Η «Οδύσσεια» του θεσμού της πολιτιστικής χορηγίας |
Γράφει η Αναστασία Πρίφτη
Στόχος της συνοπτικής αυτής παρουσίασης του θεσμού της πολιτιστικής χορηγίας είναι η καταγραφή της πορείας διαμόρφωςής του και η κριτική επισκόπηση της αποτελεσματικότητάς του. Η παρουσίαση δε αυτή φιλοδοξεί, δυστυχώς όχι ακόμη, να αποτελέσει οδηγό για όσους θέλουν να ενισχύσουν ή να ενισχυθούν χορηγικά στον τομέα του πολιτισμού. Οδηγό θα μπορούσε να αποτελέσει, βέβαια, εάν οι νομοθετικοί πειραματισμοί που γίνονται τα τελευταία χρόνια είχαν καταλήξει να ανοίξουν χορηγικούς δρόμους, αντί να βάζουν εμπόδια. Η ελπίδα και οι κινητήριες δυνάμεις υπάρχουν. Χρειάζεται όμως άμεση απεμπλοκή από τα εμπόδια, με τη συμβολή τόσο του κράτους όσο και όλων όσων ενδιαφέρονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο για τον πολιτισμό. Οι πολιτισμικές πρωτοβουλίες επιζητούν οικονομική στήριξη και ένα γόνιμο περιβάλλον για να αναπτυχθούν. Αξίζει άλλωστε τον κόπο γιατί η επένδυση στον πολιτισμό σημαίνει ανάπτυξη και η ανάπτυξη είναι το ζητούμενο των ημερών μας. Ο θεσμός της πολιτιστικής χορηγίας Ας δούμε όμως ποιες είναι οι πτυχές αυτού του ζητήματος. Όταν αναφερόμαστε στο θεσμό της πολιτιστικής χορηγίας, τι ακριβώς εννοούμε; Χρειάζεται ο πολιτισμός ένα θεσμοθετημένο πλαίσιο ώστε να απολαύσει τα οφέλη της χορηγίας; Πρέπει να παρεμβαίνει το κράτος με νόμο για να ορίσει μία σχέση με αμοιβαία ούτως ή άλλως οφέλη; Τα παραπάνω ερωτήματα εξακολουθούν να είναι και σήμερα ανοικτά και να απασχολούν όλους όσους έχουν περάσει τη δική τους «Οδύσσεια» προκειμένου να ενισχύσουν μία πολιτισμική δραστηριότητα είτε είναι χορηγοί είτε είναι φορείς που αναπτύσσουν πολιτισμική δράση. Στην Ελλάδα, η χορηγία είναι μία παλιά πρακτική με ένδοξο παρελθόν. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το ρόλο των χορηγών στην αρχαία Ελλάδα και θα καταλάβει ότι η προσφορά τους υποστήριξε πολλά σημαντικά έργα της εποχής και έχαιρε αναγνώρισης και επαίνων από όλους τους πολίτες. Στις μέρες μας, χορηγική πραγματικότητα στο χώρο του πολιτισμού είναι συνεχώς μεταβαλλόμενη και δύσκολα ένας ορισμός μπορεί να περιβάλει κάθε όψη της. Οι επιχορηγούμενοι πολιτιστικοί φορείς είναι κυρίως: Μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί (ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ) όπως π.χ. μουσεία, θέατρα, φεστιβαλικοί οργανισμοί και πολιτιστικά κέντρα, αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες όπως π.χ. θέατρα και φυσικά πρόσωπα όπως π.χ. καλλιτέχνες. Μέσω της χορηγίας οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να διεκδικήσουν και να εξασφαλίσουν πόρους, χρηματικούς και σε είδος, αλλά και επικοινωνιακά οφέλη μέσα από την επαφή τους με νέες ομάδες κοινού (επιχειρηματίες, στελέχη εταιρειών, μέλη του πνευματικού, πολιτιστικού και πολιτικού κόσμου) οι οποίες μπορούν να τους εξασφαλίσουν μελλοντικές χορηγικές συνεργασίες και συμφωνίες. Από την άλλη πλευρά, οι χορηγοί μέσω της προσφοράς τους συμμετέχουν ενεργά στο πολιτιστικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής και αποκτούν κύρος και αναγνωρισιμότητα. Πολλές εταιρείες έχουν διαμορφώσει ειδικό τομέα, τον τομέα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, διότι έχουν κατανοήσει ότι έχουν οφέλη εάν αποδώσουν πάλι στην κοινωνία ένα μέρος των κερδών τους, με τη μορφή της χορηγικής προσφοράς, κέρδη που αποκόμισαν άλλωστε μέσω αυτής. Ορισμένες, μάλιστα, εταιρείες που εδρεύουν στην Ελλάδα επηρεάζονται θετικά από το χορηγικό πρότυπο των μητρικών τους εταιρειών ή άλλων ανταγωνιστικών ή μη εταιρειών του εξωτερικού. Η πορεία της πολιτιστικής χορηγίας στην Ελλάδα Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια σύζευξης των αναγκών των πολιτιστικών φορέων με τους υποψήφιους χορηγούς άρχισε να ξεχωρίζει ως πρακτική με την ίδρυση του Ομίλου Ενίσχυσης Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων (ΟΜΕΠΟ), στα τέλη του 1986. Η συμβολή του ΟΜΕΠΟ ήταν πολύ σημαντική στην ευαισθητοποίηση των εταιριών πάνω σε πολιτιστικά θέματα με στόχο την ενθάρρυνση εταιρικών χορηγιών προς πολιτιστικούς φορείς, πολιτιστικά προγράμματα και εκδηλώσεις. Το 1990 καθιερώθηκαν από τον ΟΜΕΠΟ και τα ετήσια χορηγικά βραβεία που δίδονταν σε χορηγούς. Το Δεκέμβριο του 1998, ο ΟΜΕΠΟ, μετά από απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου, διέκοψε τη λειτουργία του. Την εποχή λειτουργίας του με κοινή απόφαση των Υπουργείων Οικονομικών και Πολιτισμού (50532/1998) συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή, η οποία γνωμοδοτούσε σχετικά με την ένταξη ή μη ενός φορέα στην κατηγορία εκείνων που επιδιώκουν πολιτιστικούς σκοπούς. Ως πολιτιστικοί σκοποί ορίζονταν κυρίως η καλλιέργεια, η προαγωγή και διάδοση των γραμμάτων, της μουσικής, του χορού, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της ζωγραφικής, της γλυπτικής και των τεχνών γενικότερα, καθώς και η ίδρυση, επέκταση συντήρηση των αναγνωρισμένων ιδιωτικών μουσείων όπως τέχνης, φυσικής ιστορίας, εθνολογικών και λαογραφικών. Την ίδια χρονική περίοδο, το 1997, ψηφίστηκε ο λεγόμενος «χορηγοκτόνος» νόμος (Ν2459/97) που επέβαλε φορολογία 20% σε κάθε χορηγία. Τα χρήματα αυτά τα διαχειριζόταν το Υπουργείο Πολιτισμού ανάλογα με τη δική του βούληση. Συνέπεια του νόμου αυτού ήταν ότι μέσα σε δύο χρόνια, η καταγεγραμμένη μέσω του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων χορηγική κίνηση να μειωθεί κατά 85%. Στη συνέχεια εν’ όψει των Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004 το καθεστώς της χορηγίας βελτιώθηκε με ειδική νομοθεσία για τις ολυμπιακές χορηγίες (Ν.2833/2000 και Ν.2992/2002). Σύμφωνα με αυτήν, υπήρξε πλήρης φοροαπαλλαγή από τα κέρδη της εταιρείας ή το εισόδημα του χορηγού για το ποσό της χορηγίας που προοριζόταν για τους σκοπούς των Ολυμπιακών Αγώνων. Λίγο αργότερα διαμορφώθηκε και ισχύει μέχρι σήμερα ο Ν.3525/2007 για την πολιτιστική χορηγία. Σύμφωνα με αυτόν, ως πολιτιστική χορηγία ορίζεται η χρηματική ή άλλης μορφής οικονομική παροχή σε είδος, άυλα αγαθά ή υπηρεσίες από πρόσωπα. Μεθοδεύεται δε με έγγραφες συμβάσεις οι οποίες παράγουν αμοιβαίες υποχρεώσεις για τα συμβαλλόμενα μέρη. Προβλέπεται ως αντιστάθμισμα της χορηγίας, η προβολή του κοινωνικού προσώπου και της ευποιίας του χορηγού. Οι χορηγοί ταξινομούνται με βάση οικονομικά κριτήρια στις κατηγορίες «Μεγάλος Χορηγός», «Χορηγός», «Υποστηρικτής» και «Φίλος». Σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο, το ποσό της χορηγίας εκπίπτει εξ ολοκλήρου από το φορολογητέο εισόδημα του χορηγού. Όμως, το αφαιρούμενο ποσό δε μπορεί να υπερβαίνει το 10% του συνολικού φορολογούμενου εισοδήματος ή των καθαρών κερδών που προκύπτουν από τα βιβλία της επιχείρησης. Η ρύθμιση αυτή έκανε τους χορηγούς πιο σκεπτικούς και πιο απρόθυμους να ενταχθούν στο παραπάνω πλαίσιο προκειμένου να προσφέρουν χορηγικά. Το πλαίσιο του Ν.3525/2007 περί πολιτιστικής χορηγίας Ο Ν.3525/2007 περί πολιτιστικής χορηγίας δημιούργησε και το γραφείο χορηγιών του πρώην Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (ΥΠΠΟΤ), το οποίο είναι αρμόδιο για την αναγνώριση και την πιστοποίηση μίας χορηγίας ως πολιτιστικής αλλά και για τις συνακόλουθες διαδικασίες (σύμβαση, διαδικασία επιχορήγησης κ.τ.λ.) που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της χορηγίας. Επίσης, παρέχει τα επίσημα έγγραφα για τη φοροαπαλλαγή των χορηγών. Αποδέκτες πολιτιστικής χορηγίας μπορούν να είναι όχι μόνο δημόσιες υπηρεσίες αλλά και κάθε μη κερδοσκοπικός οργανισμός με πολιτιστικούς σκοπούς. Προκειμένου για δωρεά χρηματικών ποσών, η χορηγία κατατίθενται σε ειδικό λογαριασμό του δωρεοδόχου ή του αποδέκτη της χορηγίας, που έχει ανοιχθεί σε τράπεζα ή στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Σε αυτή την περίπτωση, απαιτείται επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του Υπουργού Πολιτισμού, με την οποία χαρακτηρίζεται η χορηγία ως πολιτιστική. Επίσης, απαιτούνται τα πρωτότυπα αποδεικτικά καταβολής των ποσών εάν η χορηγία είναι χρηματικό ποσό και η υπουργική απόφαση για την εκτίμηση της αξίας της χορηγίας εάν αυτή έγινε σε είδος ή άυλα αγαθά ή υπηρεσίες, καθώς και το αποδεικτικό παράδοσης και παραλαβής της χορηγίας. Σύμφωνα με το Ν.3525/2007, η παρέμβαση του Υπουργείου στο πεδίο του πολιτισμού οφείλει να σέβεται και να προστατεύει την ανεξαρτησία και αυτονομία της πολιτιστικής έκφρασης είτε αυτή αφορά την πρωτογενή δημιουργία και την προβολή της είτε την αναπαράσταση των πολιτιστικών ταυτοτήτων σε πνεύμα πολιτιστικής ποικιλομορφίας. Σε σχετικό έγγραφο-πρόταση για μία νέα πολιτιστική πολιτική, που συντάχθηκε από ειδική ομάδα συγγραφέων για λογαριασμό του πρώην ΥΠΠΤ το Μάρτιο του 2012, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «η χάραξη και η υλοποίηση της πολιτιστικής πολιτικής οφείλει να διέπεται από τις αρχές της αποτελεσματικότητας, της διαφάνειας και της δημόσιας λογοδοσίας». Στο πλαίσιο της διαφάνειας και της δημόσιας λογοδοσίας συστάθηκε και λειτουργεί από το 2010 και το Μητρώο Πολιτιστικών Φορέων από το πρώην ΥΠΠΤ. Σύμφωνα με την παραπάνω πρόταση πολιτιστικής πολιτικής η λειτουργία του Μητρώου και η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των επιχορηγήσεων μέσω διαδικτύου αποτελεί ένα πολύ θετικό βήμα στην κατεύθυνση της διαφάνειας και της υιοθέτησης σαφέστερων, πληρέστερων και συστηματικότερων κανόνων για την χαρτογράφηση του πεδίου, την κατανομή πόρων σε επιχορηγούμενες δραστηριότητες και φορείς, και για την αξιολόγηση και τον έλεγχο τόσο του φυσικού αποτελέσματος όσο και των επιπτώσεων. Η εγγραφή στο Μητρώο Πολιτιστικών Φορέων του νυν πλέον υπέρ Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού προτείνεται για κάθε ενδιαφερόμενο φορέα. Η διαδικασία είναι αρκετά σαφής και το γραφείο Πολιτιστικών Δράσεων του Υπουργείου που είναι αρμόδιο είναι πρόθυμο να βοηθήσει. Αίτηση μπορεί να κάνει ένας φορέας οποτεδήποτε συγκεντρώνοντας όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και ακολουθώντας τη διαδικασία που περιγράφεται στη σχετική διαδικτυακή πύλη (http://drasis.culture.gr/index.php/taytothta-forea). Αν εγκριθεί η αίτηση του μπορεί να προχωρήσει, ως ενταγμένος πλέον φορέας στο Μητρώο Πολιτιστικών Φορέων, και να διεκδικήσει μέσω αίτησης επιχορήγησης την πολυπόθητη χορηγία. Κάπου εδώ σταματά η θεωρία και οι υψηλές προσδοκίες και προσγειωνόμαστε στην πραγματικότητα. Αυτή τη δύσκολη οικονομικά περίοδο που διανύουμε, οι φορείς που έχουν ενταχθεί στο Μητρώο Πολιτιστικών Φορέων είναι σε αναμονή ανακοίνωσης νέων προθεσμιών υποβολής αιτήματος επιχορήγησης. Θα αναμένουν αρκετά όμως καθώς όπως πληροφορηθήκαμε από το αρμόδιο γραφείο, δεν προβλέπεται να ανακοινωθούν το επόμενο διάστημα σχετικές προθεσμίες. Κριτική επισκόπηση της αποτελεσματικότητας του Ν.3525/2007 Είναι θεμιτό να μένουν χορηγοί και πολιτισμικοί οργανισμοί που επιθυμούν να επιχορηγηθούν σε αναμονή; Τι φταίει για αυτή τη στασιμότητα; Φταίει μήπως η κακή οικονομική κατάσταση, η οποία έτσι κι αλλιώς ευθύνεται και για πολλά άλλα δεινά των ημερών μας ή μήπως φταίει η απαγκίστρωση του θεσμού της πολιτιστικής χορηγίας στα γρανάζια του κράτους; Το πλαίσιο που σήμερα διέπει το καθεστώς των πολιτιστικών χορηγιών αποδεικνύεται στην πράξη ανεπαρκές, ενώ τα προβλήματά του εντοπίζονται κυρίως στην έλλειψη ουσιαστικών κινήτρων αλλά και στην ασφυκτική γραφειοκρατία. Το κράτος θέλει να έχει παρεμβατικό ρόλο στα χρήματα που διακινούνται μέσω των πολιτισμικών δράσεων παίζοντας το ρόλο του μεσάζοντα ή του φοροεισπράκτορα. Γιατί οι χορηγοί πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ύποπτοι φοροδιαφυγής ή να περιμένουν μεγάλα χρονικά διαστήματα ώσπου να εγκριθεί η χορηγία τους; Η διαδικασία που περιγράφεται παρακάτω είναι αρκετή για να τεκμηριώσει την άποψη ότι το πλαίσιο του νόμου Ν.3525/2007 είναι ανεπαρκές και για να κατανοήσει κανείς γιατί ο νόμος δε μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά για τους υποψήφιους χορηγούς και κατά συνέπεια και για τους αποδέκτες της χορηγίας. Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, η πρώτη κίνηση του χορηγού είναι να καταθέσει στο γραφείο χορηγιών αίτηση συνοδευόμενη από φάκελο με τα σχετικά δικαιολογητικά. Το γραφείο εξετάζει πρώτα από όλα μήπως τα χρήματα προέρχονται από παράνομη δραστηριότητα. Στη συνέχεια, αν η χορηγία προορίζεται για κάποιο μνημείο, ο φάκελος θα πρέπει να εξεταστεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ή το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, κατά περίπτωση) προκειμένου να υπάρξει γνωμοδότηση, θετική ή αρνητική. Κατόπιν, ο φάκελος πηγαίνει στο γραφείο του Υπουργού ο οποίος καλείται να υπογράψει την απόφαση. Όταν βγει η απόφαση ετοιμάζεται η χορηγική σύμβαση, η οποία και υπογράφεται. Τι γίνεται όμως με τα χρήματα της χορηγίας; Τα χρήματα της χορηγίας δεν πηγαίνουν αμέσως στον αποδέκτη, αλλά σε έναν ειδικό κωδικό του Κρατικού Προϋπολογισμού που αφορά το συγκεκριμένο Υπουργείο, εφόσον προορίζονται για το δημόσιο (στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε τράπεζα για τις άλλες περιπτώσεις). Το υπουργείο στη συνέχεια θα διαχειρισθεί τα χρήματα, όπως επιβάλλει το δημόσιο λογιστικό, προκειμένου να αποδοθούν στο έργο για το οποίο τα κατέθεσε ο χορηγός. Φυσικά όλη η παραπάνω διαδικασία απαιτεί χρόνο και υπομονή. Εν τω μεταξύ, αν η χορηγία δεν προφθάσει να απορροφηθεί στον επιθυμητό χρόνο που αναφέρεται στη σύμβαση, τότε τα χρήματα πηγαίνουν στη μεγάλη πληγή του χρέους της χώρας. Και το ερώτημα που ανακύπτει τελικά είναι, γιατί να περάσει όλη αυτή τη διαδικασία ένας χορηγός; Μήπως βγαίνει έτσι από τη λίστα των υπόπτων φοροδιαφυγής του κράτους; Το σίγουρο είναι ότι αν ακολουθήσει την παραπάνω διαδικασία σίγουρα μπαίνει στη λίστα των ταλαιπωρημένων αυτής της χώρας. Εκείνο που χρειάζεται η χορηγία στον τομέα του πολιτισμού είναι απλοποίηση των απαιτούμενων διαδικασιών. Ναι μεν έλεγχος αλλά λιγότερο σχολαστικός και επιφυλακτικός απέναντι στους χορηγούς. Χρειάζεται επίσης καλλιέργεια χορηγικής συνείδησης στους υποψήφιους χορηγούς. Πρέπει να είναι σαφή και ελκυστικά τα ανταποδοτικά οφέλη τόσο από την πλευρά του κράτους όσο και από την πλευρά των επιχορηγούμενων φορέων. Επιπλέον, χρειάζεται πιο συστηματική προβολή της χορηγικής προσφοράς από τα ΜΜΕ. Δεν είναι διαφήμιση η χορηγία στον πολιτισμό, αποτελεί σχέση με αμοιβαία οφέλη. Μέχρι όμως να αναδιαμορφωθεί το πλαίσιο λειτουργίας της πολιτιστικής χορηγίας προς το καλύτερο, τι γίνεται; Πολλές εταιρείες που επιθυμούν να χορηγήσουν ένα πολιτιστικό γεγονός ή δράση παρακάμπτουν το κράτος και «βαφτίζουν» το έξοδο ως έξοδο προβολής, το οποίο επίσης εκπίπτει εξ ολοκλήρου από το φορολογητέο εισόδημα χωρίς μάλιστα τον περιορισμό του 10%. Έτσι οι πολιτιστικοί φορείς που επιθυμούν να επιχορηγηθούν μπορούν να συνεχίζουν, εκτός του Ν.3525/2007, να προωθούν τις μελλοντικές δράσεις τους σε υποψήφιους χορηγούς. Αν και ο χώρος του πολιτισμού για το ελληνικό κράτος σε εποχές οικονομικής ένδειας δε φαίνεται να είναι το πρώτο ζητούμενο, ωστόσο οι δυνάμεις της αγοράς όλων όσων πιστεύουν ότι η πολιτισμική επιχειρηματικότητα σημαίνει ανάπτυξη, μπορούν να τραβήξουν το δικό τους δημιουργικό δρόμο συμπαρασύροντας όσους ακόμα πειραματίζονται. Πηγές:
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου