σωρός στο

κατώι, ώσπου να μεταφερθεί όλο στο κατάλληλο μέρος από τα χωράφια. Στην ώρα που τα ζώα

φορτωμένα ανεβαίνουν τον ανήφορο για το χωριό, οι θεριστάδες εξακολουθούν να θερίζουν και το

ρίχνουν στην άκρη του χωραφιού, σχηματίζοντας βουνό. Είναι χαρά να το βλέπει κανείς, να βλέπει

τον καρπό μαζωμένο, να βλέπει τους κόπους του, την πληρωμή του στο σπίτι του.

Σαν θεριστούν όλα τα χωράφια και μαζευτεί όλος ο καρπός – κι αυτό γίνεται ταυτόχρονα σε όλους

μαζί τους κατοίκους – αρχίζει ο φλούδος. Το συγκεντρωμένο αραποσίτι είναι πολύ ολόκληρο

βουνό. Ένας και δύο είναι αδύνατο να το ξεφλουδίσουν. Γι’ αυτό μαζεύονται μαζί πολλοί,

δεκαπέντε έως είκοσι ή και περισσότεροι τα βράδια από τις επτά η ώρα και αρχίζουν τον φλούδο.

Η σύναξη είναι ανάμιχτη. Μικροί και μεγάλοι, αγόρια και κορίτσια και με τραγούδια, με χαρές και

αστεία, τα χέρια εργάζονται σαν μηχανή, μα και το στόμα δεν σταματά. Το ένα τραγούδι διαδέχεται

το άλλο, το ένα αστείο ακολουθεί το άλλο, οι νέοι κρυφοκοιτάνε τις κοπέλες και εκείνες προσέχουν

τους νέους και πλέκονται πολλές φορές ειδύλλια όμορφα και χαρούμενα.

Όταν φτάσουν στην μέση του ξεφλουδίσματος, στρώνεται στο τραπέζι και τρώνε. Το τραπέζι είναι

πλούσιο σε ποσότητα, αλλά και ποιότητα, κυρίως κρέας βραστό, ψητό, σούπες, τυριά κ.λπ. Οι

οικοδεσπότες σφάζουν ένα ολόκληρο σφαχτό, κοτόπουλα κ.λπ. Το φαγητό είναι βέβαια σύντομο,

γιατί ο σωρός των καρπουζιών του αραβοσίτου περιμένει και πρέπει να τελειώσει. Μετά το φαγητό

αρχίζει πάλι το έργο του φλούδου. Συνεχίζονται τα αστεία και τα τραγούδια ως αργά τα μεσάνυχτα,

οπότε διαλύονται και καθένας πηγαίνει στο σπίτι του.

Τα ξεφλουδισμένα αραποσίτια χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στα αραποσίτια με ουρά και στα

κολοβά. Τα αραποσίτια με ουρά προορίζονται για κρέμασμα. Αυτά είναι τα μεγάλα αραποσίτια,

καλοθρεμμένα και γερά.

Η δουλειά του δεσίματος των αραποσιτιών για κρέμασμα ή γίνεται ταυτοχρόνως ή την επομένη.

Βάζουν τρία ή τέσσερα όμοια αραποσίτια από τη μια μεριά και άλλα τόσα από την άλλη και τα

δένουν κόμπο. Αυτά θα κρεμαστούν στα «πατερά» του σπιτιού, σε ίσια δοκάρια που κρατούν από

πατερό σε πατερό. Τα σπίτια που δεν έχουν ταβάνια, ταβανώνονται τώρα από τα δοκάρια του

αραβοσίτου, τα οποία τοποθετούνται το ένα κοντά στο άλλο και όλο το σπίτι ταβανώνεται και

παρουσιάζει ευχάριστο θέαμα. Σε όσα σπίτια είναι ταβανωμένα, το αραποσίτι το κρεμούν κάτω από

το πάτωμα στο ταβάνι του κάτω πατώματος, στο «κατώι», όπως λέγεται, ή σε βοηθητικά οικήματα

κοντά στο κυρίως σπίτι ή στον κάμπο, στα καλύβια.

Αυτό μένει κρεμασμένο εκεί αναλόγως με τις ανάγκες. Σε όσους δηλαδή έχουν πολλά αραποσίτια,

μένει εκεί ακόμα και ως τον Μάρτιο. Όσοι έχουν ανάγκη, το κατεβάζουν νωρίτερα, το

χρησιμοποιούν οι ίδιοι, ταΐζουν τα ζώα τον χειμώνα ή το πουλούν σε όλους όσους έχουν ελλείψεις.

Το κολοβό αραποσίτι το στουμπάνε με ρόπαλα και το ξεχωρίζουν από τα «κότσιαλα». Κότσιαλα

είναι τα στελέχη, γύρω από τα οποία είναι τα αραποσιτόσπυρα. Μετά το «ξεκοτσιάλιασμα», το

βγάζουν στον ήλιο και το ξηραίνουν καλά, για να μην ανάψει. Το αποθηκεύουν μετά στα κασόνια

και βγάζουν τον χειμώνα, αφού το πάνε στον μύλο και το κάνουν αλεύρι.

Με αυτό γίνεται η ωραία «λειψή» μπομπότα στην γλάστρα, στην «γωνιά», που τρώγεται ζεστή -

ζεστή με τυρί και είναι πολύ γλυκιά ή η ανεβατή με προζύμι, που γίνεται όπως το στάρινο και είναι

και αυτή αρκετά νόστιμη. Συνήθως τρώγεται τον χειμώνα, αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια του

χρόνου.

Από αυτό (το αραποσίτι), όπως αναφέρθηκε, εκτός από τους ανθρώπους, τρώνε και όλα τα ζώα,

δηλαδή τα γιδοπρόβατα τον χειμώνα που δεν υπάρχει αρκετό χορτάρι, τα άλογα, τα γαϊδούρια, τα

μουλάρια, τα γουρούνια, οι κότες κ.λπ.

Το περικάλυμμα του αραποσιτιού λέγεται «πούσια», τα οποία επίσης χρησιμοποιούνται για τροφή

των βοδιών τον χειμώνα, διότι είναι εύγευστα στα βόδια. Επίσης σε μερικές περιπτώσεις

χρησιμοποιούνται και ως στρώματα. Κατασκευάζουν οι γυναίκες υφαντά στρώματα, τα λεγόμενα

«ματαράτσια», τα γεμίζουν με πούσια και γίνονται αρκετά αναπαυτικά.

Το αυτό επαναλαμβάνεται σε όλα σχεδόν τα σπίτια του χωριού και κατά τον ίδιο τρόπο. Το

αραποσίτι στα χωριά μας είναι άφθονο και όλα τα σπίτια έχουν γεμάτα τα κασόνια τους.



Η ΞΥΛΟΚΟΠΗ


Στα ορεινά χωριά ο χειμώνας έρχεται γρήγορα και είναι βαρύς. «Από Αύγουστο χειμώνα και από

Μάρτη καλοκαίρι» λένε οι συμπαθέστατοι χωρικοί, που γνωρίζουν καλά τα τερτίπια του καιρού.

Αυτό είναι μια αλήθεια πολύ σωστή. Ο χειμώνας φτάνει γρήγορα και οι δουλειές είναι πολλές.

Πρέπει η κάθε μια να γίνει στον καιρό της. Ανάμεσα στις τόσες άλλες, όπως ο θερισμός, το

αλώνισμα, τα αραποσιτοσκαλίσματα, τα ποτίσματα, ο τρύγος, ο θερισμός των αραποσιτιών, και η

τυροκομιά, συμπεριλαμβάνεται και το μάζεμα των ξύλων για τον χειμώνα. Αυτό είναι ένα από τα

πιο δύσκολα προβλήματα των κατοίκων, γιατί τα δάση όσο πάνε και λιγοστεύουν και τα δέντρα

σπανίζουν. Πώς θα περάσει όμως ο χωρικός χωρίς ξύλα τον χειμώνα; Πρέπει να φροντίσει από

νωρίς και πολλές φορές να ταξιδεύει δύο και τρεις ώρες δρόμο μακριά. Ο χειμώνας δεν

αστειεύεται. Χωρίς ξύλα το σπίτι δεν περνάει.

Μόλις λοιπόν θερίσουν και αλωνίσουν, βάζουν μπροστά τα ξύλα. Η απόφαση παίρνεται και γίνεται

το ξεκίνημα για το βουνό. Υπάρχουν ειδικοί ξυλοκόποι, που αγκαζάρονται για μια, δυο και τρεις

μέρες συνέχεια.

Αυτοί ετοιμάζουν τα τσεκούρια μικρά και μεγάλα, τα πριόνια (κόφτρες), τις σιδερόσφηνες, τα

ματσακούπια και τα παίρνουν μαζί τους. Επισημαίνεται το άψυχο δένδρο και γκάπ, γκούπ το

ρίχνουν κάτω στο «άψε - σβήσε». Λιανίζουν τα μικρά κλαδιά του οι αδύνατοι, κουριάζουν τα

μεγάλα οι δυνατοί, τα σχίζουν και αρχίζουν το κουβάλημα από τον λόγγο στο καλύβι ή στο σπίτι

στο χωριό ή όπου τους βολεύει καλύτερα. Το κόψιμο των ξύλων καίτοι είναι πολύ οδυνηρό για το

δάσος, εντούτοις είναι μια δουλειά ευχάριστη. Όταν το δέντρο πέσει ξάπλα, όταν το τσεκούρι

αρχίζει να λιανίζει τους αρμούς, όταν η κόφτρα παίρνει δρόμο, το ξύλο «αναδίνει» ένα ωραίο

άρωμα που χαίρεται κανείς να το απολαμβάνει. Κάθε σπίτι χρειάζεται το λιγότερο πενήντα

φορτώματα χοντρά ξύλα. Όσο για τα λιανά, αυτά πρέπει να είναι πολύ περισσότερα.

Στο σπίτι τα τοποθετούν στο κατώι σε πανύψηλες στοίβες το ένα πάνω στο άλλο. Τα ξύλα κόβονται

όλα συμμετρικά στο μάκρος, αλλά και στο πάχος για να μπορούν να φορτώνονται στα ζώα. Τα

μεγαλύτερα είναι τα κούτσουρα, κατόπιν είναι οι σχίζες, τα λιανάδια, τα κουφάλια και οι

πελεκούδες. Για ξύλα χρησιμοποιούνται τα γέρικα δένδρα, ημεράδια, γρανίτσες, ροτσιόκια, γαύρα,

σφενδάμια, μελιοί, πουρνάρες και άλλα είδη. Τα καλύτερα όμως είναι οι βελανιδιές. Τώρα ο

χειμώνας όσο και βαρύς και αν είναι, κανείς δεν τον φοβάται. Ας είναι καλά το κατώι με τα ξύλα.

Από του Αγίου Δημητρίου η φωτιά αρχίζει να καίει και τα τζάκια να καπνίζουν. Οι βροχές είναι

συχνές και το κρύο τσουχτερό τα βράδια. Σε λίγο να και ο χειμώνας «ασπρίζει τα γένια του», όπως

χαρακτηριστικά λένε οι χωρικοί. Η γωνιά και το παραγώνι είναι πλέον χώρος συγκέντρωσης όλης

της οικογένειας και οι γιαγιάδες μαζεύουν τα εγγονάκια τους και λένε όμορφα παραμυθάκια.

Το τζάκι με την ωραία θρακοβολιά έχε κάτι το όμορφο και ποιητικό. Είναι σωστή απόλαυση. Τα

βράδια όταν η φαμελιά μαζεύεται στο σπίτι και τα ζωντανά ασφαλίζονται, ο χωρικός απολαμβάνει

τη θαλπωρή του σπιτιού με όλη του τη μεγαλοπρέπεια Ξεχνάει όλη την κούραση και την σκληρή

δουλεία του ξωμάχου. Μαζεμένος κοντά στην γωνιά αυτός και η φαμελιά του, νιώθει πιο δυνατός

και ολότελα ευχαριστημένος. Ακόμα και τις άγριες νύχτες του χειμώνα, νιώθει κανείς μια μακαρία

απόλαυση, καθώς ακούει τον βοριά να ωρύεται και να λυσσομανά, να βρέχει ο Θεός και να νομίζει

πως θα σηκώσει το σπίτι, πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Και όμως όλα αυτά έχουν την γοητεία

τους, την ομορφιά τους, που ο χωρικός την χαίρεται.«Ο λαγός και το περδίκι και ο καλός ο

νοικοκύρης τον χειμώνα χαίρονται».


ΠΩΣ ΕΒΓΑΙΝΕ ΤΟ ΡΑΚΙ ΣΤΟ ΒΕΡΣΙΤΣΙ


Για να βγάλει κανείς ρακί, πρέπει να έχει αμπέλια και να κάνει και πολύ κρασί. Το Βερσίτσι στην

ακμή του και πολλά αμπέλια είχε και πολύ κρασί έκανε. Συγκεκριμένα καμιά οικογένεια δεν ήταν

χωρίς αμπέλι και χωρίς κρασί.

Σαν τρυγούσαν τέλη Σεπτεμβρίου, αρχές Οκτωβρίου έριχναν όλο τον μούστο μαζί με τα τσάπουδα

στο μεγάλο βαγένι. Από εκεί άρμεγαν σχεδόν αμέσως το λαγάρι και γέμιζαν πολλά μικρότερα

βαρέλια. Έμεναν στο βαγένι τα τσάπουδα (πατημένα σταφύλια) και λίγο κρασί. Αυτό το μείγμα το

βάφτιζαν με κάμποσο νερό από την βρύση, άφηναν το μείγμα να βράσει με τα τσίπουρα κανένα

μήνα, ξαστέρωνε και γινόταν ένα είδος ελαφρού κρασιού, σωστή σαμπάνια, ο περίφημος

τσιπουρίτης. Τον τσιπουρίτη τον έπιναν αντί νερού οι Βερτσιώτες μπεκρήδες, αλλά και οι άλλοι

σχεδόν μέχρι τα Χριστούγεννα. Στις 26 Οκτωβρίου, του Αγίου Δημητρίου, άνοιγαν και το πρώτο

γιοματάρι. Από αυτό φίλευαν τους επισκέπτες.

Τα Χριστούγεννα με τον βαρύ χειμώνα ήταν η πιο κατάλληλη εποχή να βγουν τα τσίπουρα. Η

ημέρα δε ήταν ορισμένη. Αυτό το καθόριζε ο νοικοκύρης και τα καζάνια. Καζάνια στο χωριό

υπήρχαν δύο ζυγιές, μια νόμιμη και μια λαθραία. Τα νόμιμα για να τεθούν σε κίνηση έπρεπε ο

ιδιοκτήτης να βγάλει άδεια λειτουργίας από την Εφορία και για χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων

ή σαρανταοχτώ ωρών έναντι ορισμένου χρηματικού ποσού, γιατί απαγορεύεται η εξαγωγή ρακιού

από το νόμο. Για να αποσφραγιστούν τα καζάνια και να σφραγιστούν, έπρεπε να παρίσταται

αστυνομικός και όλα να γίνουν στην ώρα τους. Αυτό ήταν ασύμφορο και συνεπώς

χρησιμοποιούσαν τα λαθραία καζάνια που δεν ήθελαν άδειες. Ο δρόμος όμως αυτός ήταν

επικίνδυνος. Μια προδοσία, ένα τυχαίο περιστατικό ήταν ικανό να τους στείλει για χρόνια στη

φυλακή. Ο νόμος ήταν τσεκούρι. Παρ’ όλα ταύτα έκαναν την κουτουράδα. Ποτέ δεν συνέβη ούτε

προδοσία ούτε και καμία επικίνδυνη σύλληψη από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα. Τα τσίπουρα

λοιπόν έμεναν για τις κρύες μέρες του χειμώνα και η δουλειά γινόταν από νύχτα σε νύχτα, στην

αυλή του σπιτιού, στη βρύση ή στο κοντινό ρέμα. Τα λαθραία καζάνια ήσαν της εκκλησίας και σε

αυτήν προσέφεραν κατά συνείδηση το κανονικό. Η εκκλησία είχε και δεύτερη ζυγιά καζανιών,

αλλά αυτά έμεναν πάντα σφραγισμένα. Από το καλοκαίρι φρόντιζαν να είναι γανωμένα και

καθαρά.

Μια ζυγιά καζάνια αποτελείται από τρία κομμάτια: το καζάνι, το καπάκι και τον λουλά. Το καζάνι

είναι ένα κακάβι ή λεβέτι (λέβης), αρκετά μεγάλος, με χείλη πλατιά και ανοιχτά και με στρογγυλή

υποδοχή, αυλάκι για να εφαρμόζει επ’ αυτών το καπάκι, μεγάλο και θολωτό με άνοιγμα σωλήνα

που εξέχει για να φορεθεί και εφαρμόσει επ’ αυτού ο λουλάς.

Για να στηθεί το καζάνι, πρώτα πρέπει να γίνει η κακαβοστιά, γούβα στενόμακρη, με τοιχώματα

δεξιά κι αριστερά, ώστε να εφαρμόζει επάνω το καζάνι και κάτω να υπάρχει αρκετός χώρος για την

φωτιά. Για να βράσει, το καζάνι θέλει πολλή φωτιά και πολλά ξύλα, προπαντός αν τα τσίπουρα

είναι πολλές καζανιές. Στον πάτο του καζανιού τοποθετούσαν μικρά πουρναράκια και έριχναν τα

τσίπουρα για να μην πιάσουν. Για να μην πιάσουν, έριχναν και ανάλογη ποσότητα νερού. Αφού

γέμιζαν το καζάνι τσίπουρα, με ένα ξύλο χοντρό άνοιγαν τρύπες, για να αναπνέουν. Πάνω

τοποθετούσαν το καπάκι και το έχριζαν με ειδική λάσπη, συνήθως από γελαδοκοπριές, η οποία δεν

επέτρεπε την διαρροή των ατμών. Μετά προσέθεταν και τον λουλά, έχριζαν και αυτού το κόψιμο

και έβαζαν το νερό να πέφτει στο μέσο του σωλήνα του λουλά, για να υγροποιεί τους ατμούς. Όταν

βράσουν τα τσίπουρα, αναπτύσσονται οι ατμοί, οι οποίοι ακολουθούν τη μόνη διέξοδο του στομίου

του λουλά υγροποιημένοι σε ρακί. Στην αρχή ρέει σιγά-σιγά και βγαίνει το πιο δυνατό ρακί, η

πρώτη στάλα. Ένα κιλό από την πρώτη στάλα το κρατούν χωριστά και το φυλάνε για οινόπνευμα,

που το χρησιμοποιούν στις εντριβές ή και στα καμινέτα.

Κάθε καζανιά χρειάζεται τρεις ώρες για την απόσταξη και αποδίδει πέντε με έξι κιλά ρακί. Το

τελευταίο μπορεί να είναι κάπως αδύνατο, αλλά το ανακατεύουν με την πρώτη στάλα και έτσι

γίνεται όλο ίσης δύναμης, δηλαδή ούτε πολύ δυνατό ούτε πολύ αδύνατο, κανονικό. Πολλές φορές

τραβούσαν περισσότερο ρακί στο τέλος της καζανιάς και το έριχναν στην επόμενη για ενίσχυση

του νέου. Για να είναι και μυρωδάτο το ρακί, έβαζαν μέσα στα τσίπουρα γλυκάνισο, μάραθο και

άλλα αρωματικά χόρτα και φυτά και πράγματι νοστίμιζε και αρωματιζόταν. Ρακί έβγαζαν και από

το κρασί, αν τύχαινε καμιά φορά να ξινίσει.

Καμιά αγροτική δουλειά δεν γίνεται χωρίς ιδρώτα και κόπο, χωρίς ιδρώτα και αίμα. Αυτό

συνέβαινε και με το ρακί. Κόποι, αγωνίες, ιδρώτας, κρύα. Όλη η οικογένεια στο πόδι, όλη στην

δουλειά. Στις περιπτώσεις αυτές βοηθούσαν και γείτονες και άλλοι που μαζεύονταν, για να γευτούν

το νιόβγαλτο ρακί, να κάνουν συντροφιά, να πούνε κανένα αστείο και να τους τονώσουν στο βαρύ

έργο τους. Και οι ευχές δεν πήγαιναν πίσω. «Καλόπιοτο» ή «και του χρόνου με υγεία» κ.λπ.

Το προϊόν τους τούτο οι χωρικοί μας το καταναλώνουν ακόμα και σήμερα σχεδόν όλο στο σπίτι.

Το πίνουν συνήθως όταν εργάζονται στις αγροτικές δουλειές τους, μετά από την δουλειά στο σπίτι,

φιλεύουν τους ξένους στις επισκέψεις, σε γιορτάσια, το χρησιμοποιούν για εντριβές και βεντούζες

σε κρυολογήματα και σε έναν σωρό άλλες δουλειές. Πουλάνε κιόλας, αν φυσικά έχουν

περίσσευμα.

Προσφιλές είναι και το πόντζι κατά τον χειμώνα με το κρύο. Το καίνε στη φωτιά με ζάχαρη,

πετιμέζι ή και μέλι.



ΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ


Τα πανηγύρια είναι αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής ζωής του τόπου μας. Αποτελούσαν ένα

σημαντικό στοιχείο γιορτής, χαράς και διασκέδασης στην παραδοσιακή μας κοινωνία. Η ζωή στα

ορεινά χωριά μας δεν ήταν εύκολη. Οι δουλειές του χωριού και προ παντός του ορεινού χωριού

ήταν σκληρές, βαριές, κουραστικές και επίπονες και οι συνθήκες γενικά δύσκολες. Οι κίνδυνοι

επίσης ήταν πολλοί και πολλές φορές αξεπέραστοι. Η ζωή των χωρικών μας κύλαγε δύσκολα και

μονότονα ήταν ζωή βασανισμένη.

Παρ’ όλες όμως αυτές τις σκληρές συνθήκες οι άνθρωποι των χωριών μας είχαν ευγενικά και

δυνατά συναισθήματα. Ο λαός μας έβρισκε διέξοδο στις εγχώριες διασκεδάσεις, που ήταν τα

γιορτάσια, οι γάμοι στον στενό χώρο και στον ευρύτερο χώρο τα πανηγύρια. Στις στενές κοινωνίες

των χωριών μας, όλοι οι άνθρωποι γνωρίζονται, συγγενεύουν μεταξύ τους κι έχουν φιλικές σχέσεις.

Κάθε χωριό έχει ένα και δύο πανηγύρια μέσα στον χρόνο. Γιορτάζει και τιμάει κατά κύριο λόγο τον

Άγιο της ενοριακής του εκκλησίας, όπου οι χωριανοί εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή. Αν το χωριό

έχει και δεύτερο πανηγύρι, αυτό γίνεται σε κάποιο ερημοκκλήσι, όπου πανηγυρίζουν για κάποιον

ειδικό λόγο. Τα πανηγύρια των χωριών μας αποτελούσαν την κορυφαία εκδήλωση ψυχαγωγίας των

ανθρώπων της δουλειάς και του μόχθου για ολόκληρο τον χρόνο. Οι γάμοι και τα γιορτάσια -

πολυχρονίσματα, ήταν ευκαιριακά και περισσότερο στενά και οικογενειακά.

Στα πανηγύρια μαζεύονταν όλοι οι κάτοικοι και λάβαινε μέρος όλο το χωριό, αλλά και πολλοί από

τους κατοίκους των γύρω χωριών, συγγενείς και φίλοι, για να εκπληρώσουν κάποιο τάμα τους στον

άγιο, να προσκυνήσουν τον εορτάζοντα άγιο, να δουν τους συγγενείς και φίλους τους, να

ξεφαντώσουν και να διασκεδάσουν με ολονύχτια γλέντια και λουκούλλεια φαγοπότια.

Τα πανηγύρια των χωριών μας ήταν συνήθως θρησκευτικά και παράλληλα διασκεδαστικά και

ψυχαγωγικά, αληθινά ξεσπάσματα χαράς και κεφιού.

Πρώτο βασικό στοιχείο των πανηγυριών των χωριών μας, όπως αναφέραμε, ήταν η θρησκευτική

τους κυρίως πλευρά. Οι γιορτές προετοιμάζονταν από νωρίτερα και άρχιζαν την παραμονή με το

μεγάλο εσπερινό. Πολλοί από τους ντόπιους, αλλά και από τους κοντοχωριανούς προσκυνητές

είχαν κάνει τάματα στον εορτάζοντα άγιο και κατέφθαναν από την παραμονή για να ακούσουν τον

εσπερινό και να ξεπληρώσουν το χρέος τους προς τον άγιο. Εκτός από τα πρόσφορα τα

προορισμένα για την υγεία των ζωντανών, έφερναν και άλλα δώρα (τάματα), μικρά βέβαια σε αξία

και ανάλογα με τις δυνατότητες και την οικονομική κατάσταση των προσκυνητών. Έτσι

τοποθετούσαν στις εικόνες των αγίων δαχτυλίδια, σταυρούς, μπιχλιμπίδια, κέρινα ομοιώματα

χεριών, ποδιών, μικρών παιδιών και άλλα. Επίσης προσφέρονταν και άλλα είδη, όπως απλάδια

κεντητά, κουβέρτες, χαλιά, λαμπάδες, μαλλιά προβάτων κ.λπ. Την ίδια ημέρα το πρωί έφερναν τα

ζωντανά αφιερώματα, όπως αρνιά, κατσίκια, πρόβατα, γίδες, και τα έδεναν γύρω από τον πλάτανο.

Μετά το τέλος της λειτουργίας, οι επίτροποι της εκκλησίας έβγαζαν όλα τα αφιερώματα στον

πλειστηριασμό. Όταν έβγαζαν τα αφιερώματα στον πλειστηριασμό, άρχιζε η αγοραπωλησία. Τα

αντικείμενα του πλειστηριασμού είχαν ήδη κοστολογηθεί, ο πλειστηριασμός ήταν πλειοδοτικός και

κατακυρώνονταν στον τελευταίο πλειοδότη. Η τιμή των αφιερωμάτων πολλές φορές έπαιρνε

δυσανάλογο ύψος και ακριβοπληρώνονταν. Ο σκοπός ήταν να κερδίσει η εκκλησία και αυτό το

ήξεραν οι αγοραστές. Ανάμεσά τους ήταν και εκείνοι που ήθελαν να επιδείξουν τις οικονομικές

τους δυνατότητες και με αυτόν τον τρόπο φανερώνονταν οι κουβαρντάδες και οι επιδειξιομανείς.

Το μεσημέρι είχαν όλα ξεπουληθεί και η εκκλησία έκανε γερό κομπόδεμα. Έβγαιναν και μερικά

στο λαχνό, στην λοταρία και πάλι για την ενίσχυση του εκκλησιαστικού ταμείου.

Το εκκλησίασμα απλωνόταν στο προαύλιο του ναού. Χαιρετιούνταν και αντάλλασσαν μεταξύ τους

φιλιά και ευχές. Δεν διαλύονταν οι προσκυνητές εκτός από μερικές νοικοκυρές, που ήταν

αναγκασμένες να γυρίσουν στα νοικοκυριά τους για να ετοιμάσουν το μεσημεριανό τραπέζι, καθώς

είχαν ξένους να φιλοξενήσουν και έπρεπε να υπάρχουν αρκετά φαγητά. Οι υπόλοιποι κάθονταν στα

παγκάκια, άλλοι έκαναν βόλτες, συζητούσαν και παρακολουθούσαν την εξέλιξη του πανηγυριού.

Αυτό περίπου ήταν το θρησκευτικό μέρος του πανηγυριού. Εν τω μεταξύ οι οργανοπαίχτες

ετοίμαζαν τα όργανα τους και όχι σπάνια οι πιο θερμόαιμοι άρχιζαν το χορό και έμπαιναν στο κέφι.


ΤΡΑΠΕΖΙ ΚΑΙ ΞΕΦΑΝΤΩΜΑ


Το μεσημέρι άδειαζε η πλατεία της εκκλησίας και οι τόποι συναθροίσεων και οι άνθρωποι

αποτραβιούνταν στα σπίτια για το μεσημεριανό φαγητό. Στο μεταξύ οι νοικοκυρές είχαν ετοιμάσει

το τραπέζι με τα ψητά και τα σχετικά και άρχιζε το φαγοπότι. Οι ξένοι προσκυνητές ήταν

προσκεκλημένοι σε σπίτια συγγενών ή φίλων. Κανένας δεν έμενε εκτός νυμφώνος. Ακόμα και

τελείως άγνωστοι που τύχαινε να παρευρεθούν, ακόμα κι αν δεν γνώριζαν κανέναν, θα καλούνταν

στο σπίτι κάποιου. Η φιλοξενία στα χωριά μας ήταν πατροπαράδοτο έθιμο και σε υψηλό βαθμό

μάλιστα. Ακόμα εθεωρείτο προσβολή για ολόκληρο το χωριό να φύγει ξένος νηστικός και μάλιστα

σε μέρα πανηγυριού. Όλα τα σπίτια του χωριού την ημέρα του πανηγυριού ήσαν έτοιμα να δεχτούν

και να φιλοξενήσουν ξένους, φίλους και συγγενείς και περισσότερους μάλιστα από όσους

περίμεναν. Κάθε νοικοκύρης κρέμαγε σφαχτό στο τσιγκέλι και η νοικοκυρά ετοίμαζε ποικιλία

φαγητών σε αρκετή ποσότητα, ώστε να φάει ένας λόχος, όπως έλεγαν. Στο τραπέζι απλώνονταν

κρέατα μπόλικα, αφράτα σταρένια ψωμιά, τυριά, γιαούρτια, σαλάτες και άφθονο μπρούσκο

κοκκινέλι κρασί από το αμπέλι του νοικοκύρη. Αλλά και όλα σχεδόν τα εδέσματα προέρχονταν από

τη σοδειά του νοικοκύρη.

Μετά το γενναίο φαγοπότι, τις χαιρετούρες και τα πειράγματα, ερχόταν το κέφι, η ευθυμία και το

τραγούδι και στηνόταν τρικούβερτο γλέντι και χορός. Τραγούδαγαν με το στόμα δημοτικά

τραγούδια και χόρευαν. Και αφού τραγούδαγαν κι χόρευαν στα σπίτια, έβγαιναν και, τραγουδώντας

παρέες- παρέες, τράβαγαν για το προαύλιο της εκκλησιάς, όπου γινόταν συνήθως το πανηγύρι με

την συμμετοχή όλων των κατοίκων και των προσκυνητών. Εκεί υπήρχαν και τα όργανα από

ταβούλια και βιολιά. Πιάνονταν όλοι στον χορό, σε δύο και τρεις κύκλους μέχρι τα ξημερώματα

της άλλης ημέρας. Κι όσο ανέβαινε ο πυρετός της ταβουλόβεργας και της καραμούζας των

Λιαραίων από την Αναστάσοβα ή το κλαρίνο και το μπουζούκι του Καραλά από το Σκούπι, ο

χορός γινότανε πιο γοργός. Και πήδαγαν οι μερακλήδες χορευτές και χαιρότανε κανείς να βλέπει

τις φούρλες, τις φιγούρες και τα τσαλιμάκια τους. Κάθε χορευτής μπροστάρης πλήρωνε το χορό

(δύο τραγούδια, ένα τσάμικο κι ένα συρτό - καλαματιανό) και τα τσαλιμάκια του. Και κόλλαγε ο

μερακλής, μα και καθένας χορευτής στα μέτωπα των οργανοπαιχτών με σάλιο τα κατοστάρικα και

τα πεντακοσάρικα. Κι αυτοί έβαζαν τα δυνατά τους να ευχαριστήσουν τους μερακλήδες

καλοπληρωτές χορευτές. Ήταν ένα αληθινό ξεφάντωμα. Ένα ξέσπασμα χαράς και ευτυχίας. Σ’

αυτούς τους δημόσιους χορούς φαίνονταν οι μερακλήδες και οι κουβαρντάδες. Επεδείκνυαν τα

πλούτη τους, τη λεβεντιά τους, το ντύσιμό τους και ήταν μια πρόκληση για τις λεβεντονιές. Και

έτσι προέκυπταν οι μικροσυμπάθειες και αναπτύσσονταν οι κρυφοί έρωτες, που είχαν ευτυχή

αποτελέσματα και επιθυμητές αποκαταστάσεις των νέων. Και δεν γίνονταν όλα για τους νέους.

Είχαν και οι γεροντότεροι το μερίδιό τους σ’ αυτές τις εκδηλώσεις χαράς. Επιδείκνυαν κι αυτοί τη

ζωτικότητα τους και την αξιοσύνη τους. Οι χοροί αυτών των πανηγυριών είχαν πολλές φορές και

την δυσάρεστη όψη τους. Δημιουργούνταν μικροπαρεξηγήσεις και καυγάδες, ποιος θα χορέψει

μπροστά ή γιατί παραβίασε κάποιος τη σειρά του. Και ο μικροκαυγάς κατέληγε ακόμα και σε

φονικό. Και τότε χάλαγε και το πανηγύρι και τα κέφια και η διασκέδαση του χωριού.

Τα πανηγύρια εξακολουθούν να γίνονται και σήμερα στα χωριά μας στις τακτές τους ημερομηνίες,

αλλά δεν έχουν τον παλιό λαϊκό, γραφικό και λαογραφικό χαρακτήρα. Τη θέση της πλατείας την

πήρε το κέντρο, η ορχήστρα και η εκμετάλλευση. Και από εδώ προέκυψε η παροιμία: «Για να πας

στο πανηγύρι πρέπει η τσέπη σου να γείρει». Χάθηκαν οι ζυγιές (συγκρότημα) με τις

ταβουλόβεργες και τις καραμούζες ή οι βιολάρηδες οι πρακτικοί και τα λαϊκά και παραδοσιακά

όργανα και αντικαταστάθηκαν με εξευγενισμένες σύγχρονες ορχήστρες από τα κέντρα, με

τραγουδίστριες, τραγουδιστές, μεγάφωνα και ηλεκτρονικά μέσα. Τα τάλιρα αντικαταστάθηκαν με

τα κατοστάρικα και τα κατοστάρικα με τα χιλιάρικα και τα πεντοχίλιαρα. Και τα κέντρα

προσφέρουν πανάκριβη την πιρουνιά τους και μαζί αλόγιστες ποσότητες μπύρας αντί του ντόπιου

και λαχταριστού κρασιού.

Έτσι χάθηκε η παλιά γραφική λαϊκή και παραδοσιακή μορφή του απλού και ωραίου πανηγυριού.


ΕΜΠΟΡΟΖΩΟΠΑΝΗΓΥΡΕΙΣ


Εκτός από τα τοπικά και στενά θρησκευτικά πανηγύρια των χωριών μας, αναπτύχθηκαν και

καθιερώθηκαν κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα τα μεταπαναστατικά ευρύτερα και

μεγαλύτερα περιφερειακά πανηγύρια με λιγότερο θρησκευτικό και περισσότερο εμπορικό και

επιχειρησιακό χαρακτήρα. Τα πανηγύρια αυτά λέγονταν εμποροζωοπανηγύρεις ή

εμποροζωοπανήγυρα.

Σε αυτά πωλούνταν ποικίλα και παντός είδους βιοτεχνικά και βιομηχανικά εμπορεύματα που

έρχονταν από την πόλη και τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως είδη πρώτης ανάγκης [παπούτσια,

υφάσματα, ντρίλια, έτοιμες φορεσιές, πανιά, νήματα, εσώρουχα, πουκάμισα (ανδρικά και

γυναικεία), ψιλικά (κουβαρίστρες, κουμπιά, δαχτυλήθρες, βελόνες κ.λπ)], σιδερικά κάθε μορφής

(σκαπτικά εργαλεία, αξίνες, κασμάδες, τσάπες, σκαλιστήρια, δρεπάνια, δικριάνια, κόσκινα,

αλυσίδες, πρόκες κ.λ.π.) και ακόμα τσοκάνια και κουδούνια γα τα γιδοπρόβατα, σαμάρια,

μπαλτιμοκάπουλα, καπιστράνες, κολλάνια, τριχιές, διάφορα δοχεία, κόσκινα, κρισάρες, μάσια,

πυρωστιές, χαλκώματα, ταψιά, τεντζερέδες, καζάνια και ένα πλήθος αντικειμένων που ήταν

χρήσιμα και βοηθητικά στις δουλειές των ανθρώπων των χωριών και του μόχθου και τα οποία δεν

έβρισκαν στον τόπο τους ή ήταν ακριβά.

Παράλληλα έβρισκαν την ευκαιρία οι ντόπιοι να πουλήσουν και τα λίγα δικά τους προϊόντα, όπως

ρούχα εγχώρια (κουβέρτες, μαντανίες, απλάδες - όλα υφαντά), μαλλιά προβάτου, κοζιά γιδίσια,

τυριά, χόρτα, τριφύλλια, κορφάδες, μέλι, φρούτα κ.λπ., αλλά και τα ζώα τους, όπως βόδια,

μουλάρια, γαϊδούρια, άλογα, γίδια, πρόβατα, αρνιά, κατσίκια, κυνηγετικά σκυλιά, χοιρινά κ.λπ.

Όπως βλέπουμε, οι εμποροζωοπανηγύρεις ήσαν δημόσιες λαϊκές παραδοσιακές αγορές που

διοργανώνονταν κάθε χρόνο σε καθορισμένο τόπο και χρόνο και αποσκοπούσαν στην

αγοραπωλησία εμπορευμάτων, προϊόντων και ζώων.

Τα πανηγύρια είναι συνέχεια των πανάρχαιων προς τον σκοπό αυτόν συγκεντρώσεων. Από το

Μεσαίωνα και μέχρι σήμερα ακόμα αποτελούν ισχυρό μέσο και τρόπο ανταλλαγής των προϊόντων

των περιφερειών, των νομών, των επαρχιών και των μικρότερων διαμερισμάτων, ενώ τεράστια

είναι η προσφορά τους στην ανάπτυξη του εμπορίου, της κτηνοτροφίας, της γεωργίας και στην

διευκόλυνση γενικά των ανταλλαγών και της επικοινωνίας των λαών και των ανθρώπων. Σε πολλές

περιπτώσεις μάλιστα παρόμοιες εμποροπανηγύρεις εξελίχθηκαν αργότερα σε διεθνείς εκθέσεις,

Η επαρχία Καλαβρύτων από τα μέσα του περασμένου αιώνα και εξής προγραμμάτισε και

καθιέρωσε τέσσερα μεγάλα λαϊκά «εμποροζωοπανήγυρα». Και τα τέσσερα πραγματοποιούνταν την

ίδια εποχή (φθινόπωρο) και μέσα στον ίδιο μήνα (Σεπτέμβριο).

Τα πανηγύρια αυτά είναι τα εξής: Η εμποροζωοπανήγυρη των Τριποτάμων (Ψωφίδος), η

εμποροζωοπανήγυρη της Στρέζοβας (Δάφνης), η εμποροζωοπανήγυρη των Καλαβρύτων και η

εμποροζωοπανήγυρη των Μαζαιΐκων (Κ. Κλειτορίας).


Α. Η ΕΜΠΟΡΟΖΩΟΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΩΝ ΤΡΙΠΟΤΑΜΩΝ

(1-6 Σεπτεμβρίου)


Το πανηγύρι των Τριποτάμων καθιερώθηκε το 1825 από τον περίφημο «Αγιοπατέρα» Ευγένιο

Παπουλάκη, που είναι ο ιδρυτής και κτήτορας της Μονής Τριποτάμων, η οποία είναι αφιερωμένη

στην Θεοτόκο. Αρχικά είχε θρησκευτικό χαρακτήρα και τιμούσαν σε αυτό την Αγία Ευφροσύνη

στις 27 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο. Μετά το 1925 μετατοπίστηκε στο τελευταίο

δεκαήμερο του Αυγούστου (23-29) και μετά το 1950 μεταφέρθηκε και γιορτάζεται μέχρι σήμερα

από την 1η μέχρι τις 6 του Σεπτεμβρίου, αν και σήμερα δεν υπάρχουν πολλές ομοιότητες με το χτες

και ο χαρακτήρας του έχει αλλάξει ριζικά. Γενικά τα πανηγύρια στις μέρες μας ατόνησαν και μόνον

μια σκιώδης ανάμνηση διατηρείται.

Το πανηγύρι των Τριποτάμων ήταν το μεγαλύτερο και το γραφικότερο της περιοχής. Εκτός από τον

χρόνο γινόταν και γίνεται και σε καθορισμένο χώρο και συγκεκριμένα στο τρίγωνο που

σχηματίζεται από την συμβολή των δύο ποταμών Αροανίου ή Λειβαρτζινού και του Ερυμάνθου ή

Νουσαΐτικου, στον χώρο της αρχαίας Ψωφίδας, μέσα και γύρω από το φρούριο της Μονής και σε

κατάλληλο και εκτεταμένο πεδίο. Παλαιότερα κράταγε έξι έως οκτώ μέρες και τώρα τελευταία μια

έως τρεις. Είχε ιδιαίτερη φυσιογνωμία και ήταν το γραφικότερο, γιατί γινόταν έξω από

κατοικημένο χώρο. Μέχρι το 1950 στα Τριπόταμα, υπήρχε μικρός αριθμός κατοικιών που εκτός

από κατοικίες ήταν και ακμαία μαγαζιά και ξενοδοχεία ύπνου (χάνια) για τους περαστικούς. Έτσι

το πανηγύρι και οι πανηγυριστές απλώνονταν σε ανοιχτό χώρο, σε μια εκτεταμένη και ολόφωτη

κοιλάδα, που μαυρολόγαγε από τα πολυάριθμα ζωντανά και τις πρόχειρες παράγκες των

μικροπωλητών.

Τα εμπορικά καταστήματα στεγάζονταν στο εσωτερικό του φρουρίου και μερικά απέξω όταν δεν

επαρκούσε ο χώρος, σε ειδικά φτιαγμένες και με τσίγκο στεγασμένες παράγκες. Μέσα στο

φρούριο, στη νότια πλευρά της εκκλησίας και κάτω από το μοναδικό γέρικο δέντρο στηνόταν

πρόχειρο καφενεδάκι με λαϊκή ορχήστρα που έπαιζε δημοτικούς σκοπούς και χόρευαν και

διασκέδαζαν οι γλεντζέδες και χορευταράδες άνδρες και γυναίκες.

Έξω από το φρούριο και κυρίως στην δυτική, νότια και ανατολική πλευρά στήνονταν τα

σιδεράδικα και τα καταστήματα που εμπορεύονταν είδη κουζίνας, γυαλικά και κάθε είδους

πραμάτεια. Απέξω στήνονταν και οι παράγκες με τα μαγέρικα, που σέρβιραν άφθονη πατσά και

βραστή γίδα, αλλά και κρασί . Εκεί έτρωγαν κι έπιναν ή μάλλον κουτσόπιναν παρέες - παρέες οι

πανηγυριστές και γλένταγαν με τους λαϊκούς οργανοπαίχτες (γύφτοι έκαναν απρόσκλητοι την

εμφάνισή τους κι έπαιζαν την ταβουλόβεργα και τις πίπιζες, οπότε σηκωνόταν το πελεκούδι στον

αέρα).

Πέρα στην κοιλάδα ήταν αραδιασμένα τα άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια και τα βόδια για

πούλημα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ξεχωριστή γραφικότητα έδινε η παρουσία των τσιγγάνων

(γύφτων), οι οποίοι γύριζαν τσούρμο, ένα είδος καραβανιού, από πανηγύρι σε πανηγύρι και

διαλαλούσαν και πουλούσαν την πραμάτεια τους (κοφίνια χειροποίητα, χαλιά κ.λπ.). Κυρίως όμως

αυτοί ήσαν ζωέμποροι, μεταπράτες. Αγόραζαν σε ευτελείς τιμές γέρικα άλογα, γαϊδούρια,

μουλάρια, βόδια. Τα τάιζαν ένα - δύο μήνες, τα κούρευαν, τους λιμάριζαν τα δόντια, τα στόλιζαν

με μπιχλιμπίδια (τα μποσάτιζαν όπως έλεγαν) και τα πούλαγαν για νέα και ακριβότερα ή τα

αντάλλασσαν με παλιοσαράβαλα και έπαιρναν και «απανοτίμι». Το αστείο ήταν ότι πολλοί

πήγαιναν στα πανηγύρια να αγοράσουν ζώα για τις ανάγκες τους και αγόραζαν από τους γύφτους

τα ίδια τα δικά τους, που πριν τρεις μήνες τους τα είχαν πουλήσει, χωρίς φυσικά να το πάρουν

χαμπάρι. Το ανακάλυπταν όταν το ζώο που αγόρασαν πήγαινε κατ’ ευθείαν στο σπίτι του πρώην

αφεντικού τους και διερωτούνταν πώς βρήκε ο γάιδαρος το σπίτι. Τέτοια περιστατικά δεν ήσαν

λίγα και η κοροϊδία πήγαινε σύννεφο. Οι γύφτοι είχαν ένα δικό τους τρόπο να πείθουν. Και για να

δείξουν τις ικανότητές τους (είχαν δέκα και είκοσι από δαύτα) τα καβάλαγαν, τους έβαζαν νέφτι

στον πισινό και έτρεχαν πάνω - κάτω στον δημόσιο δρόμο. Μάλιστα παρ’ όλο που γνώριζαν όλοι

ότι οι γύφτοι συχνά τους εξαπατούσαν, πολλοί τους εμπιστεύονταν και έπεφταν στην παγίδα. Είχαν

και αυτά τα περιστατικά την ομορφιά τους.

Το πανηγύρι των Τριποτάμων έβγαινε στον πλειστηριασμό ένα μήνα πριν για ενοικίαση και

εκμετάλλευση. Η ενοικίαση του πανηγυριού, του χώρου δηλαδή που πραγματοποιούνταν,

αποτελούσε ένα σημαντικό έσοδο για την κοινότητα και την εκκλησία της Θεοτόκου. Για όλη

αυτήν την διαδικασία υπήρχε ειδική Επιτροπή, την οποία την αποτελούσαν το κοινοτικό και

εκκλησιαστικό συμβούλιο. Η επιτροπή με απόφασή της δημοσίευε την προκήρυξή της

πλειοδοτικής δημοπρασίας. Αν υπήρχαν ικανοποιητικές προσφορές, κατακυρώνονταν στον

πλειοδότη ή τους πλειοδότες. Αν όχι, επαναλαμβανόταν η δημοπρασία. Ο ενοικιαστής ή οι

ενοικιαστές είχαν το δικαίωμα να εισπράττουν «εισόδια» στον χώρο του πανηγυριού.

Όποιος έμπαινε με ζώα για πούλημα, έπρεπε να πληρώσει. Η τιμή ήταν ορισμένη. Για τα ζώα που

προορίζονταν για πούλημα είκοσι δραχμές το κεφάλι, δέκα για τα μη εμπορεύσιμα και ανάλογα

ποσά για τα εμπορεύσιμα είδη. Τα πάντα φορολογούνταν. Πολλοί πανηγυριώτες άφηναν έξω από

τα όρια του χώρου τα ζώα τους, για να μην πληρώσουν. Και ήταν αρκετοί αυτοί, αλλά κινδύνευαν

να μείνουν απούλητα τα είδη τους. Έτσι γλίτωναν από τη μια μεριά, έχαναν από την άλλη. Οι

ενοικιαστές ήθελαν αρκετό προσωπικό για να καλύψουν τις ανάγκες τους και να εποπτεύουν τις

διόδους, ώστε να μην μπαίνουν λαθραία όσοι το επιχειρούσαν. Για κάθε είσπραξη έκοβαν και

σχετική απόδειξη από ειδικά μπλοκ που ήταν θεωρημένα από την εφορία. Συνήθως οι βοηθοί των

ενοικιαστών ήταν πρόσωπα συγγενικά και θα έπαιρναν το σχετικό φιλοδώρημά τους. Από τις

εισπράξεις μετά τον απολογισμό πληρώνονταν η εκκλησία, η εφορία και οι επικουρικοί.

Τα κέρδη ήταν η αμοιβή των ενοικιαστών. Όχι σπάνια έπεφταν και έξω από τις προβλέψεις τους

και τις εκτιμήσεις τους και τότε γινότανε συμβιβασμός. Και αυτό φυσικά έβγαινε από το ποσοστό

συμμετοχής των πανηγυριστών. Εξάλλου για να μην γίνονται υπερβάσεις, όλα κανονίζονταν εκ των

προτέρων. Οι έμποροι μέσα στον περίβολο του ναού ήξεραν την τιμή της παράγκας. Οι έξω από το

φρούριο επίσης. Έτσι αποφεύγονταν οι παρεξηγήσεις. Οι περισσότεροι έμποροι και πραματευτάδες

έρχονταν στα Τριπόταμα αμέσως μετά την διάλυση των δύο μεγάλων πανηγυριών της Ηλείας, των

Ολυμπίων και του Γιαν Τζαμί. Αυτοί ήταν από την Πάτρα, τον Πύργο, την Τρίπολη, το Αίγιο, την

Αθήνα και άλλα μέρη. Οι πελάτες - αγοραστές ήταν από τα χωριά της μεγάλης περιφέρειας γύρω

από τον τόπο του πανηγυριού. Και τα χωριά της περιοχής αυτής είναι τα παρακάτω: Λειβάρτζι,

Λεχούρι, Κερασιά (Κερέσοβα), Καμενιάνοι, Δροβολοβό, Δεσινό, Ανάσταση (Αναστάσοβα),

Αγρίδι, Αροανία (Σοπωτό), Αλέσταινα, Σειρές (Βερσίτσι), Πάος (Σκούπι), Δεχούνι, Βεσίνι, Νάσια,

Πεύκο (Τσαρούχλι), Αμυγδαλιά (Μαμαλούκα), Δάφνη (Στρέζοβα), Πουρναριά (Ποδογορά),

Παραλογγοί, Πέτα, Λάμπεια (Δίβρη), Ορεινή (Μοστενίτσα), Χόζοβα (Ψωφίδα), Πλάκα

(Μορόχοβα), Άστρας (Νουσά), Κρυόβρυση (Δερβινή), Αγράμπελα (Πορετσό), Πλατανίτσα

(Γερμοτσάνι).

Κατά κύριο λόγο από αυτά προέρχονταν οι πανηγυριστές, χωρίς να αποκλείουμε και ένα σωρό

άλλα γειτονικά προς αυτά. Οι κάτοικοι αυτών των χωριών προετοιμάζονταν από την άνοιξη και

κατά την διάρκεια ολόκληρου το καλοκαιριού. Έκαναν τις οικονομίες τους και ιδιαίτερα οι

γυναίκες τον λογαριασμό τους. Φούσκωναν το κομπόδεμά τους, για να έχουν αρκετά χρήματα να

ψωνίσουν τα αναγκαία και απαραίτητα για το σπίτι τους και το νοικοκυριό τους. Παράλληλα

πήγαιναν για πούλημα μέρος από τα λιγοστά προϊόντα τους, ώστε να συμπληρώσουν τα ελλείμματά

τους.

Το πανηγύρι έφτανε στην ακμή του την δεύτερη και την τρίτη ημέρα. Οι πανηγυριστές γύριζαν τα

βράδια στα σπίτια τους και στα χωριά τους και την άλλη μέρα επέστρεφαν. Στον χώρο του

πανηγυριού παρέμεναν όσο είχαν πραμάτειες για πούλημα. Πολλοί δεν ψώνιζαν τις πρώτες μέρες.

Προτιμούσαν τις τελευταίες, που οι έμποροι λόγω διάλυσης του πανηγυριού κατέβαζαν τις τιμές

τους.

Τα πανηγύρια αυτά εκτός από τον εμπορικό τους χαρακτήρα είχαν και χαρακτήρα ψυχαγωγικό.

Έτρεχαν προς αυτά ολόκληρα καραβάνια, κατηφόριζαν ολόκληρα χωριά, μικροί και μεγάλοι. Οι

μικροί πήγαιναν για να χαζέψουν, να κάνουν τις βόλτες τους, να συναντήσουν τους φίλους τους, να

αγοράσουν μικροπράγματα ή να τους αγοράσουν οι γονείς κουστουμάκια, παπούτσια κ.λπ. Οι

μεγάλοι πήγαιναν για ψώνια, αλλά και για να διασκεδάσουν. Γύριζαν τα καταστήματα ένα - ένα και

ρωτούσαν να μάθουν τις τιμές και να αποφασίσουν να ψωνίσουν από το φθηνότερο μαγαζί. Για

πολλούς ήταν μια καλή ευκαιρία να συναντήσουν τους φίλους τους, να βρουν καμιά ζυγιά

ταβούλια, να κάτσουν σε καμιά ταβέρνα να κουτσοπιούν, να γλεντήσουν και να τα σπάσουν. Δεν

ήταν λίγοι και κείνοι που πήγαιναν και μπλέκανε με παρέες και όργανα και γλένταγαν ως τα

χαράματα, ξοδεύοντας όλες τις οικονομίες τους και άφηναν έτσι τα παιδιά τους ξυπόλυτα.

Την έκτη ημέρα το πανηγύρι άρχιζε να διαλύεται και οι έμποροι άρχιζαν να φεύγουν για άλλα

πανηγύρια και ιδιαίτερα για το πανηγύρι της Στρέζοβας.


Β. Η ΕΜΠΟΡΟΖΩΟΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΗΣ ΣΤΡΕΖΟΒΑΣ


Αμέσως μετά τα Τριπόταμα άρχιζε το πανηγύρι της Στρέζοβας (Δάφνης), που διεξαγόταν κάθε

χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου. Το πανηγύρι της Στρέζοβας είναι το νεότερο από τα τέσσερα μεγάλα

Καλαβρυτινά. Καθιερώθηκε γύρω στο 1920 και με το χρόνο ενηλικιώθηκε, καθιερώθηκε και

γνώρισε ημέρες δόξας και ακμής, μιας και η Στρέζοβα ήταν ο μεγαλύτερος δήμος της επαρχίας

Καλαβρύτων, μεγαλύτερος και από τα ίδια τα Καλάβρυτα. Επρόκειτο για μια κοινωνία ζωντανή και

μεγάλη, με αξιόλογα πρόσωπα (πολιτικούς, επιστήμονες, εμπόρους), με σπίτια επιβλητικά και

πανύψηλα. Πλην όμως η Στρέζοβα χαρακτηριζόταν πάντα από πολιτιστική καθυστέρηση. Ήταν μια

κωμόπολη κατ’ εξοχήν γεωργική και ποιμενική.

Εξάλλου η Στρέζοβα δεν είχε και συγκοινωνία και γι’ αυτό οι έμποροι μετέφεραν τα πράγματά τους

από τα Τριπόταμα στη Στρέζοβα με τα μουλάρια. Αυτό ήταν ένας λόγος που αδυνάτιζε το

πανηγύρι, γιατί δεν πήγαιναν εκεί όλοι οι έμποροι. Η Στρέζοβα με το μεγαλύτερο πληθυσμό έκανε

το πανηγύρι και από μόνη της. Στην είσοδο του χωριού, στην περιοχή Αγίου Νικολάου μέχρι τον

Άγιο Δημήτριο, απλώνονταν τα ζωντανά για πούλημα και τα μεταγωγικά. Οι έμποροι

προχωρούσαν περισσότερο προς το κέντρο της κωμόπολης και από την μια και από την άλλη

πλευρά του μοναδικού δρόμου που έχει και σήμερα. Και τούτο το πανηγύρι δεν διέφερε σε τίποτα

από το προηγούμενο. Στα Τριπόταμα δεν ψώνιζαν όλοι. Υπήρχαν και εκείνοι που πήγαιναν για να

ψωνίσουν εδώ. Υπήρχαν και εκείνοι που περίμεναν να έρθει το πανηγύρι στην γειτονιά τους. Στην

Στρέζοβα συγκεντρώνονταν τα κοντινά χωριά και τα γύρω από αυτήν, όπως η Ποδογορά, το

Ξεράγριδο, η Νάσια, η Χόβολη, το Βεσίνι, το Τσαρούχλι, η Μαμαλούκα κ.λπ. Το πανηγύρι

διαρκούσε οχτώ περίπου ημέρες. Οι ξένοι έμποροι τα φόρτωναν την τετάρτη ημέρα για άλλους

τόπους, για άλλα πανηγύρια. Το συνέχιζαν όμως οι ντόπιοι, που δεν είχαν κανένα λόγο να φύγουν ή

να σταματήσουν το πανηγύρι που τους διασκέδαζε.

Σήμερα έμεινε μόνον η σκιά του πανηγυριού τούτου και σε λίγο θα είναι μια απλή ανάμνηση του

παρελθόντος. Και εδώ τα κέντρα έδιναν κι έπαιρναν και το γλέντι άναβε κάθε βράδυ. Οι πίπιζες, τα

ταβούλια, τα βιολιά αντηχούσαν κι αντιλαλούσαν στα γύρω κοντοβούνια, που γιόρταζαν και εκείνα

και χαίρονταν η φύση και τα σπαρτά. Είχε κι αυτό τη γραφικότητά του. Μαυρολόγαγαν οι πλαγιές

από τα στολισμένα ζώα και από τα κουδούνια τους, από την κίνηση του κόσμου. Ας ήταν να

γινόταν όπως πρώτα κι ας γυρίζαμε και πίσω λίγο! Δεν θα έβλαπτε.


Γ. Η ΕΜΠΟΡΟΖΩΟΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ


Τρίτο στη σειρά ήταν το Καλαβρυτινό πανηγύρι, το μεγαλύτερο κοσμικό γεγονός της ένδοξης και

ιστορικής επαρχίας μας. Γινόταν κι αυτό μέσα στον Σεπτέμβριο (18-24) και διαρκούσε έξι με οκτώ

ημέρες. Είναι κι αυτό καθαρό δημιούργημα της ανάγκης. Σκοπός του ήταν η εξυπηρέτηση των

κατοίκων της περιοχής, μιας περιοχής εκτεταμένης σε ένα γραφικό και εύφορο λεκανοπέδιο, που το

στεφανώνουν οι καλλίγραμμες κορυφογραμμές του Χελμού και του Ωλενού, των

πολυτραγουδισμένων βουνών μας.

Το Καλαβρυτινό πανηγύρι καθιερώθηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση του έθνους από τον

τουρκικό ζυγό γύρω στο 1832. Ηταν προνομιακό γιατί ήταν το πανηγύρι της πρωτεύουσας της

επαρχίας, που ήταν και η πρώτη πόλη της περιοχής που απέκτησε σ σιδηροδρομική και οδική

συγκοινωνία με τα μεγάλα αστικά κέντρα Πάτρα και Αίγιο. Συγκέντρωνε τον περισσότερο

πληθυσμό της επαρχίας και τροφοδοτούνταν από τα χωριά Σουδενά, Σιγούνι, Χαμάκου, Βραχνί,

Σούβαρδο, Ζαχλωρού, Ρωγοί, Σκεπαστό, Κέρτεζη, Σαββανοί, Συρμπάνι, Κάνταλος, Κραστικοί,

Κούτελη, Άνω και Κάτω Βλασία, Μάνεσι, Μπούμπουκα, Ασάνι, Σαραδί, Φλάμπουρα,

Τρεκλήστρα, Μικρός και Μεγάλος Μποντιάς, Λαπαναγοί, Πετσάκοι, Άνω και Κάτω Γουμένισσα

κ.λπ. Τα χωριά αυτά δεν έπαιρναν μέρος στα άλλα πανηγύρια, γιατί δεν τα βόλευαν οι γεωγραφικοί

όροι. Έπειτα περίμεναν την ώρα του δικού τους πανηγυριού, του Καλαβρυτινού, που ήταν πρώτο

και καλύτερο, γιατί γινόταν μέσα στην πρωτεύουσα, στην πόλη των Καλαβρύτων, γεγονός που

έδινε ιδιαίτερη αίγλη. Τα Καλάβρυτα εξάλλου ως πρωτεύουσα ολόκληρης της επαρχίας ήταν, για

ιστορικούς λόγους, ο μοναδικός δήμος και φιλοξενούσες όλες τις αρχές της κρατικής εξουσίας και

διοίκησης. Ήταν η έδρα του έπαρχου, των δικαστικών αρχών (Ειρηνοδικείου, Πρωτοδικείου) και

διέθετε Υποδιοίκηση Χωροφυλακής, Γυμνάσιο, Εφορία, Τράπεζες, Ταχυδρομείο, ξενοδοχεία,

σταθμό οδοντωτού, λεωφορείων και μεγάλη εμπορική και τουριστική κίνηση. Η πόλη διέθετε

επιπλέον όλα τα μέσα για να ικανοποιήσει τις ανάγκες των κατοίκων της περιοχής και της επαρχίας

γενικότερα. Ωστόσο τις ημέρες του πανηγυριού η κίνηση και η εμπορικότητα της πόλης

διπλασιαζόταν και τριπλασιαζόταν. Η εμποροπανήγυρη γινόταν μέσα στην πόλη, ενώ η

ζωοπανήγυρη γινόταν έξω από την πόλη και κυρίως προς το δρόμο Καλαβρύτων - Πατρών. Οι

περιοχές ήταν κατάλληλα επιλεγμένες για την εξυπηρέτηση του κοινού.

Στο πανηγύρι κατέφθαναν έμποροι από την Αθήνα, την Πάτρα, το Αίγιο, την Τρίπολη και άλλα

αστικά κέντρα με λογής – λογής εμπορεύματα και οπωσδήποτε τιμές συμφέρουσες. Άνοιγαν τα

μαγαζιά τους είτε σε νοικιασμένα ισόγεια, δεξιά και αριστερά των κεντρικών δρόμων, όπου υπήρχε

διαθέσιμος χώρος, είτε σε πρόχειρες παράγκες στην πλατεία και τους ελεύθερους χώρους. Στα

καφενεία της πλατείας της πόλης, που σημαιοστολιζόταν εκείνες τις μέρες, τα βράδια έπαιζαν

ορχήστρες συνήθως με βιολιά και κλαρίνα και διασκέδαζαν οι γλεντζέδες και οι χορευταράδες. Οι

Καλαβρυτινοί ήταν σχετικά εξελιγμένοι και είχαν αστική νοοτροπία. Ηταν άρχοντες και κρατούσαν

τουπέ και σοβαρότητα. Ηταν συνεπώς και εκλεκτικοί. Αυτήν τη νοοτροπία την διατηρούν ακόμα

και σήμερα σε μικρότερο βαθμό βέβαια. Οι χωρικοί μας πλημμύριζαν την ημέρα την πόλη και τα

βράδια γύριζαν πίσω στα χωριά τους, αφού έκαναν τα ψώνια τους και τις απαραίτητες προμήθειες

τους. Οι ανάγκες ήταν για όλους τους ανθρώπους της υπαίθρου οι ίδιες, χωρίς καμία ουσιαστική

διαφορά: εσώρουχα, κουστούμια, παπούτσια, κουζινικά, προίκες για τα κορίτσια τους και αγροτικά

εργαλεία.

Δεν πρέπει να παραλειφθεί και η ζωοπανήγυρη, της οποίας η ύπαρξή ήταν ουσιαστικότερη και

χρησιμότερη. Εδώ γίνονταν οι αγοραπωλησίες χοντρών ζώων. Άλλοι έρχονταν να πουλήσουν και

άλλοι να αγοράσουν. Η αγορά ενός ζώου μέτραγε πολύ, επειδή ήταν ακριβό και

δυσκολοσυντήρητο, αλλά αναγκαίο. Οι πωλητές πουλούσαν βόδια καματερά, αλλά και για

σφάξιμο. Τα καματερά ήταν και ακριβά και πολύτιμα. Θα καλλιεργούσαν τη γη, ώστε να

καρποφορήσει και ήταν πραγματικό απόκτημα για την οικογένεια και την ευημερία της. Το ίδιο

συνέβαινε και με τα μουλάρια, τα γαϊδούρια και τα άλογα, των οποίων η αξία ήταν εξίσου μεγάλη.

Ένα τέτοιο καλό ζώο άξιζε όσο κι ένας άνθρωπος. Ηταν το δεξί χέρι του νοικοκύρη. Αυτό

καβάλαγε, πήγαινε στην δουλειά του και με αυτό μετέφερε την σοδειά του στο σπίτι (σιτάρια,

αραποσίτια, φασόλια, καρύδια, κρασί, ξύλα για το χειμώνα και πλήθος άλλων αγαθών). Για

εκείνους που είχαν περίσσευμα και πουλούσαν τέτοια ζώα ήταν ένα γενναίο έσοδο. Με τα χρήματα

αυτά κάλυπταν όλες τις άλλες ανάγκες τους και τις ελλείψεις τους.

Τα πανηγύρια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξυπηρέτηση των χωρικών μας. Τους έλυναν πολλά

προβλήματα της καθημερινής ζωής τους και παράλληλα με τη διακίνηση των βιομηχανικών

προϊόντων εισχωρούσε και στο τελευταίο σπίτι ο πολιτισμός. Υπήρχε βέβαια τότε μεγάλη φτώχια,

αλλά ήταν ωραίοι και γραφικοί καιροί που μας έλειψαν.



Δ. Η ΕΜΠΟΡΟΖΩΟΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΩΝ ΜΑΖΑΙΪΚΩΝ


Τελευταίο στην σειρά (27 Σεπτεμβρίου, του Σταυρού με το παλαιό ημερολόγιο) διεξαγόταν το

μεγάλο πανηγύρι των Μαζαιΐκων ή της Κατσάνας, όπως το έλεγαν. Ηταν και αυτό οχταήμερης

διάρκειας και συγκέντρωνε μεγάλο αριθμό πανηγυριστών. Τα Μαζαίϊκα (σήμερα Κάτω Κλειτορία)

είναι κέντρο της Κλειτορολευκασίας χώρας, με δορυφόρους τα χωριά Μοστίτσι, Κλείτορα,

Καστέλλι, Καρνέσι, Χαμάκου, Δούνιτσα, Κάνι, Φίλια, Τσορωτά, Βρώστενα, Άρμπουνα, Καστριά,

Πλανητέρου, Τουρλάδα, Αϊ Νικόλα, Βάλτο, Κρινόφυτα, Κόκκοβα, Λυκούρια και Παγκράτι.

Ακόμα συνέρεαν σε αυτό άνθρωποι και από τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής προς την Στρέζοβα

και την Αρκαδία (Δάρα, Τοπόριστα, Κιούσι, Γκλόγκοβα, Πράσινο κ.λπ). Τα Μαζαίϊκα σαν

κεφαλοχώρι είχαν και μερικές υπηρεσίες, όπως Υποδιοίκηση Χωροφυλακής, Εφορία, Ταμείο,

Γυμνάσιο, αλλά και μεγάλη εμπορική κίνηση, ενώ για την διεξαγωγή του πανηγυριού

προσφέρονταν και η τοποθεσία και η άνεση του χώρου.

Και εδώ, όπως και στα Καλάβρυτα, η εμποροπανήγυρη γινόταν μέσα στην κωμόπολη και η

ζωοπανήγυρη στις καρυδιές έξω και προς τον δημόσιο δρόμο Μαζαιΐκων – Καλαβρύτων.

Συγκεκριμένα η εμποροπανήγυρη γινόταν στο κέντρο, στην πλατεία και κυρίως στο προαύλιο της

εκκλησίας του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, αλλά και κατά μήκος των δρόμων, όπου υπήρχαν

χώροι άδειοι. Υπήρχε και εδώ ό,τι ακριβώς περιγράφεται σχετικά με το πανηγύρι των Τριποτάμων.

Και εδώ η εμπορική κίνηση ήταν σημαντική, ο κόσμος πολύς και πολλές οι ανάγκες. Συνέτεινε σε

αυτό και η μεγαλύτερη παραγωγή σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και νόμιζε κανείς ότι

βρίσκεται σε καμιά μεγαλούπολη με όλες τις ομορφιές της.

Ήταν πανηγύρια που δονούνταν από κίνηση και έδιναν πνοή και ευρωστία στον τόπο. Οι φωνές

των εμπόρων που διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους, η κίνηση του κόσμου πέρα δώθε, ο

συνωστισμός, οι αστεϊσμοί, τα πειράγματα στους δρόμους ήσαν τα χαρακτηριστικά του

πανηγυριού. Εκτός από τα ψώνια και τις προμήθειες που έκαναν οι νοικοκυραίοι και οι νοικοκυρές,

διασκέδαζαν και στα καφενεία που διέθεταν λαϊκές ορχήστρες. Τα εστιατόρια ήσαν γεμάτα κόσμο

που συνέρεε, για να φάει και να πιει τα πατροπαράδοτα φαγητά. Συνέβαιναν και άλλα περιστατικά

και μικρολεπτομέρειες, τα οποία είναι δύσκολο να έχει συγκρατήσει κάποιος που επισκεπτόταν το

πανηγύρι, εντούτοις οι εντυπώσεις και η γενική αίσθηση παραμένουν ολοζώντανες στην μνήμη

του.


ΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΑ ΧΑΝΙΑ


Για τους σημερινούς ανθρώπους τα χάνια είναι άγνωστα. Μερικοί παλιότεροι κάτι θυμούνται.

Εκείνοι που τα γνώρισαν στην ακμή τους δεν υπάρχουν σήμερα. Έτσι πολλοί διαβαίνουν πλάι από

τα χαλάσματα τους ή και από τα στεκούμενα παλιά χτίσματά τους και δεν τους θυμίζουν τίποτα.

Δεν υποψιάζονται καν ότι εδώ υπήρξε κάποτε ζωή και κίνηση ζηλευτή.

Η λέξη «χάνι» προέρχεται από την τούρκικη «χαν», που σημαίνει πανδοχείο, εξοχικό. Πραγματικά

τα χάνια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ζωή του ανθρώπου μέχρι το πρόσφατο παρελθόν. Ήσαν

οάσεις μέσα στην έρημο. Ο ταξιδιώτης, ο περαστικός, ο στρατολάτης, ο πεζοπόρος ή ο καβαλάρης

έβρισκε καταφύγιο τον χειμώνα με τις νεροποντές και τις χιονοθύελλες, αλλά και τις άλλες εποχές

ένα καταφύγιο για να απαγκιάσει, να αναπαυθεί, να στεγνώσει, να φάει και να κοιμηθεί εκείνος και

τα ζώα του και να είναι ασφαλισμένος από λογής κινδύνους και ταλαιπωρίες.

Το χάνι ήταν ένας σωτήριος σταθμός (ένα μοτέλ των καιρών μας), μια ηλιαχτίδα στο σκοτάδι, μια

παρηγοριά και μια ελπίδα στην ερημιά, το στέγνωμα του ιδρώτα και διέθετε ό,τι ζητούσε ο

περαστικός εκείνου του καιρού και τα ζώα του, δηλαδή στέγη, τροφή και ασφάλεια από την

πληθώρα των κακοποιών και των ληστών, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ταξιδιωτών και των

εμπορευομένων, νέα, κουβεντούλα, κουτσομπολιό κ.λπ. Και πρακτορεία ειδήσεων ήσαν τα χάνια,

γιατί κάθε ταξιδιώτης έφερνε μαζί του και τα νέα που είχε ακούσει στον τόπο απ’ όπου ξεκίνησε

και οι χαντζήδες τα περίμεναν με ιδιαίτερη χαρά.

Τα χάνια ήσαν και άσυλα απαραβίαστα κυρίως από τους κακοποιούς και τους ληστές, γιατί αυτά τα

σινάφια είχαν ανάγκη την υποστήριξη των χαντζήδων, που τους τροφοδοτούσαν και τους έκρυβαν

για πολύ καιρό. Απέφευγαν μάλιστα να μπλέξουν τους χαντζήδες με τα αποσπάσματα της

χωροφυλακής και τη δικαιοσύνη, διότι κάτι τέτοιο θα τους έβλαπτε ανεπανόρθωτα. Έτσι σαν

έφτανε κανείς στο χάνι, δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο.

Τα χάνια είναι θεσμός πανάρχαιος με αδιάκοπη πορεία δια μέσου των αιώνων, που διατηρήθηκε

μέχρι τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ή και λίγο αργότερα. Δημιουργήθηκαν από

κοινωνική ανάγκη σε ερημιές πολυσύχναστων περασμάτων και σε σταυροδρόμια, για να

εξυπηρετούν τους ταξιδιώτες και τον σκοπό του ταξιδιού τους και οι ιδρυτές τους ήσαν άνθρωποι

τολμηροί και ριψοκίνδυνοι. Έτσι κέρδιζαν και μάλιστα γενναία ποσά, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι

να μεταναστεύουν σε μακρινά μέρη ή και σε άλλες χώρες.

Στα Βαλκάνια υπήρχαν πάρα πολλά χάνια (σταθμοί), που συνέδεαν χώρες και χωριά και

εξυπηρετούσαν τη μετανάστευση και το εμπόριο προς την Ευρώπη, την Ασία και τις υπόλοιπες

χώρες της Βαλκανικής, ενώ στην Ανατολή σώζονται ακόμα και στις μέρες μας πολλά μεγάλα χάνια

στην Τεχεράνη (Μπουγιούκ Χαν), στην Βαγδάτη, στην Δαμασκό και σε άλλες μεγαλουπόλεις, τα

οποία είναι σωστά φρούρια.

Τα χάνια χτίζονταν σε δημοσιές (δημόσιους δρόμους) και σε επιλεγμένα μέρη, ώστε να

εξυπηρετούν και να εκπληρώνουν απόλυτα τον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκαν. Φρόντιζαν οι

χαντζήδες ώστε τα χάνια τους να βρίσκονται κατά κύριο λόγο σε κεντρικό δρόμο, να υπάρχουν

κοντά βρύσες με αρκετό νερό για να πίνουν και να ξεδιψάνε οι στρατολάτες και τα ζώα τους, να

νίβονται, να δροσίζονται και να πλένουν τα λερωμένα ρούχα τους, τα πόδια τους και όλο τους το

σώμα καμιά φορά, να είναι προφυλαγμένα από ανέμους και να υπάρχουν γύρω – γύρω πολλά και

σκιερά δέντρα (καρυδιές, πλατάνια, μουριές κ.λπ.) και πλατώματα, για να κοιμούνται οι άνθρωποι

το καλοκαίρι, να ξεφορτώνουν και να δένουν τα ζώα τους.

Τα χάνια δεν ήσαν απλά σπιτάκια, αλλά μεγάλα, και το κύριο συγκρότημα ήταν διώροφο, με

πολλά οικοδομήματα πετρόχτιστα. Τα κύρια συγκροτήματα ήσαν καλοφτιαγμένα, περιποιημένα,

σοβατισμένα, μισαντρωμένα και ταβανωμένα. Ο επάνω όροφος χρησίμευε για κατοικία και εκεί

βρίσκονταν τα υπνοδωμάτια με τα κρεβάτια, όπου κοιμούνταν οι πελάτες. Ένα από αυτά ήταν το

χειμωνιάτικο με το τζάκι. Στο χειμωνιάτικο και γύρω από το αναμμένο τζάκι μαζεύονταν ξένοι και

οικείοι για να ζεσταθούν, να στεγνώσουν από τις λάσπες και τις βροχές του χειμώνα, να

συζητήσουν τα νέα και μάλιστα τα πολιτικά, και ύστερα να αποσυρθούν στις κάμαρες για ύπνο,

όπως τους κανόνιζε η χαντζίνα. Η οικογένεια κοιμόταν κατά κανόνα στο χειμωνιάτικο. Μπορούσαν

στα μικρά και συνήθη χάνια να εξυπηρετηθούν γύρω στα δέκα άτομα. Αν δεν έφταναν τα κρεβάτια,

κοιμούνταν και στρωματσάδα κάτω στο πάτωμα.

Στο ισόγειο ήταν το μαγαζάκι του χαντζή με όλα τα χρειαζούμενα για τον εφοδιασμό των πελατών.

Είχε σόμπα για το χειμώνα, τραπεζάκια με καθίσματα, κρασί, ρακί, καφέ και άλλα ποτά, αλλά και

μικροεμπορεύματα. Εδώ σερβιριζόταν το ζεστό τσάι, ο καφές, οι τριφτάδες το χειμώνα, το ρακί ή

το κρασί το καλοκαίρι και το φαγητό, συνήθως φασολάδα, φακές, τραχανάς, μανέστρα, αλλά και

πατσάς, βραστό κρέας με ζουμί, τυρόψωμο, ελιές, χόρτα και διάφορα ζυμαρικά εγχώρια. Χρέη

σερβιτόρων εκτελούσαν τις περισσότερες φορές ο χαντζής, η χαντζίνα ή και άλλα μέλη της

οικογένειας.

Όπως προαναφέρθηκε, κοντά στο κύριο οικοδόμημα υπήρχαν και άλλα βοηθητικά χτίσματα, όπου

αποθήκευαν τους σανούς και τα άχυρα για τα ζώα και εκεί σταυλίζονταν και τα ζώα. Οι

περισσότεροι διαβάτες είχαν και ένα ή δύο ζώα με εμπορεύματα.

Το μαγείρεμα γινόταν στο χειμωνιάτικο ή σε πλαϊνό μικρό δωμάτιο, το οποίο χρησίμευε για

μαγειρείο και όπου στεγαζόταν και ο φούρνος για το ψήσιμο του ψωμιού. Όλα τα οικοδομήματα

ήσαν σκεπασμένα με πλάκες. Οι χαντζήδες ήσαν άνθρωποι νοικοκυραίοι. Είχαν μετρητά και τα

αμπάρια τους γεμάτα. Είχαν ζώα, κότες, πάπιες, χήνες και σκύλους για συντροφιά και ασφάλεια

στην ερημιά τους. Το όνομά τους ήταν γνωστό και μακρύτερα, σε όλη την περιοχή. Κατά κανόνα

ήσαν άνθρωποι καλοκάγαθοι και καλόκαρδοι, πρόθυμοι και περιποιητικοί. Δεν τους έλειπε και το

χιούμορ και έκαναν ευχάριστη την παραμονή των πελατών τους. Είχαν παρατσούκλια και γενικά

είχαν δικό τους τύπο.

Οι χαντζήδες γνώριζαν πολυάριθμες και όμορφες ιστορίες και ξεκαρδιστικά ανέκδοτα, τα οποία

διηγούνταν «σαλτσωμένα» στους πελάτες τους κατά το διάστημα της παραμονής τους στο χάνι.

Ήταν ακόμα ολόκληρο ληξιαρχείο. Γνώριζαν όλους τους πελάτες τους με το μικρό τους όνομα,

επώνυμο, παρατσούκλι, το χωριό καταγωγής τους και όλα τα νέα.

Ήσαν ακόμα πληροφοριοδότες, εμπορομεσίτες ακόμα και τραπεζίτες και πιστωτές. Αποτελούσαν

επιπρόσθετα κέντρα συναντήσεων και συναλλαγών μεταξύ των κατοίκων της περιοχής. Εδώ

λύνονταν διαφορές, γινόταν ανταλλαγή των εμπορευμάτων και αγοραπωλησίες. Ήταν ένα είδος

παζαριού και κέντρου επικοινωνίας και χωρίς αυτά θα ήταν αδύνατο να προοδεύσει και να

αναπτυχθεί το εμπόριο, αλλά και να επιτυγχάνεται η εξυπηρέτηση των κατοίκων.

Όχι σπάνια κλείνονταν εκεί για μέρες πολλοί πελάτες από τα χιόνια ή τις θύελλες, τις βροχές και τις

απρόοπτες καταιγίδες. Στο διάστημα του αποκλεισμού τους όλοι οι πελάτες γίνονταν ένα.

Τρωγόπιναν και διασκέδαζαν. Ο χρόνος δεν μετρούσε τότε με τον ρυθμό της εποχής μας, το άγχος

και την ανυπομονησία.

Εκτός από τα ερημικά χάνια, χάνια υπήρχαν και στις κωμοπόλεις, αλλά και τις πόλεις με την ίδια

ξενοδοχειακή μορφή και για τον ίδιο ακριβώς σκοπό. Τα χάνια των πόλεων ήσαν πιο μεγάλα και

πιο άνετα. Είχαν μεγάλες αυλές, υποστατικά, δωμάτια πρώτης και δευτέρας κατηγορίας, καλύτερη

κουζίνα, ποικιλία φαγητών κ.τ.λ. και βέβαια είχαν μεγαλύτερη κίνηση, γιατί οι πελάτες ήσαν και

από μεγαλύτερες περιφέρειες και από μακρινότερους τόπους. Αποτελούσαν δηλαδή σημείο

συνάντησης ανθρώπων πάσης κατηγορίας και προέλευσης.

Πολλά από τα μοναχικά χάνια έχουν συνδεθεί και με ιστορικά γεγονότα, όπως το χάνι του Βαλιερή

στην Ήπειρο (ο Αλής το 1812 εξόντωσε τους Γαρδικιώτες), το χάνι του Ζεμενού στον Παρνασσό

κοντά στην Αράχοβα (ο Αθανάσιος Διάκος σκότωσε τους πρώτους Τούρκους φοροχαρατσήδες το

1821), το χάνι της Γραβιάς με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο (1821), το χάνι της Ακράτας (1822) κ.π.ά.,

αλλά και με ανατριχιαστικά εγκλήματα.

Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στα χάνια της επαρχίας Καλαβρύτων, πρέπει κατ’ αρχήν να

σημειώσουμε ότι το νότιο τμήμα της επαρχίας Καλαβρύτων είναι το πιο κεντρικό της

Πελοποννήσου και το μοναδικό στρατηγικό πέρασμα από την Ηλεία στα Καλάβρυτα, την Κορινθία

και την Γορτυνία και αντίστροφα. Η διαδρομή από Τριπόταμα μέχρι Δάρα, Μαζαίϊκα και

Καλάβρυτα είναι μια από τις γραφικότερες στην ευρύτερη περιοχή και έχει τα περισσότερα χάνια

από κάθε άλλη περιοχή. Σε απόσταση τριάντα περίπου χιλιομέτρων υπήρχαν περισσότερα από δέκα

χάνια, ώστε να αντιστοιχούν ένα χάνι ανά τρία χιλιόμετρα.

Από τον Πύργο, την Αμαλιάδα και ακόμα από την Πάτρα μέχρι την Δίβρη υπήρχαν κατά μήκος του

δρόμου πάρα πολλά χάνια, όπως του Πανόπουλου, του Καλλιμάνη, του Κουτοκρίαρου, της

Ντάρτιζας, του Αϊ - Γιάννη μέχρι του Θεοφάνη πριν από την Δίβρη, όπου στένευε το πέρασμα.

Από του Θεοφάνη το χάνι αρχίζουμε την περιήγηση μας και την πορεία μας προς τα Καλάβρυτα.

Του Θεοφάνη το χάνι καλωσόριζε όλους όσους ξεκίναγαν από τον Πύργο, την Αμαλιάδα και την

Πάτρα για τα Καλάβρυτα, την Αρκαδία και την Κορινθία. Εδώ βρισκόταν «της κοπέλας η βρύση».

Η περιοχή και το χάνι ήσαν Διβριώτικα. Σώζεται ως τώρα όχι πλέον σαν χάνι, αλλά σαν σπίτι και

μόνο. Λίγα χιλιόμετρα μετά του Θεοφάνη το χάνι, στο γεφύρι στο Διβρέικο ποτάμι ήταν κτισμένο

το χάνι του Μπάλα, το οποίο σώζεται στις μέρες μας, αλλά μάλλον χρησιμεύει για γιδομαντρί, γιατί

ο δημόσιος δρόμος έχει άλλη κατεύθυνση. Από εδώ άρχιζε ο λεγόμενος «Κακός ανήφορος». Πολύ

κοντά στο χάνι του Μπάλα βρισκόταν του Καραλέτση το χάνι, το οποίο επίσης σώζεται, αλλά

είναι ακατοίκητο. Και τα τρία αυτά χάνια ήσαν Διβρέικα. Ακολουθούσε το Μοστενιτσάνικο χανάκι

του Μαρίνη, από το οποίο σήμερα δεν υπάρχει τίποτα, επειδή το κατέστρεψε ο δημόσιος δρόμος.

Καιρός να φτάσουμε στον Καλαβρυτινό χώρο, στα Τριπόταμα. Τα Τριπόταμα ήταν κόμβος, που

εξυπηρετούσε όλα τα Καλάβρυτα και την Αρκαδία, και γι’ αυτό είχε πολλά χάνια. Δύο ήσαν τα

σπουδαιότερα, του Θωμά και του Τραμπούκου, τα οποία λειτουργούσαν και όταν ακόμα έφτασε

εδώ το 1932 ο δημόσιος δρόμος και εξελίχθηκαν σε μοντέρνα ξενοδοχεία ύπνου, φαγητού και σε

εμπορικά καταστήματα.

Μετά τα Τριπόταμα, ακολουθώντας δεξιά τον ρου του Βερτσιώτικου ποταμού, συναντούμε το χάνι

του Γκαβαντώνη (Αντωνόπουλου), ονομαστό και σημαντικότατο, που κατοικείται και σήμερα.

Μπαίνοντας στη Βερτσιώτικη περιοχή, συναντάμε το χάνι του Ψιάρρου (χάλασμα τώρα) και ένα

χιλιόμετρο πιο πέρα βρίσκεται το χάνι του Κοτσιρήνη (παπα - Κώστα Παναγοπούλου), χάνι με

πλούσια ιστορία και δόξα λόγω της εξαιρετικής θέσης που κατέχει, καθώς είναι περιτριγυρισμένο

από πολλά κεφαλόβρυσα με κρύο νερό και από πολλά οπωροφόρα δέντρα.

Στο Σκουπέικο μοναδικό χάνι ήταν το πάντα ανθηρό χάνι του Καλαθά, κτισμένο σε γραφική θέση,

με κεφαλόβρυσο και πλούσιο πράσινο.

Στην Κακάσοβα (Χοβολίτικο) βρισκόταν το Σοφιανέικο χάνι, ένα μεγαλοπρεπές κτίριο με πολλά

υποστατικά, με αρχοντιά και ιστορία. Σε αυτό εδώ το χάνι την περίοδο 1825-1827 είχε το

στρατηγείο του ο Ιμπραήμ πασάς, όταν εξεστράτευσε εναντίον της επαρχίας μας. Το χάνι ήταν των

Σοφιανών από το Σοπωτό και σήμερα είναι ερείπιο και εγκαταλελειμμένο.

Λίγα μέτρα πιο πάνω βρίσκεται το χάνι των Πετιμεζαίων, που σώζεται και κατοικείται. Στο

Κοκκοβίτικο και Φιλέικο κάμπο υπήρχε το χάνι του Πάνου Σακελλαρόπουλου από του Φίλια, το

οποίο σώζεται, αλλά δεν κατοικείται.

Σαν περάσουμε το Φιλέικο γεφύρι, τελευταίο στα δεξιά του κάμπου, συναντάμε του Καμπά τον

μύλο, που λειτουργούσε και σαν χάνι. Από εδώ ακολουθούμε την ροή του ποταμού Τράγου,

περνάμε το Δερβένι προς τη Λιβέριζα (Παγκρατέικα Καλύβια) και φτάνουμε στο Δαρέικο, στου

Κιούσι με κατεύθυνση προς την Τρίπολη.

Στα Παγκρατέικα Καλύβια, στην δεξιά όχθη του Λάδωνα είναι το χάνι του Κοτσολέτη, που

προσφέρει και σήμερα τις υπηρεσίες του σαν κέντρο μοντέρνο.

Από τα Παγκρατέικα Καλύβια στρεφόμαστε προς τα αριστερά και ακολουθώντας την ροή του

Αροανίου ποταμού, φτάνουμε στα Μαζαίϊκα, εμπορικό και εκπολιτιστικό κέντρο της Κατσάνας,

των δήμων Κλειτορίας, Λευκασίου. Εδώ ήκμαζε μέχρι τελευταία το χάνι του Νταβέλη. Από τα

Μαζαίϊκα προς τα Καλάβρυτα διαμέσου του οροπεδίου των Σουδενών συναντούμε τα χάνια του

Μπίμπαγα στο Πλανητερέικο, του Μπράτσικα στα Καστριά και του Παπασιγαλού στα Σουδενά.

Στα Καλάβρυτα ονομαστό ήταν το χάνι του κυρ- Αλέκου, που εξυπηρέτησε την επαρχία μέχρι την

καταστροφή των Καλαβρύτων από τους Γερμανούς στις 13-12-1943.

Βέβαια εκτός από τα χάνια που αναφέρθηκαν υπήρχαν και άλλα πολλά στην γύρω περιοχή, αλλά

και μέσα στην επαρχία. Ονομαστό ήταν το χάνι του Πίττα στη Μαμαλούκα (Μυγδαλιά), στον

δρόμο από την Στρέζοβα προς τα Μαζαίϊκα. Δεν ήταν κατώτερο σε φήμη και το Συρμπανέικο χάνι

της περίφημης για την καλλονή της και την ελαφρότητά της Θυμιούλας της Συρμπανιώτισσας, που

δεν είχε κακοκαρδίσει κανέναν από τους περαστικούς.

Από την Πάτρα προς τα Καλάβρυτα ονομαστά ήσαν τα χάνια του Παπαντώνη, του Λαδά και του

Χατζή στην Βλασία και του Χολιαστού μεταξύ Μπούμπουκα και Κερτέζης.

Η διαδρομή και περιγράψαμε (Τριπόταμα – Παγκρατέικα Καλύβια – Μαζαίϊκα – Καλάβρυτα) είναι

η κεντρικότερη και γραφικότερη. Διαρρέεται από το Αροάνιο ποταμό, τον Λάδωνα, τον

Σκουπιώτικο Γαϊδουροπνίχτη και το Βερτσιώτικο ποτάμι.

Από εδώ πέρασαν ο στρατηγός των Αιτωλών Ευρυπίδας και ο Φίλιππος ο Ε’ της Μακεδονίας το

210 π.Χ., ο περιηγητής Παυσανίας το 172 μ.Χ., ο Κολοκοτρώνης και ο Ιμπραήμ κατά την

επανάσταση του 1821.


ΟΙ ΑΓΩΓΙΑΤΕΣ

«Το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη» λέει μια λαϊκή παροιμία. Υπήρχαν και στο Βερσίτσι αγωγιάτες,

όπως υπήρχαν και σε όλα τα ορεινά χωριά μας. Τους θυμάμαι, γιατί τους χρησιμοποιούσα και εγώ

όταν ήμουν αναγκασμένος να φεύγω ή όταν γύριζα και είχα αποσκευές, μιας και άλλο μέσο

μεταφορικό δεν υπήρχε.

Οι αγωγιάτες ήσαν άνθρωποι ικανοί στο περπάτημα, στην πεζοπορία πίσω από τα ζώα τους, πίσω

από τα μουλάρια τους, που τα φόρτωναν και μετέφεραν με σταθερότητα τα εμπορεύματα των

άλλων από τον ένα τόπο στον άλλο και κυρίως από τα πλησιέστερα τέρματα των αυτοκινήτων προς

το εσωτερικό, όπου δεν υπήρχε άλλο μέσο μεταφοράς. Και φυσικά όταν μιλάμε γι’ αυτόν τον

τρόπο μεταφοράς ανθρώπων και αποσκευών, αναφερόμαστε σε παλαιότερα χρόνια και κυρίως πριν

από το 1950.

Από το 1930 μέχρι το 1950 οι αγωγιάτες ήσαν σε δράση κυρίως για κοντινές αποστάσεις. Δεν τους

εμπόδιζε όμως τίποτα και για μακρινές, όπως Βερσίτσι – Πάτρα – Πύργο – Αμαλιάδα – Αίγιο –

Τρίπολη. Και αυτό ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία, αφού για τις μακρινές αποστάσεις χρειάζονταν

δεκαπέντε ώρες για να πάει κανείς και δεκαπέντε για να γυρίσει. Ξεκίναγαν για παράδειγμα τα

μεσάνυχτα από το Βερσίτσι, για να φτάσουν το βράδυ της άλλης ημέρας στην Πάτρα ή σε άλλη

πόλη. Σαν δεν πρόφταναν να φτάσουν αυθημερόν, κοιμούνταν στα προάστια, για να σηκωθούν

πολύ πρωί την άλλη μέρα να μπουν στην πόλη, να κάμουν τα ψώνια τους και το απόγευμα να

πάρουν τον δρόμο της επιστροφής. Είχαν γνωστά δικά τους μαγαζιά, όπου ψώνιζαν φτηνά κυρίως

ζάχαρη, ρύζι, καφέ, μακαρόνια, βακαλάους, καραμέλες, κουβαρίστρες, κανελλογαρύφαλλα,

κουμπιά, δαχτυλήθρες, βελόνες και άλλα μικροπράγματα. Ενώ πήγαιναν καβάλα, γύριζαν πεζοί

μέρα και νύχτα πίσω από τα φορτωμένα μουλάρια τους, τα οποία γνώριζαν σταθερά τον δρόμο και

το πάτημα και οι αγωγιάτες τα ακολουθούσαν βήμα – βήμα κουρασμένοι, κάθιδροι και ακόμη

μισονηστικοί. Ο δρόμος για την Πάτρα πέρναγε αναγκαστικά από το Λεχούρι, το Λεχουρίτικο

βουνό και την Βλασία ένας δρόμος τραχύς, κουραστικός κι επικίνδυνος.

Αυτά ήσαν τα μεγάλα αγώγια, αραιά και περιορισμένα. Πολλά ήταν τα κοντινά από το Βερσίτσι

στο Σοπωτό ή τα Τριπόταμα. Και αν πούμε ότι παρακαλούσαν να έχουν κάθε τόσο ένα αγώι, αυτό

δεν είναι υπερβολή, αφού λεφτά δεν υπήρχαν. Ακόμα και το τάλιρο ήταν υπολογίσιμο, εξ ου και η

παροιμία «το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη».

Τότε ήσαν στην περίοδο αιχμής τους και τα χάνια. Το Βερσίτσι είχε πολλά ζώα και πολλούς

αγωγιάτες, άλλους συστηματικούς και άλλους περιστασιακούς. Αξίζει να αναφερθούν τα ονόματα

μερικών, όπως: Ρώκης, Κυριακόπουλος, Λεωνίδας Σπανός, Κώστας Σπανός, Αρτέμης

Γεωργακόπουλος, Γιώργης Κυριακόπουλος, Χρήστος Σταμούλης, Αρίστος Τσιρώνης, Μήτρος

Χρυσόπουλος, Γιώργης Μπάρκουλας και άλλοι. Όλοι τους είχαν μουλάρια δυνατά, καλοθρεμμένα

και ικανά να κάνουν αυτές τις μεγάλες διαδρομές. Τώρα όλα αυτά είναι παρελθόν. Οι καιροί

άλλαξαν. Όλες οι κοινότητες έχουν συγκοινωνία με αυτοκίνητα και το χειρότερο η ύπαιθρος

ερημώθηκε.


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΖΑΦΕΙΡΑΣ (ΛΑΓΚΑΔΙΝΟΣ)


Θυμάμαι, μικρός στο χωριό (1928-1936) σαν να είναι τώρα, έναν λαϊκό τύπο, λαδάς από τα

Λαγκάδια, που ερχόταν στο χωριό και πούλαγε την πραμάτεια του, το λάδι του. Στο χωριό μας δεν

υπάρχει παραγωγή λαδιού, γιατί είναι ορεινό και δεν γίνονται ή δεν καρποφορούν οι ελιές. Έτσι το

χωριό έτρωγε το λάδι «λιγκρό», δηλαδή με το μέτρο.

Ο Ζάφειρας λοιπόν από τα Λαγκάδια ήταν κατά την περίοδο εκείνη ο κύριος προμηθευτής λαδιού

του χωριού. Ήταν ένας τύπος καλόκαρδος, πανέξυπνος (Γορτύνιος) και νομίζω πως η δουλειά του

ήταν να πουλάει μοναχά λάδι. Ήταν μετρίου αναστήματος και φόραγε βέστα (τρίλινη φουστανέλα),

που ήταν και πουκάμισο μαζί με πιέτες στον τράχηλο, μέϊντανο γιλέκο, κάλτσες χοντρές άσπρες

και καλτσοδέτες με φούντες, τσαρούχια με φούντες, σελάχι σαν τους παλιούς κλέφτες του ’21 και

σκούφο μαύρο, στρογγυλό σαν φέσι.

Είχε δυο γερά και καλοθρεμμένα μουλάρια. Τα φόρτωνε με εκατό οκάδες λάδι το καθένα και

ξεκίναγε για τα Καλαβρυτοχώρια, που δεν είχαν παραγωγή λαδιού. Το λάδι το έβαζε μέσα σε γιδιές

(τραγοτόμαρα) και διαλαλώντας το, το πούλαγε στις νοικοκυρές.

Μόλις εμφανιζόταν στην είσοδο του χωριού (Βερσίτσι), φώναζε με την καραμούζα του, σα να

’λεγε: «έρχεται ο Ζάφειρας με το λάδι του». Οι νοικοκυρές γνώριζαν τον ήχο της καραμούζας του

και ετοίμαζαν τις λαδομπουκάλες, άνοιγαν τα κομποδέματά τους και περίμεναν να περάσει από την

αυλή τους να αγοράσουν λάδι. Οι χωρικοί μας ήταν τότε φτωχοί και πιο φτωχοί παλιότερα. Το λάδι

δεν έφτανε εύκολα στα μέρη μας, αλλά και αν έφτανε, δεν το αγόραζε κανείς ή το αγόραζε με το

σταγονόμετρο. Και οι νοικοκυρές του Βερσιτσίου αγόραζαν κάθε φορά που πέρναγε ο μακαρίτης

τώρα Ζάφειρας μια ή δύο το πολύ οκάδες.

Πολλές έπαιρναν και μισή οκά, για να περάσουν με αυτήν έναν και δύο μήνες. Ο λαός έτρωγε

χόρτα και όσπρια χωρίς λάδι ή με λάδι λιγοστό, μετρημένο σε κουταλιές. Τον έσωζε όμως το λίπος,

το κρέας και τα γαλακτερά.

Έτσι ερχόταν κι έφευγε ο λαδάς Κυριάκος Ζάφειρας από τα Λαγκάδια, ο τροφοδότης του χωριού

με λάδι. Ο καλόκαρδος άνθρωπος που έμεινε στη μνήμη μου σαν ένα σημαντικό γεγονός η

έλλειψη του λαδιού στο χωριό, ο Ζάφειρας, το σουλούπι του, τα μουλάρια του, το λάδι στις γιδιές

και η μικρή ποσότητα που αγόραζαν οι νοικοκυρές, βιώματα που δεν ξεχνιούνται εύκολα, γιατί

είμαστε τόσο πολύ δεμένοι μαζί τους.


Ο ΑΪ - ΛΙΑΣ Ή ΜΕΛΙΣΣΙ

ΤΟ ΒΕΡΤΣΙΩΤΙΚΟ ΒΟΥΝΟ


Ο προφήτης Ηλίας είναι ο κατ’ εξοχήν άγιος των βουνών. Σ’ όλα τα νησιά και στα περισσότερα

βουνά της Ελλάδας υπάρχει κι από ένα εξωκκλησάκι, μοναχικό, αφιερωμένο στον Άγιο Ηλία. Είναι

οι Αϊ - Λιάδες. Πολλές κορυφές βουνών αφιερωμένες στον Αϊ - Λια έχουν ιστορική και

αρχαιολογική αξία, όπως οι κορυφές του Αραχναίου της Αργολίδας, από την κορυφή του οποίου

έμαθαν οι Ατρείδες των Μυκηνών την άλωση της Τροίας.

Ο Άγιος Ηλίας κατέχει εξέχουσα θέση στην ελληνική, ευρωπαϊκή, αραβική και ιουδαϊκή

λαογραφία και λατρεύεται παντού στις υψηλές κορυφές των βουνών. Για την εξήγηση της λατρείας

του Αγίου Ηλία στα βουνά υπάρχουν αρκετές ερμηνείες.

Ο κορυφαίος λαογράφος μας Νικόλαος Πολίτης αναφέρει δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, ο

προφήτης καταδιωκόταν από τον Μωάμεθ και όταν ήταν στον κάμπο, ο Μωάμεθ τον έφτανε, όταν

όμως ανέβαινε στο βουνό, δεν μπορούσε εκεί να τον καταδιώξει κι έτσι ο Άγιος κατέφυγε στο

βουνό. Γι’ αυτό χτίζουν ερημοκκλήσια στις κορυφές των βουνών.

Σύμφωνα με την άλλη εκδοχή ο Άγιος Ηλίας ήταν ναυτικός. Βαρέθηκε τη θάλασσα και τους

κινδύνους της και θέλοντας να απομονωθεί, για να μη βλέπει ούτε θάλασσα ούτε πλοίο, κατέφυγε

στο βουνό και γι’ αυτό τον τοποθετούν στα ψηλώματα.

Επιπλέον ο Άγιος παρομοιάζεται με τον Δία. Όπως οι Εβραίοι και οι Πέρσες λάτρευαν τον Θεό

τους στις κορυφές των βουνών, το ίδιο και ο Ζευς λατρευόταν από τα πανάρχαια χρόνια στις

κορυφές του Ολύμπου, γι’ αυτό τον ονόμαζαν «ύψιστο», «ύπατο», «κορυφαίο», «λοφείτη»,

«ακραίο», «επάκριο» και «φυλάκριο».

Σε πολλούς λαούς γίνονταν γιορτές προς τιμήν του Ηλίου και ταύτιζαν οι Έλληνες τον Ήλιο με τον

Δία. Οι εκχριστιανισθέντες Έλληνες αντικατέστησαν τη λατρεία του Ήλιου με τον Άγιο Ηλία. Οι

μουσουλμάνοι, που τιμάνε τον προφήτη Ηλία, διηγούνται ότι ο Ηλίας και ο Ενώχ ζουν και ράπτουν

τα ρούχα των μουσουλμάνων, οι οποίοι πρόκειται να εισέλθουν στον παράδεισο.

Στην Ορθόδοξη εκκλησία ο Προφήτης Ηλίας κατέχει εξέχουσα θέση. Στους ύμνους του τον

θεωρούν επίγειο άγγελο και ουράνιο άνθρωπο, που ανέβηκε στους ουρανούς, γιατί οι άνθρωποι δεν

ήταν αντάξιοί του.

Η πανηγυρική τελετουργία της μνήμης του Προφήτη Ηλία, καθορίστηκε στα τέλη του 9 ου αιώνα επί

του αυτοκράτορα της Μακεδονικής δυναστείας Βασιλείου στις 20 Ιουλίου και από το Βυζάντιο

μεταδόθηκε τους σλαβικούς λαούς, που θεωρούν τον Άγιο Ηλία κύριο των ουρανών και της

βροχής.

Με το όνομα Προφήτης Ηλίας υπάρχουν πάμπολλες κορυφές στην Πελοπόννησο, όπως ο

Προφήτης. Ηλίας (1126) ανατολικά της μονής του Μεγ. Σπηλαίου και άλλη μία στα σύνορα του

νομού Αχαΐας και Κορινθίας (1545).

Ο Προφήτης Ηλίας Βερσιτσίου ή Αϊ - Λιας ή Μελίσσι, όπως το αναφέρει ο Πουκεβίλ, είναι ένα

μοναδικό βουνό. Κατέχει κεντρική και περίοπτη θέση στη βόρεια Πελοπόννησο. Έχει 1368 μ.

υψόμετρο με θαυμάσια θέα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, που δεν τα έχει άλλο βουνό στην

περιοχή μας. Και δεν είναι αυτό σχήμα λόγου. Ο Βερσιτσιώτικος Αϊ - Λιας γεννιέται στα 620 μέτρα

πάνω από τη θάλασσα και από εκεί και πάνω 48 μέτρα.

Η οροσειρά του εκτείνεται από δυσμάς προς ανατολάς και είναι μια παραφυάδα του Χελμού. Έχει

βάση από δύση προς ανατολή γύρω στα 8 χιλιόμετρα και μέχρι τον αυχένα της Αγίας Βαρβάρας

Αροανίας, που χωρίζει τον Βερσιτσιώτικο και Αλεσταινίτικο Αϊ - Λια από την οροσειρά του

Τάρταρη. Η Βερσιτσιώτικη έκταση της οροσειράς είναι περίπου τρία χιλιόμετρα και έχει δύο

κορυφές, τα Φρατζάτα και την Ξύγκουγα, που είναι και η ψηλότερη κορυφή του (1368 μ.).

Ο Βερσιτσιώτικος Αϊ - Λιας νότια καταλήγει στην εύφορη, πολύυδρη, καταπράσινη και ολόδροση

κοιλάδα του Σειραίου (Βερσιτσιώτικου) κάμπου, δυτικά στην κοιλάδα Τριποτάμων - Ψωφίδος

(κοιλάδα τριών ποταμών και τριών κοιλάδων), ενώ βόρεια στην κοιλάδα του Λειβαρτζινού και του

Αροανίου. Οι κατωφερείς προεκτάσεις είναι ομαλές στα νότια, δυτικά και βόρεια. Η κατωφέρεια

αρχίζει από τα Ισιώματα. Στα νότια, πρώτο σκαλί προς τα κάτω, βρίσκονται οι Πόντοι και στην

συνέχεια το καταράχι της Αγίας Τριάδας και η Πλοσκά, λίγο δυτικότερα βρίσκεται το

Νεραϊδοβούνι και το Πετράλωνο, ακόμα δυτικότερα το Κοτρώνι, η Κρυάβρυση και του Λέζη το

χωράφι στου Λόπεση και βορειοδυτικότερα οι Γούρνες, οι Σούλιτσες, τα Λυκομάτια και το

καταράχι προς τα Τριπόταμα και την κοιλάδα του Λειβαρτζινού.

Όλες οι βουνοπλαγιές και τα καταράχια ήσαν τόποι ιδανικοί για στανοτόπια, όπως οι Πόντοι, του

Γούλα τα χωράφια, το Κοτρώνι, τα Λυκομάτια, οι Γούρνες και οι Σούλιτσες. Σε αυτές τις

τοποθεσίες οι τσοπάνηδες έφτιαχναν τις στρούγκες και τα στανοτόπια τους για ξεκαλοκαίριασμα,

γι’ αυτό και οι περιοχές ήταν γεμάτες ζωή και κίνηση από τσοπάνηδες, τσοπανόπουλα και

αιγοπρόβατα.

Η περιοχή υδρεύεται από τις πηγές Σπηλιές, Κρυάβρυση, Άγιοι Θεόδωροι και Λυκομμάτια. Στα

βόρεια πέφτει ο βραχίονας Οστρέτσες, Σουγλερό, Μνήματα και Μακρυπλάγι και ανατολικότερα

βρίσκεται του Κοκκαλά τ’ αλώνι, το Οστυγεράλωνο, της Δημητράκαινας το χωράφι και ο Τσιντάς.

Το ανατολικό τμήμα του Αϊ - Λια με τις ιδεώδεις παραφυάδες του είναι από τα πλέον εντυπωσιακά,

καταπράσινα και πολύυδρα.

Ακολουθώντας την κατωφέρεια από την Ξύγκουζα, συναντάμε τον αυχένα της Κάτω

Κοκκινόραχης και αμέσως μετά την μικρή οροσειρά της Κορακοφωλιάς, ενός χιλιομέτρου και

έπειτα τις Αλαταρές, το Κοτρώνι, τον αυχένα Δυάντρες και νοτιοανατολικά του Βλαχόγιαννη με το

Αλεσταινίτικο καταράχι. Ακολουθεί βορειοανατολικά ο αυχένας Μαυροκούτσουρο και ο γραφικός

Αγριδιώτικος Αϊ - Θανάσης. Στο νοτιοανατολικό βαθούλωμα του Αϊ - Λια φωλιάζει το Βερσίτσι

(Σειρές) και ανατολικότερα το Ντάρβουνο και η Βαρσινίτσα.

Η περιοχή αυτή είναι ιδεώδης από κάθε άποψη για στάνες και στανοτόπια, όπως η Άνω και Κάτω

Οστρέτσες, της Δημητράκαινας το χωράφι, η Κοκκινόρραχη, η Ράχη Λόγγος, οι Συλληβιές, οι

Δυάντρες, το Μαυροκούτσουρο, το Διακόπια κ.ά.

Η περιοχή κοσμείται με πολλές βελανιδιές και με πολλές βρύσες, όπως η Βαγένα στο Λειβαρτζινό,

η Μηλιά και η Κερασιά πιο κάτω, οι Φροξυλιές, η Λυπιά, του Πουλιού η Βρύση, τα Κορύτα, του

Παλέβου κ.ά. Εδώ χαίρεται κανείς την συναυλία των κουδουνιών, το λάλημα των πουλιών, το

κελάρυσμα των νερών, τα σουραύλια των τσοπανόπουλων, αλλά όλα αυτά πριν από το 1950. Τώρα

επικρατεί παντού σιωπή.

Η κορυφογραμμή του Αϊ - Λια είναι ομαλή και λουσάτη, φαλακρή και χωρίς δέντρα. Από εδώ

μπορεί κανείς να θαυμάσει το μεγαλείο της φύσης και ολόκληρη την βορειοδυτική Πελοπόννησο.

Κοιτάζοντας προς βορρά βλέπει κανείς κάτω την εύφορη και καταπράσινη κοιλάδα του Αροανίου

και του Λειβαρτζινού χειμάρρου με τα σπαρτά και τις αγροικίες, τα χωριά Λειβάρτζι, Λεχούρι,

Καμενιάνοι και από πάνω τους τις κορυφογραμμές του Ερυμάνθου και τις λυγερόκορμες

παραφυάδες του, το Καλλιφώνι, τον Αϊ - Κωνσταντίνο, την Καπρίβαινα, το Ζέμπι κ.λπ.

Στα δυτικά ο ορίζοντας είναι πιο ανοιχτός. Βλέπει κανείς μακριά την Φολόη με το πυκνό δάσος της

και ακόμα βαθύτερα το Ιόνιο πέλαγος, την θάλασσα του Κατακώλου. Στα νότια αντικρίζει

ολόκληρο τον μεγαλοπρεπή όγκο του Αφροδισίου όρους (Μαύρη Βρύση) με υψόμετρο 1445 μ. και

ακόμα πιο πέρα το Μαίναλο. Ανατολικά βλέπει πολλά σκιερά κοντοβούνια, όπως την

Κορακοφωλιά, την Κερασιά, τον Βλαχόγιαννη, τον Αϊ - Θανάση του Αγριδίου, τον Αϊ - Λια των

Αλεσταίνων, τον Τάρταρη και πέρα μακριά τον μεγαλοπρεπή και επιβλητικό όγκο του Χελμού με

τα παρακλάδια του.

Ο Βερσιτσιώτικος Αϊ - Λιας δεν είναι μεγάλο βουνό, κατέχει όμως δεσπόζουσα θέση. Πολλές

φορές ανέβηκα στα παιδικά μου χρόνια, κυρίως στο ξημέρωμα, για να θαυμάσω την ανατολή του

ηλίου. Δεν είναι απροσπέλαστο το βουνό, αλλά δεν είναι και εύκολη η ανάβασή του. Πρέπει να

ξέρει κανείς τα μονοπάτια του. Όταν παλαιότερα ανέβαιναν οι στάνες στα βουνά, τα μονοπάτια του

περνιούνταν χωρίς κίνδυνο. Τώρα, που κανείς δεν ανεβαίνει εκεί, κόπηκαν όλοι οι δρόμοι. Τα

καλοκαίρια άλλοτε στα βουνά με τα στανοτόπια έλαμπαν σαν αστέρια οι φωτιές που ανάβαν οι

τσοπάνηδες να ζεσταθούν ή να θεραπεύσουν άλλες ανάγκες τους. Τώρα δεν έμειναν εκεί ούτε

πουλιά ούτε ζούδια. Η σιωπή και η ερημιά απλώθηκαν παντού.

Όταν ανέβαινε κάποιος στην ψηλότερη κορυφή, την Ξύγκουζα, τον γαργαλούσε η βουνίσια αύρα

από την ευωδιά των ανθισμένων μυρωνιών, της άγριας θρούμπης, της ρίγανης, του αγριοτρίφυλλου

και της χλωροπρασινάδας και χάιδευε το ιδρωμένο του πρόσωπο και τα κόκκινα μάγουλά του.

Όταν φτάνει εκεί νιώθει πως πλησιάζει τον Θεό, νιώθει πως βρίσκεται κοντά του, θαρρείς πως

κρατά με τα χέρια του την αιωνιότητα. Το ύψος τον κάνει να σιωπά, να νιώθει δέος και θαυμασμό

για το μεγαλείο του κόσμου. Το βλέμμα του εξακοντίζεται στην απεραντοσύνη, ο θαυμασμός

πολλαπλασιάζεται κι ο Θεός όλο και τον πλησιάζει και τον θωπεύει, του δίνει δύναμη και θάρρος.

Τώρα, που μεγαλώσαμε, αναζητάμε νοερά τη χαμένη μας νιότη. Ανεβαίνουμε στις κρύες βρύσες

του να πιούμε νερό, να ξεδιψάσουμε τις αναμνήσεις μας. Να προσκυνήσουμε το χώμα που μας

γέννησε. Να περπατήσουμε στα παλιά μας αχνάρια. Να αγναντέψουμε εκεί που η παιδική μας

αθωότητα άφησε ως τώρα ό,τι πιο πολύτιμο είχε: την καρδιά μας!

Εκεί πάνω να ακουμπήσουμε την στερνή μας ώρα, να αγναντέψουμε τις κορυφογραμμές των

Πελοποννησιακών βουνών, τους ατέλειωτους κάμπους, να ακούσουμε ήχους από γιδοκούδουνα και

να δούμε λυγερόκορμες βοσκοπούλες, νεράιδες του παλιού καλού καιρού.

Αϊ - Λιας

Βουνοπλαγιά κοφτή του Αϊ - Λια μου,

Πώς ήθελα στην αγκαλιά μου,

Νύχτα και μέρα να κρατώ,

το πιο μεγάλο φυλαχτό:

Εσένα, Γέροντα Αϊ - Λια μου.

Εσένα που μακριά αγναντεύεις,

πόθους παλιούς μου ζωντανεύεις.

Κάθε Μαρτιάπριλα και Μάη

κοντά σου η καρδιά πετάει

και μυρωμένο αέρι τη φιλεύεις.


ΣΤΟΝ ΑΪ - ΛΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ ΤΟΥ


Γούρνες Κάτω: Ιδιοκτησία Σπύρου Σακελλαρόπουλου, αλλά μόνιμο σχεδόν ξεκαλοκαίριασμα του

Αθανασίου Ασημακόπουλου (Λεμονή) και περιοδικώς του Αρτέμη Γεωργακόπουλου.

Ύδρευση: Βαγένα, Λυκομμάτια.

Οστρέτσα Άνω: Ιδιοκτησία Δημητρίου Κυριακοπούλου (Ξουραφά) με σμίχτες τους Περικλή

Σακελλαρόπουλο και Αρτέμη Γεωργακόπουλο.

Ύδρευση : Μηλιά.

Οστρέτσα Κάτω: Ιδιοκτησία Ασημάκη Ασημακοπούλου με σμίχτες τους Περικλή

Σακελλαρόπουλου, Αρτέμη Γεωργακόπουλο, Δημ. Κυριακόπουλο, Ευστάθιο Καπράλο, Αθανάσιο

Καπράλο.

Ύδρευση : Μηλιά.

Κοκκινόρραχη: Αρτέμης Γεωργακόπουλος, Ασημάκης Ασημακόπουλος, Αθανάσιος Καπράλος.

Ύδρευση από το χωριό ή από την Φροξυλιά.

Ράχη Λόγγος: Περικλής Σακελλαρόπουλος, Δημήτριος Κυριακόπουλος (Ξουραφάς), Αθανάσιος

Καπράλος κ.λπ.

Ύδρευση: Λυπιά, Αχλαδιές.

Δυάντρες: Γιάννης Παυλόπουλος (Γιαννιάς), Αριστείδης Παυλόπουλος, Κων/νος

Σακελλαρόπουλος (Τσαγκρής).

Ύδρευση: Κορύτα, Παλέβου Βρύση.

Συλληβιές: Περικλής Σακελλαρόπουλος, Δημήτριος Κυριακόπουλος, Αθαν. Καπράλος κ.λπ.

Ύδρευση: Πουλιού Βρύση, Αχλαδιές.

Λυκομμάτια : Ιδιοκτησία Νίκου Χρυσόπουλου (Γκουρβέλου) με σμίχτες τους Βασίλειο Χρυσικό

(Αρδέλλας), Ανδρέα Χρυσικό, Αρίστο Μουγκοπέτρο κ.λπ.

Ύδρευση: Λυκομμάτια.

Πάλεβος (Ετιά): Ιδιοκτησία Βασιλείου Ζαφειροπούλου (Ψεύτη) με σμίχτες μόνιμα σχεδόν τους

Αθανάσιο Σπανό (Τρίποδας), Ιωάννη Ασημακόπουλο κ.λπ.

Ύδρευση: Ετιά Πάλεβος.

Κήπη δένδρο: Ιδιοκτησία Στέλιου Καπερώνη με σμίχτες τους Ανδρέα Τσίρο, Γεώργιο

Βασιλόπουλο, Ιωάννη Ασημακόπουλο κ.λπ.

Ύδρευση: Ετιά Πάλεβος.

Ντάρβουνο: Ιδιοκτησία του Ανδρέα Κυριακόπουλου (Σιούτος).

Ύδρευση : Πηγάδια.

Σπηλιές: Μονίμως Γιάννης Μόσχοβος (Σαράντης).

Ύδρευση: Σπηλιά.

Πόντοι : Ιδιοκτησία του Κώστα Σπανού (Αποθηκάριου), με σμίχτες τους Λεωνίδα Σπανό, Θεόδωρο

Ρήγα, Παναγιώτη Μόσχοβο (Πατσιαβούρας), Ιωάννη Μανέτα, Βασίλειο Χρυσόπουλο.

Ύδρευση : Κεφαλόβρυσος χωριού, Κρυάβρυση.

Πετράλωνο: Αρίστος Παπαδημητρόπουλος, Νικόλαος Παννακόπουλος (Λυκουργάκος) κ.λπ.

Ύδρευση: Ετιά.

Μαύρη Βρύση

Κουτσουβέρια Άνω: Λαμπράκης Μανωλόπουλος, Αγγελής Μπάρκουλας, Παναγιώτης

Σταυρόπουλος, Δημήτριος Ασημακόπουλος (Μουρλομήτρος), Θεόδωρος Ασημακόπουλος

(Ρεκλάνης), Δημήτριος Ρήγας, Κων/νος Δεσινιώτης, Δημήτριος Ζαφειρόπουλος (Σαπουνάς),

Ανδρέας Ζύγουρας, Κων/νος Σκαρπέλος, Χρ. Κωνσταντινίδης.

Ύδρευση : Κερασιά.

Κερασιά : Οι ίδιοι ως ανωτέρω.

Βλάχου Αχούρι: Ιδιοκτησία Δημητρίου Ζαφειροπούλου (Σαπουνά) με σμίχτες τον Χρήστο

Κωνσταντινίδη κ.ά.

Ύδρευση: Κερασιά.

Σκουπέικη Ράχη

Λιθόστρουγκα: Δημήτριος Μπέκιος, Αθανάσιος Σπανός.

Ύδρευση : Συρμήκοι.

Διασελάκι: Διονύσιος Κυριακόπουλος (Σιούτος), Παναγιώτης Μπέκιος (Λαδάς), Απόστολος

Μπουγκοπέτρος, Ανδρέας Κυριακόπουλος (Ξουραφάς) κ.λπ.

Ύδρευση : Συρμήκοι.

Καπερώνη Λάζο: Ιδιοκτησία Παναγιώτη Μεντζελόπουλου με σμίχτες τους Θεόδωρο Ράλλη,

Κωνσταντίνο Μπάρκουλα (Τσετσεκά), Δημήτριο Μπέκιο, Αθανάσιο (Νάικο) Ασημακόπουλο

Γιάννη Γιαννακόπουλο (Βάβος), Αθανάσιο Σπανό κ.λπ.

Ύδρευση: Συρμήκοι, Κισσός

Καπελίτη: Οι ίδιο οι προηγούμενοι

Ύδρευση: Συρμήκοι, Κισσός.


ΒΕΡΤΣΙΩΤΙΚΑ ΣΤΑΝΟΤΟΠΙΑ


Θεωρήθηκε αναγκαίο να γίνει αναφορά και στα καλοκαιρινά θέρετρα (βερτσιώτικα στανοτόπια)

και να παρουσιαστεί η κτηνοτροφική ευρωστία των κατοίκων της κοινότητας Σειρών (Βερσιτσίου)

πριν φυσικά από το 1960 και ακόμα παλαιότερα. Το Βερσίτσι στην προηγούμενη πεντηκονταετία

είχε μεγάλη κτηνοτροφική δύναμη. Διατηρούσε στην περιφέρειά του, αλλά και σε όμορες περιοχές

άλλων κοινοτήτων, όπως του Αγριδίου, του Λειβαρτζίου, των Αλεσταίνων, του Σκουπίου κ.λπ.

είκοσι πέντε χιλιάδες περίπου αιγοπρόβατα και πολλές εκατοντάδες βόδια, άλογα, μουλάρια και

γαϊδούρια.

Όλες οι οικογένειες σχεδόν είχαν κοπάδια γιδοπρόβατα από είκοσι έως πεντακόσια και ελάχιστοι

στερούνταν τέτοιων ζώων, αλλά και αυτοί είχαν τις μαρτίνες τους για τις ανάγκες του σπιτιού τους.

Όλοι τους όμως είχαν ένα ή δύο μεγάλα ζωντανά (βόδια, γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα),

απαραίτητα για τα οργώματα και τα σπαρτά, για την μεταφορά τις σοδειάς τους, για την μεταφορά

καυσόξυλων, αλλά και για να τα ιππεύουν. Οικογένεια που δεν είχε αυτά τα ζώα, δύσκολα τα

«έφερνε βόλτα» εκτός και είχαν κάποια σύνταξη ή κάποιο μετανάστη που τους έστελνε εμβάσματα

για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες της ζωής.

Συνήθως όλα αυτά τα ζωντανά ζούσαν περίφημα και καλοταϊσμένα. Έρεε άφθονο γάλα και

υπήρχαν πολλά βαρέλια τυριού και αρκετά με βούτυρο και όλα τα παράγωγα του γάλακτος.

Υπήρχε επίσης άφθονο κρέας και παρ’ όλη την στενότητα χρήματος οι κάτοικοι κατά κύριο λόγο

ζούσαν από την κτηνοτροφία και την γεωργία.

Ο χειμώνας στο Βερσίτσι ήταν βαρύς και τα αιγοπρόβατα τα κατέβαζαν και τα περιόριζαν στα

χαμηλώματα, όπου έριχνε λιγότερο χιόνι ή και καθόλου. Όταν ερχόταν ο Μάρτιος, άρχιζε το

κόπρισμα, κατά το οποίο στάβλιζαν τα αιγοπρόβατα τα βράδια στα χωράφια τους, για να ρίχνουν

την κοπριά τους και να λιπαίνονται τα κτήματά τους, ιδιαίτερα τα περισσότερο γόνιμα και

παραγωγικά, τα ποτιστικά. Αυτό κρατούσε το δίμηνο περίπου Μαρτίου-Απριλίου και λίγο ή

καθόλου τον Μάιο. Τον Μάιο τα ανέβαζαν στα γύρω υψώματα και βουνά και σε ιδεώδη

στανοτόπια (θέρετρα). Πριν ξεκινήσουν για τα βουνά, επεσήμαιναν το στανοτόπι,

προκατασκεύαζαν τις στρούγκες και κέρδιζε όποιος την πρωτόπιανε.

Στο ξεκίνημα για τα στανοτόπια, τα οποία συνίσταντο στην στρούγκα με δυο στρουγκολίθια, δύο

φούρκες, ένα λεβέτι κι ένα λεβετόξυλο, για να κρεμάνε το γάλα ψηλά, και τις τέσσες, έκαναν την

σμίξη. Δύο ή τρεις ποιμένες ένωναν σε ένα κοπάδι τα ποίμνιά τους. Φύλαγαν ο ένας τα πρόβατα, ο

άλλος τα γίδια και άλλος τα αρνοκάτσικα. Το σμίξιμο βόλευε όλους τους σμίχτες, γιατί πρώτον

ήταν ένα μόνο μέλος της οικογένειας στην φύλαξη των κοπαδιών και έμεναν ελεύθερα τα άλλα

μέλη να ασχοληθούν με τις γεωργικές δουλειές ή με άλλες ασχολίες και δεύτερον

«δανεικολογιούνταν» το γάλα και τυροκομούσαν ανάλογες ημέρες ο κάθε σμίχτης εναλλάξ. Μια

βδομάδα έπαιρνε όλο το γάλα ο σμίχτης με τα περισσότερα γαλάρια και το περισσότερο γάλα,

τέσσερις ημέρες ή ίσες με τον άλλον, εφόσον είχε την ίδια ποσότητα γάλακτος και λιγότερες

ημέρες ο άλλος και επαναλαμβανόταν ο κύκλος του δανεισμού.

Αυτός ο συνεταιρισμός κρατούσε όλο το καλοκαίρι και κυρίως ως το σημείο που στέρευε το γάλα.

Σήμερα τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Πρώτον είναι ζήτημα αν υπάρχουν τρεις έως τέσσερις

χιλιάδες αιγοπρόβατα, κανένα βόδι και ελάχιστα γαϊδουρομούλαρα, μετρημένα στα δέκα δάχτυλα.

Δεύτερον κάθε αιγοποιμένας διατηρεί το κοπάδι του στην αυλή του σπιτιού του, όπου αυτό

βρίσκεται, και τα ζώα δεν κοπρίζουν (το κόπρισμα το αντικατέστησε το λίπασμα), δεν σμίγουν, δεν

δανείζονται το γάλα (το γάλα το παίρνουν τα τυροκομεία και οι συνεταιρισμοί), καμιά φορά

μάλιστα δεν βάζουν τυρί ούτε για τα σπίτια τους, αγοράζουν τροφές με τις επιδοτήσεις της

Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα ταΐζουν, δεν κάνουν επενδύσεις και πολλές φορές βγαίνουν ή

ζημιωμένοι ή τα φέρουν «ίσια υφάδι, ίσια στημόνι» και όταν κοπούν οι επιδοτήσεις, θα

δυσκολευτούν πολύ.

Όσο για τα στανοτόπια, αυτά εγκαταλείφθηκαν οριστικά, ενώ τα ορεινά σταροχώραφα έπαυσαν να

σπέρνονται και ο τόπος ερήμωσε. Τα πουλιά έφυγαν, οι τόποι δεν βγάζουν τα χορτάρια που

έβγαζαν άλλοτε, γιατί δεν κοπρίζεται το έδαφος και τα σχετικά.


Η ΜΑΥΡΗ ΒΡΥΣΗ


Η ψηλότερη κορφή του Αφροδισίου όρους (1445 μ.), που είναι σύνορο της επαρχίας Καλαβρύτων

με την επαρχία Γορτυνίας, λέγεται και «Μαύρη Βρύση». Και δε λέγεται έτσι τυχαία. Λίγα μέτρα

κάτω από την κορυφή και όπως γέρνουν τα νερά προς την Βερτσιώτικη περιφέρεια, υπάρχει μια

βρυσούλα με λιγοστό και σταθερό νερό (χειμώνα – καλοκαίρι). Γύρω από αυτήν την βουνοκορφή

και την βρυσούλα με το λιγοστό νερό κυκλοφορεί εδώ και πολλά χρόνια ο ακόλουθος θρύλος:

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χήρα, όμορφη και άξια γυναίκα με πολύ βιoς και πολλά

γιδοπρόβατα. Τον χειμώνα που τα χιόνια σκέπαζαν τα βουνά μας και τα χορτάρια ήσαν λιγοστά, τα

κατέβαζε στα χειμαδιά της Ηλείας. Τα καλοκαίρια πάλι τα ανέβαζε για ξεκαλοκαίριασμα στις

βουνοκορφές και τα καταράχια της «Μαύρης Βρύσης». Εκεί τα εμπιστευόταν στα δύο της παιδιά,

δύο προκομμένα παλικάρια.

Μια νύχτα αυγουστιάτικη, αστερόφωτη, μα σκοτεινή, έπιασαν κουβέντα για τα στοιχειά και τους

φόβους. Σε μια στιγμή λέει ο μεγαλύτερος στον μικρότερο: «Σου βαστάει να πας αυτήν την ώρα

στην βρύση;» Ήταν μεσάνυχτα και βαθύ σκοτάδι. Όσο κι αν είναι κανείς τολμηρός και

εξοικειωμένος με την ερημιά και το σκοτάδι, η νύχτα είναι νύχτα. Την φοβούνται όλοι.

Ωστόσο ο μικρότερος για να μη φανεί ότι στερείται θάρρους και ότι φοβάται το σκοτάδι, δέχτηκε

να πάει στην βρύση. Σαν σημάδι αναγνώρισης θα άφηνε στη βρύση ένα μαχαίρι. Χωρίς άλλο

ξεκίνησε ο μικρός για τη βρύση. Για μεγαλύτερη ασφάλεια πήρε μαζί του και το ντουφέκι του. Ο

μεγαλύτερος για να φοβίσει στ΄ αστεία το μικρότερο, τρέχει από άλλο μονοπάτι και φτάνει πρώτος

στη βρύση.

Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος του και η καταστροφή τους. Σκεπάστηκε με την κάπα του και άρχισε

να κυλιέται στο χορτάρι κοντά στην βρύση. Έφτασε και ο μικρός και διακρίνει το κινούμενο

αντικείμενο. Παραξενεύτηκε, φοβήθηκε και φώναξε: «Ποιος είναι εκεί;» Μα δεν παίρνει

απάντηση. Η σκιά κυλιότανε και μούγκριζε. Ξαναφωνάζει, μα και πάλι δεν παίρνει απάντηση. Τότε

γυρίζει το ντουφέκι του και του ρίχνει. Βαρύς ακούστηκε ο πυροβολισμός μέσα στη νύχτα.

Η κίνηση και το βογκητό σταμάτησαν. Πάει στη βρύση κι αφήνει γρήγορα το μαχαίρι του, όπως

είχανε συμφωνήσει και γυρίζει ολοταχώς στο κονάκι τους. Μα δεν βρίσκει τον αδερφό του.

Μάταια ψάχνει μέσα στο σκοτάδι, μάταια τον φωνάζει. Απόκριση καμιά. Ψυλλιάστηκε. Τον

έφαγαν τα φίδια και τρέχει πίσω προς την βρύση. Πλησιάζει το μαύρο κι ακίνητο μπόγο κι

ανακαλύπτει νεκρό τον αδερφό του τον μεγάλο. «Αλίμονο, σκότωσα τον αδερφό μου!» φωνάζει.

«Κακό που έπαθα!» Τον πιάνει απελπισία. Θολώνει το μυαλό του. Γυρίζει την κάνη του

ντουφεκιού του πάνω του και αυτοκτονεί.

Την άλλη μέρα βρέθηκαν τα δύο παιδιά νεκρά κι αγκαλιασμένα. Η δόλια και χαροκαμένη μάνα τα

έκλαψε γοερά. Τα έθαψε κάτω από την βρύση χωρίς παπά και ψάλτη. Τα λογικά της σάλεψαν και

καταράστηκε με τούτα τα λόγια τη βρύση:

“Κατάρα και ανάθεμα στη μαγεμένη βρύση

που ’φαγε τα βλαστάρια μου μονάχη να μ’ αφήσει.

Εδώ πουλάκι πρόσχαρα ποτέ να μη λαλήσει

Να μαραθούν τ’ άγρια κλαριά και να στερέψει η βρύση”.

Ταυτόχρονα πήρε δύο ποκάρια μαλλιά και βούλωσε τηn βρύση να στερέψει ολότελα. Και πράγματι

η κατάρα της χαροκαμένης μάνας έπιασε κι από τότε η βρύση βγάζει λίγο νερό, όσο βγάζει και

σήμερα. Η μάνα τρελάθηκε και τα κοπάδια της σκόρπισαν στους λόγγους. Από τότε η βρύση και το

βουνό ολόκληρο πήρε το όνομα «Μαύρη Βρύση».

Αφηγητής: Δημήτριος Μητρόπουλος (Δεχούνι) 65 χρόνων 1945


ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΨΩΦΙΔΑ


Πάνω στα ερείπια της αρχαίας Αζανικής πόλης Ψωφίδα είναι χτισμένα τα Τριπόταμα. Στο τρίγωνο

των «τριών ποταμών και των τριών κοιλάδων», σε ένα σημείο όπου τρεις νομοί, τρεις αδερφές με

κοινή ιστορία και κοινή παράδοση, η Αχαΐα, η Ηλεία και η Αρκαδία φιλιούνται και χωρίζονται και

ενώνονται τα τρία ποτάμια, ο Ερύμανθος ή Νουσαΐτικος, ο Αροάνιος ή Λειβαρτζινός και ο

Σειραίος ή Βερτσιώτικος. Στις όχθες των τριών ποταμών και στις δροσερές κοιλάδες τους

απλώνονται τα Τριπόταμα, που σήμερα πήραν το παλιό τους όνομα και λέγονται Ψωφίδα. Εδώ

αδελφώνονται τρεις ποταμοί, τρεις κοιλάδες, αλλά και τρεις δρόμοι. Ένας προς τα Καλάβρυτα,

ένας προς την Τρίπολη και ένας προς την Ηλεία.

Σαν φύγουμε από τα Τριπόταμα και ακολουθήσουμε τον δρόμο προς την Τρίπολη, που είναι ο ίδιος

δρόμος που ακολούθησε πριν από 1800 περίπου χρόνια ο περιηγητής Παυσανίας, πριν από 2200 ο

Φίλιππος ο Ε΄ της Μακεδονίας και πριν από 160 ο Ιμπραήμ, μέσα σε τρία ως πέντε λεπτά φτάνουμε

στον Αϊ - Γιώργη και του Κούκου τον μύλο. Εδώ αν σταθούμε για λίγο και ρωτήσουμε τους

φιλόξενους και καλόκαρδους Τριποταμίτες για την ιστορία του τόπου τους, θα μας μιλήσουν για

την «Πλακωτή», ένα κεφαλόβρυσο με κρύο νερό, για τον Αγλαό και για το «πλατάνι του

Παυσανία» που φαίνεται και το δείχνουν με υπερηφάνεια. Γιατί εμείς δεν έχουμε πύργους και

παλάτια να δείξουμε. Δικά μας μνημεία είναι τα βουνά μας, οι βράχοι μας, οι λαγκαδιές μας, τα

μικρά ποτάμια μας, τα κεφαλόβρυσά μας, τα δέντρα μας, η γη μας.

Το πλατάνι του Παυσανία είναι προς τα νότια, στους πρόποδες του Αφροδίσιου όρους (ή Μαύρη

Βρύση), στον «Στόγγο», λίγο πιο πάνω από εκεί που τελειώνει η γραφική κοιλάδα του «Στόγγου»

και σε απόσταση τριών χιλιόμετρων από τον δημόσιο δρόμο. Ακολουθώντας τον χωματόδρομο με

τα πόδια ή και με αυτοκίνητο, περνά κανείς τον ποταμό Σειραίο στου Κούκου τον μύλο και

ανεβαίνει μέσα από την γραφική κοιλάδα και τα διάσπαρτα σπίτια. Το αυτοκίνητο σταματάει

τριακόσια μέτρα πιο κάτω από το πλατάνι. Δρασκελώντας έναν στενό δεξιά βράχο, φτάνει

επιτέλους στο περίφημο ιστορικό «πλατάνι του Παυσανία».

Λέγεται πλατάνι ή του Στόγγου ή του Αϊ - Γιάννη, γιατί λένε οι ντόπιοι από την παράδοση ότι το

φύτεψε ο Παυσανίας το 175 μ.Χ., οπότε πέρασε από εκείνο το μέρος και άλλοι υποστηρίζουν ότι

ήταν τόσο μεγάλο, ώστε το σημείωσε σαν εντυπωσιακό μνημείο στο βιβλίο του «τα Αρκαδικά».

Ούτε η μια, ούτε η άλλη εκδοχή είναι σωστή. Γιατί ούτε τόσο γέρικο είναι το πλατάνι, ούτε το

φύτεψε ο Παυσανίας, αφού πέρασε δύο χιλιόμετρα μακριά από την τοποθεσία του, ούτε μνεία του

πράγματος κάνει στο βιβλίο του. Τέτοιες φανταστικές ιστορίες με την ανάμειξη του ονόματος του

Παυσανία λέγονταν πολλές σε όλη την διαδρομή που ακολούθησε από του Δάρα μέχρι τα

Τριπόταμα. Το μόνο αληθινό είναι ότι διένυσε αυτήν την διαδρομή και μας έδωσε στο βιβλίο του

«τα Αρκαδικά» ενδιαφέρουσες μυθικές, ιστορικές και αρχαιολογικές πληροφορίες, αποτελώντας

την μοναδική πηγή πληροφοριών, αρχαιολογικών κυρίως, για την περιοχή μας. Για το πλατάνι

πάντως δεν αναφέρει ούτε λέξη.

Όσο και αν κουραστεί ο επισκέπτης στο ανέβασμα, όταν φτάσει στην ρίζα του αποζημιώνεται από

τον όγκο, το μεγαλείο του και την επιβλητικότητά του και καταλαβαίνει ότι δεν έχουν άδικο οι

ντόπιοι να το ονομάζουν «πλατάνι του Παυσανία» και να καμαρώνουν. Δίπλα του και γύρω του

υπάρχει ένα σύνολο από τριάντα άλλα γέρικα, μεγάλα και εντυπωσιακά πλατάνια, που μπλέκουν τα

κλωνάρια τους με τα δικά του κλωνάρια σε ένα μεγαλειώδες αγκάλιασμα, μοιάζοντας έτσι με

γίγαντα περιστοιχισμένο από τιτάνες, που του παραστέκονται και τον συντροφεύουν. Πρόκειται για

έναν πλάτανο μοναδικό και αξεπέραστο. Ο κορμός του είναι ίσος σαν λαμπάδα, γερός, χωρίς

κανένα τραύμα, με τεράστια κλωνάρια και ξεπερνάει όλους τους άλλους στο ύψος, στην

μεγαλοσύνη, στην λεβεντιά. Το πλατάνι αυτό του θεωρούν ιερό, γι’ αυτό και το προστατεύουν, το

σέβονται και το καμαρώνουν οι ντόπιοι..

Το πλατάνι του Παυσανία βρίσκεται σε υψόμετρο γύρω στα 650 μέτρα από την θάλασσα. Το ύψος

του ξεπερνάει τα 40 μέτρα και η περίμετρός του φτάνει περίπου τα 8 μέτρα. Από εδώ είναι ορατά

στα βόρεια η φαλακρή κορυφή του Αϊ - Κωνσταντίνου του Λειβαρτζίου και η κοιλάδα του

Σειραίου με την πράσινη φορεσιά της. Γενικά ο πλάτανος είναι αξιοθαύμαστος για το μεγαλείο, την

μεγαλοπρέπεια, το ύψος και τον όγκο του, παρόμοιος με γίγαντα που ασκεί ανυπέρβλητη γοητεία,

φόβο και δέος, μήπως ταραχθεί η μακάρια γαλήνη του άρχοντα και του τοπίου. Όσο κοιτάζει ο

επισκέπτης, όσο παρακολουθεί, γοητεύεται. Πίνει το δροσερό νεράκι από τα πόδια του και δεν

αποφασίζει να φύγει. Και φεύγοντας τελικά, νιώθει την ικανοποίηση ότι αφήνει πάνω του την

μορφή του Δία, τις νύμφες και τις νεράιδες του δάσους, έτσι ακριβώς όπως τις άφησε και ο

Παυσανίας όταν διάβηκε πριν από 1800 χρόνια.



ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΩΣ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΜΑΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ


Το αθάνατο ελληνικό δημοτικό τραγούδι διασκεδάζει και ψυχαγωγεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι

του ελληνισμού, που είναι προσηλωμένο στην πλούσια, αγνή, καθαρή και ξάστερη ελληνική

παράδοση.

Δυστυχώς τα ραδιοτηλεοπτικά κανάλια ντρέπονται να ασχοληθούν με την πλούσια παράδοσή μας

και μας έχουν συνηθίσει σε κοινοτοπίες, στις προχειρότητες, καθώς και σε μια ξέφρενη και

ανούσια φλυαρία που δεν ταιριάζουν στην υπερηφάνεια και την αξιοπρέπεια του λαού μας.

Απομάκρυναν και εκτόπισαν την πολιτισμική μας κληρονομιά και νόθευσαν ό,τι αγνό και ωραίο

δημιούργησαν οι πρόγονοί μας και οι πατέρες μας.

Ο ελληνικός λαός ανήκει στα Βαλκάνια. Έχει την λαμπρότερη ιστορία του κόσμου και δικό του

αξιοζήλευτο πολιτισμό. Τα δημοτικά μας τραγούδια είναι ο ανεκτίμητος θησαυρός μας. Είναι ο

πλούτος μας, η ιστορία μας, η δόξα μας, η λεβεντιά μας, η υπερηφάνειά μας, η αξιοπρέπειά μας και

η ταυτότητά μας. Πρέπει να τα διατηρήσουμε ως κόρη οφθαλμού, γιατί αν τα χάσουμε θα χαθούμε

κι εμείς μαζί τους.

Τα δημοτικά τραγούδια στη λαογραφική μας παράδοση πήρανε το όνομά τους από τα δημώδη

εθνικά άσματα. Και οι δύο όροι τραγουδιούνται και δηλώνουν σήμερα κάτι που τραγουδιέται. Είναι

φτιασμένα έτσι, ώστε να ακούγονται με την μουσική τους. Ο όρος τραγούδι ξεκινάει από την

παράδοση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Τα δημοτικά τραγούδια είναι έμμετρα κείμενα

αφηγηματικά ή λυρικά, που τα έχουν συνθέσει άγνωστοι λαϊκοί ποιητές μόνοι τους και

συμπληρώθηκαν στην πορεία τους ανάλογα με τον τόπο και τα γεγονότα που συνέβησαν. Τα

θέματα και η μουσική τους γαλούχησαν τις ελληνικές γενεές επί αιώνες.

Τα τραγούδια του ελληνικού λαού είναι από τα ωραιότερα λαϊκά δημιουργήματα όλων των αιώνων

και όλων των εθνών, γι’ αυτό και κέντρισαν την προσοχή και μελετήθηκαν από πολλούς ξένους

από τον περασμένο αιώνα, όπως ο Γκαίτε το 1814, ο Φωριέλ το 1825, ο Πάσσωβ το 1850, αλλά και

Έλληνες λόγιους, όπως ο Ζαμπέλιος 1825, ο Μανούσος το 1860 και ο Πολίτης το 1914.

Συνδυάζουν το εμπνευσμένο λυρικό ή ηρωικό περιεχόμενο με την στιχουργική τέχνη και

παρουσιάζουν ένα άριστο μέτρο. Τα θέματα είναι παλαιά βιώματα, που ανάγονται σε όλους τους

αιώνες της ελληνικής ιστορίας. Έχουν την ομηρική άνεση και είναι ποικίλα, αντικαθρεφτίζοντας τις

περιπέτειες, τις ψυχικές καταστάσεις και τρόπους ζωής του ελληνικού έθνους .

Ο Νικ. Πολίτης διαχώρισε τα δημοτικά τραγούδια σε επικά, που υμνούν τις ηρωικές πράξεις του

πολέμου, σε λυρικά, που υμνούν την αγάπη και άλλες συναισθηματικές εκδηλώσεις, σε

οικογενειακά που συντροφεύουν τις χαρές και λύπες της ζωής κ.λπ. Όλα αυτά τα είδη στηρίζονται

στην ελληνική παράδοση και δημοτικός στίχος σημαίνει λαϊκός από εθνική παράδοση.

Τα ελληνικά δημοτικά μας τραγούδια διατήρησαν την ελληνική γλώσσα που ζει και εξελίσσεται

και συμβαδίζει με την δημοτική μας μουσική, μια βαθιά αρχαία ελληνική μουσική, με νέες

επιδράσεις που συνέζησε και με την εκκλησιαστική μουσική.

Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, πολύτιμος θησαυρός της χώρας μας, είναι από τα παλαιότερα

χρόνια η μεγαλύτερη πνευματική κληρονομιά της φυλής μας.

Αυτά κράτησαν δια μέσου των αιώνων, ιδιαίτερα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας τον εθνισμό μας,

στάθηκαν η ασπίδα της τιμής και ποτίζουν τις δάφνες της εθνικής μας δόξας για να μείνουν

αμάραντες.


ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΣΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ

«Του στοίχισε ο κούκος αηδόνι»


Παροιμία


Το αηδόνι είναι το πιο αγαπημένο και πολυτραγουδισμένο πουλί του λαού μας. Η δημοτική ποίηση

της νεότερης Ελλάδας πολλές φορές εμπνεύστηκε από το υπέροχο λάλημά του, γι’ αυτό και το

συναντάμε συχνά στα τραγούδια του έρωτα, της αγάπης, του γάμου, της χαράς, αλλά και στις

συμφορές, τους θρήνους, στις παροιμίες κ.τ.λ.

Το αηδόνι συμβολίζει την ομορφιά, την καλοσύνη, την υπερηφάνεια και την γλυκύτητα της φωνής.

Γενικά είναι το δημοφιλέστερο πουλί από όλα τα ωδικά πουλιά μας. Ο λαός μας το περιβάλλει με

εξαιρετική αγάπη, συμπάθεια και θαυμασμό. Ποτέ δε σκοτώνουν οι χωρικοί μας αηδόνια, ούτε και

τα συλλαμβάνουν για να τα κλείσουν σε κλουβί, γιατί το αηδόνι δεν ζει στην σκλαβιά. Αντίθετα

χαίρονται όταν κατοικεί κοντά τους, στην αυλή τους, στο κοντινό βατόρεμα.

Κανένα άλλο πουλί δεν μπορεί να το συναγωνιστεί στο τραγούδι. Έχει μεγάλη αντοχή στο

κελάηδημα, έχοντας την ικανότητα να κελαηδεί για πολλές ώρες χωρίς διακοπή. Σχετικά με την

ακατάσχετη κλίση του για το λάλημα ο λαός μας λέει το εξής: «Ένα βράδυ του Απρίλη κοιμόταν σε

έναν φράχτη. Η αγράμπελη και το αγιόκλημα το περιτύλιξαν με τα βλαστάρια τους. Και ενώ

αγωνιζόταν να ξεφύγει από τον εναγκαλισμό τους ορκίστηκε να μην το λένε αηδόνι, αν

ξανακλείσει το μάτι του σε νύχτα του Απριλίου». Η ένταση, η καθαρότητα, η γλυκύτητα και η

αρμονία των τόνων της φωνής του ανεβάζουν όποιον το ακούει σε μαγικές και ονειρεμένες

μουσικές σφαίρες.


«Είχαν λαλιά

τ’ άλλα πουλιά,

μα ένα ήταν μοναχά

απ’ όλα τους τ’ αηδόνι».

Άγγελος Βλάχος


Το λεπτό τραγούδι των αηδονιών ξεχύνεται στην φύση και ξεχωρίζει, όπως σε μια ορχήστρα

μουσικών οργάνων ξεχωρίζει ο λεπτός και καθαρός ήχος του βιολιού. Γλυκύτερο και μελωδικότερο

λαρύγγι δεν έπλασε ο θεός. Ο Αριστοφάνης ονομάζει το αηδόνι «μούσαν λοχμαίαν» (λοχμαία = η

διαμένουσα στα δάση). Ο Ούγγρος μουσικολόγος Ζόκε γράφει πως το αηδόνι έχει στο λαρύγγι του

ολόκληρη ορχήστρα. Ο Μπετόβεν από τα αηδόνια εμπνεύστηκε την θαυμάσια έκτη συμφωνία του.

Έτσι εξηγούνται και οι λαϊκές φράσεις: «Τραγουδάει σαν αηδόνι», «αυτός είναι αηδόνι», «η φωνή

του πάει αηδόνι».

Για την αηδόνα λένε μάλιστα ότι στον καιρό των ερώτων της κάνει τέτοιους ερωτικούς φωνητικούς

λαρυγγισμούς που όλα τα άλλα πουλιά σωπαίνουν για να την ακούσουν. Σχετικό είναι και το

ποίημα του Α. Κατακουζηνού:

«Και τ’ αηδονάκι αρχινά

γλυκά τη μουσική του

και τ’ αηδονάκι αρχινά.

Σωπάστε δάση και βουνά

ν’ ακούστε τη φωνή του.»


Α. Κατακουζηνός

Τόσο γλυκιά, τόσο συγκινητική και τόσο παθητική είναι η φωνή του αηδονιού, αλλά και τόσο

ανθρώπινη, που την ζήλεψε ακόμα και η βασιλοπούλα, με όλα τα καλά της. Σχετικό είναι και το

παρακάτω τραγουδάκι:

«Αηδόνι εκελάηδαγε από το πουρναράκι

Μα δεν κελάηδα σαν πουλί μήτε και σαν αηδόνι

παρά εκελάηδει κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα.

Βασιλοπούλα τ’ άκουσε από το μπαλκονάκι.

Τ’ αηδόνι, τ’ αηδονάκι, τ’ αηδόνι, τ’ αηδονάκι.

- Να ’χα πουλί τα κάλλη σου και τον κελαηδισμό σου:

- Πώς να ’χεις συ τα κάλλη μου και τον κελαηδισμό μου,

που εσύ κοιμάσαι πάπλωμα κι εγώ στο πουρναράκι.

Εσύ τρως στάρινο ψωμί κι εγώ τρω χορταράκι,

Εσύ πίνεις γλυκό κρασί κι εγώ νερό απ’ τ’ αυλάκι.

Τ’ αηδόνι, τ’ αηδονάκι, τ’ αηδόνι, τ’ αηδονάκι.»


Συλλογή δημ. τραγουδιών Νώντα Σακελλαροπούλου

Το αηδόνι είναι αποδημητικό πουλί. Φεύγει και αυτό για τις θερμές χώρες το φθινόπωρο, αλλά

κάνει ξεχωριστό ταξίδι, συγκριτικά με τα υπόλοιπα αποδημητικά πουλιά. Ξαναγυρίζει την άνοιξη

και πάντοτε στον ίδιο τόπο. Προτού ξεκινήσει για την επιστροφή του, παραγγέλνει στον αετό να

του ετοιμάσει τη φωλιά του, όπως μας το λέει το παρακάτω χαριτωμένο τραγουδάκι:


«Μου παρήγγειλε τ’ αηδόνι

με το πετροχελιδόνι

να του χτίσω τη φωλιά του

με τα χρυσοπούπουλά του.

Του παρήγγειλα κι εγώ

το χρυσάφι είναι ακριβό.

Μου παρήγγειλε κι εκείνο

Παρ’ το εσύ κι εγώ στο δίνω.»

Συλλογή δημ. τραγουδιών Νώντα Σακελλαροπούλου


Πολλές φορές το αηδόνι, που είναι σχεδόν αθέατο, κρύβεται προσεκτικά μέσα σε πυκνά

φυλλώματα από βατιές και άλλες πυκνές φυλλωσιές, στα ρέματα και τους θάμνους. Γενικά

προτιμάει την μοναξιά, ιδιαίτερα όταν χάσει το ταίρι του. Στη μοναξιά του δεν κάνει παρέα με τα

άλλα πουλιά, εκτός από τον αετό, τον βασιλιά των πουλιών. Περπατάει και κλαίει το χαμένο ταίρι

του, όπως η μικροπαντρεμένη τον άνδρα της που λείπει στα ξένα και τον περιμένει με καημό να

γυρίσει. Σχετικό το παρακάτω τραγουδάκι:

«Όλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά

Τα χελιδονάκια ζευγαρωτά.

Το έρημο τ’ αηδόνι το μοναχό

περπατεί στους κάμπους με τον αϊτό.

Περπατεί και κλαίει και κελαηδεί

Ο άντρας μου στα ξένα πραματευτής.»


Α. Πάσσωβ: Δημ. τραγούδια, σελ. 352


Κατά την μυθολογία η αηδόνα ήταν κόρη του βασιλιά της Μιλήτου Πανδάρεω και γυναίκα του

βασιλιά Ζήθου. Έτρεφε μεγάλο μίσος για τη Νιόβη, που ήταν συννυφάδα της και γυναίκα του

Αμφίονα, γιατί είχε πολλά παιδιά, ενώ εκείνη είχε μόνον ένα. Μια μέρα επεχείρησε να σκοτώσει το

μεγαλύτερο παιδί της Νιόβης, αλλά κατά λάθος σκότωσε το δικό της μονάκριβο γιο, τον Ίτυλο.

Συντετριμμένη από την συμφορά της έκλαιγε συνέχεια απαρηγόρητα. Οι θεοί την λυπήθηκαν και

την έκαμαν πουλί που κλαίει και τώρα μελωδικά τον θάνατο του παιδιού της. Οδύσσεια Τ. 518

Άλλη νεότερη ελληνική παράδοση θέλει την αηδόνα ένα όμορφο τσοπανόπουλο, που έπαιζε τόσο

ωραία φλογέρα και μάγευε κυριολεκτικά και τα πρόβατά του και τα άγρια ζώα του δάσους, που

μαρμάρωναν για να το ακούσουν. Ένα άλλο που δεν είχε τόσο γλυκιά φωνή, το φθόνησε και

επεχείρησε να το σκοτώσει, χωρίς να το κατορθώσει. Ο Θεός έκαμε και τους δυο πουλιά, για να μη

μαλώνουν και μάλιστα τώρα είναι πολύ αγαπημένα και κάνει συντροφιά το ένα του άλλου.

Πρόκειται για τον κότσυφα.

Δεν είναι επομένως άσχετο το ότι και οι νεκροί επιστράτευσαν τον λαϊκό μας τραγουδιστή, το

αηδόνι, για να τους συμπαρασταθεί. Έτσι ο πεθαμένος παρακαλεί τα αηδόνια να μη λαλήσουν τον

φετινό Μάιο κοντά στο σπίτι του, σεβόμενα το πένθος της μάνας του.

«Πουλάκια κι αηδονάκια μου το Μάη να μη λαλήστε

Κι αν ίσως και λαλήσετε, στο σπίτι μου μη ’ρθείτε

Τι έχω μητέρα θλιβερή και θλίβεται για μένα.

Βουνά και δάση κι ουρανέ, κλάψετε τον καημό μου.

Κλάψε κι εσύ μανούλα μου τον αποχωρισμό μου.»

Συλλογή δημοτικών τραγουδιών Νώντα Σακελλαροπούλου

Σε κάποιο άλλο τραγούδι ο πεθαμένος εκφράζει την επιθυμία του ο τάφος του να έχει παράθυρα,

για να πολεμάει από εκεί τους εχθρούς και να χαίρεται την άνοιξη.

«Και στην δεξιά μου τη μεριά αφήστε παραθύρι,

να στέκω ορθός να πολεμώ και δίπλα να γιομίζω

να ’ρχονται τα κλεφτόπουλα να με καλημεράνε

να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια

να λέω πως ήρθε η άνοιξη, ήρθε το καλοκαίρι.»


Ακαδημίας Αθηνών τ. Α’ σελ. 281


Όπως είναι ευνόητο, τον σκληρό χωρισμό των ερωτευμένων το αηδόνι παρακαλείται να τον

θρηνήσει.

«Θάλασσα, όρη και βουνά κλάψετε τον καημό μου

Κλάψε κι εσύ αηδόνι μου τον αποχωρισμό μου.

Θάλασσα, όρη και βουνά γύρτε για να περάσω

Για να βρω την αγάπη μου γλυκά να κουβεντιάσω.»

Η παθητική και γλυκιά του φωνή και επιστρατεύτηκε για να κλάψει ακόμα τις ατυχίες και τις

συμφορές του έθνους:

«Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης

κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχειά, κλαίγουν το μεσημέρι.»

Στο τραγούδι της Πάργας τα αηδόνια καλούνται να σταματήσουν τα λαλήματά τους σε ένδειξη

βαρύτατου πένθους:

«Αηδόνια μη λαλήσετε, μόνο να βουβαθείτε

και σεις οι μαύροι τσάμηδες τα μαύρα να ντυθείτε

τι την Αγιά την πήρανε στα Γιάννενα τη βάλαν

κι η Πάργα θέλει πόλεμο, θέλει να πολεμήσει.»

Τον ίδιο λυπητερό πόνο εκφράζουν και τα παρακάτω δημοτικά τραγούδια. Σε όλα καλούνται τα

αηδόνια να κλάψουν ανάλογες συμφορές κλεφτών της Τουρκοκρατίας προ και μετά την ελληνική

Επανάσταση. Τα τραγούδια αυτού του είδους είναι πολυάριθμα. Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής:

«Εσείς πουλιά της Ρούμελης κι αηδόνια της Μπαρδούνιας

το Μάη να μη λαλήσετε μηδ’ άνοιξη να φέρτε

τι ο Ζουμπαρδούνιας πέθανε στης Σόφιας το σεφέρι.»


Ακαδημίας Αθηνών: Δημ. Τραγούδια, σελ. 233


«Το λέν τ’ αηδόνια θλιβερά κι οι κούκοι λυπημένοι

κι αυτοί οι Ρωμαίοι της Ρούμελης στα μαύρα είν’ ντυμένοι.


Πολλή μαυρίλα πλάκωσε πεζούρα και καβάλα.»


Ακαδημίας Αθηνών: Δημ. Τραγούδια, σελ. 249


«Αηδόνια μη λαλήσετε, κούκοι να βουβαθείτε

και σεις καημένη Αρβανιτιά στα μαύρα να ντυθείτε

με το κακό που έγινε τούτο το καλοκαίρι.»


Α. Γιαγκά: Ηπειρ. Δημ. Τραγ. σελ. 73

«Εσείς πουλιά του Γρεβενού κι αηδόνια του Μετσόβου

Εσείς καλά τον ξέρετε αυτόν τον Πάπα-Γιώργη

που ήταν μικρός στα γράμματα κι άξιος στα πινακίδια.»

Α. Γιαγκά: Ηπειρ. Δημ. Τραγ. Σελ. 126


«Λάλησε κούκο, λάλησε, λάλα, καημένο αηδόνι

λαλάτε σ’ ακροπέλαγα, που πλέουν τα καράβια

ρωτάτε για το Νικολό, το Νικολό Τζαβάρα.»


Γ. Ιωάννου: Δημ. Τραγ. Σελ. 115


Αλλά και την έκρηξη της ελληνικής Επανάστασης, το αηδόνι κλήθηκε να την διαλαλήσει:

«Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λέν τ’ αηδόνια

κρυφά το λέει κι ο Γούμενος από την Άγια Λαύρα.

- Παιδιά για μεταλάβετε, για ξεμολογηθήτε

δεν είναι ο περσινός καιρός ο φετινός χειμώνας.

Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο

Γιατί σηκώθη ο πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους

Να διώξουμε όλη την Τουρκιά ή να χαθούμε όλοι.»


Ακαδημίας Αθηνών: Δημ. Τραγ., σελ. 154


Στην αγάπη το αηδόνι έχει ξεχωριστή θέση στα αριστουργηματικά δίστιχα του λαού μας:

«Τριανταφυλλένια μάγουλα και μάτια μενεξέδες

για σένα γλυκοκελαηδούν τ’ αηδόνια στους μπαξέδες.

Αηδόνια δεκατέσσερα θα στείλω στην αυλή σου

να κελαηδούν κάθε πρωί να σκάζουν οι οχτροί σου.

Τώρα τ’ αηδόνια πάψανε

τον πόνο μας τον κλάψανε.»


Η ΠΕΡΔΙΚΑ ΣΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ

«Μια πέρδικα παινεύτηκε…»

Ένα άλλο πολυτραγουδισμένο πουλί στη λαογραφία μας είναι η πλουμιστή πέρδικα. Το αγαπημένο

αυτό πουλί επιχωριάζει στις πλαγιές και στις ρεματιές των βουνών μας. Τη συναντάμε παντού και

προ παντός στα δημοτικά μας τραγούδια με θέμα την χαρά, τον έρωτα, τον γάμο, την λύπη. Η

πέρδικα είναι έξυπνο πουλί, προσεχτική και δύσκολα πέφτει στα χέρια του κυνηγού. Τα τραγούδια

της πέρδικας είναι από τα συγκινητικότερα, μελωδικότερα και ποιητικότερα και αποτελούν

αληθινά αριστουργήματα του λαού μας.

«Μια πέρδικα παινεύτηκε σ’ ανατολή και δύση

Πως δεν ευρέθη κυνηγός για να την κυνηγήσει.

Κι ο κυνηγός που τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη.

Στήνει τα βρόχια στα βουνά και τα κλουβιά στους κάμπους.

Στήνει και μια χρυσόβεργα σε μαρμαρένια βρύση.

Πάει κι η πέρδικα να πιει και πιάστηκε στα δίχτυα.

Χαρά που το ’χει ο κυνηγός και οι συγγενείς του όλοι.»

Και άλλο:

«Αυγίτσα θε να σηκωθώ, δυώρες να ξημερώσει.

Παίρνω νερό και νίβουμαι, νερό να ξαγρυπνήσω

Και παίρνω το στρατί στρατί, τ’ ωριό το μονοπάτι

Για να βρω πέτρα ριζιμιά να διπλωθώ να κάτσω.

Ν’ ακούσω γερακιού λαλιά, σφυριγματιά πετρίτη

Ν’ ακούσω και την πέρδικα την αηδονολαλούσα».

Δημοτικά Τραγούδια : Πάσσωβ σελ. 288.

Ο λαός μας έπλασε διάφορα παραμύθια γύρω από το όμορφο πουλί. Λένε ότι ήταν κάποτε μια

πεντάμορφη κοπέλα σε ένα χωριό, που την ζήλευαν όλοι. Και όπως συμβαίνει με όλες τις όμορφες,

ήταν περήφανη και ψηλομύτα, τόσο που κανείς δεν τόλμαγε να την πλησιάσει. Πολλοί την

ερωτεύτηκαν. Την ερωτεύτηκε και ένα παλικάρι ξένο, σωστό αρχοντόπουλο. Πήγαινε κι ερχόταν

τις νύχτες με το φεγγάρι. Τραγούδαγε με πάθος τον πόνο του και περίμενε να βγει στο παραθύρι

της, μα εκείνη έμενε ασυγκίνητη. Κάποια μέρα βγήκε στην εξοχή κι εκεί την άρπαξε ένας

αγριάνθρωπος του δάσους. Για να γλιτώσει, παρακάλεσε τον Θεό να την κάνει πουλί. Ο Θεός την

λυπήθηκε και την έκαμε πέρδικα όμορφη και περήφανη, όπως ακριβώς ήταν και σαν κοπέλα,

περήφανη κι αλύγιστη. Ενδεικτικά είναι και τα παρακάτω δίστιχα:

«Πέρδικα της ακρογιαλιάς που μάρανες τ’ αηδόνι

Και το ’καμες και περπατεί τις νύχτες και μαργώνει».

«Περδικούλα πλουμισμένη που στα δάση περπατείς

Βρόχια και βεργιά θα στήσω να σε κάμω να πιαστείς».

«Κι αν εις τα βεργιά μου πέσεις περδικούλα πλουμιστή

Κάμαρα θε να σου κάμω όλη από χρυσό φλουρί».


Δημοτικά Τραγούδια: Πάσσωβ σελ. 557


Η υπερηφάνεια της πέρδικας είναι στενά συνυφασμένη με το μοτίβο της όμορφης και περήφανης

κοπέλας, που ξετρελαίνει τους νέους και μένει ασυγκίνητη μπροστά στον καημό τους.

«Αν κάμει ο κόρακας αϊτό κι η πέρδικα γεράκι

Κι αν η στιφάδα γιασουμί θα κάμομε αγάπη».

Εκτός όμως από τα τραγούδια της αγάπης, του γάμου και της χαράς υπάρχουν και τα τραγούδια της

κλεφτουριάς και της λεβεντιάς. Εδώ ο λαός φαντάζεται την πέρδικα ταχυδρόμο, μαντατοφόρο, που

περπατάει στα βουνά, στις πλαγιές και στα φαράγγια, όπου γίνονται μάχες με τους αλλόπιστους

Τούρκους. Βλέπει τους σκοτωμένους και τους λαβωμένους και τρέχει να φέρει το μήνυμα της

λύπης και της συμφοράς.

«Τρεις περδικούλες κάθονται στα Τρίκορφα στη ράχη.

Είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα.

Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λένε.

Τους κλέφτες μην τους είδατε τους Κολοκοτρωναίους».

«Μια πέρδικα καθότανε στου Ζήδρου το κεφάλι.

Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, μήτε σαν χελιδόνι.

Παρά λαλούσε κι έλεγε με ανθρώπινη λαλίτσα.

Ζήδρο μου τ’ είσαι κίτρινος γιατί είσαι ματωμένος».

Πάσσωβ: Δημ. Τραγούδια, σελ. 388


Και ακόμα η λαϊκή μούσα στα τραγούδια βάζει την πέρδικα να κλαίει και να θρηνεί τα σκοτωμένα

παλικάρια.

Στην πέρδικα επιπλέον βάζει ο λαός μας τον πόνο της μάνας, της αδερφής, του αδερφού, τα

παράπονα και τα μοιρολόγια. Με την πέρδικα μοιράζονται οι καημοί και οι πόνοι. Αυτά τα

τραγούδια παίρνουν τον πόνο και τον πάνε στα πέρατα της γης.

«Παίρνω έναν ανήφορο, παίρνω μιαν ανηφόρα

κι ακώ μιας πέρδικας λαλιά, μια πέρδικα να κλαίει.

Τ’ έχεις καημένη πέρδικα και είσαι πικραμένη.

Το μάθατε τι έγινε στα Τρίκορφα στη ράχη».

Και άλλο παρόμοιο:

«Ποιος θε ν’ ακούσει κλάματα και μαύρα μοιρολόγια

Ας πάει στα κάστρα του Μοριά, στης πόλης τα καντούνια

Που κλαίγ’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.

Στο παραθύρι κάθονται και το γιαλό κοιτάζουν

Σαν περδικούλες θλίβονται και σαν παπιά μαδιούνται.»

Πάσσωβ: Δημ. Τραγούδια, σελ. 255


Ο ΑΕΤΟΣ ΣΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ

«Αϊτού μάτι, λύκου αυτί και λαγού τρέξιμο»


Παροιμία


Ένα πουλί που έχει αναμφισβήτητα σημαντική θέση στην λαογραφία, όπως και μέσα στον κόσμο

του φτερωτού βασιλείου είναι ο αετός. Ο αετός ή σταυραετός είναι το πιο δυνατό πουλί από τα

άγρια και τα ήμερα. Έχει δυνατό νύχι που ξεσχίζει ακόμα και άνθρωπο, αν τολμήσει να τον πιάσει,

έστω και τραυματισμένο, και ράμφος οξύ σαν νυστέρι. Και ο λαός δίκαια τον ανακήρυξε βασιλιά

των αιθέρων και των πουλιών. Είναι πουλί περήφανο, μεγαλοπρεπές και πολύ έξυπνο. Χαίρεται να

το παρακολουθεί κανείς την άνοιξη να διαγράφει επί ώρες κύκλους στον ουρανό, προκειμένου να

βρει ευκαιρία να αρπάξει κανένα τρυφερό αρνάκι για λογαριασμό του και για λογαριασμό της

οικογένειάς του.

Ο αετός έχει πλουμιστό και ωραίο φτέρωμα και απίθανη ομορφιά. Έχει ένα ασπράδι στο στήθος κι

ένα φεγγάρι ολόασπρο κάτω από τις ανοιχτές φτερούγες του. Δυστυχώς είναι πουλί που δύσκολα

μπορεί να το συναντήσει κάποιος, γιατί ζει σε απόκρημνα και απρόσιτα μέρη των μεγάλων βουνών

μας. Τόσο ψηλά ζει, που δεν τον φτάνει ούτε κυνηγού σκάγι, ούτε ανθρώπου μάτι. Είναι

φτιαγμένος να ζει στα βουνά μαζί με το ταίρι του και δεν μεταναστεύει για θερμές χώρες. Στους

κάμπους δεν κατεβαίνει ποτέ, γιατί δεν βρίσκει κατάλυμα. Σχετικό είναι και το παρακάτω

τραγουδάκι:

«Ένας αϊτός περήφανος κι ένας αϊτός λεβέντης.

Από την περηφάνια του κι από τη λεβεντιά του

Δεν πάει στα κατώμερα για να ξεχειμωνιάσει

Μόν’ μένει απάνου στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια».

Καμιά φορά όμως συνοδεύει και το αηδόνι στον κάμπο, αλλά από πολύ ψηλά:

«Όλα τα πουλάκια ζυγά - ζυγά

Τα χελιδονάκια ζευγαρωτά.

Το ’ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό

περπατεί στους κάμπους με τον αϊτό».

Έχει μεγάλη ανθεκτικότητα στο κρύο, αλλά καμιά φορά παραπονιέται προς τον ήλιο, όταν στις

μεγάλες βαρυχειμωνιές δεν βγαίνει, για να ζεσταίνει τα νύχια του και να απλώσει τα φτερά του:

«Ένας αϊτός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε

και κράταγε τα νύχια του, τα νυχοποδαράκια του

και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει:

Ήλιε, για δε βαρείς κι εδώ, σ’ αυτή την αποσκιούρα

να λιώσουνε τα κρύσταλλα, να λιώσουνε τα χιόνια,

να ζεσταθούν τα νύχια μου, ν’ απλώσουν τα φτερά μου».

Κατά τη λαϊκή παράδοση, ο αετός ήταν άλλοτε ένας αρχιτσέλιγκας με χιλιάδες γιδοπρόβατα,

καλόκαρδος και φιλόξενος. Το σπίτι του ήταν ανοιχτό σε όλους τους περαστικούς. Αντίθετα ο

αδερφός του ήταν σκληρός και τσιγκούνης. Μια μέρα τον ξεμονάχιασε και τον σκότωσε

μπαμπέσικα. Ο Θεός τον έκαμε πουλί και όπου βλέπει πρόβατα, τα θεωρεί δικά του και τρέχει να

τα αρπάξει. Ο αδερφός του έγινε γύπας (όρνιο), χωρίς να χάσει την τσιγκουνιά του, γιατί ο αετός

τρώει ζωντανά σφαχτάρια, ενώ το όρνιο ψοφίμια.

Γύρω από τον αετό υπάρχουν και άλλες παραδόσεις και μύθοι διδακτικοί. Τέλος ο αετός θεωρείται

σύμβολο ρωμαλεότητας και δύναμης από πολλούς λαούς της Ανατολής. Το δικό μας ισχυρό

Βυζάντιο τον ήθελε Δικέφαλο.

Ο αετός θαυμάστηκε από το λαό μας. Θαυμάστηκε και υμνήθηκε, όσο ταίριαζε σε έναν φτερωτό

βασιλιά. Θαύμασε ο λαός μας τις αρετές του, την δύναμή του, την μεγαλοπρέπειά του, το θάρρος

και την υπερηφάνεια του.

Στα χρόνια της σκλαβιάς της πατρίδας μας συντρόφευε τους γενναίους κλέφτες μας, που ζούσαν

στις βουνοκορφές, στα απρόσιτα και απάτητα λημέρια τους και τους έδινε παρηγοριά κι ελπίδα.

Σχετικά είναι τα τρία παρακάτω δημοτικά τραγούδια, από τα οποία το πρώτο αναφέρεται

αλληγορικά σε καπετάνιο των κλεφτών στην Ήπειρο, που διορίστηκε αρχηγός αρματολών στον

Λούρο.

«Χρυσός αϊτός καθότανε στον έρημο το Λούρο

και πάσα μέρα κυνηγάει αηδόνια και περδίκια».


Φωριέλ Κ. Δημοτικό Τραγούδι σελ. 93


Το δεύτερο αναφέρεται στον τολμηρό και γενναίο κλέφτη Λάππα (1760), που διαδέχτηκε τον

Χονδρομάρα και είναι σχεδόν το ίδιο με το προηγούμενο.

«Χρυσός αϊτός εκάθονταν στον έρημο το Λούρο

και πάσα μέρα κυνηγάει αηδόνια και περδίκια»


Φωριέλ Κ. Δημοτικό Τραγούδι σελ. 26


Το τρίτο αναφέρεται αλληγορικά στα γερατειά του κλέφτη, στα βάσανα και τα χαμένα του νιάτα.

«Τρεις σταυραετοί εκάθονταν σ’ ένα χοντρό κοτρώνι.

Και κλαίγανε τα πάθια τους και τα παράπονά τους.

Ένας έπιε πολύ κρασί και κεφαλοπονούσε

Τ’ άλλου του πέσαν τα πουλιά πάνω απ’ τη φωλιά του

Κι ο τρίτος τους παρηγορεί, στέκεται και τους λέει:

Εσύ που ’πιες πολύ κρασί πάλι, θα ξεμεθύσεις

Κι εσύ που πέσαν τα πουλιά, άλλα πουλιά θα κάμεις.

Αλί σε με που γέρασα και πέσαν τα φτερά μου».


Π. Αραβαντινού: Δημ, Τραγούδια, σελ. 116


Στις εθνικές μας περιπέτειες και τις εθνικές μας συμφορές, ο λαός μας επιστράτευσε και πάλι τον

αετό. Όταν έπεσε το Βυζάντιο (1453), αετός άρπαξε το κεφάλι του μαρτυρικού αυτοκράτορα Κ.

Παλαιολόγου, για να μην το πάρει ο Τούρκος.

«Και στην ψηλή μου την κορφή, στον Αϊ - Λια, στην Ράχη

Κουρνιάζει κι αντρειεύεται αϊτός με δύο κεφάλια

Και μεσ’ τα νύχια του κρατεί βασιλικό κεφάλι.,

Και κάθε μέρα την αυγή στο κρούξιμο του ήλιου

Κοιτάει την Αγιασοφιά και χύνει μαύρο δάκρυ».

Ο αετός αναφέρεται και στα ερωτικά και στα γαμήλια τραγούδια και το όνομα του πουλιού το

παίρνει συνήθως ο ερωτευμένος νέος και γαμπρός. Σχετικά είναι τα παρακάτω δημοτικά

τραγούδια:

«Πέρα στην άμμο, στο ’ρημονήσι

αϊτός επέρασε να κυνηγήσει

Δεν κυνηγάει λαγούς και λάφια

Μόν’ κυνηγάει δυο μαύρα μάτια».


Π. Αραβαντινός: Δημοτικά Τραγούδια, σελ. 153


Τα δύο κατωτέρω αναφέρονται στο γαμπρό:

«Στο κίνημά σου σταυραετέ, στ’ ώριο σου καβαλίκι

Φέρνεις τη ρούσα πέρδικα, τη χαϊμαδή τρυγόνα

Φέρνεις τα άσπρα πρόβατα, φέρνεις τα άσπρα γίδια».

Κι ακόμα ένα χαρακτηριστικό του γαμπρού:

«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα

σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα».


Π. Αραβαντινός: Δημοτικά Τραγούδια, σελ. 315


Ακολουθούν μερικά χαρακτηριστικά δίστιχα που αναφέρονται στον περήφανο αετό, τον βασιλιά

των φτερωτών:

«Μην τόνε κλαίτε τον αϊτό όπου πετά σαν βρέχει

μόνο να κλαίτε ένα πουλί όπου φτερά δεν έχει».

Και το δεύτερο:

«Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη

θέλει λαγού περπάτημα κι αϊτού γρηγοροσύνη».

Εννοείται ότι αυτά δεν είναι τα μοναδικά δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στον αετό, παρά

ένα μικρό, αντιπροσωπευτικό δείγμα.


ΠΩΣ ΜΕ ΟΝΟΜΑΖΑΝ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΟΥ


Τώρα που δεν είμαι στην υπηρεσία, σκέπτομαι με νοσταλγία τα περασμένα. Και είναι ωραίο

πράγμα να ζει κανείς με τις αναμνήσεις του, προπαντός όταν αυτές είναι ευχάριστες. Θέλω να

σημειώσω κάτι, που το παραλείπουν πολλοί ή δεν θέλουν να το σκέπτονται. Εγώ, αντίθετα, νιώθω

μεγάλη ευχαρίστηση, αλλά και ικανοποίηση, αναφερόμενος στα παρωνύμια (παρατσούκλια κατά

την κοινή έκφραση), με τα οποία με βάφτισαν κατά καιρούς οι μαθητές μου στα διάφορα σχολεία

που υπηρέτησα.

Οι μαθητές, κατά κανόνα, κολλάνε στους περισσότερους καθηγητές τους από μια τέτοια ρετσινιά,

ένα παρατσούκλι. Και έτσι τους φωνάζουν μεταξύ τους. Τα παρατσούκλια αυτά είναι το

καταστάλαγμα καλοζυγιασμένων κριτηρίων, που χαρακτηρίζουν την ποιότητα, θα έλεγα, αυτών

των ατόμων. Και το κριτήριο των μαθητών είναι αλάνθαστο. Ποτέ δεν πέφτουν έξω. Τα

παρατσούκλια είναι συνήθως δυσφημιστικά για τους καθηγητές που τα φέρνουν στην πλάτη τους

και ελάχιστα κολακευτικά. Αναφέρω μερικά έτσι σαν παράδειγμα: «Μπότης, κοντός, Ζακχαίος»,

παρμένα από το ανάστημά τους, «o φερ’ ειπείν, ο λόγου χάριν, ο καταλάβατε, κ.λπ.» από φράσεις

που τις επαναλαμβάνουν συχνά πολλοί καθηγητές, «ο ποντικίδης, ο Βούδδας, ο ασβός, η

καρακάξα, ο ύπνος, κ.λπ.» από διάφορα κουσούρια ή περιστατικά, «ο Νιόνιος, ο Μεμάς», για τους

καταγόμενους από τη Ζάκυνθο ή την Κεφαλλονιά και ένα πλήθος άλλων τέτοιων και παρόμοιων.

Τα δικά μου παρατσούκλια ήταν σχετικά πολλά, ποιοτικά ανώτερα και πάρα πολύ κολακευτικά.

Και είμαι υπερήφανος γι’ αυτά και καμαρώνω.

Στο Ριζοκάρπασο της Κύπρου (1951), νέος, ωραίος, ενθουσιώδης, μεγαλοπρεπής και με μια ωραία

σύζυγο, οι μαθητές μου έλεγαν για μένα: «Ο Λέων της Σπάρτης».

Στο Μεσολόγγι μετά την απέλασή μου από την Κύπρο (1956) με αποκαλούσαν «Ριχάρδος ο

Λεοντόκαρδος» και «ο Ε.Ο.Κ.Α.» από τα αρχικά «Εθνική Οργάνωση Κυπριακού Αγώνα», για την

συμμετοχή μου στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου και την προσφορά μου σε αυτόν.

Ξαναγυρίζοντας στην Κύπρο (1960) στην Τεχνική Σχολή της Λεωκωσίας, μαθητές και καθηγητές

έλεγαν: «ο Νώντας ο Μεγαλοπρεπής» και «ο Λέων της Νεμέας».

Επανερχόμενος στην οργανική μου θέση στο 2 ο Γυμνάσιο Αρρένων της Πάτρας(1964), μαθητές

και καθηγητές με έλεγαν: «ο Νώντας ο αδούλωτος» και «ο Θείος Νώντας», ενώ οι καθηγήτριες με

έλεγαν επιπλέον και «ο μπαμπάς» ή ο Δημοσθένης Πατακόπουλος έλεγε «ό,τι πει ο μπαμπάς».

Ο καθηγητής Τσέκος και οι ασχολούμενοι με την λογοτεχνία με προσφωνούσαν «Πάμπλο

Νερούντα», για το παράστημά μου και για τα μακριά μαλλιά μου. Ήμουν ο μόνος καθηγητής στην

Πάτρα με μακριά μαλλιά και πολλοί με κοίταζαν παράξενα. Οι επιθεωρητές, οι επόπτες κ.λπ.

γκαουλάϊτερ της επταετίας με κοίταζαν με λοξό μάτι. Αλλά κανείς τους δεν τόλμησε να μου κάνει

παρατήρηση απ’ ευθείας και εγώ τους αγνοούσα τελείως.

Οι Καρπασίτες της Κύπρου έκλαψαν όταν το 1956 φύγαμε από εκεί. Τώρα θυμούνται την χρυσή

εποχή. Κάθε φορά που τους συναντώ μου λένε: «Η εποχή που υπηρετήσατε, κ. Νώντα, στο

Καρπάσι ήταν ανεπανάληπτη. Ποτέ άλλοτε δεν γνώρισε το Καρπάσι τόση αίγλη. Και θα

παραμείνει σαν τέτοια για πάντα, η χρυσή εποχή του κ. Νώντα» ή «η χρυσή πενταετία του κ.

Νώντα» ή «ο χρυσός αιώνας του κ. Νώντα για το Καρπάσι».

Είναι να τα θυμάται κανείς και να κλαίει. Αυτά λένε σήμερα οι Καρπασίτες. Ας είναι καλά οι

άνθρωποι. Περάσαμε τόσο όμορφα. Τους αγάπησα και με αγάπησαν. Και δεν είναι ούτε υπερβολή

ούτε μεγαλοστομία αν σημειώσω εδώ ότι απ’ όπου πέρασα άφησα τις καλύτερες αναμνήσεις και

όλοι τους με αγαπούν και με σέβονται. Και νιώθω υπερηφάνεια.

Από τον Κωνσταντίνο Νικολόπουλο – Καμενιανίτη

Λογοτέχνη – Συγγραφέα , τ. Αντιπρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών

Η έννοια της πατρίδας απορρέει από τους νόμους της φύσης και εκφράζει τον δικό της φυσικό

δεσμό του ανθρώπου προς τον τόπο που γεννήθηκε, γύρω από την φύση που περιβάλλει αυτή τη

πατρίδα. Ο άνθρωπος μπορεί με την ελεύθερη θέλησή του να διατρέχει και να επισκέπτεται όλες τις

χώρες της γης, αλλά όσες κι αν κάμει διαδρομές, δεν παύει να συνδέεται με τον τόπο στον οποίο

είδε το φως του ήλιου και μάλιστα ακόμα περισσότερο με τον τόπο που γεννήθηκαν οι γονείς και

γεννήτορές του. Αυτό το αισθάνεται ο κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, γιατί ο τόπος του συνδέει το

παρελθόν με το μέλλον.

Η πατρίδα μας η Ελλάδα στο σύνολό της, αλλά και η Καλαβρυτινή γη ειδικότερα, είναι

χαραγμένη από τα ανεξίτηλα χνάρια ενός λαού που κυριάρχησε στον παγκόσμιο πολιτισμό. Αυτό

το αιώνιο φως της ελληνικής παράδοσης θα πρέπει να συντηρηθεί άσβεστο, γιατί είναι τρυγημένο

από ανοιξιάτικα γλυκοχαράματα, αναβλύζει από τις γνήσιες ελληνικές πηγές της σοφίας, του

στοχασμού και της αρετής.

Το δημοτικό μας τραγούδι – αυτός ο τεράστιος ελληνικός θησαυρός- τα ήθη και τα έθιμά μας,

φέρνουν στις μέρες μας τον προγονικό αντίλαλο ατόφιο. Αυτές τις αξίες που συντήρησαν και

τράνεψαν γενιές Ελλήνων νιώθουν σήμερα οι άνθρωποι την ανάγκη, περισσότερο από κάθε άλλη

φορά, να τις ψάξουν και να τις μελετήσουν, για να βρουν στέρεο έδαφος να πατήσουν και να

σταθούν όρθιοι σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς της κατάπτωσης των αξιών.

Ο ΝΏΝΤΑΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΌΠΟΥΛΟΣ, καταξιωμένος πνευματικός δημιουργός του τόπου μας, με

τεράστιο συγγραφικό έργο, δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω από την σφαίρα της αγάπης του, και

κατ’ επέκταση του συγγραφικού του έργου, τον λαογραφικό μας θησαυρό. Τις αγροτικές ασχολίες

των χωριών μας – θέρο, αλώνισμα, τρύγο κ.α - καθώς και τις εκδηλώσεις των προγόνων μας στις

μεγάλες γιορτές, στους γάμους, τα βαφτίσια και τα πανηγύρια, που σβήνουν σιγά-σιγά και

αποτελούν αγιάτρευτο καημό των μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων, για την ανόθευτη εκείνη

ομορφιά που χάνεται.

Το παρόν βιβλίο με τίτλο «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ» αποτελεί το απόσταγμα της άπειρης

αγάπης του συγγραφέα για τον τόπο μας. Χρόνια τώρα, μάζευε στάχυ-στάχυ τον πνευματικό καρπό

της πλούσιας λαογραφίας μας, πριν αυτή σβήσει, μα ο ζηλευτής χάροντας προσπάθησε να

εμποδίσει τούτο το αξιοζήλευτο πνευματικό δημιούργημα.

Όμως, όπως λέει κι ο λαός μας, «σαν χαθήκαν τα διαμάντια, μείνανε τα δαχτυλίδια». Έτσι τούτο

το έργο ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο εκλεκτός συμπατριώτης μας ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΩΝΤΑ

ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, γιος του αείμνηστου συγγραφέα, σε συνεργασία με τις εκδόσεις

«ΕΡΥΜΑΝΘΟΣ», που δημιουργούν μια νέα πνευματική κίνηση στον Δήμο Αροανίας, αλλά και

στην ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια της κεντροδυτικής Πελοποννήσου.

Ας είναι τούτο το βιβλίο ένα μεγάλο μνημόσυνο στην μνήμη του ΝΩΝΤΑ

ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, που θα κρατά ζωντανό το χτες με το σήμερα του τόπου μας, που θα

κρατά πάντα ζωντανή στην μνήμη μας την παρουσία του ΝΩΝΤΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ.

Ολοκληρώνοντας, πιστεύω πως κάθε έπαινος και κάθε θαυμασμός θα είναι μικρός μπρος στην

μεγαλοσύνη αυτό του έργου του Γ. Δαλιάνη

Το δημοτικό μας τραγούδι αποτυπώνει την ψυχοσύνθεση του λαού μας και καθρεφτίζει τον

πολιτισμό και την πνευματική καλλιέργεια των ανθρώπων. Μέσα από αυτό διασώθηκαν λέξεις και

εκφράσεις της γλώσσας μας, ήθη και έθιμα των κατοίκων, ο τρόπος ζωής τους, καθώς και μνήμες

από ιστορικά γεγονότα και θρύλοι του λαού.

Στην περιοχή μας οι άνθρωποι διασκέδαζαν κυρίως τραγουδώντας. Το χάρισμα του τραγουδιού το

είχαν οι πιο πολλοί και είναι αξιοθαύμαστο το πώς κατάφερναν και τραγουδούσαν, όχι μόνο

τρώγοντας και πίνοντας, αλλά με το τραγούδι έκαναν πιο ευχάριστες τις δύσκολες δουλειές, όπως

σκάψιμο, οικοδομή κ.α.

Το τραγούδι στις παρέες γινόταν με εναλλαγές ξεκίναγε ένας ή μια παρέα, επαναλάμβαναν οι

υπόλοιποι ό,τι άκουγαν, συνέχιζαν οι πρώτοι και έτσι μπορούσαν να τραγουδάνε πολλές ώρες,

μερόνυχτα ολόκληρα.

Με αυτόν τον τρόπο μαθαίνονταν τα τραγούδια και μεταδίδονταν στους νεότερους. Με τον ίδιο

τρόπο επίσης, τραγουδώντας δηλαδή, χόρευαν στους γάμους και στις γιορτές.

Αξίζει να αναφερθεί η τελετουργία στο γαμήλιο τραπέζι με το έθιμο του ποτηριού. Ο κουμπάρος

που είχε το γενικό πρόσταγμα στο τραπέζι, αφού τελείωνε το φαγητό, σήκωνε το ποτήρι γεμάτο

κρασί με τα εξής λόγια: «Το παρόν ποτήρι(ον) το πίνω εις υγείαν των νεόνυμφων. Τους εύχομαι να

ζήσουν βίον ανθόσπαρτον και καλούς απογόνους. Στους ανύπαντρους στα κεφαλάκια τους, στους

παντρεμένους καλή ζωή. Καλώς να εύρω τον Μιχάλη Κ. (κάποιον που τραγουδούσε καλά). Η

απάντηση ήταν: «Καλώς να ορίσεις». Στην συνέχεια ο κουμπάρος με την παρέα του άρχιζε ένα

τραγούδι που επαναλαμβανόταν από όλους τους παρακαθήμενους στα τραπέζια μέχρι που

τελείωνε μπορεί να έλεγε και δεύτερο. Μετά έπαιρνε το λόγο αυτός που είχε δεχτεί την εντολή του

ποτηριού, σηκώνοντας το ποτήρι με τα λόγια: « Το παρόν ποτήρι που διέταξε ο αρχινονός, το πίνω

εις υγείαν των νεόνυμφων, εύχομαι… και καλώς να εύρω…».

Η όμορφη αυτή τελετουργία συνεχιζόταν μέχρι αργά, έως ότου αποφάσιζαν ότι έπρεπε να

«σηκωθεί» το τραπέζι και να συνεχιστεί το γλέντι με χορό. Τότε «έβρισκαν» στο ποτήρι το ζευγάρι,

που σηκώνοντάς το, χαιρετούσε τον κόσμο με τα λόγια: «Το παρόν ποτήρι που ήπιατε στην υγειά

μας, το πίνουμε στην υγειά σας, ευχαριστούμε…». Με το έθιμο αυτό, αφ’ ενός δινόταν η ευκαιρία

να συμμετέχουν όλοι στο γλέντι του γάμου και αφ’ ετέρου να συστήνονται (γίνονται γνωστοί) οι

ξένοι και οι νεαροί-ές, που είχαν μεγαλώσει και είχαν ενταχθεί στην κοινωνία σαν μεγάλοι (παιδιά

δεν «έβρισκαν» στο ποτήρι).

Αφορμή για τραγούδι οι απλοί άνθρωποι του τόπου μας έβρισκαν σε κάθε περίπτωση που είχαν

ευκαιρία: βοσκώντας το κοπάδι στο βουνό ή τα «χοντρικά» ζώα στις αποθέρες το καλοκαίρι, στον

τρύγο, στον θέρο, στο βοτάνισμα, στο αλώνι, στο ξέφυλλο…

Στις γιορτές, παρέες περνούσαν με την σειρά τα σπίτια που δεν είχαν πένθος τραγουδώντας, για να

καταλήξουν σε κάποιο σπίτι όλοι μαζί να διασκεδάσουν με γλέντι και χορό.

Το μεράκι των ανθρώπων για την μουσική επεκτείνεται και στο «κούρδισμα» του κοπαδιού με

κουδούνια. Εδώ οι τσοπάνηδες ξοδεύουν αρκετά για να αγοράσουν κουδούνια και τσοκάνια και

είναι αξιοθαύμαστο το πώς ενώ δεν έχουν καμιά θεωρητική γνώση μουσικής, γνωρίζουν να τα

ταιριάζουν αρμονικά με μουσικά διαστήματα.

Το μοναδικό όργανο που χρησιμοποιούσαν ήταν η φλογέρα ή τζουρλάς – συνήθως αυτοσχέδια –

από καλάμι χωρίς επιστόμιο (ένα τρυπημένο καλάμι), που κυρίως αντιλαλούσε στις πλαγιές από

τους τσοπάνηδες, αλλά και στις παρέες.

Τα μουσικά όργανα στα γλέντια που χόρευαν ήταν τα «ταβούλια» από δύο πίπιζες και ένα ταβούλι,

όργανα ηχηρά και διαπεραστικά, απαραίτητα για γλέντια σε εξωτερικούς χώρους, χωρίς βεβαίως

χρήση ηχητικών μηχανημάτων. Μόνο στα μεγάλα πανηγύρια έρχονταν κλαρίνα με όργανα

συνοδείας και τραγουδιστές.

Οι πιο γνωστοί οργανοπαίχτες της περιοχής ήταν οι τρεις «καραμουζαραίοι» από το Λειβάρτζι

Μιχαλόπουλος Κώστας (παρατσούκλι Φωλιάς), Γενναίος και Πάνος (Πεδούδης). Από το Λειβάρτζι

ήταν και οι «ταβουλιαραίοι» Παρασκευόπουλος Αλέξης (Γυφταλέξης), Σταύρος (Γυφτοσταύρος)

και ο Ναπολέων Κεφαλάς που έπαιζε πίπιζα. Από το Λεχούρι ταβούλι έπαιζε ο

Χριστοδουλόπουλος Γιώργης (Γυφτογιώργης) και ο Βασίλης πίπιζα. Από την Κερασιά ταβούλι και

πίπιζα έπαιζε ο Κώστας Ανδριόπουλος.

Η ανεπάρκεια αυτών των οργάνων, που αφ’ ενός ήταν ηχηρά και ενοχλητικά σε κλειστό χώρο και

αφ’ ετέρου δεν συνοδεύονταν από τραγούδι, αλλά έπαιζαν σκέτη μουσική, αποτέλεσε την αιτία του

εκτοπισμού τους από τα συγκροτήματα, που όταν ηλεκτροδοτήθηκε η περιοχή, ήταν εύκολο να

χρησιμοποιούν ενισχυτές και να έχουν πιο πλούσια παρουσία.

Αυτή όμως η αλλαγή μαζί με την χρήση μαγνητοφώνων, ραδιοφώνων και τηλεόρασης είχε την

αρνητική επίπτωση ο κόσμος να διασκεδάζει πλέον περισσότερο, ακούγοντας έτοιμη την μουσική

και τραγουδώντας πιο λίγο. Επιπλέον το αυτί άρχισε να βάλλεται συνεχώς από ξενόφερτα

ακούσματα και να ξεφεύγει από το γνήσιο.

Ευτυχώς που υπάρχουν κάποιοι που επιμένουν, καθώς και κάποιοι σύλλογοι που προσπαθούν να

διασώσουν ό,τι απέμεινε από τον πλούτο του λαού μας, ο οποίος επιβίωσε τόσα χρόνια σε

συνθήκες σκοταδισμού και δουλείας και κινδυνεύει να χαθεί σήμερα με τα τόσα μέσα καταγραφής

και διατήρησης που έχουμε.

Παρ’ όλα αυτά έχει αρχίσει η αντιστροφή της φθίνουσας πορείας του δημοτικού τραγουδιού με

τους συλλόγους που διδάσκουν στους νέους παραδοσιακούς χορούς και παραδοσιακή μουσική.

Ταυτόχρονα γενικεύεται η τάση επιστροφής του κόσμου στο καλό δημοτικό και ρεμπέτικο

τραγούδι, αφού μπούχτισε από «μουσικά σκουπίδια», και αυξάνεται το ενδιαφέρον των νέων για τα

παραδοσιακά μουσικά όργανα, καθώς ξεπεράστηκε η αντίληψη ότι παίζονται από γύφτους. Έτσι με

την κατάλληλη μουσική παιδεία, στο μέλλον θα υπάρχουν καλοί μουσικοί.

Στον τόπο μας με αφορμή το πραγματικό γεγονός του ειδυλλίου της Ελένης, κόρης του

Λειβαρτζινού άρχοντα Χριστόδουλου Παπαδόπουλου, με τον Λαλαίο Τουρκαλβανό Λιμάζαγα,

τσιφλικά της περιοχής Μοστενίτσας, δημιουργήθηκαν δύο τραγούδια.

Το πρώτο τραγουδιέται σε αργό ρυθμό συρτού στα τρία:

«- Πού πας Ελένη αποσπερού τώρα το βράδυ βράδυ;

- Πάω στη θεια μου την Γιαννού, στη θεια μου τη Ροδούλα

να γνέσω και τη ρόκα μου, να φτιάξω τα προικιά μου,

να φτιάξω του Λιμάζαγα ολόχρυσο μεϊντάνι…»

Το δεύτερο είναι σε ρυθμό τσάμικο:

«Στης Αρκαδιάς τον πλάτανο την Ελένη

κάθετ’ ο κατής και κρένει.

Ο Δήμαρχος κι ο ανακριτής ανακρίναν την Ελένη

και βγάζουν το φιρμάνι τους όπου αγαπάει, να παίρνει,

να παίρνει ο Τούρκος τη Ρωμιά, τη λαδοβαφτισμένη…»

Το γεγονός (δικαστήριο) λέγεται ότι έλαβε χώρα στα Τριπόταμα, μιας και η Αρκαδία τότε

εκτεινόταν σε όλη την επαρχία Καλαβρύτων.

Υπάρχει και άλλο τραγούδι που αναφέρεται στο όνομα Ελένη, εντούτοις πρόκειται για

διαφορετικό θέμα. Γύρω στα 1840 ο Λειβαρτζινός Κωστόπουλος (Ασίκης) κατέκτησε μια καλλονή

ονόματι Ελένη από τον Πύργο, «ασπασθείς εν μέσω αγοράς», όπως αναφέρει ο συγγραφέας. Το

τραγούδι τραγουδιέται σε ρυθμό καλαματιανό:

«Σ’ όλο τον κόσμο και στην οικουμένη

άλλη δεν είναι σαν και την Ελένη

μάτια και φρύδια, μαύρα γραμμένα,

στόμα και χείλια μαργιολεμένα,

μαλλάκια μαύρα, μαύρα βερζάτα

και μαγουλάκια άσπρα χιονάτα,

μα είχε κορμάκια σαν κυπαρίσσι

χαρά στο νέο που θα την φιλήσει.

Κι ένας Ασίκης από το Λειβάρτζι

την Ελένη κράζει, την κρυφοκουβεντιάζει

Έλα Ελένη για να σε φιλήσω

γιατί νηστεύω, για να κοινωνήσω…»

Ένα ακόμα τραγούδι, που όμως δεν έχει βρεθεί κανείς από τους γεροντότερους που να θυμάται τον

σκοπό του, αναφέρεται σε ένα ατυχές γεγονός, που έγινε στο γειτονικό Λεχούρι:

«Ξυπνάν τ’ αηδόνια απ’ τις φωλιές και τα πουλιά απ’ τις χούνες,

ξυπνάει μια Λεχουρίτισσα, του Καψιμάλλη η κόρη

παίρνει τα όρη σκούζοντας και τα πουλιά ρωτώντας

κι ο ήλιος την απάντησε, στέκει και την ρωτάει:

“Πού πας καημένη Αγγελική, πού πας καημένη Αγγέλω;”

Ήλιε μου σα με ρώτησες, θα σου το μολογήσω.

Εγώ ήμουν πρώτη στο χωριό, του Καψιμάλλη η κόρη

κι έρχονταν Φράγκοι σπίτι μας, ερχόνταν και νταήδες

κι ένας μου δίνει δυο φιλιά κι άλλος μου δίνει τρία

και ο Ματζώρος, το σκυλί, μου δίνει δεκατρία

με γέλασε, με πλάνεψε, μου πήρε την τιμή μου

και ποιο βουνό να πάω να βρω για να ξελεχωνιάσω;»

Πηγές: τα βιβλία των Περικλή Δουδούμη (1941) και Αθανασίου Λέλου (1953).


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Δυο λόγια πριν

2. Η Λαογραφία και ο ρόλος της στον χώρο της επαρχίας Καλαβρύτων.

3. Παράδοση, λαογραφία και τουρισμός στην εποχή μας

4. Γέννηση - παιδοκόμισμα - βάφτιση

5. Γάμος ή παντρειά

6. Θάνατος και κηδεία

7. Ήθη και έθιμα Χριστουγέννων στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες

8. Ήθη και έθιμα Χριστουγέννων στα Καλαβρυτοχώρια

9. Πρωτοχρονιάτικα έθιμα

10. Πρωτάγιαση - Θεοφάνια

11. Οι Αποκριές και η ιστορία τους

12. Χοιροσφαγή και αποκριές

13. Θερισμός – δεμάτια – θημωνιές - αλώνισμα

14. Ο Τρύγος

15. Ο Φλούδος

16. Η Ξυλοκοπή

17. Πώς έβγαινε το ρακί στο Βερσίτσι

18. Τα Καλαβρυτινά πανηγύρια

19. Η εμποροζωοπανήγυρη των Τριποτάμων

20. Η εμποροζωοπανήγυρη της Στρέζοβας

21. Η εμποροζωοπανήγυρη των Καλαβρύτων

22. Η εμποροζωοπανήγυρη των Μαζαιΐκων

23. Τα Καλαβρυτινά χάνια

24. Οι αγωγιάτες

25. Κυριάκος Ζάφειρας ( Λαγκαδινός λαδάς)


26. Ο Αϊ – Λιας ή Μελίσσι. Το Βερσιτσιώτικο βουνό.

27. Στον Αϊ – Λια και τις παραφυάδες του

28. Βερτσιώτικα Στανοτόπια

29. Η Μαύρη Βρύση

30. Το πλατάνι του Παυσανία στην Ψωφίδα

31. Το αηδόνι στην λαογραφία μας

32. Η πέρδικα στην λαογραφία μας

33. Ο αετός στην λαογραφία μας

34. Το αθάνατο ελληνικό δημοτικό τραγούδι ως κορυφαία πολιτιστική μας κληρονομιά

35. Του Κωνσταντίνου Καμενιανίτη

36. Πώς με ονόμαζαν οι μαθητές μου


ΕΡΓΑ ΝΩΝΤΑ ΠΕΡ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Α. ΠΟΙΗΣΗ

1. Αντίλαλοι, Αθήνα 1962

2. Αγιοκλήματα και Πολυτρίχια, Αθήνα 1963

3. Περιπλανήσεις, Αθήνα 1972

4. Κραυγές στη Νύχτα, Πάτρα 1988

5. Αγάπες και Καημοί, Πάτρα 1996

Β. ΙΣΤΟΡΙΑ

1. Το Βερσίτσι στον Αγώνα του 1821, Αθήνα 1971

2. Βερσιτσιώτες Αγωνιστές, 1821-1828, Αθήνα 1997

3. Επιδρομές του Ιμπραήμ στα Καλάβρυτα, Αθήνα 1977

4. Μνήμη Καλαβρυτινών, Πάτρα 1986

5. ET IN EGO ARCADIA (NATUS SUM), Πάτρα 1995

(Κι εγώ εν Αρκαδία εγεννήθην)

6. Ιστορία Συλλόγου Σειραίων, Πάτρα 1985

Γ. ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

1. Καλαβρυτινά Δημοτικά Τραγούδια, Πάτρα 1985

2. Λαογραφικά Βερσιτσίου, Αθήνα 1974

3. Το Βερσίτσι και τα Μνημεία του, Αθήνα 1972

4. Κυπριακά – Ήθη και Έθιμα – Παραδόσεις, Πάτρα 1990

5. Αγωγή του Κυπρίου Πολίτου, Λευκωσία 1963

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου