ΟΙ αναγκαίες συνθήκες της συνεργατικής κοινωνικής οικονομίας
Αναμφίβολα, οι νέες τεχνολογίες αλλάζουν τα δεδομένα στο χώρο της
εργασίας. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται για πρώτη φορά και είναι
χαρακτηριστικό της μετάβασης από τη 2 η στην 3 η βιομηχανική επανάσταση..
Συμπερασματικά ήταν αντικειμενικοί οι λόγοι της ανάπτυξης της μισθωτής
εργασία την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και αντικειμενικοί οι
λόγοι της σημερινής συρρίκνωσης με όχημα τις νέες τεχνολογίες
πληροφορικής, ψηφιοποιήσεις δεδομένων τεχνητής νοημοσύνης και
ρομποτικής που εκτοπίζουν τα εργατικά χέρια.
Για τους πολλούς νέους η μισθωτή εργασία σήμερα δεν είναι επαχθής, αλλά
δυσεύρετη και υπό αυτές τις συνθήκες συζητάει εναλλακτικά κάποιο
επάγγελμα ως αυτοαπασχολούμενος. Εάν το σύστημα της αγοράς μπορούσε
να προσφέρει σ΄ αυτές τις συνθήκες, νέες θέσεις εργασίας το σύστημα αυτό
δεν θ΄ άλλαζε ποτέ για ιδεολογικούς λόγους και μόνο.
Μολαταύτα, οι κυρίαρχες ιδεολογίες της κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς
συγκλίνουν στη διατήρηση της κυρίαρχης σχέσης το καθεστώς της μισθωτής
εργασίας. Και η εξήγηση είναι ότι οι οργανώσεις των εργοδοτών και των
εργαζομένων θέλει να μείνει σ΄αυτό το καθεστώς που θεωρεί πιο ασφαλές. Τα
κόμματα έτσι δεν προπορεύονται αλλά ακολουθούν.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι ένα μέρος των εργοδοτών και ένα μέρος των
εργαζομένων προδίδεται από αυτή την εμμονή. Οι μικρές επιχειρήσεις βάζουν
λουκέτο και ένα μέρος των εργαζομένων μένουν άνεργοι. Η συνδικαλιστική
πίεση πετυχαίνει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και έχει ως
συνέπεια να κλείσουν πιο γρήγορα αυτές οι επιχειρήσεις.
Το μοντέλο να αναλάβουν οι εργαζόμενοι τις επιχειρήσεις που κλείνουν δεν
είχε επιτυχία όπου επιχειρήθηκε. Η συνεταιριστική επιχειρηματικότητα
διαπιστώθηκε από τον χρόνο και χρειάζεται νέους θεσμούς και από την άλλη
μεριά απαιτεί υψηλό επίπεδο συνεργατικής συνείδησης και υπέρβαση του
ατομισμού που συνηθίσαμε στο επίπεδο της μισθωτής εργασίας. Κατόπιν
πρέπει να εξετάσουμε το πολιτικό περιβάλλον. ΟΙ αυτοαπασχολούμενοι και οι
συνεργαζόμενοι στους συνεταιρισμούς έχουν μικρή επιρροή στα κόμματα
στην Ελλάδα.
Τα διανοήματα και θεωρίες της νεωτερικότητας δεν μπορούν να εξηγήσουν
την πολυπλοκότητα του φαινομένου όπως παρουσιάζεται σήμερα. Οι θεωρίες
της αξίας τόσο του Άνταμ Σμιθ όσο και του Μαρξ επικεντρώνονται στην αξία
της εργασίας ως προϋπόθεση για το κέρδος και στον ανταγωνισμό των
επιχειρήσεων που μειώνει τις τιμές για τον καταναλωτή. Δεν λαμβάνουν
υπόψη την μεγάλη μετατόπιση της αγοράς εργασίας από τον πρωτογενή και
δευτερογενή τομέα στις υπηρεσίες. Την έκταση του κράτους και την υψηλή
φορολογία για να συντηρηθεί το σύστημα σε ισορροπία.
Δεν λαμβάνεται υπόψη πως το κράτος εκείνη την περίοδο ως εργοδότης είχε
πολύ μικρό μερίδιο στην προσφορά εργασίας. Δεν υπολογίζουν επίσης
πνευματική ιδιοκτησία που σήμερα κυριαρχεί στην εκμετάλλευση. Σε εκείνη
την εποχή τα εισοδήματα από την έγγεια ιδιοκτησία είχαν πτωτική τάση.
Αργότερα όμως, με τη συγκεντροποίηση των πληθυσμών στα αστικά κέντρα,
όταν η γη έγινε οικόπεδα απέκτησε το 20% τις αξίας των ακινήτων. Πολλοί
πλούτισαν από αυτή τη διαδικασία. Τα ακίνητα προσφέρουν εισοδήματα
στους ιδιοκτήτες τους και από την άλλη έγιναν εγγυήσεις για στεγαστικά και
καταναλωτικά δάνεια, κι αυτό το ζήσαμε μέχρι να σκάσει η οικονομική φούσκα
του 2008.
Επομένως, είναι μονοδιάστατη η αντίληψη ότι μόνο με την μισθωτή εργασία
παράγεται αξία και υπεραξία, αγνοώντας την έκταση και το κόστος του
κράτους, τα χρηματοοικονομικά και τους τόκους του κεφαλαίου που
δεσμεύουν και τα ίδια τα κράτη.
Μέσα σ΄ αυτό το φαύλο κύκλο τα κράτη υπερφορολογούν όχι μόνο τους
εργαζόμενους αλλά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αδυνατούν να
αντέξουν τον ανταγωνισμό των μεγάλων επιχειρήσεων που μπορούν να
εκμεταλλευτούν τις νέες αυτοματοποιημένες τεχνολογίες αλλά και τις
δυνατότητες να εκμεταλλεύονται κεφάλαια από μετοχές στο χρηματιστήριο. Το
κυριότερο από όλα την πνευματική ιδιοκτησία και τις μονοπωλιακές πατέντες.
Διαφορετικά, λοιπόν, περιθώρια εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας
υπάρχουν στη βάση από την κορυφή της πυραμίδας. Η μισθωτή εργασία έχει
διαβαθμίσεις και δεν είναι ενιαία όπως στην άνθηση της βιομηχανικής
επανάστασης που εκφραζόταν από τα συνδικάτα. Στις μεγάλες επιχειρήσεις
αλλά και στο κράτος υπάρχουν αρκετοί υψηλόμισθοι μισθωτοί αλλά και μισθοί
πείνας με μερική απασχόληση. Οι συνθήκες που διαμορφώνονται με την
ανεργία και τη μερική απασχόληση δεν ευνοούν πλέον το μαζικό
καταναλωτισμό κι αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις στις μικρές επιχειρήσεις
που είναι αναγκασμένες να λειτουργούν με μικρά κέρδη
Το κόλπο Grosso την τεχνητή διόγκωση του καταναλωτισμού με τα δάνεια
από τις τράπεζες το οποίο προσωρινά για δύο δεκαετίες είχε τονώσει το
λιανικό εμπόριο και τη διόγκωση της μισθωτής εργασίας αποκαλύφθηκε το
2008 με τις γνωστές συνέπειες. Την υπερχρέωση στα νοικοκυριά από τις
τράπεζες και στη συνέχεια τη διόγκωση κρατικού χρέους που ήλθε να
καλύψει σε πολλές περιπτώσεις τις τράπεζες από την χρεωκοπία. Αυτό το
κόστος το πληρώνουν ήδη οι επόμενες γενιές.
Το μοντέλο λοιπόν και καθεστώς της μισθωτής εργασίας ευνοήθηκε και
κυριάρχησε στη 2 η βιομηχανική επανάσταση τη γραμμική μαζική παραγωγή
και την αστικοποίηση του πληθυσμού.
Κυριάρχησε επίσης για την διασφάλιση που προσφέρει έναντι των ελεύθερων
επαγγελμάτων και της αυτοαπασχόλησης. Όχι μόνο οι αγρότες αλλά και κάθε
λογής βιοτέχνες και επαγγελματίες εγκατέλειψαν τις πρότερες ασχολίες τους
για την ασφάλεια του μισθού. Οι μηχανές είχαν εκτοπίσει τους χειρώνακτες με
την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και αυτή η τεχνολογική υπεροχή έδινε την
δυνατότητα για πιο ικανοποιητικούς μισθούς σε σχέση με την χειρωνακτική
εργασία.
Είναι ενδεικτικό σήμερα ότι πολλά αγροτικά επαγγέλματα διατηρούνται χάρις
τις επιδοτήσεις της ΕΕ στο πλαίσιο τη ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική).
Για κοινή δράση και συντονισμό στο χώρο της κοινωνικής
οικονομίας
Η «ιστορία» της κοινωνικής οικονομίας ξεκινάει από μια κακή «μετάφραση»
του όρου στη μεταφορά της πριν 30 χρόνια περίπου από τις προηγμένες
Ευρωπαϊκές χώρες στην Ελλάδα, όταν τέθηκε το ζήτημα της απορρόφησης
σχετικών πόρων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο προς τους φορείς
κοινωνικής οικονομίας.
Τότε, δεν αναζητήθηκαν οι παραδοσιακοί φορείς της Κοινωνικής οικονομίας
που υπήρχαν στο χώρο που είχαν να επιδείξουν έργο ( μαζικοί καταναλωτικοί
και κοινωνικοί συνεταιρισμοί, και μη κερδοσκοπικές εταιρίες που συνθέτουν
κοινωνικό κεφάλαιο) αλλά, ευνοήθηκαν ΑΜΚΕ που συστάθηκαν επί τούτου,
από άτομα με προσβάσεις στη Κυβερνητική εξουσία με κύριο σκοπό να
απορροφήσουν αποκλειστικά τις επιδοτήσεις του ΕΚΤ.
Ένα μεγάλο κομμάτι επίσης των πόρων πήγε στις μεγάλες συνδικαλιστικές
οργανώσεις που θεωρούνται επίσης οργανώσεις της κοινωνίας Πολιτών για
κατάρτιση των εργαζομένων. Ένα πολύ μικρότερο μέρος των κοινοτικών
πόρων κατέληξε στους αυθεντικούς δικαιούχους των συλλογικών φορέων.
Προφανώς αυτή είναι και η βασική αιτιολογία που ο χώρος της κοινωνικής
οικονομίας είναι θεσμικά κατακερματισμένος και πολιτικο-οικονομικά
υποβαθμισμένος από το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Όχι μόνο
υπολείπεται του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, που κινείται στο 8-10% του
συνόλου της κοινωνίας αλλά, επί της ουσίας δεν υπάρχει ως «κοινωνικός
εταίρος» ώστε αντιπροσωπεύει αυτό το 1,8 που καταγράφεται ως
συμμετοχής της κοινωνικής οικονομίας στο εθνικό εισόδημα.
Χαρακτηριστικό αυτού του κατακερματισμού είναι ότι, οι φορείς της κοινωνικής
οικονομίας μοιράζονται σε πολλά υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες και είναι
καταγεγραμμένοι σε αντίστοιχα μητρώα που διέπονται από διαφορετικές
νομοθεσίες. Μητρώα και διαφορετικοί νόμοι υπάρχουν: στο υπουργείο
Εργασίας , Υγείας, Πολιτισμού , Γεωργίας, Παιδείας, περιβάλλοντος,
Οικονομικών, Εσωτερικών, Μεταναστευτικής πολιτικής, και τις περιφέρειες.
Μόνο για τους συνεταιρισμούς υπάρχουν τέσσερεις διαφορετικοί και πολλές
φορές αλληλοσυγκρουόμενοι νόμοι.
Ας σημειώσουμε ότι, Κοινωνικές επιχειρήσεις θεωρούνται οι συνεταιρισμοί
κάθε μορφής, οι αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες κοινωνικού σκοπού, οι
σύλλογοι κοινωνικής μέριμνας, οικολογίας και πολιτισμού και τα ιδρύματα
κοινωφελούς σκοπού. Τα υπουργεία που αναφέραμε διαχειρίζονται και
αντίστοιχους πόρους κυρίως προερχόμενους από την Ε.Ε. που προορίζονται
συγκεκριμένα για την κοινωνική οικονομία.
Τα τελευταία χρόνια όμως, ένα μικρό μέρος των πόρων πηγαίνει για την
ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, το μεγαλύτερο μέρος εκτρέπεται για
ανάγκες του δημοσίου και της τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ειδικά το Υπουργείο
Εργασίας που επισήμως αντιπροσωπεύει και υποτίθεται συντονίζει την
κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα για την Ε.Ε. και διαχειρίζεται τους
περισσότερους πόρους για την Κοιν. Οικονομία στην πραγματικότητα
ελάχιστους πόρους διαθέτει στους φορείς κοινωνικής οικονομίας. Ακόμη
χειρότερα στερεί τις κοινωνικές επιχειρήσεις από το προνόμιο των
επιδοτήσεων θέσεων εργασίας, κάτι που αντίθετα συμβαίνει με τους Δήμους
και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Αν λάβουμε υπόψη ότι το Ελληνικό ΑΕΠ είναι περίπου 185 δις εκατομμύρια
το χρόνο και το κομμάτι συμμετοχής του τρίτου τομέα μόλις 1,8% δηλαδή 3,5
δις το χρόνο, τότε αντιλαμβάνεται κανείς την μηδαμινή συμμετοχή των
εποπτευομένων κοινωνικών επιχειρήσεων από το Υπουργείο εργασίας.
Τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα για τους συνεταιρισμούς στον αγροτικό
τομέα που αντιπροσωπεύουν το 0,4 στο εθνικό εισόδημα και στις κοινωνικές
επιχειρήσεις μέριμνας και υγείας που αντιπροσωπεύουν ένα αντίστοιχο
ποσοστό. Στα υπόλοιπα μητρώα των υπουργείων δεν έχουμε μετρήσιμα
στοιχεία για την κοινωνική οικονομία.
Φυσικά, όλα αυτά τα αρνητικά συμβαίνουν γιατί δεν υπάρχει ισχυρή
αντίδραση και υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους σε θεσμικό επίπεδό των
κοινωνικών επιχειρήσεων. Και δεν υπάρχει αντίδραση γιατί ο χώρος είναι
κατακερματισμένος σε πολλά μικρά δίκτυα και μεμονωμένες οργανώσεις.
Υπάρχουν ομοσπονδίες ΚΟΙΝΣΕΠ και ΚΟΙΣΠΕ, ομοσπονδίες συλλόγων
περιφερειακού χαρακτήρα, δίκτυα συνεταιρισμών, ομοσπονδίες αναπήρων
και μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, που δεν έχουν καμιά θεσμική
επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ τους.
Ο διαχωρισμός των μητρώων πιστοποίησης διαχωρίζει στην πράξη και
κατακερματίζει θεσμικά το συλλογικό υποκείμενο και τις δυνάμεις της
κοινωνικής οικονομίας με αποτέλεσμα να μη λαμβάνονται υπόψη στο
κυβερνητικό σχεδιασμό.
Απέναντι σε αυτό το θεσμικό έλλειμμα, πρωτίστως ενώνουν τις δυνάμεις τους
οι ίδιοι οι φορείς και τα δίκτυα κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα.
Γι΄ αυτό καλούμε όλα τα τυπικά και άτυπα δίκτυα φορέων κοινωνικής
οικονομίας για θεσμική συνεργασία και κατάθεση κοινών υπομνημάτων στην
Ελληνική Κυβέρνηση και στην Ευρωπαϊκή επιτροπή για την κοινωνική
οικονομία.
Η Ενότητα της κοινωνίας Πολιτών
ως προϋπόθεση για την κοινωνική οικονομία
Η συνδιάσκεψη αυτές τις μέρες 2-4 Απριλίου του μεγάλου δικτύου της
«ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ» απέδειξε στην πράξη ότι η κινητοποίηση των
οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών είναι εφικτή, παρά άλλες ανταγωνιστικές
πρωτοβουλίες των ελίτ που ορίστηκαν στο ίδιο χρονικό διάστημα μετά την
δική μας πρωτοβουλία. Η διαφορά αυτή είναι σημαντική για την κινητοποίηση
γιατί, εμείς δεν καλέσαμε τους φορείς με την υπόσχεση να μοιράσουμε κάποιο
πακέτο ιδρυμάτων, που έχουμε προνομιακή μεταχείριση αλλά για την ενότητα
και ισχυροποίηση του όλου της κοινωνίας Πολιτών. Για την Ενότητα της
κοινωνίας Πολιτών, που είναι προϋπόθεση για να υπάρξει κοινωνική
οικονομία.
Γιατί χωρίς την κοινωνία μπροστά οργανωμένη σε κοινότητες και
κοινοτοπικούς συνεταιρισμούς έχει αποδειχθεί ότι σοβαρή κοινωνική
οικονομία δεν γίνεται. Άλλο πράγμα είναι η φιλανθρωπία και η αλληλεγγύη
των εχόντων προς τους φτωχούς και άλλο ζήτημα η οικονομική
δραστηριότητα και παραγωγή που έχει υποκείμενο την τοπική κοινωνία και
την οργανωμένη θεσμικά καθολικότητα της κοινωνίας πολιτών.
Η φιλανθρωπία και η ελεημοσύνη είναι παλαιά υπόθεση όσο και ο κόσμος,
όμως ποτέ δεν έλυσε οριστικά το πρόβλημα της φτώχειας. Η αυθεντική
κοινωνική οικονομία δεν μοιράζει ελεημοσύνη, ένα μικρό μέρος προϊόντων
που χαρίζουν ιδιωτικοί φορείς και το κράτος αλλά παράγει προϊόντα και
υπηρεσίες που φροντίζουν και παράγουν οι ίδιες κοινωνικές συλλογικότητες.
Προσθέτει πόρους στη συνολική παραγωγή και τους μοιράζει κοινωνικά
δίκαια και με συμμετοχική δημοκρατία.
Η αυθεντική κοινωνία πολιτών είναι οι ίδιες οι συλλογικότητες με βάση την
κοινότητα. Μόνο η οργανωμένη καθολικότητα της κοινωνίας Πολιτών μπορεί
ν΄ αναδείξει σε σοβαρό μέγεθος την κοινωνική οικονομία πλάι στις
καθολικότητες του κράτους και της αγοράς. Το θεσμικό περιβάλλον είναι
αναγκαίος όρος για να υπάρξουν ικανοί πόροι προς κοινωνική οικονομία. Η
ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής οικονομίας με προσχηματικές μορφές είναι
ψευδεπίγραφο των κοινωνικών επιχειρήσεων.
Η σύγχρονη οικολογική αντίληψη μας εισήγαγε στη σημασία του όλου για το
περιβάλλον, την βιόσφαιρα και το κλίμα. Ότι το όλον επιδρά καταλυτικά προς
το μερικό. Το θεσμικό όλον το διαχειρίζεται η πολιτική. Πολλές φορές οι
κοινωνικοί ακτιβιστές προσηλωμένοι σε ένα μοναδικό αντικείμενο δράσης δεν
αντιλαμβάνονται την σημασία της πολιτικής που επιδρά στο θεσμικό όλον και
σε τελική ανάλυση στη δική τους αποτελεσματικότητα. Για παράδειγμα η
αειφορία εξαρτάται από το πόσο σύντομα θα πάμε στην αειφορία ενέργειας
από τον Ήλιο. Την αειφόρο διαχείριση της Γεωργίας και ούτω καθ΄ εξής. Αυτή
η διαδικασία σημαίνει στην πράξη οικολογία για όλους και κοινωνική
οικονομία για όλους.
Γι΄ αυτό και η οργανωτική κουλτούρα της καθολικότητας της κοινωνίας
πολιτών είναι το κλειδί για την κοινωνική οικονομία και το υποκείμενο της
κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου