Γράφει ο Σταύρος Μαραγκός Περιβαλλοντολόγος
Ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και πιο συγκεκριμένα του Δήμου Αθηναίων δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στο ζήτημα της ανακύκλωσης ούτε και στο ζήτημα της μόλυνσης. Αφορά άμεσα το όραμα και την προοπτική που δίνει στην αστική ανάπτυξη. Και φυσικά το φυσικό περιβάλλον δεν είναι άσχετο από το αστικό. Μα, οι δημοτικές αρχές κινούμενες μέσα στη γνωστή ψηφοθηρική τακτική τους αδυνατούν να συγκροτήσουν μία ενιαία πρόταση. Η ίδια η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) δεν μπορεί να προτείνει ούτε και να συστήσει δικά της προγράμματα συνεργασίας· μόνο γενικόλογες ευχές και ρυθμιστικές προτάσεις θολής και αμφιβόλου αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, αν εξαιρέσουμε τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις που θεοποιώντας την ιδιωτική πρωτοβουλία πρεσβεύουν πως αυτή θα προστατεύσει το αστικό περιβάλλον, μόνη λύση ακόμα μία φορά φαντάζουν οι συντονισμένες δράσεις με τοπικούς φορείς.
Η τσιμεντοποίηση και η ευκαιριακή άκριτη πολεοδόμηση, άφησαν μακριά την ελπίδα για τη δημιουργία ανθρώπινων πόλεων. Οι ρυμοτομίες και οι πολεοδομικές διατάξεις απλά αποδεικνύουν την απουσία οράματος. Στοιχεία, τα οποία στην αρχική ανάπτυξη της οικονομικής επιστήμης θεωρούνταν «ελεύθερα» και «μη οικονομικά», όπως ο αέρας, το νερό, το φως και η ίδια η γη, γίνονται σπάνια, καθώς στις πόλεις αυτές η φύση έχει εξαφανιστεί εντελώς και πρέπει να παραχθεί.
Η κινηματική δημοτική αρχή αφουγκραζόμενη τις ανησυχίες των πολιτών για την προστασία του περιβάλλοντος είναι, εν τοις πράγμασι, υποχρεωμένη από τον πολιτικό της ρόλο να σχεδιάσει ένα βιώσιμο φυσικό ανθρωπογενές περιβάλλον.
ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ & ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΙΑ
Καθώς τέσσερις στους πέντε Ευρωπαίους πολίτες ζουν σε αστικές περιοχές, η ποιότητα της ζωής τους και του περιβάλλοντός τους εξαρτάται από το πώς είναι διαμορφωμένες οι πόλεις και πώς λειτουργούν. Οι πόλεις είναι ο τόπος όπου δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις, πραγματοποιούνται επενδύσεις και δημιουργούνται θέσεις εργασίας και, επομένως, αποτελούν τον τόπο όπου οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές συνιστώσες της αειφόρου ανάπτυξης είναι πολύ περισσότερο έντονες. Η στρατηγική της ΕΕ για την αειφόρο ανάπτυξη αποσκοπεί στην «ενθάρρυνση των τοπικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι αστικές περιοχές· διατύπωση συστάσεων για τις στρατηγικές ολοκληρωμένης ανάπτυξης για τις αστικές και τις περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές». Οι ευρωπαϊκές αστικές περιοχές αντιμετωπίζουν πολλές περιβαλλοντικές προκλήσεις. Σε όλα τα παραπάνω η Αθήνα συμπεριλαμβάνεται και ίσως να κατακτά και τον τίτλο του Πρωταθλητή. Παρότι η κλίμακα και η ένταση των προβλημάτων ποικίλουν, είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ένα κοινό σύνολο ζητημάτων. Στα προβλήματα αυτά περιλαμβάνονται η κακή ποιότητα του αέρα, ο όγκος της κυκλοφορίας και η κυκλοφοριακή συμφόρηση, τα υψηλά επίπεδα περιβαλλοντικού θορύβου και η έλλειψη χώρων, όπως αθλητικών χώρων, χώρων παιχνιδιού και αναψυχής, η εγκατάλειψη του δομημένου περιβάλλοντος, τα υψηλά επίπεδα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η άναρχη δόμηση και η δημιουργία μεγάλων όγκων αποβλήτων και λυμάτων. Αυτές οι περιβαλλοντικές προκλήσεις είναι σοβαρές και έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην υγεία, το περιβάλλον και τις οικονομικές επιδόσεις. Τα προβλήματα αυτά οφείλονται, εν μέρει, στις αλλαγές στον τρόπο ζωής και στις δημογραφικές εξελίξεις (αυξανόμενη εξάρτηση από τα ιδιωτικά αυτοκίνητα, αύξηση των μονομελών νοικοκυριών, αυξανόμενη κατά κεφαλήν χρήση πόρων). Οι λύσεις πρέπει να είναι προοδευτικές και να αντιμετωπίζουν τους μελλοντικούς κινδύνους, όπως είναι οι επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος (π.χ. η αύξηση των πλημμυρών) καθώς και να συμβάλλουν σε εθνικές, περιφερειακές και παγκόσμιες πολιτικές, όπως είναι η προοδευτική μείωση της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα. Τα περιβαλλοντικά προβλήματα στις πόλεις είναι ιδιαίτερα σύνθετα και αλληλένδετα. Τοπικές πρωτοβουλίες επίλυσης ενός προβλήματος μπορεί να οδηγήσουν σε νέα προβλήματα αλλού. Παραδείγματος χάριν, οι πολιτικές για τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα με την αγορά καθαρών λεωφορείων μπορεί να υπονομευθούν από την αύξηση της μετακίνησης με ιδιωτικά αυτοκίνητα, εξαιτίας των αποφάσεων χρήσης γης, οι οποίες ενθαρρύνουν έμμεσα την αύξηση αυτή (π.χ. κατασκευή χώρων στάθμευσης στα αστικά κέντρα).
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ & Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ
Ανταποκρινόμενο στις προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές πόλεις, ζητούμενο είναι η ανάπτυξη μιας θεματικής στρατηγικής για το αστικό περιβάλλον, με στόχο να συμβάλει «σε μια καλύτερη ποιότητα ζωής μέσω μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης με επίκεντρο τις αστικές περιοχές» και στη διαμόρφωση «ενός υψηλού επίπεδου ποιότητας ζωής και κοινωνικής ευημερίας των πολιτών, παρέχοντας ένα περιβάλλον στο οποίο το επίπεδο ρύπανσης δεν θα επιφέρει επιβλαβείς επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον και ενθαρρύνοντας την αειφόρο αστική ανάπτυξη».
Δεδομένης της πολυμορφίας των αστικών περιοχών και των υφιστάμενων εθνικών, περιφερειακών και τοπικών περιστάσεων, η στρατηγική δεν υπαγορεύει τις λύσεις που θα πρέπει να υιοθετήσουν οι πόλεις, καθώς θα ήταν αδύνατον να προτείνει μία κοινή προσέγγιση για όλες τις περιπτώσεις. Οι στόχοι της στρατηγικής έχουν στηριχθεί, και εξακολουθούν να στηρίζονται, από κοινοτικά χρηματοδοτικά προγράμματα (βλέπε κατωτέρω). Η αειφόρος αστική ανάπτυξη απαιτεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση και η θεματική στρατηγική συνιστά στις εθνικές και περιφερειακές αρχές να στηρίξουν τους δήμους στην επίτευξη πιο ολοκληρωμένης διαχείρισης σε τοπικό επίπεδο. Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται τόσο από το Συμβούλιο, όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Οι ολοκληρωμένες προσεγγίσεις περιλαμβάνουν μακροπρόθεσμα στρατηγικά οράματα και συνδέουν διαφορετικές πολιτικές σε διαφορετικά διοικητικά επίπεδα, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή. Η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική διαχείριση συνεπάγεται επίσης την κοινή αντιμετώπιση συναφών ζητημάτων, όπως είναι η αστική διαχείριση και διακυβέρνηση, ο ολοκληρωμένος χωροταξικός σχεδιασμός, η οικονομική ευημερία και ανταγωνιστικότητα, η κοινωνική ενσωμάτωση και η περιβαλλοντική προστασία. Παραδείγματος χάρη, η εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας περί της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα στις πόλεις δεν έχει αντίκτυπο μόνο στον έλεγχο της ρύπανσης και τη διαχείριση της κυκλοφορίας, αλλά απαιτεί επίσης συνδυασμένες προσπάθειες όσον αφορά τη διαχείριση των μεγάλων και μικρών αστικών κέντρων, τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, τις επιπτώσεις στην υγεία και την κοινωνική δικαιοσύνη (λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες θιγόμενες κοινωνικές ομάδες και τις δυσανάλογες επιβαρύνσεις των περιβαλλοντικών επιπτώσεων). Η θεματική στρατηγική για το αστικό περιβάλλον απαιτεί την καλύτερη διαχείριση των αστικών περιοχών μέσω της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής διαχείρισης σε τοπικό επίπεδο. Η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική διαχείριση χαρακτηρίζεται από τη στρατηγική διαχείριση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων όλων των δραστηριοτήτων στο πλαίσιο ενός ολόκληρου τομέα δραστηριοτήτων μιας πολιτικής αρχής και/ή μιας οικοδομημένης πόλης. Η προσέγγιση βασίζεται στη διατμηματική και τομεακή συνεργασία, τη δέσμευση μαζί με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και την ολοκλήρωση τοπικών, περιφερειακών και εθνικών πολιτικών. Όπως προκύπτει επομένως λογικά, σκοπός των εν λόγω οδηγιών είναι η ενίσχυση των δημοτικών αρχών στην απόφαση να ακολουθήσουν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση προς την αστική διαχείριση, η οποία απαιτεί μια ολιστική, συγκροτημένη και προσεκτικά μελετημένη προσέγγιση που θα αναγνωρίζει τις βασικές προκλήσεις, θα εκτιμά την ισχύουσα κατάσταση, θα θέτει στόχους πολιτικής, θα αξιολογεί τις διαθέσιμες επιλογές πολιτικής, θα δεσμεύεται μαζί με τα ενδιαφερόμενα μέρη και θα οδηγεί στην υλοποίηση αποτελεσματικών πολιτικών.
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ (IEM)
Οι δημοτικές αρχές είναι αρμόδιες για πλήθος διαφορετικών δραστηριοτήτων. Η άσκηση ή η διαχείριση των δραστηριοτήτων αυτών πραγματοποιείται από πολλά διαφορετικά τμήματα των οργανώσεών τους, συχνά με περιορισμένους πόρους. Η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική διαχείριση (Integrated Environmental Management – ΙΕΜ) προσφέρει ένα εργαλείο για τη βελτίωση της συνοχής και της συνεκτικότητας μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών, από περιβαλλοντική άποψη, και ένα μέσο για τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών αυτών στα πλαίσια των διαθέσιμων προϋπολογισμών. Μπορεί επίσης να προσφέρει μεγαλύτερη διαφάνεια στη χάραξη πολιτικών και να ενθαρρύνει μεγαλύτερη συμμετοχή και αποδοχή από την πλευρά του κοινού. Η ολοκληρωμένη περιβαλλοντική διαχείριση συνάδει απόλυτα με τη στρατηγική της Λισαβόνας για την καινοτομία, την ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση, και από την πείρα προκύπτει ότι η δημιουργία συστήματος ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής διαχείρισης μπορεί να συμβάλει στην προώθηση των στόχων της αειφορίας. Στα πιθανά οφέλη ενός συστήματος ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής διαχείρισης είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται ορισμένα από τα ακόλουθα: επίτευξη συμμόρφωσης με την ισχύουσα περιβαλλοντική νομοθεσία με αποτελεσματικότερο και οικονομικά αποδοτικότερο τρόπο, βελτιωμένη συνοχή και αποτελεσματικότητα διαφόρων μέτρων πολιτικής βελτίωση κύρους και «ανταγωνιστικότητας» της (τοπικής αρχής) πόλης, ενίσχυση της περιβαλλοντικής συνείδησης των πολιτών, των υπαλλήλων της τοπικής αρχής και των ενδιαφερομένων, ενισχυμένη συνεργασία και επικοινωνία μεταξύ των πολιτών και των αρχηγών των πόλεων, με τη δημιουργία δικτύων, εξοικονόμηση δαπανών με τη μείωση πόρων και επιχειρήσεων κοινωνικής ωφελείας, βελτιώνοντας την οικονομική ανταγωνιστικότητα μέσω της περικοπής των δαπανών, εναρμόνιση των υποχρεώσεων αναφοράς, συμβολή στην επίτευξη των εθνικών και ευρωπαϊκών στόχων σχετικά με το περιβάλλον και τη στρατηγική της Λισαβόνας, ώστε «να καταστεί η Ευρώπη πιο ελκυστική για επενδύσεις και εργασία».
Πέρα από τα βασικά στοιχεία είναι σημαντικό να υποδεικνύονται τα ζητήματα τα οποία θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με μια ολοκληρωμένη προσέγγιση. Βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών και της πείρας που έχει αποκομιστεί μέχρι σήμερα, ένα σύστημα ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής διαχείρισης θα μπορούσε να αφορά ορισμένα ή όλα τα ακόλουθα θέματα, τα οποία αφορούν την αειφόρο αστική ανάπτυξη. Ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός, παρουσιάζει όμως ζητήματα τα οποία έχουν συμπεριληφθεί από άλλους στο σχεδιασμό της ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής τους διαχείρισης:
βελτίωση της ποιότητας του νερού βελτίωση της διαχείρισης των αποβλήτων αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και χρήση ανανεώσιμης ενέργειας μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα βελτίωση των αστικών μεταφορών πρόληψη και μείωση του θορύβου και προστασία των ήσυχων περιοχών καλύτερη τοπική διακυβέρνηση καλύτερη χρήση γης και χωροταξία αύξηση της βιοποικιλότητας και των χώρων πρασίνου μείωση των περιβαλλοντικών κινδύνων
Παρά την πολυμορφία των εμπειριών και των καταστάσεων, οι μικρές και μεγάλες πόλεις της Ευρώπης παρουσιάζουν κοινές τάσεις και αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις. Οι τάσεις είναι η παγκοσμιοποίηση και αναδιάρθρωση της οικονομίας, οι κοινωνικές αλλαγές και η αύξηση του αποκλεισμού, οι πιέσεις στο περιβάλλον, η δημοσιονομική στενότητα και οι αλλαγές των θεσμικών σχέσεων. Η οικονομική ευημερία, η κοινωνική ένταξη και η προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος πρέπει να είναι αλληλοσυμπληρούμενοι και αλληλοενισχυόμενοι στόχοι μιας στρατηγικής βιώσιμης αστικής ανάπτυξης που θα:
βελτιώσει την οικονομική ευρωστία των αστικών κέντρων, και κυρίως στις αναπτυξιακά καθυστερημένες περιφέρειες, μέσω της επιχειρηματικότητας και της αξιοποίησης νέων πηγών απασχόλησης, με στόχο την προώθηση ενός πολυκεντρικού και ισορροπημένου ευρωπαϊκού συστήματος αστικής ανάπτυξης. οργανώσει τη δυνατότητα πρόσβασης στα οφέλη της αυξημένης παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας με δίκαιο τρόπο, θα μειώνει τον κοινωνικό αποκλεισμό και θα βελτιώνει το επίπεδο ασφάλειας. καθιστά τις πόλεις περισσότερο βιώσιμες από περιβαλλοντική άποψη και θα αποτρέπει επιβολή του αναπτυξιακού του κόστους στο άμεσο περιβάλλον τους. ενθαρρύνει καινοτόμες και ευέλικτες διαδικασίες λήψης αποφάσεων καθώς και αστικούς θεσμικούς φορείς που θα διευρύνουν τη συμμετοχή και θα ενσωματώνουν τις ενέργειες εταίρων του δημόσιου και ιδιωτικού φορέα και των οργανισμών αυτοδιοίκησης. (Αειφόρος αστική ανάπτυξη στην Ε.Ε: πλαίσιο Δράσης, 1998)
Η κοινοτική Πρωτοβουλία URBAN και τα πρότυπα αστικά έργα έχουν καταδείξει τη σημασία της ολοκληρωμένης δράσης για αστική ανάπτυξη. Οι ολοκληρωμένες ενέργειες αστικής ανάπτυξης σχεδιάζονται ως αναπόσπαστο μέρος των αναπτυξιακών σχεδίων όπως προβλέπει το άρθρο 14 της πρότασης κανονισμού περί καθορισμού των γενικών διατάξεων για τα Διαρθρωτικά Ταμεία.
Τα Ε.Π. θα πρέπει να περιέχουν σαφή αναφορά στα αναπτυξιακά προβλήματα, τη δυναμική και τους στόχους για τις βασικές αστικές περιοχές της κάθε περιφέρειας. Πρέπει επίσης να προσδιορίζουν τους κατάλληλους εταίρους, τα βασικά δεδομένα και τους δείκτες παρακολούθησης.
Δεν πρέπει να περιορίζονται σε μια απλή κλαδική διάσταση της περιφερειακής δράσης, θα πρέπει να οργανώσουν ένα σαφώς ολοκληρωμένο σύνολο μέτρων γι’ αυτές τις αστικές περιοχές που να εντάσσονται στην περιφερειακή στρατηγική.
Οι ολοκληρωμένες ενέργειες αστικής ανάπτυξης μπορούν να συνδυάζουν μέτρα που:
συμβάλλουν στη διαφοροποίηση και την ευελιξία της τοπικής οικονομίας, στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και της τοπικής απασχόλησης, στη βελτίωση του αστικού χώρου (περιλαμβανομένων βιώσιμων συστημάτων μεταφορών, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της ορθής ενεργειακής διαχείρισης, που όλα συμβάλλουν σημαντικά στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης), στην ανάπλαση ιστορικών κέντρων και στην ανάπτυξη αστικών υποδομών και τεχνολογίας.
Πρέπει επίσης να δοθεί έμφαση στην ανανέωση και την παγίωση του αστικού ιστού και στις μικτές χρήσεις γης και να δοθεί προσοχή στη συμπληρωματικότητα ανάμεσα στις αστικές περιοχές στο εσωτερικό των περιφερειών και ανάμεσα στις αστικές και αγροτικές περιοχές.
Επιπρόσθετα πρέπει να δοθεί προσοχή στα μεγάλα αστικά κέντρα τα οποία δεν εντάσσονται απ’ ευθείας στο διευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών (ΔΕΔ-Μ) και στη στήριξη των τοπικών και περιφερειακών διασυνδέσεων των δικτύων μεταφορών με τα εθνικά δίκτυα και το ΔΕΔ-Μ. Θα υπάρξει επίσης ιδιαίτερη ανάγκη για χρηματοδότηση παρόμοιων συστημάτων από το ΕΣΠΑ, λόγω της μεγάλης ρύπανσης των μεγάλων αστικών κέντρων στις υπό ένταξη χώρες.
Οι ολοκληρωμένες ενέργειες αστικής ανάπτυξης μπορεί επίσης να χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία συνεργιών με άλλες πολιτικές της Ε.Ε καθώς και με εθνικές περιφερειακές και τοπικές δράσεις.
Η δράση σε επίπεδο αστικών περιοχών εντάσσεται και στους τέσσερις άξονες των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση (βελτίωση της ικανότητας προς απασχόληση, ανάπτυξη επιχειρηματικού πνεύματος, ενθάρρυνση της δυνατότητας προσαρμογής των επιχειρήσεων και των απασχολουμένων τους, ενίσχυση των πολιτικών για ίσες ευκαιρίες.
Η αναγκαιότητα ενός στρατηγικού και διαχρονικού σχεδιασμού για την αστική ανάπτυξη είναι πλέον κρίσιμη. Οι αποσπασματικές και χωροταξικά διάσπαρτες δράσεις απέτυχαν στο παρελθόν να αντιμετωπίσουν την πολυπλοκότητα των αστικών προβλημάτων. Η αστική διάσταση με την έννοια της προώθησης της βιωσιμότητας και ανταγωνιστικότητας πέρα από τον στρατηγικό σχεδιασμό απαιτεί και την συνεργασία όλων των σχετικών φορέων.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου