Ανδρέας Ν. Λύτρας
Αθήνα, 2018
Η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας
Περιεχόμενα
Πρόλογος (Βασίλης Τακτικός)...........................................................................7
Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα ……………………………………………15
Τάξεις και Ανισότητα............................................................…………........
Κράτος, κερδοσκοπία και συνεργατισμός:
η οικονομία των «τριών ισοδύναμων συνεισφορών»………….…....……….
Ο εκδημοκρατισμός της απασχόλησης:
η αυτονομία στην εργασία.............................………………..……………..
Η «ανενέργεια» της ανεργίας και η πλήρης
απασχόληση ...............……………………………………………………….
Η πολιτική δημοκρατία:
από την άσκηση της δύναμης στη συλλογική απόφαση…….…..............…..
Η παιδεία και η κουλτούρα του 21ου αιώνα:
από τον παραγωγικό προγραμματισμό
στην ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση……………………………………….
Η πράσινη «αναθέρμανση»
και η βιώσιμη ανάπτυξη στο γαλάζιο πλανήτη............................................
Αντί επιλόγου:
η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας..……………………………....
Βιβλιογραφία………………………………………………………………...
Πρόλογος
Από τον Βασίλη Τακτικό
Το βιβλίο του Ανδρέα Λύτρα «η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας» εξετάζει την εξέλιξη στις τρείς βασικές αρχές, στις οποίες οικοδομήθηκε το όραμα της νεωτερικότητας, δηλαδή την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφότητα, ενώ θέτει το θεμελιακό ερώτημα: κατά πόσο οι αρχές αυτές εκπληρώθηκαν ιστορικά ή παραμένουν ζητούμενο σε σχέση πάντα με την πρόοδο της δημοκρατίας;
Σε μια πρώτη προσέγγιση, διακόσια τριάντα περίπου χρόνια μετά την γαλλική επανάσταση που τέθηκαν για πρώτη φορά ξεκάθαρα αυτές οι αρχές, παρά τους κοινωνικούς και πολλές φορές αιματηρούς ταξικούς αγώνες, οι ιδεολογικές και πολιτικές προσδοκίες, παραμένουν εν πολλοίς ανεκπλήρωτες. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά το αίτημα της ισότητας και αδελφότητας τα τελευταία χρόνια υπάρχει σημαντικό άνοιγμα και πισωγύρισμα, μολονότι περιστασιακά οι ανισότητες, για μια τριαντακονταετία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχαν μειωθεί.
Είναι αλήθεια ωστόσο, τα εισοδήματα πολλαπλασιάστηκαν συγκριτικά με τις προβιομηχνικές κοινωνίες και η ζωή βελτιώθηκε στο γενικό πληθυσμό σε πολλά επίπεδα, χάρις στις τεχνολογίες της Α΄και Β΄βιομηχνικής επανάστασης. Οι πολιτικοί θεσμοί όμως, εάν εξαιρέσει κανείς τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ψήφο των γυναικών, ελάχιστα εξελίχθηκαν αντίστοιχα με τις τεχνολογικές δυνατότητες καθώς έχουμε εισέλθει στην περίοδο της Γ΄, ίσως και της Δ΄, βιομηχανικής επανάστασης. Ιδιαίτερα εάν θέσουμε το ερώτημα: κατά πόσο η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εγγυάται το ουσιαστικό περιεχόμενο για την ελευθερία, ισότητα και την αδελφότητα;
Η ελευθερία, ως έννοια, στο δυτικό κυρίως κόσμο, περιορίστηκε στην ελεύθερη επιλογή στην αγορά και στην τυπική ελευθερία της ψήφου. Η πολιτική ελευθερία καθυστέρησε πολύ να γίνει πράξη, ενώ ταλαιπωρήθηκε, από εκτροπές, αυταρχισμούς, φασιστικές παρεμβολές και δικτατορίες, μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Ακόμη συνυπάρχει με ένα σύστημα ποινών που παραβιάζει αντί να προασπίζεται το νόημα και το περιεχόμενό της.
Η ισότητα, αναγνωρίστηκε μόνο ως ισότητα απέναντι στο νόμο. Αν και ήταν μια θετική εξέλιξη, σε σχέση με το παλαιό καθεστώς, υπήρξε ανεπαρκής, καθώς παρέκαμψε την πραγματική οικονομική και εκπαιδευτική ανισότητα, όπως και την ανισότητα των ευκαιριών. Για όσο διάστημα ορισμένες μειονότητες είχαν αποκλειστικώς τα δικαιώματα του «εκλέγειν» και του «εκλέγεσθαι», οι νόμοι ανταποκρινόντουσαν μόνον στα συμφέροντα των ολιγαρχιών και επομένως η ισότητα έναντι του νόμου ήταν υποκριτική.
Η αδελφότητα, αντιμετωπίζεται ακόμη ως ζήτημα αλληλεγγύης με τη μορφή της περιστασιακής φιλανθρωπίας. Η αδελφότητα υπήρξε από την πρώτη στιγμή ανυπόστατη και παραπεταμένη από τη νεωτερική πολιτεία. Το υποκατάστατό της, δηλαδή η κοινωνική αλληλεγγύη, ήταν μια καταφυγή των ισχνών μειονοτήτων των ισχυρών, για να αποφύγουν την αναίρεση των προνομίων τους, σε πολύ δύσκολες εποχές για την οικονομική και κοινωνική οργάνωση. Με παροχές και δοσίματα, τα οποία μπορούσαν και να αναιρεθούν, κατεύνασαν την κοινωνική ορμή για ουσιαστικούς μετασχηματισμούς και παρείχαν δυνατότητες στους ταπεινούς, που προσομοίαζαν με την αξιοπρεπή επιβίωση και αρκετές φορές συγχέονται με τα κοινωνικά δικαιώματα. Στο τέλος αυτού του κύκλου, οι πολιτικοί και ιδεολογικοί εκπρόσωποι των ισχνών μειονοτήτων ισχυρίστηκαν, ότι οι ωφελούμενοι από τις παροχές της «κοινωνικής αλληλεγγύης» ήταν παρασιτικοί για την κοινωνία και η «ευφορία τους επιβαρυντική για την εφορία». Η αδελφότητα είναι ακόμη απούσα, ενώ οφείλουμε να τήν κάνουμε για πρώτη φορά πραγματικότητα.
Το τρίπτυχο ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα, εξ αρχής διαχωρίστηκε επί της ουσίας από δυο κύρια ιδεολογικά ρεύματα τους φιλελεύθερους και τους σοσιαλιστές, με διάφορες αποχρώσεις.
Οι φιλελεύθεροι έκτοτε μιλούν για την ελευθερία έκφρασης, την ισότητα απέναντι στον νόμο και την ελεύθερη επιλογή στη αγορά, ενώ οι σοσιαλιστές μιλούν αντίστοιχα για την ισότητα και την αλληλεγγύη, μέσω της αναδιανομής, χωρίς όμως να μπορούν να τιθασεύσουν το κεφάλαιο και το συγκεντρωτικό κράτος που διαιωνίζουν τις ανισότητες. Αντίθετα με τις επιδιώξεις τους το κράτος πρόνοιας περιορίζεται τα τελευταία χρόνια.
Ποιες είναι οι αιτίες που καθηλώνουν πράγματι την κοινωνική και θεσμική εξέλιξη, αλλά και την πρόοδο στο μέλλον της δημοκρατίας; Ο συγγραφέας συνδέει το έλλειμμα της ελευθερίας, ισότητας, αδελφότητας με το εγγενές πρόβλημα του συγκεντρωτισμού και της αντιπροσωπευτικής της δημοκρατίας, σε μια εποχή που το συγκεντρωτικό μοντέλο δεν είναι ευνοϊκό για την ανάπτυξη της παραγωγής και της οικονομίας, ούτε βέβαια για την ανάπτυξη της απασχόλησης και της παιδείας.
Για το ξεπέρασμα αυτών των ελλειμμάτων θέτει αναλυτικές προϋποθέσεις: α) Τον μετασχηματισμό της πολιτικής δημοκρατίας προς την συμμετοχική δημοκρατία και την μετάβαση από την άσκηση της δύναμης στη συλλογική έκφραση και απόφαση. β) Τον εκδημοκρατισμό της απασχόλησης και την αυτονομία στην εργασία. γ) Την ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση, την παιδεία και την κουλτούρα του 21ου αιώνα. δ) Την βιώσιμη ανάπτυξη στο γαλάζιο πλανήτη και την πράσινη «αναθέρμανση». Όλες αυτές οι προϋποθέσεις συμβάλλουν στην κοινωνική δημοκρατία του μέλλοντός μας.
Με την προσέγγιση αυτή αναδεικνύει μια σειρά από τις αιτίες που προκαλούν την υστέρηση της προόδου και ταυτόχρονα θέτει τη μεγάλη πρόκληση στην εποχή μας, που είναι η μετατροπή της υπέρ-επάρκειας των οικονομικών πόρων, από προνόμια μιας απίστευτα μικρής μειονότητας, σε συστατικά της ευημερίας της μεγάλης πλειονότητας των παγκόσμιων πληθυσμών. Πρόκειται για οικονομικούς πόρους, που απορρέουν από την απαιτητική γνώση και τη δυναμική των μεγάλων σημερινών τεχνολογικών δυνατοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να προσφέρουν αγαθά υπέρ του συνόλου της ανθρωπότητας.
Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι οι πολίτες, νιώθουν ότι έχει χαθεί η πολιτικο-ιδεολογική πυξίδα που υπήρχε στο παρελθόν και δεν βρίσκουν το λόγο να συμμετέχουν ενεργά σε κόμματα, τα οποία στην ουσία δεν υπαγορεύουν αυτόνομη πολιτική, αλλά κάνουν απλώς διαχείριση της εξουσίας. Η εναλλακτική πρόταση του συγγραφέα είναι ότι, η πολιτική υφίσταται και πέραν των κομμάτων, στην τοπική αυτοδιοίκηση, την κοινωνία πολιτών, τους χώρους των συνδικάτων της εργασίας και τις οργανώσεις του συνεργατισμού, στους οποίους μπορεί αποτελεσματικά να συμμετέχει ο πολίτης. Άρα, η εφαρμογή της αυθεντικής δημοκρατίας, σε αντίθεση με την συγκεντροποίηση της εξουσίας και του πλούτου που επιβάλλει το παρόν σύστημα, είναι ο στόχος της έρευνας.
Διαπιστώνεται ότι η δημοκρατία ακυρώνεται εν πολλοίς από την επιβολή των εκπροσώπων του πλούτου και των συνακόλουθων προνομίων τους στην οργάνωση και τη λειτουργία της πολιτείας. Η δημοκρατία πάσχει βαριά, όταν το σύνταγμα γράφει ότι όλες οι εξουσίες απορρέουν από το λαό (ή το έθνος) και ασκούνται διά των εκπροσώπων του, υπέρ του λαού, ενώ στην πράξη ένα μέρος των λειτουργιών της εξουσίας ασκούνται από φορείς ρόλων που προσιδιάζουν στην απολυταρχία. Η δημοκρατία παραβιάζεται, όταν, ουσιαστικά, η εκτελεστική λειτουργία της εξουσίας επιβάλλει, με άμεσες και έμμεσες παρεμβάσεις (π.χ. κομματική πειθαρχία), τους κανόνες της πολιτείας, συμπιέζοντας τις αρμοδιότητες των νομοθετικών σωμάτων. Η δημοκρατία καταπονείται από την ουσιώδη αδυναμία της πλειονότητας των πολιτών να έχει πρόσβαση για την ανάδειξή τους στα δημόσια αξιώματα και τα σώματα αντιπροσώπευσης. Η δημοκρατία απουσιάζει από την καθημερινή ζωή των πολιτών, όταν δεν αναπτύσσεται μια κοινωνικά ελεγχόμενη τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία συνδυάζει την αυθεντική εκπροσώπηση με τις θεσμικές συνέργειες της άμεσης δημοκρατίας, και βέβαια χωρίς σημαντικές αρμοδιότητες και πόρους.
Η δημοκρατία επίσης βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με το κυρίαρχο μοντέλο της απασχόλησης. Η μισθωτή εργασία είναι η κυρίαρχη και ολοκληρωτική σχέση που συνδέει το κεφάλαιο με την εργασία. Το μείζον μέρος των ανεπτυγμένων οικονομιών χαρακτηρίζονται από αυτή την σχέση. Έτσι η απασχόληση και η επιχειρηματικότητα είναι τα πεδία, στα οποία είναι πλήρως απούσα η δημοκρατία. Συμβολικά μπορούμε να πούμε ότι για τις μεγάλες μάζες των παγκόσμιων πληθυσμών, μόλις εντάσσονται στους οικονομικούς θεσμούς και την επαγγελματική ενασχόληση, χάνουν σχεδόν αυτομάτως τα περισσότερα χαρκτηριστικά του ελεύθερου πολίτη, στο βαθμό που είναι μισθωτοί, πράγμα που σημαίνει υπάλληλοι των εργοδοτών τους.
Οι επιχειρηματίες, που είναι εργοδότες, στις αναπτυγμένες χώρες, είναι λιγότεροι από το 5% των εργαζομένων και απασχολούν γιγάντιες ομάδες των μισθωτών, δηλαδή κοντά στο 80% με 90% των απασχολουμένων (στις ΗΠΑ κοντά στο 95%). Το κέρδος, οι φόροι, οι ασφαλιστικές εισφορές και όλο το ασφαλιστικό σύστημα εξαρτώνται, κατά κύριο λόγο, από τη μισθωτή εργασία. Χωρίς τη μισθωτή εργασία δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν οι παρούσες ανισότητες, αλλά και η ανελευθερία, ο συγκεντρωτισμός, όπως και το έλλειμμα δημοκρατίας.
Το παράδοξο είναι ότι το δόγμα της μισθωτής εργασίας, που ενισχύει την ανισότητα, δεν τό ξεπέρασαν στην βιομηχανική εποχή ούτε τα λεγόμενα προοδευτικά και αριστερά κόμματα. Το δημοκρατικό μοντέλο του συνεργατισμού και των συνεταιρισμών περιορίστηκε σε μικρή κλίμακα. Τα φιλοεργατικά κόμματα που επένδυσαν πολιτικά στο συνδικαλισμό της αύξησης της τιμής του εμπορεύματος, που λέγεται εργασία, δεν κατόρθωσαν να βελτιώσουν, παρά μόνο περιστασιακά, τις σχέσεις εργασίας. Αποτέλεσμα είναι ότι το μερίδιο της εργασίας σε σχέση με το κέρδος του κεφαλαίου μειώθηκε τα τελευταία 40 χρόνια, όταν δηλαδή οι νέες τεχνολογίες ισχυροποίησαν τις μεγάλες εργοδοσίες. Είναι προφανές ότι η προνομιακή κατάσταση των εργοδοτών- επιχειρηματιών βασίζεται στην περιχαράκωση της ιδιοκτησίας τους και σε ορισμένες λεόντιες θεσμικές ρυθμίσεις που ωφελούν αποκλειστικώς τους οικονομικά ισχυρούς.
Παράλληλα, εμφανίστηκε πιο έντονα το φαινόμενο της εργατικής αριστοκρατίας σε στελέχη μεγάλων εταιρειών, τις τράπεζες, αλλά ακόμη και στο δημόσιο, δημιουργώντας άλλη μία βασική αιτία της ανισότητας. Οι εργαζόμενοι ως διευθυντικά στελέχη στην κορυφή της ιεραρχίας απολαμβάνουν μισθούς δεκάδες και εκατοντάδες φορές υψηλότερους από την βάση της πυραμίδας της μισθωτής εργασίας.
Αυτές οι ανισότητες, είτε προκαλούνται από τον εντεινόμενο συγκεντρωτισμό του κεφαλαίου σε μια πολύ μικρή μερίδα του πληθυσμού είτε δευτερευόντως ενισχύονται από την «αριστοκρατία» της εργασίας, δημιουργούν τελικά εμπλοκές στο σύστημα είτε με την κρίση των αγορών είτε με την υψηλή ανεργία. Μια ανεργία της τάξης του 20% του εργατικού δυναμικού, που έχουμε στην Ελλάδα, δηλώνει έναν καπιταλισμό σε πλήρη εμπλοκή. Στην ουσία δεν λειτουργεί. Μια από τις αιτίες της μεγάλης ανεργίας είναι η μίζερη αντιμετώπιση της οικονομίας από την κερδοσκοπική επιχειρηματικότητα, η οποία εκτιμά ότι τα μελλοντικά κέρδη θα είναι μικρότερα από τις προσδοκίες της. Η ανάγκη της για περιορισμένες διακινδυνεύσεις μεταβάλλουν την ανενέργεια στη μόνη δράση της.
Το κράτος, ιδίως σε περιβάλλον ολοκληρώσεων και κοινού νομίσματος, είναι αδύνατον να ενεργοποιήσει τις γνωστές από το παρελθόν μεθόδους ενίσχυσης της απασχόλησης. Σε αυτές τις στιγμές απαιτούνται συνθετικές καινοτομίες με τη συμπληρωματική χρηματοδότηση, μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, των προγραμμάτων καταπολέμησης της ανεργίας, την αξιοποίηση μοντέλων απασχόλησης που μπορούν να λειτουργήσουν ταχέως και αποτελεσματικά, όπως η αυτόνομη εργασία, και τον κατάλληλο επιταχυντή, δηλαδή τον συνεργατισμό, ο οποίος δεν εμπεριέχει στα συστατικά του την απαίτηση για την πραγματοποίηση κερδών.
Η βελτίωση της διανομής επιτεύχθηκε, σε ορισμένες μικρότερες ή ευρύτερες ιστορικές συγκυρίες, αλλά αυτή ήταν ασταθής και γνώρισε συνεχείς παλινωδίες. Η δημοκρατική κατανομή, όμως, ουδέποτε επιτεύχθηκε σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Το αίτημα για τον εκδημοκρατισμό της απασχόλησης υπερβαίνει την απλή και συγκυριακή βελτίωση του εισοδήματος και σκοπεύει στη σταδιακή απόσπαση μεγάλων μαζών από το καθεστώς της μισθωτής εργασίας, μέσω της ενίσχυσης της εργασιακής αυτονομίας.
Επομένως, η εργασιακή αυτονομία ανταποκρίνεται στην επιτυχημένη εργασιακή οργάνωση και εκβάλλει με τρεις βασικά τρόπους και στην οικονομική δημοκρατία (στη δημοκρατία της κατανομής του πλούτου). Ο πρώτος τρόπος είναι ότι οι αυτόνομοι εργαζόμενοι είναι συνεργάτες και όχι υπάλληλοι και επομένως περιορίζουν τις, ασύμπτωτες με την οικονομική ελευθερία, όψεις του γραφειοκρατικού αυταρχισμού, ο οποίος συνήθως ονομάζεται διευθυντικό δικαίωμα. Ο δεύτερος τρόπος είναι πως οι αυτόνομοι εργαζόμενοι έχουν οικονομικές διεξόδους είτε στην παράλληλη ανταγωνιστική αγορά είτε στον δυνητικά ισχυρότερο συνεργατισμό μεταξύ των αυτόνομων εργαζομένων. Ο τρίτος τρόπος απορρέει από το νέο ποσοτικό συσχετισμό των δυνάμεων της απασχόλησης. Όσο περιορίζεται ο αριθμός των διαθέσιμων μισθωτών, με την αύξηση των αυτόνομων εργαζομένων, τόσο η τάση αύξησης των μισθών θα γίνεται πιο αισθητή. Εκείνη την επιθυμητή στιγμή ένα μεγαλύτερο μέρος των ανέργων θα απασχολείται και μάλιστα με σχετικά υψηλότερο εισόδημα.
Σε μια δημοκρατία βιώσιμη για το μέλλον, υποστηρίζει ο συγγραφέας, ο συνεργατισμός δύναται και οφείλει να διαδραματίσει πιο ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη, την κατανομή της δύναμης στους τομείς παραγωγής και τη δημιουργική απασχόληση με αξιοπρεπή εισοδήματα. Η κρίσιμη διαδικασία, για την αλλαγή του συσχετισμού της οικονομικής δύναμης ανάμεσα στο κράτος, την κερδοσκοπία και το συνεργατισμό, είναι η δημοκρατική πολιτική. Η ενίσχυση του ρόλου του συνεργατισμού είναι ο βασικός επιταχυντής της δημοκρατίας στην επιχειρηματικότητα. Ταυτόχρονα η προσδοκία για την πλήρη απασχόληση, στην εποχή μας, συνδέεται, αποκλειστικώς, με τον συνεργατισμό και την ενεργοποίηση της δημιουργικότητας του. Η μόνη απαίτηση, από τους θεσμούς και τους διαχειριστές της πολιτικής δύναμης, είναι η άρση των διαδικαστικών εμποδίων.
Η μεταβολή των πολιτικών συσχετισμών συμβάλλει στην απόφαση, να μεταθέσει το κράτος στο συνεργατισμό σημαντικά αντικείμενα της κοινωνικής πολιτικής, που χρηματοδοτούνται κυρίως από τους εργαζόμενους. Βασικό παράδειγμα στην παρούσα πρόταση είναι η μετατροπή των ταμείων της κοινωνικής ασφάλισης σε συνεργατικά αλληλασφαλιστικά ταμεία, με αυτοδιοίκηση από τα μέλη τους. Η ενσωμάτωση της ασφάλισης στο συνεργατισμό, ως πρώτο βήμα, μπορεί να δημιουργήσει μια τάση για τη γρήγορη κατάκτηση, από τον συνεργατισμό, του 20% του εθνικού πλούτου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόσθετη δυναμική θα εκφραστεί από τη διεύρυνση του χώρου των (και σήμερα) αξιόπιστων συνεργατικών τραπεζών, με τη μαγιά από τα διαθέσιμα των αλληλασφαλιστικών ταμείων.
Από αυτήν την αφετηρία η προοπτική της αύξησης της συνεισφοράς του συνεργατισμού, στο ένα τρίτο του εθνικού πλούτου, στο ίδιο περιφερειακό πλαίσιο, είναι απολύτως εφικτή. Η αισιοδοξία αυτή συγχνωτίζεται με τη βεβαιότητα, ότι η αύξηση θα προέρχεται και από την παράλληλη επέκταση του πλούτου, σε μια εύλογη χρονική περίοδο (ίσως συντομότερα από 25 χρόνια). Στο νέο πλαίσιο της οικονομικής συμπληρωματικότητας, ο συνεργατισμός θα εκφράζει, και στην παραγωγή, τη δημοκρατική οργάνωση, την ευρεία κοινωνική συμμετοχή και την αξιοπρεπή εισοδηματική απόδοση της επαγγελματικής δημιουργικότητας.
Η ανοικτή πρόσβαση στην γνώση ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για το ξεπέρασμα της ιστορικής αγκύλωσης τόσο της ίδιας της δημοκρατίας όσο και του διανοητικού κεφαλαίου. Η παιδεία στον εικοστό αιώνα ήταν επιλεκτική, κατά την υποχρεωτική διαβίβαση της γνώσης, και απόμακρη από την κουλτούρα. Η γνώση παρέμεινε διά μακρόν ένας προνομιακός χώρος, για μικρές μειονότητες. Η γνώση που υποχρεωτικά λάμβανε ο μέσος άνθρωπος είχε στόχο την επιβεβαίωση της μαζικής υποταγής στις ολιγάριθμες εξουσιαστικές δυνάμεις και τον μαζικό εθισμό των εργαζομένων στην αδιαμαρτύρητη προσαρμογή στην ιεραρχία και την παραγωγική επαναληπτικότητα, δηλαδή τις κρίσιμες όψεις του φορντισμού. Τον εικοστό πρώτο αιώνα, η γνώση μεταβάλλεται σε αναπόσπαστο συστατικό μιας νέας γενιάς εμπορευμάτων, τα οποία τείνουν να αποκτήσουν τεράστιο μερίδιο στη δημιουργία του παγκόσμιου πλούτου και τη διεθνή ανάπτυξη.
Η οικονομική επιβίωση, αλλά και η ανταγωνιστικότητα, θα κριθεί από την ικανότητα των σύγχρονων ανθρώπων να προσλαμβάνουν και να γονιμοποιούν την καινοτόμο συστηματική γνώση, όπως και τις ανεπεξέργαστες πληροφορίες, που είναι δυνητικά συστατικά της μελλοντικής δραστηριότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιβεβλημένη εγκύκλια εκπαίδευση, μετά τα πρώϊμα στάδια, είναι πρακτικώς μια εξόδευση άνευ σημασίας και μαζί της χάνουν την αξίας τους τα παραδοσιακά και μαζικά υποδείγματα διδασκαλίας και εκμάθησης. Οι καινοτόμες, ευέλικτες ή και ήδη γνωστές μέθοδοι της ανοικτής εκπαίδευσης οφείλουν να αποτελέσουν αντικείμενα μιας νέας σύνθεσης, με έναν ευρύ κοινωνικό διάλογο που προσδιορίζει τους στόχους, τις δυνατότητες και τις τεχνικές, οι οποίες αξιοποιούν την πληροφορική τεχνολογία, για την ατομική και συλλογική καλλιέργεια.
Όταν συμβεί η προκείμενη διαδικασία, η γνώση θα είναι η γέφυρα ανάμεσα στην κυκλοφορία και τον επιτηδευμένο χειρισμό των πληροφοριών, όπως και για την επινοητική δημιουργικότητα στην παραγωγή. Από την μια πλευρά η κουλτούρα θα συναντιέται συστηματικά, έγκαιρα και έγκυρα με τους εκπαιδευόμενους πολίτες και από την άλλη η υψηλή ποιότητα του μεταβολισμού τους από τα πολιτιστικά αγαθά, θα ενδυναμώνει την παραγωγική χρησιμότητά τους. Σε εκείνη τη στιγμή. ο εκπαιδευόμενος μπορεί να ισορροπεί με το ουσιώδες περιεχόμενο της μόρφωσης, ενώ καλύπτει τις αξιώσεις της πιστοποίησης των προσόντων τους και δημιουργεί τις υποδοχές της διά-βίου μάθησης.
Η πράσινη τεχνολογία και οικονομία σηματοδοτεί επίσης την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών. Το πράσινο κίνημα και η πολιτική οικολογία είναι οι πηγές της κοινωνικής, αλλά και πολιτικής, ευαισθητοποίησης για τα υπαρκτά, αβάσταχτα και αδιέξοδα περιβαλλοντικά ζητήματα, τα οποία αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Οι ίδιες παρεμβατικές και πολιτικές δυνάμεις σχημάτισαν τους όρους για τη συμπερίληψη στην πολιτική και θεσμική ατζέντα, των κρίσιμων επιλύσεων στα μεγάλα προβλήματα του περιβάλλοντος. Μεταξύ των θεαματικών επιτευγμάτων του πράσινου κινήματος είναι η ανάπτυξη των οικολογικών πολιτικών στα προγράμματα των παρατάξεων ολόκληρου του πολιτικού φάσματος.
Παρά τις διαφοροποιήσεις και τις παλινωδίες, είναι ένα εξαιρετικό γεγονός η επιτυχής κινητοποίηση των διεθνών θεσμών για την αντιμετώπιση της ανθρωπογενούς υπερθέρμανσης της γης. Το κίνημα αυτό, ωστόσο, είναι υπόφορο της αντίφασης ανάμεσα στο μαχητικό κίνημα διαμαρτυρίας και στον πολιτικό μηχανισμό που επιδιώκει την επίλυση των ζητημάτων με απαγορεύσεις και κανονισμούς. Η γόνιμη τακτική για την ανάπτυξη των οικολογικών πολιτικών είναι η σύνταξη ενός προγραμματικού σχεδίου, το οποίο διευκολύνει την ανάπτυξη, ευνοεί την ισότιμη διανομή του πλούτου και ανταποκρίνεται στην ανάγκη του εκδημοκρατισμού της οικονομίας. Σε αυτό το σχέδιο, ο συνεργατισμός είναι καταλύτης και κρίσιμος συντελεστής. Η συμμαχία του πράσινου κινήματος με το συνεργατισμό συμβάλλει στην πραγματοποίηση των οικολογικών πολιτικών, με οικονομική αποδοτικότητα, κοινωνικές ωφέλειες και ουσιαστική υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, μέσω της αδελφότητας.
Συμπερασματικά για να ενισχυθεί η οριζόντια οργάνωση της κοινωνίας χρειάζεται ένα πολιτικό σχέδιο για την δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας που ταυτόχρονα θα λειτουργήσει, ως αφετηρία, και πλατφόρμα της στρατηγικής διαπραγμάτευσης της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών, για την επιθυμητή διοργάνωση της κοινωνίας και της πολιτείας, στην εποχή μας. Η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας, υλοποιεί τις θεμελιακές αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας, οι οποίες στην εξέλιξη της νεωτερικής εποχής είτε υποστηρίχθηκαν ελλειπτικά είτε περιορίστηκαν απαράδεκτα είτε προκλητικά παραμερίστηκαν, κατά τη διασκευή της νεωτερικής πολιτείας. Η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας, ως πρόταγμα, ενισχύει τα ατομικά δικαιώματα και διευρύνει τις πολιτικές ελευθερίες, με εκβολές τόσο στην αυθεντική αντιπροσώπευση των πολιτών σε όλα τα δημόσια αξιώματα όσο και στον διαρκή κοινωνικό έλεγχο, με θεσμούς άμεσης συμμετοχής στις αποφάσεις, ιδίως στην ενισχυμένη τοπική αυτοδιοίκηση.
Στη δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας είναι μια οφειλή ο εκδημοκρατισμός της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης, ως προϋπόθεση της συστολής των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, με σημαντικές ενισχύσεις από τον συνεργατισμό και τους αυτόνομους εργαζόμενους. Ο σκοπός είναι η ανασύνθεση και η εξισορρόπηση της δύναμης του κράτους, της κερδοσκοπίας και του συνεργατισμού, με τον περιορισμό τόσο της εξουσιαστικής όσο και της επιχειρηματικής αυθαιρεσίας στην οικονομία.
Η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας αποτελεί την εναλλακτική βάση για την επανεργοποίηση των συλλογικών οργανώσεων και των άτυπων συσσωματώσεων των πολιτών, φτάνει να υπερβούν δημιουργικά τους αυτοπαθείς προσδιορισμούς τους και την τάση να πραγματοποιούν «μικροπολέμους» για τα στενά συμφέροντα των μικρών ομάδων. Για το ξεπέρασμα των παθογενειών της κατάτμησης και της αναποτελεσματικότητας της συλλογικής δράσης, αναγκαίος όρος είναι να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις της κοινωνικής πρωτοβουλίας σε ενιαία σύνολα της κοινωνίας πολιτών, μαζί με τις συλλογικές εκφράσεις των ανέργων και των περιθωριοποιημένων πολιτών. Η νέα και ανοικτή σύνθεση της συλλογικότητας είναι προαπαιτούμενο για την αποτελεσματική διεκδίκηση των κοινών στόχων και την προώθηση των θεσμών άμεσης δημοκρατίας, με αφετηρία την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
1
Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα
Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα: αυτό είναι το τριαδικό σύνθημα, για την προβολή των αρχών της γαλλικής επανάστασης. Σε σημαντικό βαθμό, αυτό το σύνθημα επικοινωνεί με το περιεχόμενο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (Αύγουστος του 1789), για να περιγραφεί τελικά, μετά από πολιτικές περιπέτειες, ως αναπόσπαστο στοιχείο της νέας νομιμότητας έναντι των χαρακτηριστικών του παλαιού καθεστώτος, στους επίσημους συμβολισμούς της Γ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας. Θεωρούμε, σήμερα, τις τρεις αρχές, ως αναπόσπαστες των προϋποθέσεων και των ενεργών χαρακτηριστικών της οργάνωσης της νεωτερικής πολιτείας. Τίς θεωρούμε αυτονόητες και πραγματοποιημένες, ενώ δεν ήταν για μια μακρά περίοδο και, κατά μείζονα λόγο, σε ορισμένες διαστάσεις τους δεν έχουν πλήρως υλοποιηθεί, κατά την περίοδο (πλέον) των δύο αιώνων, μετά την ολοκλήρωση της μέγιστης των αστικών επαναστάσεων.
Η αλλαγή και η πολιτική μεταβολή εδραίωσε την ευστάθεια των αρχών, αλλά δεν επέβαλε την ευθύγραμμη ανταπόκρισή τους στην κοινωνική πραγματικότητα. Η επιτακτική οικονομική ανάγκη των αστικών στρωμάτων της ανόδου και της θεσμικής επιβεβαίωσης των απαιτήσεων τους ήταν από την αρχή αντιφάσκουσα με τις διεκδικήσεις για τη γενική ελευθερία, με τα πλήρη ατομικά δικαιώματα, την ανεξαίρετη ισότητα χωρίς περιορισμούς και την αλληλεγγύη εξοπλισμένη με θεμελιώδεις, σταθερούς και αναπαλλοτρίωτους θεσμούς κοινωνικής υποστήριξης.
Η ελευθερία, παρά τους επίσημους όρκους, άργησε πολύ να αποτελέσει γεγονός, αμφισβητήθηκε κατ’ επανάληψη, και ακόμη και σήμερα δεν έχει εντελώς εκπληρωθεί το νόημά της. Για παραπάνω από έναν αιώνα συνεχίστηκε η μακραίωνη ιστορία της ανθρώπινης σκλαβιάς, η περίφημη αλλά και αποτρόπαια δουλεία. Η πραγματικότητα και οι θεσμοί της εξέλιπαν πολύ σταδιακά, αλλά οι κομβικές αφετηρίες της αποδέσμευσης από το θλιβερό παρελθόν, καθυστέρησαν περίπου ένα αιώνα μετά τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων, σε ορισμένες πρωτοπόρες χώρες. Μετά τις αιματηρές διαμεσολαβήσεις, παρέμειναν για ακόμη εκατόν χρόνια τα απολιθώματα των φυλετικών διακρίσεων και των διαχωρισμών, ως παρακολουθήματα της επισήμως εκλιπούσας ανθρώπινης σκλαβιάς.
Η αυθαιρεσία των κρατικών εξουσιών, περιβεβλημένη με την προσχηματικότητα του (του επίσης αυθαίρετου) νόμου, καθήλωσε και συχνά ακόμη καθηλώνει την ελευθερία και την αυτοδιάθεση του ατόμου με διάφορες πολύ φθηνές δικαιολογίες. Συνήθως, αυτές οι δικαιολογίες ήταν χειρότερες από τους ίδιους τους απίθανους ισχυρισμούς περί της ανάγκης περιορισμού της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η απαγόρευση των συνδικάτων (το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι) και των διαδηλώσεων (το δικαίωμα του συνέρχεσθαι) πραγματοποιήθηκε με πρόσχημα την προστασία της οικονομικής Ελευθερίας, από τα προνομιακά δικαιώματα των μεσαιωνικής προέλευσης συντεχνιών. Μεσολάβησαν οκτώ δεκαετίες μέχρι να αποκατασταθεί και να επεκταθεί πολύ σταδιακά ο νόμιμος χαρακτήρας της συλλογικής οργάνωσης των πολιτών και των πρακτικών της δράσης της. Κατά καιρούς αναβιώνουν, ωστόσο, διάφορα φληναφήματα που ταυτίζουν τα συνδικάτα με τις συντεχνίες, ως προπαγανδιστικά πυροτεχνήματα, με τα κάμποσα στρεβλωτικά επιχειρήματα, τα οποία είναι πιστευτά μόνο από τους απίστευτα αναλφάβητους. Μια τέτοια λογική για τον πρακτικό περιορισμό της ελευθερίας της λειτουργίας των συνδικάτων εκφράστηκε ανυπερθέτως από τους εκπροσώπους της ιδεολογίας των αγορών που εμφανίζεται και ως επιστήμη, όπως τον F.A. Hayek, και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής παράταξης. Αντιπαρέβαλαν, μάλιστα, την οικονομική ελευθερία, ως σημαντικότερη, προς την πολιτική ελευθερία, δηλαδή το υπόστρωμα της ίδιας της δημοκρατίας! Τα θλιβερά αποτελέσματα του τολμήματός τους, να αλλοιώσουν το περιεχόμενο της ελευθερίας μέσα από την πολιτική επικράτηση των απόψεων τους, δεν έχουν ακόμη ξεπεραστεί, παρά την τραγική αποτυχία της θεωρητικής σύλληψης και της θεσμικής αποτύπωσής της, με αποκορύφωμα την κρίση του 2007-8.
Ανάλογα και ισοδυνάμως φθηνά επιχειρήματα παράγονται από τους φορείς και τους σταθερούς (ακόμη και υπόρρητους) μηχανισμούς της εξουσίας, όταν επικαλούνται, με διάφορες αφορμές, την ανάγκη να περισταλεί η ελευθερία και να περιοριστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεσμικές εγγυήσεις τους, από την μοντέρνα πολιτεία. Είναι χαρακτηριστική η προβολή αυτής της ανάγκης, όταν παρουσιάζονται εξάρσεις φαινομένων ανομίας ή σοβαρά προβλήματα από τη δράση της οργανωμένης παρανομίας. Είναι ακόμη και εντυπωσιακή η επίκληση της απαίτησης για την υπέρβαση των απόλυτων ορίων της ελευθερίας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οργανωμένη τρομοκρατία, παλαιότερα εκείνη που συνδεόταν με τον αριστερό εξτρεμισμό και πρόσφατα αυτή που προέρχεται από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Όλα αυτά τα επιχειρήματα φέρνουν στο νού μας, τη ρήση του Βενιαμίν Φραγκλίνου: Όσοι παραιτούνται της ουσιαστικής ελευθερίας για λίγη, προσωρινή ασφάλεια, δεν είναι άξιοι ούτε της ελευθερίας ούτε της ασφάλειας. Οι παράγοντες, ιδίως οι συντηρητικοί, της νεωτερικής κοινωνίας που διαλέγουν την ασφάλεια, πρέπει να επανεξετάσουν την πνευματική τους συγγένεια με τις θεμελιώδεις αρχές του αστικής ιδεολογίας.
Η πολιτική ελευθερία και η γενική συμμετοχή στις αποφάσεις για τα συστατικά και τις δράσεις της πολιτείας, παρέμεινε διά μακρόν μια αόριστη και υποκριτική ευχή. Τα πολιτικά κινήματα των κατωτέρων τάξεων διεκδίκησαν και επέτυχαν την υποχώρηση των μέχρι τότε ολίγιστων διαχειριστών της εξουσίας, για να αναγνωριστεί από το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα το γενικό δικαίωμα της ψήφου για τους άνδρες και η ουσιαστική διεύρυνση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. Οι γυναίκες περίμεναν ακόμη τις ωριμάνσεις του εικοστού αιώνα για να αναγνωριστεί το δικό τους δικαίωμα να ψηφίζουν και να εκλέγονται. Στις περισσότερες νεωτερικές χώρες, στην πράξη, οι γυναίκες έχουν λιγότερη πολιτική ελευθερία ή ασθενέστερα πολιτικά δικαιώματα και η αποτύπωση αυτού του γεγονότος είναι είτε η μικρότερη συμμετοχή τους στα πολιτικά αξιώματα και τις θεσμικές εκπροσωπήσεις είτε οι διεκδικήσεις ή ακόμη και οι ρυθμίσεις για μια αναγκαστική αναλογία των γυναικών στις πολιτικές ή θεσμικές διαδικασίες που δηλώνουν την απόσταση από την επιθυμητή κατάσταση.
Οι παλινωδίες σχετικά με την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν συνεχείς και αδιάλειπτες τους δύο παρελθόντες αιώνες. Οι δικτατορικές εκτροπές από την εύλογη δημοκρατική κανονικότητα, ακόμη και στην Ευρώπη (Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα, Τουρκία) διέλυαν, κάποτε ολότελα, την ελευθερία, ενώ καθιστούσαν τη δημοκρατία ένα ασταθές υπόδειγμα πολιτειακής οργάνωσης, μέχρι και την όγδοη δεκαετία του εικοστού αιώνα (στην Τουρκία μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80). Ο φασισμός για είκοσι τρία χρόνια και ο ναζισμός για μια υπέρ-δεκαετή περίοδο κυριάρχησαν σε δύο από τα πλουσιότερα κράτη του νεωτερικού κόσμου, αιματοκύλησαν την παγκόσμια σφαίρα και παραλίγο να οδηγήσουν στο χείλος της καταστροφής την ανθρωπότητα. Οι δικτατορίες και τα αυθαίρετα-αντιδημοκρατικά καθεστώτα ήταν ένας σταθερός κανόνας στη Λατινική Αμερική, την Αφρική και την Ασία, σε ολόκληρη την παρελθούσα εκατονταετηρίδα. Η πάγκοινη, παγκόσμια και εδραιωμένη ελευθερία έχει πολύ μικρότερη, αλλά και πολύ πιο πρόσφατη ιστορία, από όσο εικάζουμε ή ισχυριζόμαστε. Σε ορισμένες περιπτώσεις η «ελεύθερη επιλογή στις αγορές» συνυπήρξε με κάποια άνεση και ευδοκίμηση με τις δικτατορίες και τους δραστικούς περιορισμούς της δημοκρατίας, της ελευθερίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η ελεύθερη επιλογή στην αγορά και η γενική ελευθερία δεν βρίσκονται, λοιπόν, σε υποχρεωτική συμβίωση και η σχέση τους, ενδεχομένως αναγκαστική, μεταβάλλεται σε σταθερή και σε ένα βαθμό ισορροπημένη, από τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα.
Η κορυφαία υποκρισία του νεωτερικού κόσμου είναι ότι ομνύει μετά μανίας στην Ελευθερία (liberté, égalité, fraternité ou la mort-ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα ή θάνατος), αλλά όλοι οι ποινικοί νόμοι τοποθετούν, ως τιμωρία, ποινές στερητικές της ελευθερίας. Προφανώς, η διαρκής αναπροσαρμογή του δικαίου και ο εκπολιτισμός των ποινών (όπως και της δικαστικής διαδικασίας) εξαφάνισε σε πολλές περιπτώσεις τη θανατική ποινή ή, με βάση την αρχή της αναλογικότητας των ποινών, μείωσε τις επιπτώσεις τους για την ελευθερία στα λιγότερο σοβαρά αδικήματα. Παραμένει, ωστόσο, αυτή η αθλιότητα, δηλαδή ο πολιτισμός της ελευθερίας να τιμωρεί στερώντας γενικά την ελευθερία, δηλαδή το υπέρτατο αγαθό μετά την ίδια τη ζωή. Αυτή η κατάσταση υποδεικνύει ότι η κοινωνία της ελευθερίας δίνει μικρότερη σημασία, από όσο διακηρύττει, στο αγαθό που προασπίζεται κατά προτεραιότητα. Είναι προφανές ότι το έργο του Βίκτωρος Ουγκώ: Οι Άθλιοι είναι απολύτως επίκαιρο σήμερα, για το μεγαλύτερο πλήθος των καταδικασμένων για αδικήματα, οι οποίοι έχουν υποστεί τον ποινικό κολασμό με τη στέρηση της ελευθερίας. Κάποιοι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση για μια φραντζόλα ψωμί ή κάτι ανάλογο, κάποιοι (ασθενείς) για χρήση ναρκωτικών και κάποιοι επειδή απλώς αγνοούσαν τον ίδιο το νόμο, τις συνέπειές του και την ακατανόητη στο μέσο άνθρωπο (πράγμα απαράδεκτο για τη νομιμότητα) θεσμική περιπλοκότητα (ή απλώς δεν είχαν τα οικονομικά μέσα να προσλάβουν ικανό συνήγορο). Η στέρηση της ελευθερίας συνοδεύεται από απαράδεκτες συνθήκες εγκλεισμού, με κάτι που μοιάζει σαν μια σωρευτική θεσμική εκδίκηση που παραβιάζει εκ προοιμίου κάθε είδος ανθρώπινων δικαιωμάτων. Κατά κανόνα η «αποδέσμευση» αφήνει βαριά στίγματα και η επαναφορά στην κανονική ζωή είναι σχεδόν αδύνατη, ενώ η λαθροβίωση στις παρυφές ή τα έγκατα της παρανομίας μοιάζει να είναι η βαθύτερη συνέπεια, μπορεί, ίσως, και πλάγια «επιθυμία» των επινοητών του ίδιου του συστήματος ποινών, ενδεχομένως (ως οριακή παθογένεια), και των μηχανισμών καταστολής ή των λειτουργών της δικαιοσύνης. Το ερώτημα είναι, αν ορθά προβλέπεται γενικά από τη νομιμότητα. Ενώ η νεωτερική κοινωνία έχει ιστορία πάνω από δύο αιώνες, το ποινικό σύστημα και οι μηχανισμοί εγκλεισμού έχουν ουσιαστική καταγωγή στο μεσαίωνα και τη φεουδαρχία, δηλαδή σε ένα σύστημα που ήθελαν να ξεπεράσουν οι αστικές επαναστάσεις.
Καθώς οι ποινικές διαστάσεις των νόμων καθορίζουν την ηθική και φιλοσοφική αξιολόγηση του συνόλου της νομιμότητας έναντι της ελευθερίας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, υποδεικνύουν την πραγματική φύση του ρόλου των κατασταλτικών μηχανισμών, των διοικητικών μηχανισμών και των εκπροσώπων της δικαστικής λειτουργίας. Οι κατασταλτικές αρχές και οι διοικητικές υπηρεσίες είναι όργανα της εκτελεστικής εξουσίας και κατά μείζονα λόγο η δράση τους απεικονίζει τη βούληση, τη στρατηγική και τις τακτικές των ασκούντων την κυβερνητική δύναμη ή τις αυθαιρεσίες των ιδίων των οργάνων με σχετική αυτονομία. Ενώ οφείλουν να είναι ελεγχόμενα όργανα από το σώμα των πολιτών, συχνά ή πάντα, χρησιμοποιούν τη δύναμη της αρμοδιότητας πέραν της υποχρέωσης της υποστήριξης των πολιτών και αυθαιρετούν για να υπηρετήσουν τον συγκεντρωτικό εξουσιαστικό μηχανισμό και κάποιες ιδιοτέλειες. Η απολυταρχία βρίσκει νέες επιβεβαιώσεις σε βάρος των πολιτών, με την απειλή της ελευθερίας, την παραβίαση ακόμη και των στοιχειωδέστερων δικαιωμάτων και την αυθαίρετη διαχείριση της θεσμικής δύναμης. Ανάλογα χαρακτηριστικά έχουν οι λειτουργοί της δικαιοσύνης. Ενώ διαχειρίζονται μια από τις τρεις διακριτές λειτουργίες της εξουσίας που υποχρεωτικά απορρέει από το έθνος (ή από το λαό), στις περισσότερες νεωτερικές χώρες δεν αναδεικνύονται από το λαό και δεν λογοδοτούν σε αυτόν για την άσκηση των καθηκόντων τους (λαμπρή εξαίρεση αυτή των ΗΠΑ), με αποτέλεσμα να μοιάζουν απολύτως με κρατικούς υπαλλήλους, παρά το γεγονός ότι ασκούν εξουσία. Είναι, λοιπόν, και αυτοί (συμβολικά) τέκνα της απολυταρχίας και όχι της νεωτερικής πολιτείας (δημιουργήματα μιας εξαχρείωσης που πρέπει να τελειώσει σύντομα). Η ασυναρτησία, περί της δήθεν προστασίας της ελευθερίας, περιβεβλημένη με τις ακατανόητες θεσμικές περιπλοκές και τα νομικά τερτίπια, δεν είναι αδόκητη, αλλά επιβεβλημένη. Στη χειρότερη περίπτωση οι δικαστές που εκπαιδεύτηκαν στις δικτατορίες και στην καλύτερη οι λειτουργοί που μοιάζουν με τον Ιαβέρη δεν έχουν θέση στη νεωτερικότητα. Επειδή η κοινωνία της ελευθερίας δεν έχει σχέση με την θεσμική εκδίκηση, εκλέγει τους δικαστές της και τούς ελέγχει για την επιτέλεση των σκοπών της δικαστικής λειτουργίας, ενώ καταργεί τον μεσαιωνικό αναχρονισμό τόσο των ποινών που στερούν γενικά την ελευθερία όσον και τον εγκλεισμό όλων για την εφαρμογή τους. Η ελευθερία, ως θεμελιώδης αρχή, απαγορεύεται να αρθεί με εφαρμοστικό νόμο. Ο σύγχρονος πολιτισμός θα διασκευάσει τα κατάλληλα θεσμικά αντίβαρα, με αντικείμενο την κατάσχεση και τον περιορισμό της ιδιοκτησίας ή τις προσωπικές υποχρεώσεις έναντι του Δημοσίου, οι οποίες δεν αίρουν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Η ισότητα είναι μια βασανισμένη έννοια και αρχή της νεωτερικής πολιτείας. Εκφράζεται ήδη από τα θεμελιώδη κείμενα σε πολύ αδρές γραμμές και στην ουσία αντιπροσωπεύει ένα, αποκλειστικά, περιεχόμενο. Είναι, μόνον ή ακόμη και πολύ μοναχικά, μια ισότητα έναντι του νόμου. Η δίκαιη κριτική τοποθέτηση, έναντι αυτής της αρχής, αποκαλύπτει ότι η επιβολή της αποτελεί μια τεράστια θετική μετατόπιση σε σύγκριση με το προηγούμενο καθεστώς. Είναι, ωστόσο, περιορισμένη, ανεπαρκής και σε πολλές κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις της εξαιρετικά υποκριτική.
Επειδή η απληστία δεν είναι αρετή, αλλά αγυρτεία, τα δημιουργήματά της δεν είναι συνώνυμα της έντιμης οικονομικής δράσης. Ο μεγάλος πλούτος είναι δημιούργημα, συνήθως, της κληρονομίας, της συγχώνευσης περιουσιών, διά των σχέσεων αγχιστείας, και του τυπικού ή άτυπου επιχειρηματικού συνεταιρισμού που εγκαθιδρύει συντριπτικές ή καταστροφικές συνθήκες για τους ανταγωνιστές, εκτός και αν αποτελεί έκδοχο της υπεξαίρεσης, της απάτης, κάθε άλλης μορφής της ασύλληπτης παρανομίας και της επιβαρυντικής για τους πολλούς οικονομικής παραπλάνησης. Η οικονομική ανισότητα δεν έπαψε οποτεδήποτε στην ιστορία της νεωτερικότητας να αποτελεί ένα τεράστιο βάρος για την πολιτεία και την κοινωνία και μια πολύ συχνά ανεξήγητη κατάσταση (καθώς σπανίως μπορεί να αποδοθεί στην ξεχωριστή ευφυΐα, εκτός αν η τελευταία ταυτίζεται με την ασύδοτη πονηρία), ενώ σίγουρα λειτουργεί ως η αιτία μιας απαράδεκτης κοινωνικής διαφοράς. Ο πιθανός τονισμός από κάποιους της εύνοιας από την απαράμιλλη τύχη είναι τουλάχιστον προσβολή της ευφυΐας του σύγχρονου ανθρώπου και της εκλεπτυσμένης κουλτούρας του σημερινού κόσμου.
Η διαφορά πλούτου και φτώχειας είναι από μόνη της αιτία της ανισότητας, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί περιττά προνόμια για τους έχοντες και αποκλεισμούς για τους ενδεείς. Κάνει προφανή τη σπατάλη και την αχρεία πρόκληση, μια από τις αφετηρίες και της φθονερής σύγκρισης για όσους στερούνται πολλά, ίσως και μερικά από τα απολύτως απαραίτητα για την ύπαρξη, μπορεί και όσα είναι χαρακτηριστικά για την αξιοπρέπεια. Μαζί με τον πλούτο διατάσσονται δυνατότητες και ευκαιρίες που για τις μεγάλες μάζες των πολιτών είναι αδιανόητες. Η υπέρ-επάρκεια αγαθών συνοδεύει την εύκολη πρόσβαση στην υψηλού επιπέδου εκπαίδευση, την ευχερή πρόσκτηση της απαιτητικής γνώσης και την ενδιαφέρουσα για την οικονομική δράση, αλλά και την προσοδοφόρο, πληροφόρηση. Η απαιτητική εκπαίδευση και η εξαιρετική πληροφόρηση είναι προϋποθέσεις ανάλογα υψηλών επαγγελματικών, τεχνικών, διοικητικών και πολιτικών προσόντων που παρακολουθούν τον πλούτο. Ήδη από τις διαφορές στην πρόσβαση στην εκπαίδευση και τα γνωστικά αγαθά καθίσταται εμφανές, ότι οι κατώτερες τάξεις δεν είχαν αυτές τις πολυτέλειες, για τουλάχιστον εκατόν χρόνια μετά την επαναστατική διαδικασία και η πρόσβαση στο βασικό αγαθό της παιδείας και της κουλτούρας έφτασε να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της πραγματικότητας, για τις πλειονότητες των πολιτών και των τέκνων τους, πολύ πρόσφατα. Η ανισότητα είναι πιο περίοπτη από τη διακηρυγμένη ισότητα στις νεωτερικές πολιτείες και, κατ’ αυτήν την έννοια, η επίσημη επίκληση της νοηματικής ισχύος της, σαν να αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, ηχεί ως ειρωνεία.
Τα νεώτερα μέλη της κοινωνίας ξεκινούν, με αφετηρία την ισοδύναμη ατομική αθωότητα, την επαγγελματική, οικονομική και πολιτική ζωή τους με εντελώς διαφορετικά πλαίσια, τα οποία είναι απολύτως αντίθετα με την ισότητα. Τα τέκνα των εχόντων και πολιτικά ισχυρών ενδυναμώνονται από τις πραγματικές και συμβολικές διαστάσεις της κληρονομίας. Η μεγάλη ακίνητη και βιομηχανική ιδιοκτησία, με τη συνοδεία από την αμέτρητη χρηματική ρευστότητα και τις προνομίες από τη συμμετοχή σε ανώτερους κύκλους της επιχειρηματικής ισχύος, της πολιτικής δύναμης, της μόρφωσης και της κουλτούρας, προσανατολίζουν, με τις ιδιότητες του αυτοματισμού, σε μια πανάκριβη ανώτατη εκπαίδευση (απρόσιτη στους πολλούς), στη γρήγορη ενσωμάτωση στις ηγετικές θέσεις των επιχειρήσεων και ενδεχομένως του κράτους, αλλά και την εύκολη κατάκτηση δημόσιων αξιωμάτων, συχνά με την «ηθική εξαργύρωση» των γνωστών οικογενειακών επιθέτων (ίσως και μέρους των περιουσιών τους).
Εντελώς αντίθετες προϋποθέσεις έχουν τα τέκνα των ενδεών, ακόμη και αν οι επιδόσεις και οι προσωπικές τους ικανότητες είναι απείρως περισσότερες από τους προκείμενους. Οι ελλείψεις, οι αδυναμίες της ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις, η επιβεβλημένη επικοινωνία με την απαραίτητη και μόνον εκπαίδευση, κάνουν ακόμη και την επιτυχία τους να αποτελεί προϋπόθεση για την αγχωτική κάλυψη αναγκών, που έχουν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της πρόσκτησης προσόντων. Καθώς η αξιοπρεπής επιβίωση και όχι η επιτυχία έχει σημασία, η υπαγωγή σε κατώτερες εργασιακές θέσεις απεικονίζει υποχρεωτικές επιλογές και όχι θετικές προσδοκίες. Η αναρρίχηση στην κλίμακα της ιεραρχίας των επιχειρήσεων και των επαγγελμάτων, μέχρι τις μεσαίες βαθμίδες, είναι μια πιθανή εκτόνωση, αλλά και η μόνη πραγματική υλοποίηση της πολυδιαφημισμένης «κοινωνικής κινητικότητας», για ένα περιορισμένο κλάσμα ανθρώπων που προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Πολύ περισσότερο από τις θέσεις στις επιχειρήσεις, η συμμετοχή στις ανώτατες διοικητικές θέσεις ευθύνης στο Δημόσιο και ιδίως στα νομοθετικά σώματα ή τις ηγετικές πολιτικές θέσεις είναι μάλλον μια τυχαία κατάσταση, μπορεί και ακραίως τυχαία.
Οι ηγετικές θέσεις των επιχειρήσεων και οι θέσεις της διαχείρισης της πολιτικής δύναμης ανήκουν κατά τεράστια πλειονότητα στους άνδρες πολίτες, ενώ η γυναικεία συμμετοχή, παρά τις θετικές εξελίξεις πρόσφατα, είναι πολύ συνεσταλμένη σε σχέση με την αναλογία των γυναικών στον γενικό πληθυσμό και τα άλματά τους στην κατάκτηση γνωστικών, ανώτερων εκπαιδευτικών και απαιτητικών επαγγελματικών προσόντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στις πρωτοπόρες νεωτερικές χώρες, στο καθεστώς των εργοδοτών, αλλά και των αυτοαπασχολουμένων, οι άνδρες δεσπόζουν είτε στα 3/5 είτε στα 2/3 των σχετικών θέσεων. Η ηγεσία των επιχειρήσεων έχει ένα χαρακτηριστικό φύλο, δηλαδή το ανδρικό. Χρειάζεται μεγάλους αγώνες για να συγκλίνουν οι γυναίκες πολίτες με τους άνδρες στα επιχειρηματικά εγχειρήματα. Δεν απαιτείται πολλή συζήτηση για τις γυναίκες πολιτικούς και νομοθέτες. Είναι ακόμη μειονότητα, στις εκπροσωπήσεις, τους θεσμούς και τις θέσεις ευθύνης. Ανάλογη με την άνιση θέση των γυναικών είναι και η διαχείριση των αμοιβών τους. Είναι χαμηλότερες. Η ισότητα και σε αυτό το επίπεδο είναι ανυπόστατη και δημιουργεί την έντονη οφειλή για την προσέγγισή της στο μέλλον. Το παρόν, μάλλον, ξεπέρασε την πολιτεία που πραγματοποιεί, όπως συμβαίνει και με την ελευθερία, κυρίως όρκους στην ισότητα.
Νέες εκδηλώσεις απόκλισης από την ισότητα ή, κάτι ακόμη πιο δύσκολο, νέες υπενθυμίσεις της υπαρκτής ανισότητας και των συνεπειών της αναφύονται από τις διακρίσεις που υφίστανται οι πολίτες και οι κάτοικοι ή οι εργαζόμενοι της νεωτερικής νομιμότητας, οι οποίοι έχουν διαφορετική καταγωγή ή θρησκευτική πίστη και ιδιαίτερη κουλτούρα από την πλειονότητα της σύγχρονης πολιτείας ή, ακόμη, διαφορετική επιλογή ταυτότητας φύλου από τη βιολογικά προσδιορισθείσα. Κάθε φορά που αμφισβητείται το δικαίωμα στη διαφορά ελλοχεύει η απειλή του φασισμού και του ναζισμού, για τους οποίους είναι χαρακτηριστική η άρνηση της διαφοράς και έτσι η ισότητα έχει νόημα μόνον μεταξύ των ομοίων. Οι ενδιάμεσες συνθήκες ανάμεσα στις πραγματικές διαφορές και το φασισμό γεννούν πλήθη από απαράδεκτες καταστάσεις, που διατηρούν, επιτείνουν ή και επεκτείνουν τις ανισότητες.
Στην εποχή μας, ολοένα και περισσότεροι μετανάστες καλούνται, είναι θετικά ή αναγκαστικά υποδεκτοί στις νεωτερικές χώρες, και συμβάλλουν στην παραγωγική ανάπτυξή τους. Η πρόσκληση ή, έστω, η υποδοχή τους και η παραμονή τους στη χώρα διανθίζεται από πλήθος διακρίσεων σε βάρος τους. Στην εργασία γίνονται δέκτες, συχνά, απίστευτων παραβιάσεων των δικαιωμάτων τους. Στο επίπεδο των αμοιβών σπανίως οι αποζημιώσεις της συνεισφοράς τους ισορροπούν με την εύλογη διεκδικητική αρχή: ίση αμοιβή για ίση εργασία. Καθώς για μεγάλο χρονικό διάστημα της παραμονής τους στη χώρα έχουν προβλήματα προσαρμογής στις προϋποθέσεις της νομοθεσίας ή η παραμονή και η εργασία τους είναι υπό αίρεση και εφόσον δεν είναι πολίτες, είναι άνθρωποι χωρίς δικαιώματα ή, έστω, με περιορισμένα δικαιώματα. Οι ιστορικές ενθυμήσεις μας υποδεικνύουν ότι εργαζόμενοι σε μια πολιτεία που δεν πολίτες και δεν έχουν δικαιώματα έχουν βασικά έναν δυσάρεστο, στο άκουσμα, χαρακτηρισμό: δούλοι. Αντέχει και ανέχεται η πολιτεία της ελευθερίας και της ισότητας την «εκδορά» της ανθρώπινης κατάστασης.
Οφείλουμε, μετά τις προηγούμενες σύντομες και εξ ανάγκης ελλειπτικές επισημάνσεις, να επισκεφτούμε εκ νέου τη θεμελιώδη σημασία της ισότητας, ως ισότητα έναντι του νόμου. Είναι σίγουρο, ότι δεν υπάρχει ισότητα μεταξύ άνισων. Όταν η ανισότητα κυριαρχεί, χωρίς μέριμνες για την ταχεία αποκατάστασή της ισότητας, τότε η επίκληση της προαναφερθείσας αρχής είναι προσχηματική και ειρωνική για την κατάσταση και τα θύματα της ανισότητας, τα οποία αποτελούν μεγάλο μέρος, ενδεχομένως, και την πλειονότητα των σημερινών πληθυσμών.
Μείζον ζήτημα, σχετικά με τη συγκεκριμένη αρχή είναι το ακόλουθο ερώτημα: ποιος νομοθετεί; Τα πρώτα εκατόν, με εκατόν είκοσι περίπου χρόνια μετά τις αστικές επαναστάσεις, η απάντηση είναι πιο εύκολη: μια πολύ μικρή μειονότητα έναντι των λίγων που είχαν το δικαίωμα της ψήφου. Από την εποχή που αναγνωρίστηκε το γενικό δικαίωμα της ψήφου και του εκλέγεσθαι για τους άνδρες και αρκετά αργότερα για τις γυναίκες τα πράγματα έγιναν πιο σύνθετα, αλλά δεν αναίρεσαν τη βαριά επιβολή των συνθηκών ανισότητας, στο περιεχόμενο των νόμων και τη διαδικασία της νομοθέτησης.
Σημαντικό ποσοστό των νομοθετών, αλλά και οι μέτοχοι της εκτελεστικής εξουσίας με νομοθετική πρωτοβουλία, ήταν και είναι οι ίδιοι επιχειρηματίες ή στελέχη εντεταγμένα κατά το παρελθόν στο μισθολόγιο των μεγάλων βιομηχανικών, εμπορικών, χρηματοοικονομικών και τραπεζικών επιχειρήσεων. Η ελεύθερη βούλησή τους επιβοηθείται από τη λειτουργία και την πίεση των λόμπυ που διοργανώνουν οι δεσπόζουσες μονοπωλιακές και πολυεθνικές επιχειρήσεις. Η διαμόρφωση των συνθηκών, για την εισαγωγή, τη διαβούλευση, σχετικά με το περιεχόμενο των νόμων, και την ψήφιση, φορτίζεται από τις παρεμβολές των πανίσχυρων μέσων ενημέρωσης, τα οποία συνήθως ανήκουν στις δεσπόζουσες οικονομικά οικογένειες και συμμαχίες επιχειρήσεων. Είναι εύλογο ότι όλοι οι προηγούμενοι επιθυμούν, διακαώς, να εξυπηρετήσουν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα και τα τελευταία να καθορίσουν τους κανόνες της νομιμότητας. Σε αυτήν την εδραιωμένη κατάσταση, οι νόμοι αρκετές φορές αδιαφορούν για την υπάρχουσα και δεδηλωμένη ανισότητα ή, συστηματικά και κυνικά, ιδιοποιούνται την επίδρασή της ή, ακόμη, και διευρύνουν τις συνέπειές της. Αξίζει να σκεφτούμε ότι κάποιοι «αδέκαστοι» δικαστές θα επιβάλλουν, στους παραβάτες αυτών των νόμων, ποινές στερητικές της ελευθερίας τους, δηλαδή θα μεταβάλλουν τους άνισους σε δυστυχισμένους ή, στις βαρύτερες περιπτώσεις, και σε καταραμένους. Οφείλουμε να αξιολογήσουμε, εκ νέου, την έντιμη προσπάθεια και συμβολή τους. Τα αισθήματα της θλίψης είναι τα προοίμια της δραστικής αλλαγής. Μέχρι τότε η αρχή της ισότητας έναντι του νόμου, παραβιάζοντας το θεμελιώδες περιεχόμενό της, είναι επωφελής για τους προνομιούχους και διωκτική για τα θύματα της ευρείας ανισότητας. Ας σκεφτούμε κάτι ακόμη. Προβάλλεται, είτε με αφέλεια είτε με πονηρία, η αξίωση να επιβάλλεται αναντίρρητα και απροϋπόθετα το «κράτος δικαίου» (the rule of law). Ανήκουν στο πλαίσιο του «κράτους δικαίου» οι νόμοι που αντιμετωπίζουν με αποχαύνωση ή διατηρούν επιτακτικά την πραγματική ανισότητα;
Αν η αρχή της ισότητας είναι βασανισμένη, τότε η αδελφότητα είναι απλώς απούσα. Η αδελφότητα, δηλαδή η κοινωνική αλληλεγγύη, έμεινε ουσιαστικά ανενεργής και έλαβε τη μορφή μιας περιορισμένης και ανεπαρκούς πολιτικής δοσιμάτων για τα ακρότατα προβλήματα της φτώχειας. Σήμερα έχει ήδη αναθεωρηθεί σε μείζονα έκταση και συνεχίζει αναθεωρείται, με διάφορες αφορμές, η κοινωνική πολιτική και αναιρούνται τα κοινωνικά δικαιώματα, επειδή «τα χρήματα είναι λίγα και οι λήπτες των ωφελειών πάρα πολλοί». Πόσο είναι πιστευτό κάτι τέτοιο, σήμερα, δηλαδή σε μια εποχή, κατά την οποία ο πλούτος είναι περισσότερος από κάθε άλλη προηγούμενη;
Είναι γεγονός ότι η οφειλή στην αδελφότητα δεν έχει εκπληρωθεί και αντιμετωπίζεται με αδιαφορία από τις κυβερνητικές ελίτ της νεωτερικής πολιτείας, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα και παρά τα έντονα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα των ενδεών και της εργατικής τάξης. Η αδελφότητα, όμως, δικαιώνει την πρωτογενή σημασία της και με θαυμαστές εκδηλώσεις ενσωματώνεται στις οικονομικές πρακτικές της εργατικής τάξης.
Τα ανερχόμενα και μαχητικά εργατικά κινήματα, στο πλαίσιο της εξαιρετικής ανάπτυξης των συνδικάτων και των πολιτικών τους κινήσεων, εκδηλώνουν το ενεργές ενδιαφέρον τους στα πιο αδύναμα μέλη των κοινωνικών ομάδων που εκπροσωπούν. Δεν ξεχνούν, αναλόγως των δυνατοτήτων τους, ιδίως όσους αντιμετώπισαν εργατικά ατυχήματα, αυτούς που υπέστησαν τη φοβερή επίδραση των επιδημιών και των σοβαρών ατομικών ασθενειών και εκείνους που δεν μπορούν να κερδίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση, λόγω της προχωρημένης ηλικίας και της φυσικής αδυναμίας για εργασία. Τα ταμεία αλληλοβοήθειας έχουν τις ρίζες τους σε εκείνες τις γκρίζες εποχές για τους οικονομικά ασθενέστερους.
Οι πρωτοπόροι και έμπειροι ηγέτες του εργατικού κινήματος και των συνδικάτων έχουν την αίσθηση, πως η διεκδίκηση για τη συνεχή αύξηση των μισθών, με μαχητικές και διευρυνόμενες πρακτικές, είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη διαρκή ανταπόκριση του εργατικού εισοδήματος στις βιοτικές απαιτήσεις ή και τη βελτίωση των αμοιβών, αλλά δεν είναι ικανή. Το εργατικό εισόδημα προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό και από την ισορροπία του με το κόστος της κατανάλωσης. Καθώς η εργατική δύναμη (η εν γένει εργασία) είναι ένα εμπόρευμα, η τιμή του μπορεί να αυξηθεί μόνον όταν αυξάνεται η τιμή όλων των υπόλοιπων εμπορευμάτων και ο ρυθμός της αύξησής της εξαρτάται από το ρυθμό αύξησης των τιμών καταναλωτή (με άλλα λόγια από το ρυθμό του πληθωρισμού). Είναι κρίσιμο, λοιπόν, να απαιτείται μια παρέμβαση στο πεδίο της κατανάλωσης προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επίδραση του πληθωρισμού. Η πρωτοβουλία για τη σύσταση συνεργατικών καταναλωτικών συνεταιρισμών γεννά ένα νέο είδος ιδιωτικής επιχείρησης που βασίζεται στην ίση συμμετοχή των μελών, τη δημοκρατία στη λήψη αποφάσεων, την επιτέλεση ενός μείζονος κοινωνικού σκοπού και τον παραμερισμό της πρωτοκαθεδρίας του κέρδους. Οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί είναι και σήμερα σημαντικοί παράγοντες των παγκόσμιων συσχετισμών της οικονομίας και επέτυχαν με την ευδοκίμησή τους τη μείωση ή τη συγκράτηση του κόστους της κατανάλωσης.
Η αμφοτερόπλευρη πίεση των εργατικών κινημάτων δικαίωσε το ρόλο τους, όταν δεν υπήρξαν έξωθεν επεμβάσεις στην οργάνωση, τη λειτουργία και την οικονομική τους διαχείριση (δεν αυτό είναι το πιο συνηθισμένο, αλλά υπάρχουν παραδείγματα). Από τη μια πλευρά η διαρκής δράση των συνδικάτων συνέβαλε στη σταθερή αύξηση του εισοδήματος. Από την άλλη πλευρά στα παραδείγματα της συνεπούς λειτουργίας του συνεργατισμού, οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί μείωσαν ή συγκράτησαν το κόστος της κατανάλωσης, αυξάνοντας έτσι τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα για τα εργατικά στρώματα, στις περιοχές και τις κοινότητες στις οποίες λειτούργησαν συστηματικά. Αυτή η όψη της αδελφότητας δεν ήταν επαρκής στην εποχή της αυθαίρετης δράσης των οικονομικά ισχυρότατων επιχειρηματιών και αργότερα τα επιτυχημένα παραδείγματά της έγιναν αντικείμενο χειραγώγησης ή και ανάσχεσης, στις αρκετές ή συχνές περιπτώσεις δικτατοριών και των περιπτώσεων του αχαλίνωτου πολιτικού αυταρχισμού. Οι μετατοπίσεις αλλοίωσαν σε αρκετές χώρες τη φύση του συνεργατικού συνεταιρισμού και αναίρεσαν πολλά από τα επιτεύγματά του.
Σε κάποιες εκδοχές, σε χώρες ή κρατικές περιφέρειες με ασθενή βιομηχανική ανάπτυξη, η συνεταιριστική ιδέα και πρακτική μεταβολίστηκε, ως ένας μηχανισμός συλλογικής παραγωγικής προσπάθειας, στους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Με εξαίρεση τις ΗΠΑ, στις οποίες το εγχείρημα λειτούργησε ως ένα βαθμό ανασχετικά στην ταχεία διαδικασία συγκέντρωση της γης μέχρι την κρίση του 1929-30, και κάποιες από τις πρωτοπόρες χώρες, το αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα χρησιμοποιήθηκε, ως ένας συμπληρωτικός μηχανισμός στην επίλυση του αγροτικού ζητήματος, στην περίοδο των αγροτικών μεταρρυθμίσεων. Αφενός αυτό μετασχηματίζει το αρχικό πρότυπο του (εργατικού) συνεργατισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την ποιοτικά αναβαθμισμένη συλλογική-επιχειρηματική δράση των ανθρώπων που είχαν ζήσει αποκλειστικά ως εργασιακά εξαρτημένοι. Στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, σε αντιδιαστολή, συμμετέχουν ανεξάρτητοι και μικροί ιδιοκτήτες του πρωτογενούς τομέα, οι οποίοι έχουν στόχο να διασώσουν την υπόσταση των ατομικών τους εκμεταλλεύσεων και να προωθήσουν τις προσωπικές τους ιδιοτέλειες, διά της συνένωσης. Αυτή η μορφή της συνένωσης υποβαθμίζει τη σημασία της συλλογικότητας στην οργάνωση και της αλληλεγγύης στην προσπάθεια. Ο αγροτικός συνεταιρισμός καθίσταται ευκαιριακό όχημα και δεν αποτελεί μέρος του σκοπού που καλείται να εξυπηρετήσει συστηματικά. Όσο εύκολα συσπειρώνει τους ενδιαφερόμενους, τη στιγμή της ανάγκης, τόσο ευκολότερα η ατελέσφορη δράση του οδηγεί στη διάλυση και στην ατομική πορεία των μελών του, ίσως και με αδιαφορία. Αφετέρου για την πολιτεία οι αγροτικοί συνεταιρισμοί αποτελούν κατάλληλους μηχανισμούς οικονομικού και πολιτικού ελέγχου, όταν οι αγροτικές ιδιοκτησίες και εκμεταλλεύσεις χαρακτηρίζονται από έντονο κατακερματισμό ή σοβαρά προβλήματα παραγωγικότητας. Στις δύσκολες στιγμές καθίστανται, όχι μόνο μηχανισμοί ελέγχου, αλλά και μηχανισμοί κοινωνικής επιβολής της εξουσίας. Στη σύγχρονη ιστορία μπορούμε να αλιεύσουμε πάμπολλα παραδείγματα ανάλογης αντιμετώπισης και αναγκαστικής ή πλάγιας διαχείρισης που δεν εκφράζουν τα μέλη των συνεταιρισμών. Οι αλλεπάλληλες και συχνά αντιφατικές αλλαγές του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των συνεταιρισμών, ακόμη και η ευθεία ή πλάγια κυβερνητική παρέμβαση στον ορισμό των διοικήσεων, δημιούργησαν αμέτρητα διαχειριστικά ζητήματα, ενώ αλλοίωσαν τον αυθόρμητο και πρωτοβουλιακό χαρακτήρα της συνεταιριστικής προσπάθειας. Οι δικτατορίες και οι περίοδοι της αυταρχικής διακυβέρνησης κάποια στιγμή τελειώνουν, αλλά αφήνουν την «κοπριά» τους και αυτή δεν συμβάλλει στη λίπανση της συνεταιριστικής ιδέας. Οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις των, έστω συγκυριακών, ανασχέσεων καταστρέφει ακόμη και τα πιο αξιόλογα εγχειρήματα.
Τα πολιτικά κινήματα της εργατικής τάξης του δέκατου ένατου αιώνα, γονιμοποιώντας προγενέστερες συνεισφορές σημαντικών προσωπικοτήτων, κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης, συγκρότησαν τις βασικές αξιώσεις περί των απαραίτητων κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία δίνουν υπόσταση στην έννοια της αδελφότητας. Η γενική δωρεάν εκπαίδευση, η κοινωνική ασφάλιση, με τις συντάξεις γήρατος, τη δωρεάν ιατρική, νοσοκομειακή και φαρμακευτική κάλυψη, τα επιδόματα ανεργίας, τα προγράμματα εργατικής κατοικίας, η προστασία της μητρότητας και η απαγόρευση της παιδικής εργασίας περιγράφουν το αδρό πλαίσιο των αιτημάτων εκείνων των κινημάτων. Αν τά αντιμετωπίσουμε απόμακρα, από τις εντάσεις και τις στιγμές που εκδηλώθηκαν, θα διαπιστώσουμε ότι ακριβώς αυτά τα αιτήματα ενσωματώθηκαν ως χαρακτηριστικά των κοινωνικών δικαιωμάτων, μέχρι την εποχή μας. Πρέπει ενδεχομένως να αναρωτηθούμε: θα αποτελούσαν μέρος της νομιμότητας της νεωτερικής πολιτείας και του σύγχρονου πολιτισμού, αν δεν είχαν διεκδικηθεί από τα προκείμενα κινήματα; Επιπρόσθετα: αν τα εργατικά κινήματα δεν είχαν απειλήσει πολιτικά τη συγκεκριμένη μορφή της νομιμότητας, θα είχαν ευαισθητοποιήσει τους πολιτικούς συσχετισμούς και τις ιθύνουσες τάξεις, για να εντάξουν στην οργάνωση της πολιτείας αυτά τα δικαιώματα;
Μια έμμεση, αλλά χρήσιμη, απάντηση μπορεί να δοθεί από την αναφορά στο παράδειγμα των ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ τα προαναφερθέντα εργατικά κινήματα δεν αναπτύχθηκαν και δεν ευδοκίμησε κάποια προσπάθεια τους. Η επίδρασή τους στην ιστορία, τη συγκρότηση και τους θεσμούς της πολιτείας ήταν πολύ περιορισμένη. Επειδή δεν είχαν ανάλογο ρόλο με την Ευρώπη, τα αιτήματά τους δεν ενσωματώθηκαν, ως κοινωνικά δικαιώματα, στη συγκεκριμένη θεσμική πραγματικότητα. Οι ΗΠΑ σήμερα, παρά το γεγονός ότι είναι η πλουσιότερη και ισχυρότερη χώρα του κόσμου, δίνουν την εικόνα μιας λιγότερο αναπτυγμένης χώρας στην υγεία και την περίθαλψη, στο πεδίο της δημόσιας ασφάλισης και στο πλαίσιο της δωρεάν εκπαίδευσης για όλους.
Η αναφορά σε αυτό το παράδειγμα δεν μάς αποτρέπει από το να θυμόμαστε, γιατί τα παλαιότερα κείμενα του συνταγματικού και δημόσιου δικαίου, όταν έθιγαν το ζήτημα των κοινωνικών δικαιωμάτων, έκαναν λόγο, εναλλακτικά, για θετικά δικαιώματα (σε αντιδιαστολή προς τα αρνητικά δικαιώματα-οι ατομικές ελευθερίες- και τα ενεργητικά ή πολιτικά δικαιώματα) ή για παροχές. Η αναφορά εκείνων των κειμένων συνοδεύεται με την υπόμνηση, ότι, σε σχέση με τους άλλους τύπους των δικαιωμάτων, τα θετικά δεν είναι υποχρεωτικά. Εκφράζουν γενικές ευχές διακανονισμού, προς τον κανονικό νομοθέτη, και επομένως οι σημαντικότερες παροχές, που σήμερα θεωρούνται αυτονόητες για τη ζωή των πολιτών, μπορούν να αναθεωρηθούν ευκόλως ή και να αναιρεθούν εντελώς, αν επιτραπεί κάτι τέτοιο από τους πολιτικούς συσχετισμούς.
Πριν από την καθολική αποδοχή για τη θεσμοθέτηση ενός ευρύτερου φάσματος των κοινωνικών δικαιωμάτων, ανάλογα με τις εθνικές συνθήκες, έχουν υπάρξει διάφορα θετικά γεγονότα μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας, περί της κοινωνικής υποστήριξης. Ανάλογες σημαντικές εξελίξεις υπήρξαν, για παράδειγμα, με την εισαγωγή ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από το γερμανικό κράτος στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα ή με την εφαρμογή των επιδομάτων ανεργίας στη Βρετανία, τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Στις ΗΠΑ εισήχθησαν για πρώτη φορά για τη ιστορία της σύγχρονης πολιτείας οι κρατικές πολιτικές για την εκ νέου εκκίνηση της οικονομίας, μετά την ακινητοποίηση του καπιταλισμού, λόγω της κρίσης του 1929-30. Όλα όσα γνωρίζουμε περί του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και το πνεύμα (αλλά όχι και όλα τα μέτρα) της κοινωνικής προστασίας, από την ανεργία, την ακραία φτώχεια και την κοινωνική περιθωριοποίηση σημαντικών στρωμάτων του πληθυσμού, διαμορφώθηκαν για πρώτη φορά από τον F.D. Roosevelt με την, εμπνευσμένη από την επεξεργασία του J.M. Keynes, πολιτική του New Deal και διατηρήθηκαν ακέραια ή επεκτεινόμενα μέχρι τη δεκαετία του ’70. Βοηθηθεισών των συνθηκών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με αφετηρία την ίδια στρατηγική, σε συνάρτηση με την συμβολή του W. Beveridge, διασκευάστηκαν ευρύτατοι και ακριβοί μηχανισμοί που διεύρυναν την κοινωνική υποστήριξη και την πολιτική εύνοια στην πλήρη απασχόληση.
Τα εθνικά συστήματα υγείας, τα δημόσια συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και το ευρύ πλέγμα των δημόσιων δομών, για την υποστήριξη των αδυνάτων, την οικονομική σταθερότητα και την πλήρη απασχόληση, υλοποίησαν πολλές από τις διαστάσεις των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η σημαντικότερη όψη όλων αυτών των παρεμβάσεων ήταν η αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης της οικονομίας (στις ΗΠΑ από 9,8%, σε 27,3% του ΑΕΠ). Συμβολικά, αυτό είναι το κόστος που έπρεπε να πληρώσει ο καπιταλισμός, για να μπορέσει να μείνει ζωντανός, εφόσον είχε προηγουμένως καταρρεύσει.
Είναι σίγουρο ότι οι πιο πλούσιοι και ισχυροί δεν αποδέχθηκαν αγόγγυστα τα συμπαρομαρτούντα φορολογικά βάρη, τα οποία απαιτούσε η εξυπηρέτηση του αυξημένου δημόσιου χρέους, στην προοπτική της επανόδου στην οικονομική σταθερότητα. Είναι σαφές ότι οι ίδιες κοινωνικές ομάδες δεν αντιμετώπισαν με ευχάριστη διάθεση τη διεύρυνση του ρόλου του κράτους και των δημόσιων δομών, οι οποίες έκαναν σχεδόν αδύνατη τη μείωση των φόρων στο εισόδημα και την περιουσία τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Είναι, ωστόσο, εμφανέστατο, πως χωρίς την υποστήριξη ή την ανοχή των επιχειρηματικών κύκλων και των φορέων της μεγάλης οικονομικής ισχύος η πολιτική του «κράτους ευημερίας» δεν θα είχε υλοποιηθεί, ούτε στο ελάχιστο. Είναι απίθανο κάτι τέτοιο να είχε συμβεί, αν δεν εξυπηρετούσε την ύπαρξη αυτών των στρωμάτων και τα οικονομικά συμφέροντά τους.
Είναι φυσικό, ότι οι πιο αδύναμοι υποδέχθηκαν με ανακούφιση την συνεισφορά των δημόσιων πολιτικών και αντελήφθησαν τα μέτρα υλοποίησής τους, ως αυτονόητα, καθώς ανταποκρινόντουσαν στις στοιχειώδεις ανάγκες επιβίωσης και κοινωνικής συνύπαρξης. Δεν ήταν για όλους αυτονόητα, δηλαδή για κάποιους ήταν απλώς χρήσιμα, παρά τη δυσθυμία τους. Με τα χρόνια έγινε αντιληπτό, στις κοινωνικές ομάδες με μεσαία εισοδήματα, πως αυτές αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο οικονομικό βάρος του «κράτους ευημερίας», ενώ οι υπηρεσίες του τελευταίου δεν καλύπτουν τις ανάγκες τους ή έστω τις απαιτήσεις τους, περί της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Η αναγκαιότητα επιβολής του κράτους ευημερίας γίνεται κάποια στιγμή, για τις νεώτερες γενεές, ιστορία ή, σε ορισμένες περιγραφές, περιβάλλεται και με τα χαρακτηριστικά του μύθου. Εφόσον η ιστορία δεν αντανακλά τα προσωπικά βιώματα, τα μόνα ζητήματα που ενδιαφέρουν τους πολίτες της μεταπολεμικής εποχής είναι το κόστος των δημόσιων δομών και παροχών, η ποιότητα των υπηρεσιών και η ατομική φορολογική επιβάρυνση. Σταδιακά, η υποστήριξη σε αυτήν την ιστορική εκδοχή των κοινωνικών δικαιωμάτων κάμπτεται. Οι φτωχοί και οι οικονομικά αδύναμοι έλυσαν μεν το πρόβλημα της επιβίωσης, αλλά δεν βελτίωσαν τη θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία ούτε απέκτησαν ουσιώδη οικονομική προοπτική. Η κοινωνική τους κατάσταση είναι υπόφορη συχνών κύκλων και η πολιτική τους στάση αδρανοποιείται από τη φαινομενική αδιαφορία ή από την αίσθηση του αδιεξόδου. Τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η νέα πολιτική σύγκρουση, τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, οι ωφελούμενοι από τα κοινωνικά προγράμματα, σε μεγάλη αναλογία, δεν ψηφίζουν και επομένως δεν επηρεάζουν τους πολιτικούς συσχετισμούς. Θα πληρώσουν το κόστος της πολιτικής απάθειας με την αναίρεση των δικαιωμάτων τους.
Οι πολίτες των μεσαίων εισοδημάτων, εκείνη την εποχή, στηρίζουν τις πολιτικές παρατάξεις, οι οποίες ευνοούν την αναίρεση του κράτους ευημερίας. Αισθάνονται ότι έτσι θα μειωθούν οι φόροι τους και θα αυξηθούν τα διαθέσιμα για την προσωπική τους κατανάλωση. Για κάποια χρόνια θα υπάρξει ένας βαθμός ικανοποίησης από την ελάφρυνση, αλλά η μακροπρόθεσμη εξέλιξη θα διαταράξει τις βεβαιότητες τους για τη σχέση κόστους-οφέλους. Στη μακρά διάρκεια θα απολέσουν πολλά από τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα και σιγά-σιγά θα αρχίσουν να απομακρύνονται από τις βεβαιότητες τους για την εργασιακή και εισοδηματική ασφάλεια και σταθερότητα. Η επόμενη γενεά των ίδιων κοινωνικών ομάδων, κατά την εργασιακή και εισοδηματική ενηλικίωσή της, αντιλαμβάνεται ότι ζει σε άλλο κόσμο, στον οποίο τα αυτονόητα κοινωνικά δικαιώματα, της περίθαλψης, της εκπαίδευσης, της αξιοπρεπούς συνταξιοδότησης (για δώσουμε ορισμένα μόνο παραδείγματα) δεν είναι εγγυημένα και το τίμημα για την αντιπαροχή τους τό πληρώνει σε κερδοσκοπικά ή μη κερδοσκοπικά (όπως συμβαίνει με τους κρατικούς εκπαιδευτικούς οργανισμούς, στη Βρετανία στο σύνολο της ανώτατης εκπαίδευσης και στην Ελλάδα στις μεταπτυχιακές σπουδές) ιδρύματα, προκειμένου τα τελευταία να παρακολουθούν συμβολικά τις διαδικασίες της συνεπούς επιχειρηματικότητας και της αγοράς. Ο εθισμός με την ιδιότητα του πελάτη και του καταναλωτή απομακρύνει σταδιακά τον άνθρωπο από τη ιδιότητα του πολίτη. Ο πολίτης έχει δικαιώματα, ενώ ο πελάτης-καταναλωτής, μόλις κάνει την επιλογή της αγοράς, έχει αποκλειστικώς οικονομικές υποχρεώσεις και κάποια δυσδιάκριτα ή δυσπρόσιτα δικαιώματα που απορρέουν από τις επιβεβλημένες συμβάσεις.
Την εποχή της δεύτερης γενεάς, μετά τους πεπλανημένους τολμητίες, το welfare state (το κράτος ευημερίας), μέσω του αρνητικού φόρου εισοδήματος (negative income tax), έγινε κοινωνία της workfare (welfare-to-work), πράγμα που σημαίνει ότι για να δικαιούται κάποιος οποιασδήποτε ωφέλειας (ιδίως για να λαμβάνει κάποια μορφή του κατώτερου εγγυημένου εισοδήματος) πρέπει να είναι διαθέσιμος, ταυτόχρονα, για κάθε εργασία, περιλαμβανομένων και των ευτελών. Στο τέλος αυτού του μεγάλου ιστορικού κύκλου, ο οποίος, ενδεχομένως, κλείνει μετά από την κρίση του 2007-8, η επισκόπηση των κοινωνικών δικαιωμάτων μας δεν παρέχει πολύ ευχάριστη εικόνα.
Οι ευχές επικρατούν ακόμη στα συνταγματικά κείμενα, αλλά οι εθνικές νομοθεσίες είναι πολύ «ευέλικτες», σε σχέση με τις ρητές προβλέψεις κοινωνικής υποστήριξης, και πολύ αυστηρές στους όρους και τις προϋποθέσεις ένταξης στις καλύψεις, συνοδευόμενες από την προαναγγελία των ανάλογων ποινών για τις πιθανές παρεκκλίσεις. Η ουσιαστική διαφορά περιγράφεται, ιδίως, στις διεθνείς συμβάσεις των υπερεθνικών ολοκληρώσεων. Οι διατάξεις αυτών των συμβάσεων διαθέτουν «υπέρ-συνταγματική ισχύ» και από αυτή την άποψη παρακάμπτουν αρκετές από τις ευνοϊκές, για την εργασία και τους «ταπεινούς» ανθρώπους, προβλέψεις της εθνικής νομοθεσίας. Η πιο ουσιώδης μεταβολή προκύπτει πλάγια, σε σχέση με τα κοινωνικά δικαιώματα. Εξηγούμε, πως η πρόβλεψη των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι από μόνη της ανεπαρκής για την υλοποίηση της κοινωνικής υποστήριξης και πολιτικής, αν δεν συνοδεύεται από μια σταθερή, υψηλού κόστους και πλήρη σε θεσμικές δυνατότητες πληρωμής, δημόσια χρηματοδότηση. Η θεμελίωση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, για να αναφερθούμε σε ένα προσιτό υπόδειγμα, πραγματοποιήθηκε και εξελίχθηκε, ακριβώς, πάνω στη ριζική αναίρεση της δυνατότητας των κρατών-μελών, να χρηματοδοτούν με ευχέρεια τις κοινωνικές πολιτικές.
Υπό αυτές τις συνθήκες τα κοινωνικά δικαιώματα μετατρέπονται, από αυτονόητα, σε πηγές μειονεξίας και στιγματισμού, για τους ωφελούμενους από τα κοινωνικά προγράμματα. Οι τελευταίοι μοιάζουν σε αρκετές περιπτώσεις, κατά την περιγραφή των επίσημων κειμένων, την αναφορά μερικών μέσων ενημέρωσης και κάποιων επιστημονικών αναλύσεων, ως παγιδευμένοι στη δυσμενή τους κατάσταση («παγίδες ανεργίας» και «φτώχειας»), εθισμένοι στη λήψη των επιδομάτων, περίπου ως τεμπέληδες που η «ευφορία» τους είναι σε βάρος της εφορίας και του δημόσιου χρήματος. Είναι, ενδεχομένως, απίστευτο, αλλά οι σύγχρονες κοινωνίες και οι μορφωμένοι πληθυσμοί τους υπεδέχθησαν, ως πιστευτά, αυτά τα φληναφήματα. Είναι, ωστόσο, μια πραγματικότητα. Κάθε πραγματικότητα οφείλεται να αντιμετωπίζεται με ρεαλισμό. Στο πλαίσιο του σημερινού ρεαλισμού η, εκ νέου, επιβεβαίωση των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να βασιστεί στην επανάληψη των προηγούμενων ρυθμίσεων και των παρελθόντων διακανονισμών∙ κάτι τέτοιο θα ήταν μια φάρσα. Επιπρόσθετα, η εδραίωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, αν επιθυμούμε να είναι αυτά διαρκέστερα και σταθερά, είναι αναγκαίο να συνοδεύεται από την αποκλειστική διαχείρισή τους από τους ίδιους τους πολίτες. Σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να συνοδεύσουμε την πολιτική αντίληψη των σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων και αναγκών με την ενεργή δράση των αλληλασφαλιστικών ταμείων και την πρωτοβουλιακή παρέμβαση των συνεταιρισμών κοινωνικής υποστήριξης. Οι συνέργειες αυτών των συνεταιριστικών οργανώσεων με τις εναπομείνασες κρατικές δομές και χρηματοδοτικές ενισχύσεις δύνανται να αναμορφώσουν την αλληλεγγύη, μέσω της ενεργούς αδελφότητας.
______________________________
Είμαστε εμποτισμένοι από τη υπέρτατη «πίστη» στην αξία του τριαδικού συνθήματος της γαλλικής επανάστασης και ορκιζόμαστε με απόλυτο τρόπο στα ιδανικά του: Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα ή θάνατος στη Γαλλία, Ελευθερία ή θάνατος στην Ελλάδα. Και όμως, η ιερή και αποφασιστική υπόσχεση δεν συνοδεύτηκε από την ισοδύναμα ταχεία και αποφαστική εφαρμογή τους στη νεώτερη και σύγχρονη πολιτεία.
Η ελευθερία παρέμεινε μια απλή (και ανεκπλήρωτη) δέσμευση της νεωτερικής πολιτείας, αλλά καθυστέρησε πολύ να γίνει πραγματικότητα για ορισμένες από τις σημαντικές διαστάσεις της. Στην ουσία η μόνη διάσταση της που κατοχυρώθηκε από τις πρώτες στιγμές ήταν η ελεύθερη επιλογή στην αγορά. Η δουλεία ανετράπη, ως θεσμική και πραγματική κατάσταση, στις τελευταίες δεκαετίες του δεκάτου ενάτου αιώνα, ενώ τα υπολείμματά της, όπως οι ρατσιστικοί περιορισμοί και οι πάμπολλες διακρίσεις, επεβίωσαν μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Τα πολιτικά δικαιώματα και οι πολιτικές ελευθερίες ήταν προνόμια μιας μικρής μειονότητας ανθρώπων με περιουσία και μόρφωση. Η αναγνώριση και η ενεργής άσκηση τους από τις μεγάλες μάζες των ανδρών έγινε δυνατή από την έβδομη δεκαετία του δεκάτου ενάτου αιώνα και από τις γυναίκες από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Τα δικαιώματα και επομένως οι ελευθερίες του συνέρχερθαι και του συνεταιρίζεσθαι είχαν αρθεί για ογδόντα χρόνια, αποκαταστάθηκαν ελλειπτικά από τις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα, βασανίστηκαν κατ’ επανάληψη από τις σύγχρονες νομιμότητες και από τους εργοδότες, ενώ ήταν ουσιαστικά έκνομα στις περιόδους των δικτατοριών, των όχι σπάνιων περιόδων του αυταρχισμού και στη διάρκεια των φασισμών του μεσοπολέμου. Η ελευθερία είναι υπό αίρεση ακόμη και σήμερα σε πολλές νεωτερικές χώρες, για τους κατοίκους-εργαζόμενους που δεν είναι πολίτες και όσους πολίτες διαφέρουν από τα χαρακτηριστικά των πλειονοτήτων των εθνικών πληθυσμών, ενώ η ελευθερία του ατομικού αυτό-προσδιορισμού συγκροτεί διάφορες ευτράπελες καταστάσεις, στις οποίες οι, κατά τα άλλα σοβαρές, εξουσίες «επιλέγουν τον τύπο και το βαθμό της ελευθερίας των πολιτών». Δίπλα στα προηγούμενα, οι παρωχημένοι διακανονισμοί για τη ρύθμιση των διαπροσωπικών και των οικογενειακών σχέσεων, εκβάλλουν και σε συντριπτικά προσωπικά δράματα, με θύματα τα ανήλικα τέκνα.
Οι δοκιμασίες και οι ανακολουθίες της ελευθερίας μάς επιβάλλουν να ενδυναμώσουμε τους κανόνες που τήν εδραιώνουν και να επινοήσουμε τη μέθοδο να μην τήν προσβάλλουμε, τη στιγμή που, ακριβώς, είμαστε υποχρεωμένοι να τήν προασπιζόμαστε από οποιαδήποτε απειλή. Πρώτα από όλα η κοινωνία και η πολιτεία της ελευθερίας απαγορεύεται να τιμωρεί, γενικά, με τη στέρηση της ελευθερίας∙ αυτός είναι, για όσο παραμένει, ένας απαράδεκτος πρωτογονισμός. Επινοεί νέες και ευσταθείς μεθόδους αντιμετώπισης της παρέκκλισης, της παραβατικότητας και της διαπιστωμένης παρανομίας. Εξεργάζεται, επομένως, τρόπους αποτροπής και, τελικά, τέτοιες ποινές που δεν αναιρούν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα∙ το μέτρο προσδιορισμού των ορίων είναι η προστασία της ελευθερίας από την αναίρεσή της. Επιπρόσθετα δεν μπορεί οποιοσδήποτε και για οποιαδήποτε αφορμή να θέσει σε αντιπαράθεση την ασφάλεια και την ελευθερία. Η ασφάλεια είναι και δέον να είναι υποταγμένη στην ελευθερία. Όποιος θεωρεί ότι η ελευθερία οφείλει να πληρώνει τιμήματα περιστολής δικαιωμάτων προκειμένου να προωθηθεί η ασφάλεια των προσώπων και των περιουσιών τους, στρέφεται εναντίον της νομιμότητας και ουσιαστικά ζητεί την αναίρεσή της∙ αυτό το αίτημα μοιάζει με πρόσκληση σε πραξικόπημα.
Η νεωτερική πολιτεία της ελευθερίας διευρύνει τις ελευθερίες και εμπιστεύεται τους ελεύθερους πολίτες, να διοικούν τη συγκεκριμένη νομιμότητα. Διεύρυνση της ελευθερίας σημαίνει ότι τα ατομικά δικαιώματα επικρατούν οποιασδήποτε προνομίας της πολιτικής εξουσίας και της οικονομικής δύναμης, ανεξάρτητα από την αιτία ή το πρόσχημα με το οποίο κτάται και διατηρείται η κάθε προνομία. Υπό αυτήν την έννοια το δικαίωμα στην εργασία και τα συμπαρομαρτούντα κοινωνικά δικαιώματα, που συναρτώνται με την εργασία και το αξιοπρεπές εισόδημα, οφείλεται για αποκτήσουν ισοδυναμία με τις προβλέψεις για την ιδιοκτησία και η νομιμότητα να τά εγγυηθεί διά-βίου (το ανάλογο με το: αιωνίως για την ιδιοκτησία, καθώς η δυνατότητα για εργασία είναι πεπερασμένη). Αυτή η ρύθμιση ευρύνει ταυτόχρονα τις πολιτικές ελευθερίες και τις δυνατότητες άσκησης των πολιτικών δικαιωμάτων (επομένως είναι προϋπόθεση και για την άσκηση του δικαιώματος του «εκλέγειν» και του «εκλέγεσθαι»).
Αναπόσπατο μέρος της ελευθερίας και των πολιτικών δικαιωμάτων είναι η δυνατότητα όλων των πολιτών να εκλέγουν και να ελέγχουν σε τακτική βάση όλους τους άρχοντες και τους κατέχοντες θέσεις ευθύνης, οι οποίοι έχουν καθήκον την άσκηση του δημόσιας εξουσίας. Αυτό το δικαίωμα είναι απολύτως συνδεόμενο με τη δυνατότητα να εκλέγονται όλοι οι πολίτες σε δημόσια αξιώματα, δηλαδή με την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να διαβούμε έναν τραχύ και δύσβατο δρόμο προνομίων και διακρίσεων, που συχνά συγχέονται με τα «δικαιώματα» όσων κρατούν διά μακρόν θέσεις εξουσίας ή αρμοδιότητας, τυπικώς νόμιμα, αλλά εκτός του «πνεύματος» της νομιμότητας, σχετικά με τη διαχείριση της εξουσίας. Η ουσιαστική άσκηση της πολιτικής ελευθερίας και των πολιτικών δικαιωμάτων σημαίνει ότι όλοι οι άρχοντες, αντιπρόσωποι και εκπρόσωποι της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας, δηλαδή των συστατικών της εξουσίας, εκλέγονται αμέσως και απευθείας από το λαό. Η συμφωνία με αυτήν την αρχή σημαίνει τουλάχιστον ότι οι λειτουργοί της δικαιοσύνης είναι αποκλειστικώς αιρετοί και η θητεία τους, όπως και δυνατότητα ανανέωσής της, είναι περιορισμένη. Ανάλογη πρόβλεψη πρέπει να αφορά στα ανώτατα διοικητικά στελέχη, τα οποία ασκούν δημόσια εξουσία, είτε στο εθνικό είτε στο τοπικό πλαίσιο, και τους επικεφαλής των διωκτικών αρχών και σωμάτων. Η μειωμένη χρονικά θητεία αυτών των αρχόντων και ο δραστικός περιορισμός της επανάληψής της ανοίγει τη δυνατότητα για την πολλαπλή αξιοποίηση των ικανοτήτων των πολιτών και διευρύνει τον κοινωνικό έλεγχο, ενώ απομειώνει τα περιθώρια της αυθαιρεσίας. Για την αποτελεσματικότητα υπάρχει ένας μόνον κανόνας: η σύγκριση των επιτευγμάτων στο χρόνο προσδιορίζει τη σχέση των ατόμων με τις απαραίτητες τιμές και τους μελλοντικούς στόχους.
________________________________
Η ισότητα είναι μια ισότητα έναντι του νόμου, στην παρούσα νομιμότητα. Δεν υπάρχει, ωστόσο, καμιά ισότητα μεταξύ ανίσων. Η ίδια ή έννοια είναι προβληματική από τη θεμελίωση της. Θα μπορούσε, ως ένα βαθμό, να εξισορροπηθεί από την ενισχυμένη αρχή της αδελφότητας, εφόσον υπήρχαν προβλέψεις για την αποφασιστική ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Καθώς η συνοδεία της ισότητας από την αδελφότητα έμεινε αιωρούμενη και ανεκπλήρωτη, η ισότητα μετεωρίζεται μεταξύ της ειρωνείας και της προκλητικότητας.
Σε τελευταία ανάλυση, η ισότητα έναντι του νόμου λαμβάνει, συχνότατα, και αρνητικό περιεχόμενο, με την έννοια ότι στο επίπεδο των διεκδικήσεων και της δυνατότητας της άσκησης δικαιωμάτων (στο πεδίο της κρίσης από τη δικαστική εξουσία) μεταβάλλεται και σε διωκτική ή καταλογιστική, σε βάρος των αδυνάτων και των ενδεών. Τα δύο αμβλύτερα παραδείγματα αυτής της προεξάρχουσας ανισότητας, την οποία υποστηρίζει η ισότητα έναντι του νόμου, είναι η αντιμετώπιση και η εκδίκαση των διαφορών μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων και των αντίστοιχων διαφορών μεταξύ του νομικού προσώπου του δημοσίου και των φυσικών προσώπων. Τα νομικά πρόσωπα παρότι εκφράζονται ενιαία, ως προς την νομική τους μορφή, είναι αποτέλεσμα ενός συνεταιρισμού μεταξύ φυσικών προσώπων και η οικονομική τους δύναμη είναι συχνά πολλαπλάσια από την συγκυριακή οικονομική δύναμη του αθροίσματος των φυσικών προσώπων που τα απαρτίζουν. Έχουν έναν ισχυρότατο διοικητικό μηχανισμό και μια ανυπέρβλητη για τον κοινό άνθρωπο νομική υποστήριξη, για να προασπίζονται τα ιδιοτελή συμφέροντά τους και μάλιστα στον μακρύ χρόνο. Απέναντι τους το φυσικό πρόσωπο είναι ένας αντιδικών «νάνος», ο οποίος είναι αδύνατον να αντέξει την οικονομική και δικονομική πίεση, ιδίως στη μακρά διάρκεια. Η έκβαση μιας παρόμοιας αντιδικίας, για έναν αδύναμο ή ενδεή, είναι προκαθοριμένη από την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου. Η θετική έκβαση είναι απίθανη και όσες φορές συμβαίνει ισοδυναμεί με την ανέλπιστη επιτυχία στην κλήρωση των λαχείων. Η αντιπαράθεση μεταξύ των φυσικών προσώπων με τη διοίκηση και εν γένει το νομικό πρόσωπο του δημοσίου δημιουργεί τεράστιες ανισοδυναμίες για τον μέσο πολίτη και ιδίως εκείνον που θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξεργασμένη και συντονισμένη αυθαιρεσία. Η σχέση μεταξύ τους είναι λεόντιος σε βάρος του πολίτη και ο φόβος του για τον εγκλωβισμό του σε μακροχρόνιες, οικονομικά επιβαρείς και ατελέσφορες δικαστικές διαμάχες τόν οδηγούν σε αναγκαίους και θεσμικά οριακούς (ή και εκτός των αποδεκτών ορίων) συμβιβασμούς με τους δημόσιους λειτουργούς. Αμφότερες οι περιπτώσεις είναι απαράδεκτες και ακυρώνουν ακόμη και τον στοιχειωδέστερο προσδιορισμό της ισότητας. Είναι μια οφειλή της νομιμότητας να εμπλουτίσει το περιεχόμενο της ισότητας στη νεωτερική πολιτεία. Η αποχή από την αναρρύθμιση εμποδίζει και ενοχλεί την ισότητα∙ εδώ η πραγματικότητα ομοιάζει με τα αποτελέσματα της άσκησης της βίας.
Για να τεκμηριωθεί η ισότητα έναντι του νόμου απαιτείται ενεργέστερη επικοινωνία του πολίτη με τη διαδικασία της νομοθέτησης. Αυτή σημαίνει τη μείωση της δυνατότητας επανεκλογής (ίσως για δύο ή τρεις θητείες) των πολιτών στα νομοθετικά σώματα. Η ταχύτερη εναλλαγή των πολιτών στα νομοθετικά σώματα επισημαίνει την ενεργή ικανότητα περισσοτέρων, σε σχέση με την παρούσα στιγμή, να εξασκούν τη νομοθετική λειτουργία και αποξενώνει σταδιακά τους προνομιούχους, από το να έχουν κάποιες διαρκείς προσβάσεις στην κατάρτιση των κανόνων λειτουργίας της δημοκρατίας. Ακόμη η διαδικασία της νομοθέτησης μπορεί να εμπεριέχει την εξουσιοδότηση του κεντρικού βουλευτικού σώματος προς τα περιφερειακά και τοπικά αποφασιστικά σώματα, να δημιουργούν και να αναθεωρούν τους κανόνες των τοπικών κοινωνιών, εντός του γενικού-εθνικού πλαισίου. Αντίστοιχα ,τα νομοθετικά σώματα απαγορεύεται, εκτός των απολύτως εκτάκτων γεγονότων, να εξουσιοδοτούν την εκτελεστική εξουσία και τη διοίκηση να νομοθετούν, για οποιοδήποτε αντικείμενο. Η νεωτερική πολιτεία οφείλει να διασφαλίζει ότι όλοι οι πολίτες έχουν ίσο δικαίωμα στη νομοθέτηση, διά της εκλογής τους στα σχετικά σώματα.
Οι πολίτες των δύο φύλων έχουν ίση εκπροσώπηση, με την αναλογία τους στο νόμιμο πληθυσμό, στα νομοθετικά σώματα. Η αναγνώριση κάποιας αναγκαστικής, αλλά μικρότερης, αναλογίας είναι στην ουσία μια παραχώρηση, που δεν έχει σχέση με την ισότητα∙ είναι η ρητή παραδοχή της νομιμότητας ότι δεν υπάρχει η ισότητα και πως αυτή δεν πρόκειται να αποκατασταθεί.
Πλήρη πολιτικά δικαιώματα οφείλονται από τη νεωτερική πολιτεία σε όλους τους κατοίκους που έχουν γεννηθεί στη χώρα και διαμένουν συνεχώς σε αυτήν. Ανάλογα δικαιώματα οφείλονται σε όλους τους διά μακρόν διαμένοντες και τους τακτικά εργαζόμενους, για μια διάρκεια που είναι εύλογη, ανεξαρτήτως της καταγωγής τους.
Η συχνή διαδικασία της κωδικοποίησης και η διαρκής ενημέρωση των πολιτών για την ουσία, το πνεύμα και τις συνέπειες του νομικού πλαισίου είναι αδήριτη υποχρέωση της νομιμότητας. Το δικαίωμα των πολιτών, να ζητούν την αλλαγή ή την τροποποίηση των νόμων, είναι αυτονόητο. Η πρόβλεψη ανάλογων διαδικασιών αυξάνει την κοινωνική αποδοχή και την εφαρμογή των κανόνων.
Η νεωτερική πολιτεία μεριμνά διαρκώς για την ισότητα των νέων πολιτών, αποσβαίνοντας τις συνέπειες των έντονων οικονομικών διαφορών και την πρώιμη ανισότητα ευκαιριών. Οι παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, οι κοινωνικές παροχές ή υποστηρίξεις και το φορολογικό σύστημα μπορούν να αμβλύνουν τις συνέπειες της ταξικής διαφοράς, της οικονομικής ανισότητας και, ενδεχομένως, τις επιπτώσεις του κληρονομικού δικαίου. Στην πορεία του ανθρώπινου βίου οι μέριμνες εξισορροπούν τις εισοδηματικές ανισότητες, ενώ εγγυώνται την αξιοπρεπή επιβίωση, όπως και την ασφαλή μακροημέρευση των πολιτών.
Η νομιμότητα της ελευθερίας επιλαμβάνεται την τήρηση της ισότητας και εκτός του δημόσιου χώρου. Φροντίζει να σχηματίζονται όροι που δεν αίρουν την αρχή της ισότητας στις επαγγελματικές δραστηριότητες, τις επιχειρηματικές οργανώσεις ή εν γένει στους θεσμούς της οικονομίας. Η υπερβολική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, από τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων και τους εκπροσώπους τους στους διοικητικούς μηχανισμούς, αποτρέπεται, ενώ η εκδήλωση πρακτικών που περιορίζουν την ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των εργαζομένων θεωρείται απαράδεκτη. Η σύγχρονη πολιτεία προτρέπει τους θεσμούς της οικονομίας να προάγουν την παραγωγικότητα, την αποτελεσματικότητα και την οικονομική τους αποδοτικότητα, με τη γόνιμη διαχείριση των μετρήσιμων και ποσοτικών αποτελεσμάτων στο χρόνο, σε αντίθεση με τις μεθόδους άσκησης διοικητικής δύναμης (ενίοτε και πειθαρχικής) επί των προσώπων, δηλαδή με τρόπους που περιορίζουν την ισότητα στην πράξη. Δεν είναι παραδεκτό στη σύγχρονη πολιτεία, να αμφισβητείται (πέραν του γεγονότος της περιουσιακής ανισότητας) και να προσβάλλεται η ισότητα κατά την λειτουργική άσκηση της εργασίας. Ο πολίτης έχει πλήρη δικαιώματα και τις ώρες της εργασίας.
________________________________________
Τα κοινωνικά δικαιώματα που συμπυκνώνουν την ισοδύναμη, με τις μέγιστες, αρχή της αδελφότητας είναι θεσμικά ακάλυπτα από τους θεμελιώδεις νόμους της νεωτερικής πολιτείας και πλημμελώς φροντισμένα από τις σύγχρονες χώρες. Η πορεία ήταν τέτοια που επιτρέπει την εκτίμηση, ότι η νομιμότητα αδιαφορεί για την κατάσταση των πολιτών, οι οποίοι κοπιάζουν και δημιουργούν το σύνολο του πλούτου, για τουλάχιστον εκατόν σαράντα χρόνια μετά τη γαλλική επανάσταση. Η επίσημη και ελιτίστικη υποκρισία φτάνει, στο πλαίσιο αντίληψης των κοινωνικών δικαιωμάτων, στο επίπεδο της κυνικότητας και της άμετρης αναισθησίας.
Όσο εγγύτερα βρίσκονταν οι χώρες και οι ιθύνουσες μειονότητες στους πολέμους και στις εθνικές καταστροφές τόσο αυτή η αναισθησία αμβλύνεται και αποκτά πιο ανθρώπινη προσέγγιση, με παροχές και δοσίματα προς τους αδύνατους και τους φτωχούς. Όταν η ίδια η ακεραιότητα του τύπου της οικονομίας, η οποία βασίζεται στην ελεύθερη επιλογή στην αγορά, απειλείται, σε εποχές εξεγέρσεων, κοινωνικών επαναστάσεων και ορισμένων σφοδρών αντιπαραθέσεων μεταξύ των μερίδων των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, τότε κινητοποιείται η πολιτική της κοινωνικής ενίσχυσης και η συμπερίληψη των πιο αδύναμων στη λειτουργία της δημοκρατίας. Εκείνες τις εποχές τα συστήματα της αναδιανομής του πλούτου βρίσκουν την ουσιαστική έκφρασή τους στη θεσμική ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η χαλάρωση των κοινωνικών αγώνων και η απομάκρυνση από την εποχή ή την καθημερινή ανάμνηση των πολέμων (στους οποίους η μεγάλη μάζα των μαχητών είναι οι φτωχοί), αντίθετα, δημιουργεί την έξαρση της απληστίας των πλουσίων και την τροφοδοσία της εγωπαθούς ματαιοδοξίας της ανώτερης τάξης, η οποία αξιώνει μεγαλύτερο μερίδιο του κόπου των φτωχών και απείρως ευρύτερο μερίδιο στην κατανομή της εξουσίας. Το τελευταίο συνέβη από την δεκαετία του ’70 και οι συνέπειες εκείνων των γεγονότων πληρώνονται ακόμη από τις κοινωνίες και την οργάνωση των αναπτυγμένων νεωτερικών πολιτειών. Οι κοινωνικές παροχές μειώθηκαν, δραστικά και ταχέως, για να καταλήξουν στην καλύτερη περίπτωση στο μοντέλο αποτροπής της απόλυτης κοινωνικής έκπτωσης, δηλαδή το κατώτερο εγγυημένο εισόδημα, το οποίο θεμελίωσε για πρώτη φορά ο M. Friedman, ως το ικανοποιητικό αντίβαρο στην κατάργηση των λοιπών επιδομάτων.
Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας είναι το άλλο σύμπτωμα της ουσιαστικής υποχώρησης της δημοκρατίας και της ενδυνάμωσης των πολιτικά κυρίαρχων. Η αναγκαιότητα της πολιτικής αποτελεσματικότητας και της αδιάλειπτης συνέχειας των θεσμικών λειτουργιών, προκειμένου να μην ανακόπτεται η οικονομική αξιοπιστία της πολιτείας, ως ενισχυτικό στοιχείο της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, λειτουργεί προσχηματικά για να προωθηθεί η ενδυνάμωση ολιγοπρόσωπων ή ακόμη και μονοπρόσωπων οργάνων, τα οποία παρακάμπτουν την πολιτική των ισορροπιών (επομένως και τις αμιγείς δημοκρατικές διαδικασίες) και ενεργούν είτε με πιο ισχυρές εκτελεστικές αρμοδιότητες είτε, ακόμη, με de facto νομοθετικές παρεμβάσεις (μερικές φορές μετά από σχετικές εξουσιοδοτήσεις).
Ο ιδεατός τύπος της προαναφερθείσας μορφής οργάνωσης της εξουσίας και της πολιτικής πράξης είναι οι μηχανισμοί, οι δομές και οι πολιτικές, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Από τη μια πλευρά, οι κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας, που αποτέλεσαν προϋποθέσεις ένταξης στην Ένωση ή, πολύ περισσότερο, την ΟΝΕ και είναι αποτρεπτικοί των παρεκκλίσεων, στερούν από τα κράτη μέλη τα εργαλεία χρηματοδότησης των κοινωνικών παροχών στους αδύναμους και τους ενδεείς. Από την άλλη πλευρά, τα αποφασιστικά όργανα της Ένωσης λειτουργούν, απόμακρα από τις χώρες και τα κράτη, τους θεσμούς τους και τις κοινωνίες, με αόριστες και ασαφείς εξουσιοδοτήσεις.
Οι αποφάσεις τους κατασκευάζουν μια νέα θεσμική πραγματικότητα, η οποία είναι υποχρεωτική στην εφαρμογή της από τα κράτη-μέλη. Στο πεδίο της ΟΝΕ η νομιμοποίηση των οργάνων και των αποφάσεων είναι ακόμη πιο αόριστη, αλλά πολύ πιο δύσκαμπτη. Εδώ τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμα και ένας ιδιότυπος χώρος συναρμοδίων, ο οποίος συναπαρτίζεται από ένα άτυπο όργανο (Eurogroup), υπόφορο σε ένα συγκεντρωτικό πολιτικό όργανο (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο), και μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με προνόμιο της έκδοσης του νομίσματος που μέλη της είναι οι κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, καθορίζει την κοινωνική εξέλιξη των πληθυσμών.
Όλοι αυτοί οι, περίπλοκοι και οι απομακρυσμένοι από τον δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο, μηχανισμοί έχουν εξεργαστεί την άρση ή την αδυναμία άσκησης των κοινωνικών δικαιωμάτων και έχουν ουσιωδώς περιστείλει την λειτουργία της δημοκρατίας. Αυτές οι πραγματικότητες δεν είναι ανεκτές και είναι οφειλή της νεωτερικής οργάνωσης, να επεξεργαστεί τις εναλλακτικές δυνατότητες για την στήριξη των αδύναμων και των ενδεών, ώστε να ενισχυθεί η κοινωνική συμμετοχή και να λειτουργήσει με διεξοδικότητα η δημοκρατία του μέλλοντός μας.
Η υποστήριξη και η αποκατάσταση της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφότητας είναι οι μέριμνες της δημοκρατίας του κοινωνικού μέλλοντός μας. Μόνο που η εμπειρία έχει, πλέον, υποδείξει τις βασικές της προϋποθέσεις: καμιά διαρκής και ανέλεγκτη εξουσιοδότηση, σε οποιονδήποτε, δεν γίνεται αποδεκτή∙ όλη η εξουσία, σε όλες τις λειτουργίες της, απορρέει και ασκείται από τους πολίτες και τους τακτικά εκλεγόμενους εκπροσώπους τους.
Τάξεις και Ανισότητα
Ένας από τους πιο ευτράπελους μύθους της σύγχρονης εποχής είναι ότι δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις και πως δεν υπάρχει ενεργής βάση της μεγάλης οικονομικής ανισότητας, καθώς η «πραγματικότητα» που κυριαρχεί είναι η πάνδημη επικράτηση της «μεσαίας τάξης», μαζί με την πρόσφατη συνοδό επινόηση: την «παγκόσμια μεσαία τάξη». Όλες αυτές οι αναλύσεις, αν δεν αποτελούν απλοϊκές προπαγανδιστικές ατάκες, στερούνται οποιασδήποτε ευστάθειας και σοβαρότητας. Παρόμοια χαρακτηριστικά έχουν και οι περιφέροντες ανάλογες απόψεις. Ορισμένοι, από την χορεία των εξαιρετικά πλούσιων και των εκπροσώπων τους, διαβιβάζουν με τους ισχυρισμούς τους την υπέρτατη ανάγκη τους, να αποδείξουν ότι ο πλούτος τους δεν έχει δυσμενείς συνέπειες στις μεγάλες μάζες του πληθυσμού. Ο πλούτος τους δεν δημιουργεί φτώχεια, αλλά δημιουργείται από το πρόσθετο πλεόνασμα, από το οποίο ισόρροπα, αλλά όχι ισοδύναμα, ωφελούνται και όσοι δεν ανήκουν στην ελάχιστη μειονότητά τους. Όσοι δίνουν βάση σε τέτοιες απόψεις και δεν μοιράζονται τις ίδιες υλικές προνομίες είτε δεν έχουν τις πνευματικές ετοιμότητες να τεκμηριώσουν τα δεδομένα της πραγματικότητας είτε είναι βαθύτερη επιθυμία τους η αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα, προκειμένου να διατηρήσουν την αίσθηση της κατάκτησης κάποιας ευτυχίας στον ταπεινό βίο τους.
Ένα προκλητικό ερώτημα είναι το ακόλουθο: πως ακριβώς είναι η εικόνα του πλούσιου; Επιπρόσθετα: μήπως είναι αδύνατον να δώσουμε μια ρεαλιστική απάντηση στο ερώτημα αυτό; Ο μέσος άνθρωπος δεν βλέπει και δεν συναντά ποτέ τους πλούσιους, στην κανονική ζωή του. Οι πλούσιοι δεν εργάζονται κανονικά ή τουλάχιστον από κάποια επιτακτική υποχρέωση. Ακόμη και αν ξυπνάνε νωρίς δεν είναι υποχρεωμένοι να πηγαίνουν αξημέρωτα στη δουλειά, δεν κτυπάνε κάρτα άφιξης στην εργασία, όπως οι ίδιοι υποχρεώνουν όλους τους υπόλοιπους, δεν κοπιάζουν σαν τις μεγάλες μάζες για να κερδίσουν το ψωμί και τα καθημερινά καλούδια τους. Οι πλούσιοι δεν χρησιμοποιούν μέσα μαζικής μεταφοράς, δεν συγχνωτίζονται συνήθως με άλλους ανθρώπους στις λαϊκές διασκεδάσεις και δεν στέκονται σε ουρές αναμονής στις τράπεζες και τα αεροδρόμια. Πολύ σπάνια δοκιμάζουν ακόμη και τις πιο ακραίες εξυπηρετήσεις των πολυτελών ή υπέρ-πολυτελών ξενοδοχείων. Ακόμη και αν συνοικούν στην ίδια χώρα, μένουν προστατευμένοι σαν να ζουν σε «άλλη χώρα».
Ο μέσος άνθρωπος ή «ανθρωπάκος» μπερδεύεται, σχετικά με την σημασία της έννοιας και του πραγματικού πλούσιου. Συγχέει τον πολύ εύπορο ή τον σχετικά πλούσιο άνθρωπο (με μερικά εκατομμύρια δολάρια) με τους αληθώς πλούσιους, για τους οποίους οι αμέσως προηγούμενοι είναι αμελητέοι ή απλώς «τιποτένιοι». Οι αληθώς πλούσιοι έχουν αμέτρητο πλούτο και η φυσική τους παρουσία διαφεύγει της προσοχής της κοινωνίας. Οι φευγαλέες και φαντασμαγορικές εμφανίσεις τους είναι σπάνιες και επιτηδευμένες, ενώ οι κάποιες ευτράπελες και προκλητικές εμφανίσεις των μελών των οικογενειών τους αποτελούν διαφυγές από την κανονικότητα, συχνά επεξεργασμένες από τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης που ελέγχουν οι ίδιοι ή επηρεάζουν μέσα από χρηματοδοτικές δολιχοδρομίες. Είναι οι άνθρωποι που ταξιδεύουν με ιδιωτικό τζετ, όταν οι άλλοι συνωθούνται στα επιβατικά αεροσκάφη. Είναι οι διάσημοι που κάνουν διακοπές σε υπερπολυτελείς θαλαμηγούς, την ώρα που ακόμη και οι εύποροι τουρίστες προσεγγίζουν τους πιο επιθυμητούς προορισμούς με φτηνά τσάρτερ και επιβατηγά πλοία, ενδεχομένως και στην πρώτη θέση. Είναι οι πολύ απαιτητικοί τουρίστες που κάνουν διακοπές σε βίλλες, συνοδευόμενοι από την ασφάλεια, τους ομοίους τους και τους διασκεδαστές τους. Είναι οι άνθρωποι που επιβάλλουν τη μόδα και τα γούστα τους (κομψά λέγεται lifestyle), σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο και με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν στα πρότυπα της κατανάλωσης∙ επομένως επιβοηθούν την κερδοφορία τους. Ήδη, πρέπει να είναι εμφανές ότι οι πραγματικά πλούσιοι είναι τόσο μακριά από τις κοινωνίες, από τις οποίες ιδιοπούνται τον πλούτο, ώστε είναι σχεδόν αόρατοι. Τους βλέπουμε κάθε φορά που τα περιοδικά Fortune και Forbes παρουσιάζουν τα ονόματά τους, με τις εικόνες τους, και αραδιάζουν τα δισεκατομμύρια τους.
Ένα δεύτερο ερώτημα είναι ίσως το επόμενο: Πόσοι είναι οι πλούσιοι και πόσο πλούτο κατέχουν; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι πολύ πιο εύκολες. Είναι πολύ λίγοι, ίσως και εξωφρενικά λίγοι σε σχέση με τον αμύθητο πλούτο που βρίσκεται στην κατοχή τους. Πιο απερίφραστη είναι η απάντηση της Oxfam International, η οποία επισημαίνει ότι οι εξαιρετικά πλούσιοι είναι εξήντα δύο άτομα που έχουν περίπου τον ίδιο πλούτο με 3,6 δισ. ανθρώπους (από τα περίπου επτά δισεκατομμύρια του παγκόσμιου πληθυσμού). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2010 η ίδια ισοδυναμία αφορούσε σε 388 πλούσιους∙ δηλαδή στα παρελθόντα χρόνια ο πλούτος συγκεντρώθηκε σε ακόμη λιγότερους. Η Oxfam International εξηγεί ότι το 46% της αύξησης του πλούτου, από το 1988 έως το 2011, έγινε αντικείμενο ιδιοποίησης από το πλουσιώτερο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αν η θύμηση είναι σωστή, αυτό ονομάζεται εκμετάλλευση. Η Credit Suisse δεν έχει προβεί σε τόσο εντυπωσιακούς ισχυρισμούς όσο η Oxfam International, αλλά μας δίνει μια ευρύτερη εικόνα των πλουσίων εκφρασμένη σε μια παγκόσμια αναλογία. Λοιπόν, το 0,7% του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού ελέγχει το 45,2% του διεθνούς πλούτου, κατά το 2015. Την ίδια στιγμή 3,4 δισ. ενήλικες κερδίζουν κάτω από 10.000 δολάρια το χρόνο. Φαντάζομαι ότι οι δύο κατηγορίες σε διεθνή κλίμακα δεν ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη. Όποιος προβάλλει μια παρόμοια άποψη απλά εθελοτυφλεί ή παραποιεί την κοινωνική μας πραγματικότητα. Οι τάξεις είναι προκλητικά παρούσες στη σύγχρονη εποχή, αλλά εφόσον ο πλούτος κρύβεται στα ελάχιστα ποσοστά και στην κομψότητά του, εκείνη που ξεχωρίζει, ως πιο περίοπτη, είναι η φτώχεια. Αυτή είναι πιο φανταχτερή στα απεριποίητα ρούχα της, στο μετρημένο φαγητό της, τα συχνά οικονομικά προβλήματα, τη συνεχή ανασφάλεια και τη δύσκολη μοίρα των ανθρώπων της. Σίγουρα, όλα αυτά δεν είναι φυσική επιλογή και, ασφαλώς, δεν αποτελούν παράλληλη πραγματικότητα με τον πλούτο, χωρίς άμεση και αιτιώδη σχέση μεταξύ τους.
Οι απαντήσεις, πέραν των εντυπώσεων, μπορεί και να πρόσθεσαν απορίες στους αναγνώστες. Από πού προέρχεται ο πλούτος των ολίγιστων πάμπλουτων ανθρώπων; Οι αδιαφάνειες των διεθνών οικονομικών δεδομένων, οι οποίες διαφαίνονται σε ορισμένες από τις σύγχρονες δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, δεν είναι ικανές να συγκαλύψουν τα πασιφανή στοιχεία που είναι απολύτως γνωστά. Πολύ συχνά τα προσπερνούν οι σχετικές ειδήσεις και ορισμένες φορές διστάζει να αναφερθεί σε αυτά η επιστημονική έρευνα (άλλοτε προσδιορισμένη από την ιδεολογία των λειτουργών της και άλλοτε περιορισμένη από την πιθανή διακοπή της χρηματοδότησης). Υπάρχουν, ωστόσο, σε βάσεις δεδομένων των διεθνών οργανισμών και είναι κραυγαλέα. Οι πλούσιοι του σημερινού κόσμου είναι επιχειρηματίες, δηλαδή είναι παράλληλα και εργοδότες, στις υπηρεσίες, τη βιομηχανία και σε μικρότερο μερίδιο στην πρωτογενή παραγωγή (στον εν γένει αγροτικό τομέα). Πολύ λίγοι από τους προφανώς πλούσιους δεν είναι αμέσως εργοδότες. Αυτή η πραγματικότητα μάς δίνει να καταλάβουμε με ευθύτητα και χωρίς περιστροφές ότι, εφόσον οι ίδιοι δεν δουλεύουν κανονικά, ο πλούτος τους συνδέεται με την εργασία των άλλων, δηλαδή των υπαλλήλων τους, των εργατών τους και των κάθε λογής μισθοδοτούμενων από το επιχειρηματικό τους ταμείο.
Μερικές ενδείξεις από αυτές τις παγκόσμιες πραγματικότητες είναι και οι παρακάτω: Οι εργοδότες στις αναπτυγμένες οικονομικά χώρες είναι μια ισχνή μειονότητα και, παρά την μικρή τους αναλογία στην απασχόληση, μειώνονται ακόμη περισσότερο, όσο περνούν τα χρόνια. Ελάχιστα περιστατικά αντίστροφης κατεύθυνσης μπορούν να καταγραφούν και να τεκμηριωθεί η σταθερότητά τους. Στην Αυστραλία, το 1987, το σύνολο των μικρών και μεγάλων εργοδοτών ήταν το 4,85% των απασχολούμενων και το 2013 αποτελούν το 2,1% του εργαζόμενου πληθυσμού. Στην Ιαπωνία, το 1987, η ίδια ομάδα ήταν το 3,35% και το 2013 καταλήγει να είναι το 2,2%. Στο ΗΒ το 2013 οι εργοδότες (μικροί και μεγάλοι) είναι το 2,5% των απασχολουμένων, ενώ στην Ολλανδία είναι το 3,8%, στη Γαλλία αποτελούν το 4,3%, στη Γερμανία, όπως και τον Καναδά, το 4,7%, στην Ισπανία και την Πορτογαλία αντιπροσωπεύουν το 5,2% και 5,1% της απασχόλησης αντίστοιχα.
Οι μισθωτοί είναι το 89,8% στην Αυστραλία, το 89,4% στη Σουηδία, το 88,8% στη Γερμανία, το 88,7% στη Γαλλία, το 88% στην Ιαπωνία, το 85% στο ΗΒ, το 83,9% του συνόλου της απασχόλησης στην Ολλανδία, το 2013. Το κορυφαίο ποσοστό των μισθωτών εμφανίζεται στην μεγαλύτερη οικονομική δύναμη, δηλαδή στις ΗΠΑ, με 93,4% το 2013, την στιγμή που μειώνεται αισθητά η αναλογία του αθροίσματος εργοδοτών και αυτοαπασχολουμένων από το 7% το 2009, στο 6,5% το 2013 (οι ΗΠΑ καταγράφουν και απεικονίζουν σε μια ενιαία στατιστική κατηγορία τους εργοδότες και τους αυτοαπασχολούμενους). Όλα αυτά μας βεβαιώνουν, πέραν κάθε αμφιβολίας, ότι η εξωφρενικά μικρή μειονότητα των εργοδοτών απασχολεί (αν εξαιρεθεί το κράτος) την εξαιρετικά μεγάλη πλειονότητα (αγγίζει τα όρια της καθολικότητας) των ανθρώπων που εργάζονται, με οποιοδήποτε υπόδειγμα της μισθωτής εργασίας. Μόνο η νοσηρή φαντασία θα ενέτασσε αυτές της εργασιακές ομάδες (τους εργοδότες και τους μισθωτούς) στην ίδια κοινωνική τάξη και πολύ περισσότερο στη «μεσαία τάξη». Άλλωστε και η ίδια η έννοια της «μεσαίας τάξης» σημαίνει την ταυτόχρονη ύπαρξη της ανώτερης και της κατώτερης τάξης. Η περιγραφή που απορρέει από τα αδιαμφισβητητα δεδομένα κάνει σαφή την εργασιακή και την κοινωνική πόλωση, η οποία ισορροπεί απολύτως με την εικόνα από την παγκόσμια κατανομή του πλούτου και της φτώχειας.
Μην αναρωτιέστε από πού, ακριβώς, αποκτάται ο πρόσθετος πλούτος των πλουσίων. Κατά το μάλλον προέρχεται από τη σκληρή, καθημερινή και αποδοτική εργασία των μισθωτών. Δεν υπάρχει εναλλακτική τοποθέτηση από αυτήν που διατυπώνει ο A. Smith, περί της απόκτησης του νέου πλούτου. Οι μισθωτοί, με την εργασία τους, αναπληρώνουν το σύνολο της αξίας (μαζί και την αξία του μισθού τους), το οποίο έχει προκαταβάλλει ο (κάτοχος του αποθέματος και) εργοδότης τους, και παράγουν στο ακέραιο το κέρδος του κατόχου του αποθέματος. Ακόμη και οι εκπρόσωποι της νεοκλασικής θεωρίας δεν έχουν ισχυριστεί, οποιαδήποτε στιγμή, ο,τιδήποτε διαφορετικό. Η ίδια διαπίστωση, με τους θεωρητικούς μετασχηματισμούς της μαρξιστικής ανάλυσης, θεμελιώνει την έννοια της υπεραξίας, ως την υλική αποτύπωση της εκμετάλλευσης των εργατών από τους καπιταλιστές.
Στη νεωτερική κοινωνία η δημιουργία των απίστευτων κερδών της ισχνής ομάδας των πολύ πλούσιων εργοδοτών προέρχεται αποκλειστικά από την απόσπαση του πλούτου, τον οποίο δημιουργεί η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων. Η μισθωτή εργασία των συντριπτικών πλειονοτήτων των εργαζόμενων πληθυσμών του πλανήτη, στις πιο ταπεινές ή τις πιο επιτηδευμένες και απαιτητικές εργασίες, δημιουργεί την τεράστια μάζα της αξίας που ιδιοποιείται η μειονότητα των εργοδοτών. Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα της εμφάνισης των τάξεων, με αντίστροφα συμφέροντα, στην πράξη. Η ίδια κατάσταση παρουσιάζει και το γενικό πλαίσιο της ανισότητας, όπως δύναται να είναι διακριτό από τα δεδομένα της απασχόλησης.
Μια σημαντική ομάδα απασχολουμένων παραμένει παρούσα, παρά τη φθίνουσα πορεία της στο χρόνο, με ξεχωριστή ιδιότητα το γεγονός ότι τα μέλη της είναι εργαζόμενοι για δικό τους λογαριασμό. Είναι, δηλαδή, εκείνοι που δεν αποτελούν ούτε εργοδότες ούτε μισθωτούς (από τα διάφορα υποδείγματα της μισθωτής εργασίας). Στις πιο γνωστές περιπτώσεις χωρών και λειτουργίας της οικονομίας είναι αυτοαπασχολούμενοι αγρότες, βιοτέχνες (παραγωγοί, συντηρητές, επισκευαστές κλπ), έμποροι και εκπρόσωποι των επαγγελμάτων των υπηρεσιών (δικηγόροι, λογιστές, ασφαλιστές, ανεξάρτητοι εκπαιδευτικοί κλπ). Οι αυτοαπασχολούμενοι δεν απασχολούν άλλους εργαζόμενους, ως μισθωτούς, αν εξαιρέσουμε τα απλήρωτα συμβοηθούντα μέλη της οικογένειας (μια κατηγορία που καταγράφεται στις επίσημες στατιστικές της απασχόλησης). Στα πιο παραδοσιακά επαγγέλματα είναι συνήθως ιδιοκτήτες της γης, των αστικών ακινήτων και των εργαλείων ή των μηχανημάτων, τα οποία είναι απαραίτητα για την επιτέλεση της δραστηριότητας τους. Στα πιο σύγχρονα επαγγέλματα (λειτουργοί της πληροφορικής, εργαζόμενοι στις διαδικτυακές πωλήσεις, πάροχοι διαδικτυακών υπηρεσιών κλπ) και δραστηριότητες, η κατοχή κάποιας σημαντικής ατομικής ιδιοκτησίας, που συνδέεται με το αντικείμενο της ενασχόλησης, παρουσιάζει μικρότερη πυκνότητα εμφάνισης ή απουσιάζει εντελώς.
Στις περισσότερες αναπτυγμένες και σημερινές πρωτοπόρες χώρες οι αυτοαπασχολούμενοι ήταν, το 2013, λιγότεροι από το 10% του εργαζόμενου πληθυσμού. Συγκεκριμένα, στην Αυστραλία αποτελούν το 7,8%, στην Ιαπωνία και την Γαλλία αντιπροσωπεύουν το 6,6% και στη Γερμανία είναι το 6%. Υπάρχουν παραδείγματα αναπτυγμένων χωρών που έχουν παρουσιάσει μια ανάκαμψη των αυτοαπασχολουμένων, οι οποίοι μάλλον αφορούν στα σύγχρονα επαγγέλματα χωρίς ιδιοκτησία, όπως το ΗΒ (11,7% το 2013) και η Ολλανδία (11,8% το 2013). Σημειώνουμε ότι το ποσοστό (6,5% της απασχόλησης) του αθροίσματος εργοδοτών και αυτοαπασχολουμένων στις ΗΠΑ, το ίδιο έτος, στο μεγαλύτερο μέρος του (περί τα δύο τρίτα) εκτιμάται πως αφορά σε αυτοαπασχολούμενους. Παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα σε σχέση με τους εργοδότες, οι αυτοαπασχολούμενοι αντανακλούν μια περιορισμένη αναλογία στην απασχόληση και την κοινωνική οργάνωση. Η δεδομένη φθίνουσα εξέλιξη αυτών των εργασιακών ομάδων, εκτός των δεδηλωμένων εξαιρέσεων και των δημιουργημάτων των οικονομικών συγκυριών, επαναλαμβάνεται στις χώρες που εκσυγχρονίζονται ταχέως. Εκεί οι αναλογίες των αυτοαπασχολουμένων μειώνονται, συνεχώς, ενώ την ίδια περίοδο αυξάνονται οι αναλογίες της μισθωτής εργασίας.
Τα προαναφερθέντα, σχετικά με την απασχόληση, επικυρώνουν, δίχως πολλά περιθώρια αμφισβητήσεων (εκτός ελασσόνων ζητημάτων και ήσσονος σημασίας εξαιρέσεων), την κοινωνική πόλωση. Υπάρχουν, βεβαίως, πρόσθετα στοιχεία που αφορούν και σε εργαζόμενους ή μη-εργαζόμενους (είτε αυτοί είναι άνεργοι είτε δεν συμμετέχουν για διάφορους λόγους στο εργατικό δυναμικό). Τα δεδομένα για την αναλογία των φτωχών στις αναπτυγμένες χώρες ενδυναμώνουν τις προηγούμενες εκτιμήσεις και διαπιστώσεις. Τα πρώτα χρόνια της δεύτερης δεκαετίας (ή στην πιο πρόσφατη μέτρηση μέχρι το 2012) του εικοστού πρώτου αιώνα, στις ΗΠΑ οι φτωχοί αντιπροσωπεύουν το 17,39%, στην Ιαπωνία το 16,03% (2009), στην Ελλάδα το 15,22%, στην Ισπανία το 15,09%, στη Δημοκρατία της Κορέας (Ν. Κορέα) το 14,64%, στην Αυστραλία το 13,80%, στην Ιταλία το 12,60%, και στην Πορτογαλία το 11,87% (για να αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα). Πρέπει να σκεφτούμε πως κάποιοι από τους καταγεγραμμένους ενδεείς είναι είτε πολύ χαμηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι από όλες τις κατηγορίες (εκτός βεβαίως των εργοδοτών) είτε περιθωριοποιημένοι συγκυριακά ή πιο σταθερά από την απασχόληση και τα υποφερτά εισοδήματα οποιασδήποτε δόκιμης προέλευσης. Η ένδεια στον αναπτυγμένο κόσμο μπορεί να δίνει δυσάρεστη εικόνα για τις χώρες, τις οποίες είναι συνηθισμένο να θεωρούμε συνώνυμες με τις «πολιτισμένες». Είναι μέγιστη οφειλή μας, να μην λησμονούμε ότι η κοινωνική κατάσταση, εκτός των πρωτοπόρων και των σχετικά πιο πλούσιων χωρών, και η συνακόλουθη κοινωνική πόλωση είναι απλά αφόρητη.
Μόνο η αναισθησία μπορεί να κάνει όλη αυτή την πραγματικότητα ανεκτή ή αποδεκτή. Η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας οφείλει να μεταβάλλει τις διεθνείς και εθνικές κατανομές του πλούτου. Είναι δέον να συνεισφέρει σε μια ανασύνθεση με στόχο τη βιώσιμη λειτουργία της οικονομίας και της εργασίας για τις μεγάλες πλειονότητες, ακόμη και με παρεμβάσεις στους συσχετισμούς των καθεστώτων της απασχόλησης. Όποιος ομνύει στην ισότητα απαιτείται να τήν προωθεί με ενεργητικά μέτρα. Όσοι θεωρούν, ότι η ελευθερία περιλαμβάνει το δικαίωμα των ισχυρών να διεκδικούν την εδραίωση της ανισότητας τους, δηλαδή των προνομίων τους, προσβάλλουν τα θεμελιώδη περιεχόμενα, τα οποία αποκρυσταλλώνουν τον κοινό πολιτισμό μας.
Κράτος, Κερδοσκοπία και Συνεργατισμός
Η οικονομία των «τριών ισοδύναμων συνεισφορών»
Έχουμε την σχεδόν απόλυτη αίσθηση, ότι καπιταλισμός της εποχής της νεωτερικής κοινωνίας είναι μια οικονομία, με απόλυτη κυριαρχία της κερδοσκοπικής επιχείρησης. Από την άποψη της παραγωγής του πλούτου η αίσθηση αυτή είχε κάποια βάση μέχρι ίσως το 1933. Την περίοδο μετά την κρίση του 1929-30 έγινε σαφές ότι οι λειτουργίες της ελεύθερης αγοράς είναι επισφαλείς για την οικονομική σταθερότητα του ίδιου του καπιταλισμού. Οι μετασχηματισμοί, μετά το 1933, κατέστησαν το κράτος τον μεγαλύτερο ενιαίο εργοδότη. Η κατάσταση αυτή εδραιώθηκε στη μεταπολεμική εποχή.
Παρά τη μεσολάβηση της σχεδόν τριακονταεπταετούς περιόδου που μεσολάβησε από την πολιτική επιβολή του νεοφιλελεύθερου πολιτικού δόγματος, το οποίο εμφορείται από τις εισηγήσεις της νέας εκδοχής της νέο-κλασικής οικονομικής θεωρίας, οι δημόσιες δαπάνες αποτελούν λεόντιο μερίδιο του ετήσιου ΑΕΠ των αναπτυγμένων χωρών. Είναι περισσότερο από προφανές ότι η κρατική επιβολή στη λειτουργία της οικονομίας είναι απόλυτη και το σπουδαιότερο είναι, ότι μέσω αυτής της επιβολής δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη και η διατήρηση του κοινωνικού εξισωτισμού στη μακρά διάρκεια. Το κράτος με σταθερότητα απέσπασε τον πλούτο από τις μεγάλες μάζες των φορέων κατώτερων και μεσαίων εισοδημάτων. Διένειμε εκ του αποτελέσματος αυτόν τον πλούτο, κυρίως και με διάφορα προσχήματα ή ενεργείς αιτίες, στους κατόχους εμπορικών ή βιομηχανικών επιχειρήσεων, στους εισαγωγείς και παραγωγούς όπλων και συναφών συστημάτων, τις διεθνείς επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας φαρμάκων ή ιατρικών μηχανημάτων. Αντί να βελτιώθουν οι συσχετισμοί των εισοδημάτων στις αναπτυγμένες χώρες, το χάσμα διευρύνθηκε από την κρατική πολιτική.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το σύνολο της φορολογίας (περιλαμβανομένης της υποχρεωτικής εισφοράς στα ασφαλιστικά ταμεία) ήταν το 2015, στην ΕΕ των 28, το 38,7% του ΑΕΠ και στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης το 40,2% του ΑΕΠ. Οι έμμεσοι φόροι, που αφορούν στη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού (επομένως κυρίως στα μεσαία και κατώτερα εισοδήματα) είναι το 35,1% του συνόλου της φορολογίας στην ΕΕ των 28 και το 33% στη Ζώνη του Ευρώ. Οι άμεσοι φόροι εισοδήματος των φυσικών προσώπων αντιπροσωπεύουν το 24,4% στην ΕΕ των 28 και το 23,1% της Ζώνης του Ευρώ. Οι άμεσοι φόροι από επιχειρηματική δραστηριότητα (φόροι των επιχειρήσεων) αποτελούν μόλις το 6,4%, στην ΕΕ και το 6,1% των συνολικών φορολογικών εσόδων, στη ζώνη του Ευρώ. Αυτό το γεγονός αποτελεί μια πρόκληση και υποδεικνύει, χωρίς πολλές αμφιβολίες, το λειτουργικό χαρακτήρα της φορολογίας υπέρ των επιχειρηματικών συμφερόντων. Οι υποχρεωτικές εισφορές προς τους κρατικούς φορείς της κοινωνικής ασφάλισης αναλογούν στο 30,5% στην ΕΕ και το 35,1% του συνόλου της φορολογίας, στις χώρες της ζώνης του Ευρώ. Είναι έκδηλο, στην περίπτωση των υποχρεωτικών εισφορών της κοινωνικής ασφάλισης, ότι το μέγιστο τμήμα τους αφορούν σε υποχρεώσεις που καταβάλλουν οι φορείς των κατώτερων και μεσαίων εισοδημάτων. Στις κοινωνίες, που οι τάξεις επιμένουν, με την ανισότητα και τις σφοδρές οικονομικές δυσαρμονίες τους, η φορολογία εμμένει (δηλαδή η δημόσια πολιτική), να αποσπά πλούτο από τις μεγάλες μάζες του πληθυσμού (το 90% στην ΕΕ και το 91,2% του συνόλου της φορολογίας στη ζώνη του Ευρώ) και να τόν αναδιανέμει, μέσω των προμηθειών, των αναθέσεων έργου σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας και των δημόσιων λειτουργιών, σε μια απίστευτα μικρή ομάδα επιχειρηματιών, δηλαδή σε αυτούς που βαρύνονται με τα μικρότερα φορολογικά βάρη το 2015.
Το 2015, στο πλαίσιο των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, οι κρατικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν το 56,96% του ΑΕΠ στην Φιλανδία, το 56,63% στη Γαλλία, το 55,40% στην Ελλάδα, το 54,82% στη Δανία, το 53,87% στο Βέλγιο, το 50,30% στην Ιταλία, το 44,67% στην Ολλανδία, το 43,82% στη Γερμανία, το 42,80% στο ΗΒ, το 39,47% στην Ιαπωνία και το 37,56% στις ΗΠΑ (για να αναφέρουμε τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα).
Είναι επόμενο ότι στις περισσότερες από τις αναπτυγμένες χώρες η απασχόληση στο Δημόσιο και τις δημόσιες επιχειρήσεις αποτελούν γιγάντιο μέρος της απασχόλησης στα έτη αναφοράς (2009, 2013) των πιο πρόσφατων (επεξεργασμένων) μετρήσεων. Σε ορισμένα παραδείγματα η απασχόληση στο Δημόσιο αφορά σε αναλογίες πάνω από το ένα τρίτο της απασχόλησης. Σε αρκετές περιπτώσεις η ίδια κατηγορία των απασχολούμενων είναι περί το ένα τέταρτο του συνόλου των εργαζομένων. Σε περισσότερες χώρες (αφορά και στο μέσο όρο του ΟΟΣΑ) η αναλογία τους κινείται περί το ένα πέμπτο των απασχολουμένων.
Η μεγάλη συμμετοχή στην απασχόληση επισημαίνει μια ακόμη παράμετρο για την συμβολή του κράτους στην οικονομία. Στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, η αναλογία αυτή αφορά στη συνολική απασχόληση και όχι απλώς στους μισθωτούς (Διάγραμμα 1). Όσον αφορά στην αναλογία τους στους μισθωτούς γενικά, το μερίδιο τους αγγίζει, κατά μέσο όρο, περί το ένα τρίτο, ενώ σε ορισμένες (ιδίως σκανδιναβικές) χώρες κινείται περί το ή πάνω από 40%. Από μόνο του αυτό το γεγονός υποδεικνύει τον προβληματικό χαρακτήρα του ισχυρισμού, ότι στις αναπτυγμένες χώρες η επιχειρηματικότητα δημιουργεί και διατηρεί όλες τις θέσεις απασχόλησης. Η απάντηση σε αυτόν τον ισχυρισμό είναι ότι δεν ισχύει, όπως δεν ισχύει και ο αυτόματος συλλογισμός πως η επιχειρηματικότητα, που λειτουργεί ανταγωνιστικά, δημιουργεί σε σταθερή βάση απασχόληση. Η επιμονή σε αυτό το επιχείρημα, αν δεν αποτελεί ένα σκόπιμο προπαγανδιστικό εφεύρημα, είναι το δημιούργημα μιας ιδεοληπτικής ανακρίβειας.
Διάγραμμα 1
Πηγή: OECD.
Διάγραμμα 2
Πηγή: OECD.
Σε ορισμένες χώρες μια απειροέλαχιστη ομάδα επιχειρήσεων απασχολεί κοντά στο 50% των μισθωτών. Αυτές είναι κατά κύριο λόγο ισχυρότατες επιχειρήσεις, που απλώς έχουν μοιράσει την αγορά και δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους ή με μικρότερες επιχειρήσεις. Είναι εμφανέστατο και στο δείκτη που αφορά στις επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν περισσότερους από 20 μισθωτούς. Αυτές αν και αποτελούν μια μειονότητα των βιομηχανικών μονάδων απασχολούν (περιλαμβάνοντας την αμέσως προηγούμενη κατηγορία) πάνω από τα δύο τρίτα των μισθωτών και σε αρκετές περιπτώσεις πάνω από το 80% των εργαζομένων. Ακόμη και αν αποτελούν μια σημαντική μάζα επιχειρήσεων έχουν πολύ μικρότερη κινητικότητα (λόγω του ανταγωνισμού, από την αμέσως επόμενη κατηγορία). Οι μικρότερες επιχειρήσεις (αντιπροσωπεύουν πάνω από τα τρία τέταρτα και σε ορισμένες χώρες πάνω από το 80% των επιχειρήσεων) είναι πράγματι περισσότερο εκτεθειμένες στις ανταγωνιστικές πιέσεις, αλλά απασχολούν κοντά στο ένα τέταρτο των μισθωτών της μεταποίησης και στις περισσότερες περιπτώσεις κάτω από το ένα πέμπτο. Ο ανταγωνισμός αυτών των επιχειρήσεων αφορά μάλλον στην επιχειρηματική επιβίωση και πολύ λιγότερο στη δημιουργία απασχόλησης. Να θυμηθούμε ότι αυτά τα δεδομένα προέρχονται από τον πιο συγκεντρωμένο τομέα της οικονομίας. Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να αναλογιστούμε την κατάσταση στους υπόλοιπους. Ορισμένα διανοήματα πάσχουν από τη μανία της αντιστροφής της πραγματικότητας.
Η ιδιωτική και κερδοσκοπική δραστηριότητα αφορά σε εξαιρετικά λίγους επιχειρηματίες, που αποσπούν τον πλούτο από την μεγάλη μάζα του πληθυσμού, την οποία έχουν στην δούλεψή τους. Είναι ανελαστικοί στις διακυμάνσεις της αγοράς και ιδίως στις δύσκολες στιγμές δεν συμβάλλουν αναλόγως της δύναμης τους στη δημιουργία των θέσεων απασχόλησης. Τα κέρδη τους δεν γίνονται αντικείμενο δίκαιης φορολόγησης, ενώ συχνά επωφελούνται από τις δημόσιες δαπάνες, αυξάνοντας, τεχνηέντως (εκτός των ανταγωνιστικών συνθηκών), τα επιχειρηματικά έσοδα και διευρύνοντας την κερδοφορία τους. Η κερδοσκοπική δραστηριότητα στις χαμηλές περιόδους του οικονομικού κύκλου γίνεται πιο μίζερη και από την ίδια τη μιζέρια. Είναι ένα πρόσθετο ερώτημα, αν αυτού του είδους η επιχειρηματικότητα μπορεί να στηρίξει τις προσδοκίες της μεγάλης μάζας του πληθυσμού για την απασχόληση, τα αξιοπρεπή εισοδήματα και τη βελτίωση της ζωής της.
Στην οικονομία της σύγχρονης εποχής, παρά τα ποικίλα προβλήματά της, υπάρχει και ένας τρίτος τομέας της οικονομίας, ο οποίος δεν εξαρτά την υπόσταση και τη σημασία του από την κερδοσκοπία. Πρόκειται για την κοινωνική οικονομία, η οποία απαρτίζεται από ένα πλήθος φορέων, οι οποίοι είναι οργανωμένοι στην βάση της ίσης συμμετοχής των μελών (κάθε μέλος μια συμμετοχή), τη δημοκρατική απόφαση, την αυτό-διεύθυνση και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μελών τους ή εν γένει των κοινωνικών σκοπών. Αποτελούνται από τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, τους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, τις συνεργατικές οργανώσεις που ελέγχονται από τους εργαζόμενους σε αυτές, τους αγροτικούς, τους πιστωτικούς και τους αλληλασφαλιστικούς, τους οικιστικούς συνεταιρισμούς, και κάθε άλλη μορφή οργάνωσης που εκφράζει τη συνεργασία στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών.
Οι περισσότεροι σημερινοί πολίτες αγνοούν την παγκόσμια συνεισφορά της κοινωνικής οικονομίας. Η έκτασή της όμως είναι πολύ ενδιαφέρουσα και ενδεχομένως μπορεί να γίνει πιο σημαντική στο μέλλον, ενώ μπορεί να τροφοδοτήσει με περισσότερη αισιοδοξία τους πολίτες στην απασχόληση, τα εισοδήματα, την υποστήριξη με απαραίτητες υπηρεσίες και την ανάπτυξη των τοπικών ή γενικά των κοινωνικών πρωτοβουλιών.
Πίνακας 1
Συνεταιρισμοί στην Ευρώπη και τον Κόσμο
Πηγή: Dave Grace and Associates (2014).
Στην παγκόσμια σφαίρα η κοινωνική οικονομία αφορά σε 2,6 εκατομμύρια συνεταιρισμούς, με 1,07 δισεκατομμύρια μέλη και πελάτες. Απασχολούν 12,6 εκατομμύρια μισθωτούς και έχουν κύκλο εργασιών πάνω από 2,9 τρισεκατομμύρια δολάρια, το 2014.
Δυσανάλογα σε σχέση τις υπόλοιπες περιφέρειες του πλανήτη η Ευρώπη έχει πολλή μεγάλη συμμετοχή στην κοινωνική οικονομία, καθώς λειτουργούν πάνω από τριακόσιες πενήντα χιλιάδες συνεταιρισμοί, με πάνω από τριακόσιες εξήντα εκατομμύρια μέλη και πελάτες. Περισσότεροι από πέντε εκατομμύρια μισθωτοί εργάζονται στις κοινωνικές οργανώσεις. Ο ετήσιος κύκλος εργασιών πλησιάζει το 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια και έχει μια σημαντική αναλογία του ευρωπαϊκού ΑΕΠ (7,08%).
Είναι, απολύτως, σίγουρο ότι υπάρχει πλήρης ανισοδυναμία ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, τόσο στην αριθμητική ανάπτυξη των οργανώσεων του κοινωνικού τομέα ή του πλήθους των εξυπηρετούμενων αντικειμένων όσο και στη συνεισφορά στον ετήσιο εθνικό πλούτο. Οι διαφορετικές παραδόσεις και οι συνθήκες με τις οποίες αποκρυσταλλώθηκαν οι θεσμικές και οικονομικές δομές έχουν διαδραματίσει ρόλο στην εξέλιξη και τη σημερινή κατάσταση. Είναι, πάντως, ενδιαφέρον, πως στην Ευρώπη είναι αναπτυγμένοι οι πιστωτικοί συνεταιριστικοί οργανισμοί και τα αλληλασφαλιστικά ταμεία, εκτός βεβαίως των καταναλωτικών συνεταιρισμών. Οι δύο πρώτοι των προαναφερθέντων υπογραμμίζουν ότι υπάρχει μια μακρά και επιτυχημένη πορεία της χρηματοοικονομικής διαχείρισής τους και μάλιστα χωρίς τις ριψοκίνδυνες επενδύσεις, στις οποίες επιδόθηκαν οι εμπορικές τράπεζες, κατά την περίοδο που προηγείται της κρίσης του 2007-8. Η θετική τους παρουσία διαχρονικά ενισχύεται από το γεγονός ότι δεν εξέθεσαν τα μέλη τους, καθώς ακολούθησαν «αντικυκλική πολιτική», και δεν χρειάστηκαν ενίσχυση κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης.
Ένα από τα σημαντικά προβλήματα του κοινωνικού τομέα είναι το γεγονός, ότι μέχρι σήμερα σε αυτόν αναπαράγεται πλήρως το υπόδειγμα της μισθωτής εργασίας. Εξηγούμε, ότι οι συνεταιρισμοί και οι λοιπές μορφές των κοινωνικών οργανώσεων έχουν μέλη που είναι, ως μετέχοντες στην συνεταιριστική σύνθεση, αυτοαπασχολούμενοι. Όταν οι συνεταιρισμοί προσλαμβάνουν και απασχολούν εργαζόμενους, αυτοί δεσμεύονται στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας. Είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον, ότι στις περιπτώσεις των συνεργατικών οργανώσεων κάθε φορά που τα μέλη τους καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας, και αυτές είναι θέσεις μισθωτής απασχόλησης. Αυτό το γεγονός είναι μάλλον μια παθητική αντανάκλαση των συμβαινόντων στην αγορά εργασίας, στην οποία επικρατούν οι μισθωτοί. Η συνθήκη αυτή αντιφάσκει με τα χαρακτηριστικά του συνεργατισμού και ιδίως τα χαρακτηριστικά της ισότητας, της δημοκρατικής απόφασης και της αυτοδιεύθυνσης των οργανώσεων και με το αυτονόητο χαρακτηριστικό της ατομικής εργασιακής αυτονομίας, όπως εμπεριέχεται στην ιδιότητα της αυτοαπασχόλησης. Η συμβίωση των συνεταιρισμών με τη μισθωτή εργασία μοιάζει σαν να αποτελεί την «ανεξήγητη καταβολή φόρου υποτέλειας στον κερδοσκοπικό τομέα», τα χαρακτηριστικά του οποίου θέλουν να αποφύγουν.
Η οικονομία, στη δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας, μπορεί να ανασυσταθεί με εφικτό τρόπο. Ο στόχος αυτής της ανασύστασης είναι το ακόλουθο τρίπτυχο: η κοινωνική ανάπτυξη, η αύξηση του πλούτου και η άμβλυνση της κρατικής ισχύος στην οικονομία. Η κοινωνική ανάπτυξη συμπυκνώνει την οικολογική ανάπτυξη και την προστασία του πλανήτη. Συνοδεύεται από την αξιοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου, τις συλλογικές πρωτοβουλίες, την ενδυνάμωση των κοινοτικών δεσμών, την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, με αποτελεσματικότητα, δικαιοσύνη στην κατανομή των εισοδημάτων και κοινωνική συνοχή. Η αύξηση του πλούτου, διασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση των μεγάλων πλειονοτήτων των πληθυσμών, συμβάλλει στην αξιοποίηση της δημιουργικότητας των επιχειρηματιών και των εργαζομένων, δημιουργεί περισσεύματα προς αναδιανομή, διαμορφώνει ένα οικονομικό πλαίσιο αισιόδοξης προοπτικής για τις κοινωνικές οργανώσεις και διαδραματίζει θετικό ρόλο στο συσχετισμό των οικονομικών δυνάμεων στο σύγχρονο κόσμο. Η άμβλυνση της κρατικής ισχύος στην οικονομία συνεισφέρει στο άνοιγμα νέων δυνατοτήτων που αξιοποιούν οι δημιουργικές δυνάμεις της οικονομίας, περιορίζει τον άμεσο κρατικό έλεγχο στη διαχείριση σημαντικών πόρων που είναι σημαντικοί για την κοινωνική ανάπτυξη και αλληλεγγύη και επιτρέπει να γίνει το κράτος, ως μηχανισμός, ο δημοκρατικός εκφραστής του κοινωνικού ελέγχου στη διοίκηση της νεωτερικής πολιτείας.
Η δομική έκφραση αυτού του στόχου είναι η ανασύνθεση του συσχετισμού της οικονομικής δύναμης του κράτους, του κερδοσκοπικού τομέα και του συνεργατισμού. Κατά την άποψη που εκφράζει αυτή η ανάλυση, είναι δυνατόν, στο επόμενο ένα τέταρτο του εικοστού πρώτου αιώνα, να διαμορφωθεί μια ισοδύναμη συμμετοχή των τριών οικονομικών τομέων (με το ένα τρίτο του ΑΕΠ, να αναλογεί στον κάθε τομέα) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με ρεαλιστική λογική μπορούν να γίνουν άμεσα βήματα, τα οποία θα συμβάλλουν σε αυτήν προοπτική. Ένα παράδειγμα για την υλοποίηση του πρώτου βήματος αυτής της πολιτικής είναι η άμεση μετατόπιση των δημόσιων ασφαλιστικών ταμείων στον κοινωνικό τομέα με μια ταχεία θεσμική ρύθμιση.
Η μετατροπή του συνόλου των φορέων της κοινωνικής ασφάλισης σε αναπόσπαστο τμήμα του συνεργατισμού, ως αλληλασφαλιστικά ταμεία, με διαχείριση να ασκείται από τα μέλη τους, δημιουργεί μια μεγάλη επιχορήγηση προς την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και ταυτόχρονα ένα αποτράβηγμα του κράτους από την άσκηση της εξουσιαστικής δύναμής του. Η πολιτεία του μέλλοντός μας οφείλει να κάνει αυτή τη δημοκρατική ενίσχυση της αλληλεγγύης, ενώ η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία οφείλει να ανταποκριθεί σε αυτήν ευθύνη και τη μεγάλη ιστορική πρόκληση. Η υλοποίηση αυτής της πράξης θα προσέθετε στην ευρωπαϊκή κοινωνική οικονομία, αμέσως, πόρους ίσους με το 12% του ΑΕΠ στην ΕΕ των 28 και με το 14,1% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη. Με τις υπάρχουσες αναλογίες του κοινωνικού τομέα η πρόσθεση αυτών των πόρων μπορεί να οδηγήσει τον συνεργατισμό να αντιπροσωπεύει μια αναλογία περί το ένα πέμπτο του ΑΕΠ (με βάση τα δεδομένα του 2015). Αυτή η αναλογία μπορεί να δώσει απεριόριστη αισιοδοξία για την προσέγγιση του στόχου του ενός τρίτου του ΑΕΠ.
Οι προκείμενες πιστώσεις, μαζί με την προβλεπόμενη ανάπτυξη και χρηματοδοτική δράση των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων, είναι πιο ευχερές να συνεισφέρουν στη δύσκολη διαδικασία διεύρυνσης ενός ευρύτερου φάσματος συλλογικών οργανώσεων μη-κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί εκτιμάται ότι θα έχουν την πιο γρήγορη και κοινωνικά αποτελεσματική διεύρυνση, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην εξισορρόπηση του κόστους της κατανάλωσης με τα διαθέσιμα εισοδήματα. Οι ίδιοι συνεταιρισμοί θα δώσουν μεγαλύτερο χώρο στα προϊόντα της βιολογικής γεωργίας, όπως και στους παραγωγικούς συνεταιρισμούς ή τους ατομικούς παραγωγούς που τά παράγουν. Οι αποκεντρωμένοι συνεταιρισμοί που παράγουν ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, δημιουργούν ικανοποιητικές συνθήκες υποκατάστασης της εξάρτησης από τα κεντρικά δίκτυα και τα ορυκτά καύσιμα, μειώνουν το κόστος της κατανάλωσης και της διανομής και δημιουργούν νέες ευκαιρίες επιχειρηματικότητας και απασχόλησης. Η συνδρομή των προηγούμενων από κοινοτικές πρωτοβουλίες κοινωνικής φροντίδας (παιδιών, ηλικιωμένων, πολιτών με ειδικές ανάγκες) εμπλουτίζει την αλληλεγγύη και τη μάζα των εθνικών συναλλαγών. Σε μικρότερη κλίμακα (στο αρχικό στάδιο) η δημιουργία παραγωγικών πρωτοβουλιών, σε καινοτομικά εμπορεύματα της υλικής και της μη υλικής παραγωγής, διανοίγει πεδία επαγγελματικών εμπειριών και η απασχόληση σε αυτά τα εγχειρήματα μπορεί να εισφέρει με αξιοπρεπή εισοδήματα στους συνεργατικά συμμετέχοντες. Η σημερινή δυνατότητα της παγκόσμιας δικτύωσης αποδεσμεύει την ανάπτυξη των συγκεκριμένων εγχειρημάτων από την αποκλειστική πρόσδεση στην τοπική και εθνική αγορά.
Η επόμενη στιγμή και μέχρι την επίτευξη του γενικού αποτελέσματος, όλα διαδραματίζονται στο πεδίο της δημιουργικότητας και της επίδειξης της συλλογικής καινοτομίας για την αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας του κερδοσκοπικού τομέα, τόσο σχετικά με το μερίδιο που θα νέμεται σε σύγκριση με τον συνεργατισμό όσο και σε σχέση με τον εκδημοκρατισμό της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης. Το μέλλον είναι κοντύτερα, από όσο νομίζουμε, προκειμένου να περιγράψει με πράξεις την ποιοτική βελτίωση και τις κοινωνικές ωφέλειες του οικονομικού κόσμου. Το ορατό μέλλον θα ξεμακραίνει αν το περιμένουμε να έλθει μόνο του. Όσο περιμένουμε το μέλλον, η δημοκρατία θα μένει απραγματοποίητη.
Ο εκδημοκρατισμός της απασχόλησης
H aυτονομία στην εργασία
Η απασχόληση είναι ένα πεδίο για την απόλυτη έκφραση των τεράστιων οικονομικών διαφορών και μια υπόδειξη της ασυμμετρίας της επιχειρηματικής δράσης, στον αναπτυγμένο κόσμο. Το επόμενο Διάγραμμα (3) μάς βεβαιώνει ότι η μεγάλη μάζα των εργαζομένων είναι μισθωτοί και στη διάρκεια των είκοσι τελευταίων ετών γίνονται ακόμη περισσότεροι. Οι εργοδότες είναι λίγοι και η εξέλιξη της αναλογίας τους είναι εμφανώς φθίνουσα. Οι αυτοαπασχολούμενοι στις πρωτοπόρες χώρες της οικονομικής ανάπτυξης είναι μια περιορισμένη ομάδα και η δυναμική τους είναι αρνητική στη μέση χρονική διάρκεια, με λίγες εξαιρέσεις. Με αυτήν την έννοια, προοιωνίζονται τις προοπτικές, για τους εργαζόμενους για δικό τους λογαριασμό, των υπόλοιπων αναπτυγμένων χωρών που ακολουθούν το δεδομένο πρότυπο του οικονομικού εκσυγχρονισμού.
Διάγραμμα 3
Πηγή: ILO.
Σημείωση: Οι ΗΠΑ σε όλα τα αναφερόμενα έτη και η Ν. Κορέα, το 1996 και το 2014 (με ευθύνη των εθνικών υπηρεσιών που επεξεργάζονται τις στατιστικές της απασχόλησης) κατατάσσουν σε κοινή κατηγορία, ως άθροισμα, τους εργοδότες και τους αυτοαπασχολούμενους.
Η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων δεν έχει οποιοδήποτε δικαίωμα στην επιχειρηματικότητα. Η εικαζόμενη κοινωνική κινητικότητα δεν αποτελεί, παρά ένα φάντασμα μιας άλλης πραγματικότητας. Η μόνη κινητικότητα που μπορεί να βρει ουσιώδη έκφραση είναι η επαγγελματική κινητικότητα στα στενά όρια της μισθωτής εργασίας, εκτός αν εξαιρέσουμε την κινητικότητα των μισθωτών προς την απευκταία, αλλά στατιστικά πιθανότερη, μετακίνηση στην ομάδα των ανέργων. Σκεφτείτε πόσες πιθανότητες έχουν να γίνουν οι μισθωτοί κάποτε εργοδότες. Στην Αυστραλία αυτές είναι δύο στις εκατόν, στην Ιαπωνία 2 στις εκατόν, στη Βρετανία (ΗΒ) δυόμιση στις εκατόν, κάπου στο ίδιο επίπεδο είναι οι πιθανότητες στις ΗΠΑ, κοντά στις τέσσερις στις εκατόν στη Γαλλία και περίπου πέντε στις εκατόν στη Γερμανία. Περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν στον ευρωπαϊκό νότο, αλλά όχι πολύ περισσότερες (κάπου 5 με 7 στις εκατόν). Για τους μισθωτούς και τους άνεργους το δικαίωμα της επιχειρηματικότητας είναι ένα απόμακρο όραμα. Το δικαίωμα της επιχειρηματικότητας είναι υπαρκτό για μια σύγχρονη αριστοκρατία. Η ροή των δεδομένων υποδεικνύει ότι αυτή η ελίτ στενεύει στο χρόνο. Μπορεί να ανεκτεί η δημοκρατική πολιτεία αυτήν την προκλητική ανισότητα που αρνείται (ή και μπλοκάρει) στην πράξη την υλοποίηση των δικαιωμάτων των πολιτών, ιδίως των εργαζομένων;
Είναι μια από τις ελπίδες αυτής της διαπραγμάτευσης, να μην επιχειρήσει κάποιος να αιτιολογήσει την αδυναμία άσκησης της επιχειρηματικότητας από τις συντριπτικές πλειονότητες των μισθωτών, σε ελλιπή εκπαιδευτικά και επαγγελματικά προσόντα. Σήμερα, υπάρχει το καλύτερο επίπεδο εκπαιδευτικής προετοιμασίας των εργαζομένων, παγκοσμίως. Είναι, μάλιστα, το υψηλότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας. Η οικονομία καταφέρνει και προάγεται σε εξαιρετικά καινοτομικές και απαιτητικές περιοχές της παραγωγής, επειδή, ακριβώς, η στάθμη των προσόντων των εργαζομένων είναι τέτοια που καλύπτει ακόμη και τις απαιτήσεις της λεπτοφυούς ευφυίας. Ορισμένες φορές, ενδεχομένως και στις περισσότερες, οι εκπρόσωποι της επιχειρηματικότητας, εκτός της δεσπόζουσας θέσης τους στην οικονομία και της προνομιακής σχέσης τους με την ιδιοκτησία, έχουν ανάλογο ή χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο από τους μισθωτούς που χρησιμοποιούν στις επιχειρήσεις τους. Το δικαίωμα των εργαζομένων στην επιχειρηματικότητα δεν εκφράζεται, επειδή έχει περιχαρακωθεί στην πράξη το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Πρέπει, ίσως, να αναλογιστούμε τα απαιτούμενα ποσά και τις προϋποθέσεις σε υποδομές, για να λειτουργήσει ένα νέο επιχειρηματικό εγχείρημα, να αντέξει στις πρώτες δύσκολες στιγμές χωρίς απόδοση, να αντεπεξέλθει στις πιέσεις του ανταγωνισμού, να ισοσταθμίσει τις αρχικές δαπάνες και να δημιουργήσει ένα εύλογο κέρδος που θα τό κάνει βιώσιμο για μια περίοδο. Το ξεπέρασμα όλων των δυσκολιών και η τελεσφόρος λειτουργία ανήκει στη σφαίρα του τυχαίου. Αντίστροφα, αδυνατούμε να αποδώσουμε σε τυχαίους παράγοντες τη μακροημέρευση των πολύ καλά εδραιωμένων επιχειρήσεων στη μακρά διάρκεια.
Την περίοδο κατά την οποία είναι ανεκπλήρωτο και δίχως προοπτική ανασκευής το δικαίωμα στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, έχει περισσότερες πιθανότητες η δυνατότητα των σημερινών μισθωτών, να προσεγγίσουν την κατάσταση του εργαζόμενου για δικό του λογαριασμό. Από την προαναφερθείσα σχηματική απεικόνιση (Διάγραμμα 3) είναι αισθητό, πως οι πιθανότητες των μισθωτών να γίνουν αυτοαπασχολούμενοι είναι πολλαπλάσιες, σε σχέση με την κλασική επιχειρηματικότητα με την ιδιότητα του εργοδότη, αλλά ο συγκεκριμένος χώρος είναι στενός και συρρικνώνεται συνεχώς στις πρωτοπόρες χώρες της οικονομικής ανάπτυξης. Είναι, ωστόσο, ελπιδοφόρο ότι ο ίδιος χώρος της ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας είναι περίπου διπλάσιος σε αναπτυγμένες χώρες (Ελλάδα, Ν. Κορέα, Ιταλία, Πορτογαλία), που δεν ταυτίζονται με τα χαρακτηριστικά των πρωτοπόρων. Εντούτοις, είναι σαφές ότι οι πιέσεις που δέχεται αυτός ο χώρος είναι συνεχείς και ασφυκτικές, καθώς ο ανταγωνισμός ωθεί προς την συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης και τη μελλοντική αμφισβήτηση της δυνατότητας επιβίωσης των εργαζομένων για δικό τους λογαριασμό. Κάποιες ενδείξεις για μια καλύτερη τύχη της αυτοαπασχόλησης προκύπτει σε επαγγέλματα της νέας οικονομίας και αυτά δεν απαιτούν στην ίδια έκταση ιδιοκτησία και μεγάλες μάζες κεφαλαίου για να λειτουργήσουν με επιτυχία.
Η παραδοσιακή μορφή της αυτοαπασχόλησης θα είναι, από τα δεδομένα και την εξέλιξή της, άκαρπη, ως προοπτική, εφόσον δεν ενσωματώσει τις δυναμικές της συλλογικής εργασιακής δράσης και δεν απογυμνωθεί από τις αδυναμίες, οι οποίες αποτελούν τη σημερινή αιτία ή έστω το προβαλλόμενο πρόσχημα για τη δραστική μείωση των υποστηρικτικών δημόσιων πολιτικών. Ο νέος τύπος των εργαζομένων (οι αυτόνομοι εργαζομένοι), ο οποίος αναλογεί μορφικά στους εργαζόμενους για δικό τους λογαριασμό, οφείλει να αξιοποιήσει τις εξελίξεις στην εργασιακή οργάνωση, στα μεγάλου εύρους, διαρκή, απαιτητικά από γνωστική άποψη και ιδίως καινοτομικά έργα. Οι αυτόνομοι εργαζόμενοι, με την ανάλογη θεσμική προσαρμογή, πρέπει αναντίρρητα να ανταποκριθούν στις εύλογες υποχρεώσεις τους προς την κοινωνική οργάνωση και τη σύγχρονη πολιτεία.
Οι αυτόνομοι εργαζόμενοι απαιτείται να «εξοπλιστούν», με ένα νέο υπόδειγμα αναγνωρισμένου κεφαλαίου, το δυνητικό κεφάλαιο, το οποίο προσλαμβάνει τη μορφή ενός ανταλλάξιμου αξιόγραφου (κάτι ανάλογο λειτουργεί με πρωτόλεια κατασκευή ως «εργόσημο» στην Ελλάδα). Το δυνητικό κεφάλαιο αντιπροσωπεύει την αξία της εργασίας του κατόχου του, για μια προσδιορισμένη χρονική διάρκεια. Ενεργοποιείται και υλοποιείται σε κάθε πράξη συναλλαγής, με το σχηματισμένο κεφάλαιο. Σε εκείνη τη στιγμή, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία πράξη συνεργασίας, πραγματοποιείται η ανταλλαγή και απεικονίζεται από το προαναφερθέν αξιόγραφο. Στο τέλος της συμβατικής σχέσης του κατόχου του σχηματισμένου κεφαλαίου και του αυτόνομου εργαζόμενου, δηλαδή του κατόχου του δυνητικού κεφαλαίου, έχει γενικευμένη εφαρμογή η υποχρέωση των συναλλασσομένων να υπολογίζουν το εύλογο τίμημα σε μια καταληκτική διαδικασία επιμέτρησης (η διαδικασία είναι σήμερα ενεργής στα δομικά έργα και τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, με ανάλογες θεσμικές ρυθμίσεις).
Οι προηγούμενες ανακατατάξεις είναι δυνατόν, να ανανεώσουν και να εκδημοκρατίσουν τις οικονομικές σχέσεις, με προοπτική να αμβλύνουν ακόμη και την άμετρη κερδοσκοπία, συμβάλλοντας στον περιορισμό της υπερβολικής εκμετάλλευσης. Επιπρόσθετα, δημιουργούν καλύτερους όρους για την πρόσληψη της φορολογητέας ύλης στην πηγή και για να βελτιώσουν τα δημόσια έσοδα εν γένει από τους ανεξάρτητους εργαζόμενους. Η μεταβολή, που στηρίζεται στη σημερινή θεμελιώδη οικονομική δομή και το λειτουργούν υπόδειγμα των συναλλακτικών σχέσεων, μπορεί να εισφέρει στη διεύρυνση του χώρου της αυταπασχόλησης, προοιονίζεται την εκδημοκρατισμό των οικονομικών σχέσεων και τη μείωση των αδικιών, οι οποίες εκδηλώνονται πιο πυκνά και επώδυνα στα ευέλικτα μοντέλα της μισθωτής εργασίας ή στο γενικότερο πεδίο της μερικής απασχόλησης. Τα θεσμικά εργαλεία για την υποστήριξη της αυτόνομης εργασίας είναι προϋποθέσεις για τη μελλοντική ολοκλήρωση, αλλά απαιτούνται δημιουργικές ενσωματώσεις των σύγχρονων, αντί-γραφειοκρατικών και αποδοτικών τύπων αξιοποίησης των συλλογικών δράσεων. Μεταξύ των ζητημάτων που απαιτούν επινοητική αξιοποίηση είναι και αυτό της σύστασης κοινοπρακτικών σχημάτων και συνεταιρισμών από τους αυτόνομους εργαζόμενους, ώστε να διευρύνουν το φάσμα της διαθεσιμότητάς τους, όταν ένας κάτοχος τους αποθέματος χρειάζεται τη συλλογική τους δύναμη για να πραγματοποιήσει μεγάλης έκτασης και διάρκειας έργα. Η διασκευή ανάλογων σχημάτων δύναται να κάνει αποδοτικότερη την παραγωγή, με περιορισμένα οργανωτικά έξοδα και ευέλικτους μηχανισμούς διοίκησης.
Η συλλογική παραγωγική συνεργασία των αυτονόμων παραγωγών (ως αυτοαπασχολούμενοι), με τις λειτουργίες των σημερινών επιχειρήσεων, είναι σίγουρο ότι θα είναι αποδοτική, καθώς εδώ και τρεις, τουλάχιστον, δεκαετίες είναι μια πραγματικότητα. Η εργασιακή οργάνωση, μετά τις αναδιαρθρώσεις της παραγωγής (πιο πυκνά στην περίοδο: 1971-1993), βασίζεται στα δίκτυα των «ομάδων εργασίας», οι οποίες είναι ολοένα και συχνότερα αυτό-διευθυνόμενες. Η αυτό-διεύθυνση των ομάδων εργασίας είναι μια σημαντική παράμετρος, επειδή αφαιρεί από τη σφαίρα του διευθυντικού δικαιώματος τα περισσότερα από τα παρελθόντα χαρακτηριστικά του στις εργασιακές οργανώσεις. Η ώρα έλευσης και αποχώρησης από την εργασία, ο χρόνος εργασίας, ο ορισμός των ρυθμών παραγωγής, η αύξηση της παραγωγικότητας (πέραν των συμβατικά προσδιορισμένων παραδοτέων), οι βάρδιες, η αναπλήρωση των απόντων, οι άδειες, οι κατανομές των πρόσθετων αμοιβών, (και ακόμη) κάποιες παρεμβάσεις βελτίωσης στον αρχικό σχεδιασμό των προϊόντων, η ανακατανομή των συνεργατών και η έναρξη ή λύση της συνεργασίας με ορισμένους συνεργάτες είναι ζητήματα που αποφασίζονται (σε αρκετές περιπτώσεις) συλλογικά, χωρίς την παρέμβαση της ιδιοκτησίας και των διευθυντικών στελεχών. Στις ομάδες εργασίας συνεργάζονται και σήμερα εργαζόμενοι από διάφορα καθεστώτα εργασίας, δηλαδή πλήρως απασχολούμενοι, μερικώς απασχολούμενοι, εργαζόμενοι με διάφορα ευέλικτα καθεστώτα εργασίας και αυτοαπασχολούμενοι με συμβάσεις έργου (τυπικώς αυτοαπασχολούμενοι). Η διαφορετικότητα των καθεστώτων εργασίας διασφαλίζει στην ιδιοκτησία τη συγκράτηση των αμοιβών και διαδραματίζει ενεργή ρόλο στην λειτουργική παρεμπόδιση της προβολής ενιαίων οικονομικών αιτημάτων από τους εργαζόμενους.
Οι ιδιοκτήτες παρόμοιων επιχειρήσεων υλοποιούν τους στόχους της αποδοτικότητας, αφενός επειδή η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας διευρύνει την κερδοφορία και αφετέρου επειδή η μείωση των ελέγχων και των παρεμβάσεων της παλαιού τύπου γραφειοκρατίας συρρικνώνει τις εξοδεύσεις που οφείλονται στον διευθυντικό μηχανισμό. Η αποστασιοποίηση, λοιπόν, των πρωτοπόρων, ανταγωνιστικών και κερδοφόρων επιχειρήσεων από την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος δεν είναι ένα ατύχημα∙ είναι, απλώς, αποδοτικότερη.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει, σε αυτές τις κερδοφόρες επιχειρήσεις, ότι στις ομάδες εργασίας, παρά τη χρησιμοποίηση εργαζομένων από διαφορετικά καθεστώτα απασχόλησης, όλοι οι εργαζόμενοι λειτουργούν σαν να είναι συνεργαζόμενοι αυτόνομοι παραγωγοί. Το μόνο συστατικό που παραμένει σε διαφορετικότητα είναι το είδος της εργασιακής σχέσης, μαζί με τον τύπο της αμοιβής. Είναι, σε αυτή τη βάση, εφικτό το σύνολο των μελλοντικών εργαζομένων, να είναι αυτόνομοι παραγωγοί και να συνεργάζονται ισότιμα με τις ομάδες εργασίας. Ιδίως οι εργαζόμενοι στα ευέλικτα καθεστώτα εργασίας δεν έχουν κανένα λόγο να μην πυκνώσουν τις γραμμές των αυτόνομων εργαζομένων. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε μια αναλογία περί το 20% της απασχόλησης για να μεταταγεί σε κατάσταση αυτονομίας, καθώς ανάλογα είναι τα ποσοστά της μερικής (μισθωτής) απασχόλησης. Είναι απολύτως εύλογη αυτή η προοπτική στους κλάδους της νέας οικονομίας, στο πλαίσιο της οποίας είναι παρούσες και ευδοκιμούσες οι παγκόσμιες (με επικοινωνία από το διαδίκτυο) ομάδες εργασίας και αναπτύσσονται παγκόσμια δίκτυα ομάδων εργασίας. Ο μετασχηματισμός αυτός εισφέρει στον εκδημοκρατισμό της απασχόλησης, εφόσον μειώνει το σχήμα της φθηνής και πρόσκαιρης υπαγωγής (αυτό είναι το υπόδειγμα της μερικής απασχόλησης) και γενικεύει τα επιτυχημένα αποτελέσματα της αποστασιοποίησης από το διευθυντικό δικαίωμα. Η αποδοτικότητα για τους κατόχους του αποθέματος επικοινωνεί πιο στέρεα έτσι με την καταστατική φύση της ελευθερίας και της ισότητας στις ίδιες τις οικονομικές σχέσεις, οι οποίες εξυπηρετούνται από τη διεύρυνση των αποτελεσμάτων, λόγω των θετικών εξελίξεων στην εργασιακή οργάνωση.
Η διαθεσιμότητα των αυτόνομων εργαζομένων για τη συμβατική συνεργασία με τους κατόχους του αποθέματος, και η αποδοτική τους αξιοποίηση δημιουργεί περισσότερες δυνατότητες για την παράλληλη, συμπληρωματική και αυτόνομη πορεία των κοινοπρακτικών και συνεταιριστικών σχημάτων. Το μόνο πραγματικό δικαίωμα, των ανθρώπων που εργάζονται, στην επιχειρηματικότητα εκφράζεται από τη συνεργατική οργάνωση. Η διεύρυνση του χώρου των συνεργατικών οργανώσεων, με το προαναφερθέν ορόσημο της παραγωγής του ενός τρίτου του ΑΕΠ, είναι δυνατόν να δημιουργήσει μια κοντινή, σε αυτό το παραγωγικό ορόσημο, ποσόστωση στην απασχόληση των αυτόνομων εργαζομένων. Η προσέγγιση αυτής της κατάστασης δημιουργεί υψηλού επιπέδου ευκαιρίες στα δύο κρίσιμα πεδία, δηλαδή στη διανομή του δικαιώματος της επιχειρηματικότητας και τον εκδημοκρατισμό της απασχόλησης. Παράλληλα εδραιώνει τα αποτελέσματα της ήδη εξελισσόμενης εργασιακής οργάνωσης και μειώνει συνολικά για τους απασχολούμενους την άσκηση της ανοίκειας ενδοεπιχειρησιακής εξουσίας, η οποία αντιφάσκει με τη θεμελιώδη αρχή της ισότητας.
Οι αυτόνομοι εργαζόμενοι, καθώς ενισχύεται η σχέση τους με το επάγγελμα, η δικτύωση με σύνθετες ή πολύ απαιτητικές επιχειρησιακές οργανώσεις και η συμμετοχή σε συνεταιριστικές προσπάθειες, δεν αποκλείεται να εκδηλώσουν πρόσθετες δραστηριότητες σε ατομική βάση. Η προσδοκώμενη μελλοντική κατάσταση εμπλουτίζει την επιχειρηματικότητα και ενδυναμώνει τον συναγωνισμό στην αγορά. Η ανάπτυξη ενός νέου δυναμισμού στην οικονομία δημιουργεί προοπτικές για τη δημιουργία πρόσθετου πλούτου και την εκδίπλωση κυμάτων διανομής του σε πιο δίκαιη βάση, από την παρελθούσα εξέλιξη και την παρούσα συγκυρία.
Η αυτονομία στην εργασία, ενόσω εμπεριέχει την προοπτική της προσέγγισης της ισότητας (με εκβολή και στην ισότητα ευκαιριών), είναι απολύτως ισόρροπη με τη θεμελιώδη αρχή της ελευθερίας. Όσοι ομνύουν στην ελευθερία δεν μπορούν παρά να υποστηρίξουν την εργασιακή αυτονομία. Η ελευθερία και η εργασιακή αυτονομία είναι, άλλωστε, ομοαίματες αδελφές. Οι δυνάμεις (με εξαίρεση τους εκπροσώπους των αυταρχικών και φασιστικών απόψεων), που θα επιχειρήσουν να αντιτείνουν οτιδήποτε σε αυτή τη σχέση, πρέπει να επινοήσουν διανοητικά «τέρατα», προκειμένου να δικαιολογήσουν την άποψή τους.
Πρέπει σε αυτό το σημείο να σκεφτούμε πως στις προηγούμενες αναλύσεις δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στο ρόλο του κράτους, με εξαίρεση την αποστασιοποίηση του Δημοσίου από σημαντικές δραστηριότητες. Είναι, όμως, οφειλή του Δημοσίου να συμβάλλει με, τουλάχιστον, συμβολικό τρόπο στην ανασυγκρότηση της απασχόλησης και τον εκδημοκρατισμό του. Η καθοριστική συμβολική (ίσως και κορυφαία) πράξη είναι η εκλογή όλων των λειτουργών της εξουσίας (εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής) για περιορισμένη χρονικά θητεία και μικρές δυνατότητες επανεκλογής. Η ίδια μέριμνα πρέπει να εκδηλωθεί για όλες τις θέσεις ευθύνης του Δημοσίου, των δημόσιων επιχειρήσεων και των ελεγκτικών αρχών (Πρόεδροι, Διοικητές, Αντιπρόεδροι, Υποδιοικητές, Γραμματείς, Ειδικοί Γραμματείς, Γενικοί Διευθυντές, Διευθυντές, Υποδιευθυντές, Διευθύντοντες Σύμβουλοι, μέλη Διοικητικών Συμβουλίων κ.λ.π.). Η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων και των υποχρεώσεων επεκτείνει τον αιρετό χαρακτήρα των θέσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης όλων των βαθμίδων κατευθείαν από τους πολίτες (εκτός των Συμβουλίων, αφορά σε όλους τους οργανισμούς της και τις επιχειρήσεις). Η εκλογή των εχόντων θέσεις ευθύνης στα στρατιωτικοποιημένα σώματα και η εποπτεία τους από την τοπική αυτοδιοίκηση, παρότι φαίνεται δύσκολη υπόθεση, είναι δυνατή, όπως υποδεικνύει το παράδειγμα των ΗΠΑ. Μια τέτοια προοπτική αποκλείει τις συνθήκες του πραξικοπήματος και περιορίζει τα ενδεχόμενα της κατασταλτικής αυθαιρεσίας. Η εναλλαγή στα αξιώματα και ο λαϊκός έλεγχος των αποφάσεων και των εκτελεστικών δράσεων εκφράζει απολύτως την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Η ανάλυση που προηγήθηκε υποδεικνύει ότι ο εκδημοκρατισμός της απασχόλησης είναι εφικτός και πως αυτός και τα αποτελέσματά του υλοποιούν τις βασικές αρχές της ίδιας της νομιμότητας, ενώ η παρούσα πραγματικότητα αντιφάσκει ή και αντιπαρατίθεται σε αυτές τις αρχές. Είναι καθήκον της δημοκρατίας του μέλλοντός μας να αποκαταστήσει τις θεμελιώδεις βάσεις της νομιμότητας, στις οποίες η πολιτική πράξη δεν έχει ανταποκριθεί, στην απασχόληση και την εργασιακή οργάνωση.
Η «ανενέργεια» της ανεργίας και η πλήρης απασχόληση
Η ανεργία είναι ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα στη σύγχρονη εποχή. Ανεξάρτητα από τις αιτίες, οι οποίες συμβάλλουν στην αύξηση του σχετικού δείκτη επί του εργατικού δυναμικού, η κατάσταση της αθέλητης μη-συμμετοχής στην απασχόληση έχει σοβαρές συνέπειες για τους υποχρεωτικά ανενεργείς, τις οικογένειες τους, τη δομή της απασχόλησης, τα εισοδήματα και την κοινωνική προοπτική των ανέργων.
Ο δείκτης της ανεργίας, παρά τον εμφανώς κυκλικό χαρακτήρα της κίνησής του, παρουσίασε μια μέση αύξηση, από τη δεκαετία του ’70, για να σταθεροποιηθεί σε υψηλότερο μέσο επίπεδο τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Ουδέποτε, ωστόσο, ξεπέρασε, στις περισσότερες περιπτώσεις, το επίπεδο 10%-12% του εργατικού δυναμικού των ανεπτυγμένων χωρών. Είναι ενδεχόμενο σε αυτές τις περιόδους η αυξημένη, αλλά ελεγχόμενη, ανεργία να ήταν ένα σκέλος μιας σκοπούμενης διαχείρισής της, προκειμένου να περιοριστούν οι πιέσεις του πληθωρισμού.
Τα πράγματα κινήθηκαν με προβλεπόμενο και σχεδόν ελεγχόμενο τρόπο, μέχρι την εκδήλωση της κρίσης του 2007-8, με μόνες διαφοροποιήσεις αυτές της Ισπανίας και της Αργεντινής (η οποία αντιμετώπισε το ζήτημα της κρατικής χρεωκοπίας). Με την έκρηξη της κρίσης επεξετάθηκαν τα προβλήματα με την αύξηση της ανεργίας, σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες.
Διάγραμμα 6
Πηγή: ILO.
Σε μερικές περιπτώσεις η ανεργία ήταν ένα βαρύτερο και επίμονο πρόβλημα, ως αποτέλεσμα των αναταράξεων στην αγορά. Σε άλλες περιπτώσεις η ανεξέλεγκτη αυξητική κίνηση του δείκτη υποδείκνυε την πλήρη εμπλοκή του καπιταλισμού ή, άλλως, έναν ανενεργή καπιταλισμό, ως κάτι ανάλογο με την ανεργία που αντιμετώπισαν οι ΗΠΑ, μετά την κρίση του 1929-30 (το 1933, ο δείκτης ανεργίας ξεπέρασε το 24%). Οι χώρες με εμπλοκή του καπιταλισμού ήταν, πρωτευόντως, η Ελλάδα (η ανεργία ξεπέρασε το 27% το 2013), η Ισπανία (πάνω από 26% το 2013), η Πορτογαλία (17% το 2013) και δευτερευόντως η Ιταλία (12,3% το 2013). Το φοβερό είναι, ωστόσο, ότι, σε σχέση με αυτή την κατάσταση η Ευρωπαϊκή Ένωση επέδειξε προκλητική στάση, με φθηνές (και για το επίπεδο των ίδιων των λειτουργών τους) και έωλες δικαιολογίες ή με προσβλητικές και κυνικές ομολογίες. Το συμπέρασμα είναι, ότι όλες αυτές οι δικαιολογίες ήταν προβληματικές, αλλά στοιχειοθέτησαν μια σχεδόν «τιμωρητική» αδράνεια στην τεράστια αύξηση της ανεργίας, σε μια ευρεία διάρκεια. Η απάντηση στη θλίψη, που προκαλούν οι εκπρόσωποι της αδράνειας, δίνεται με απλότητα από την πρώτη και την τρίτη, σε ΑΕΠ, χώρες του σημερινού κόσμου, δηλαδή τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Οι δύο χώρες με την πολιτική τους πράξη εξηγούν, ό,τι δεν ήθελαν να κάνουν οι εκπρόσωποι ή οι παθητικοί υποστηρικτές της μονεταριστικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία υπέδειξαν έναν πολύ αποτελεσματικό τρόπο για τη συγκράτηση και την καταπολέμηση της ανεργίας, μέσα στην ένταση των συνεπειών της κρίσης. Τί έκαναν; Χρησιμοποίησαν όλα τα δημοσιονομικά εργαλεία που είχαν στη διάθεσή τους, αύξησαν τη δημόσια χρηματοδότηση της οικονομίας (αύξησαν με αποφασιστικό τρόπο την κυκλοφορούσα νομισματική μάζα) και έτσι τροφοδότησαν την αγορά με την αναγκαία ρευστότητα. Η ανεργία, ως αποτέλεσμα αυτής της παρέμβασης και των συνοδευτικών μέτρων, μειώθηκε σε αμφότερες τις χώρες πολύ σημαντικά και σε επίπεδα συγκρίσιμα με εκείνα πριν την εκδήλωση της κρίσης. Η συγκεκριμένη πολιτική είχε μια πολύ σοβαρή επίδραση στην παράλληλη αύξηση του (ήδη τεράστιου) δημόσιου χρέους τους. Οι δύο χώρες φαίνεται ότι έκαναν μια επιλογή: διάλεξαν τον έλεγχο της ανεργίας και παραμέρισαν τους προβληματισμούς για την επιβαρυντική τάση στο πεδίο του δημοσίου χρέους. Επέλεξαν, δηλαδή, την αύξηση της απασχόλησης, με περισσότερη «σπατάλη»! Είναι, παράλληλα, ενδιαφέρον ότι ήταν γνωστές οι μέθοδοι για να υλοποιηθεί, με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα, η συγκεκριμένη δράση.
Με την αμέσως προηγούμενη αναφορά μάς δίνεται η ευκαιρία για μια σύντομη παρέκβαση, περί των μεθόδων καταπολέμησης της ανεργίας και της αποτίμησής τους, κατά το παρελθόν. Πράγματι, το ζήτημα της αποτελεσματικής καταπολέμησης της ανεργίας είναι λελυμένο ζήτημα και σε επίπεδο διανοητικής διαχείρισης και στο πεδίο των απαραίτητων πολιτικών επιλογών, εδώ και ογδόντα χρόνια. Η εφαρμοσμένη θεραπευτική του J.M. Keynes, η εισήγηση του W. Beveridge, και η πρόταση H.P. Minsky έχουν μια μακρά και επιβεβαιωμένη επιτυχία, με τη μεγάλη αύξηση της απασχόλησης και τον περιορισμό της ανεργίας. Οι πιο πρόσφατες πολιτικές επινοήσεις έχουν μεγαλύτερη σημασία για την προώθηση της μερικής απασχόλησης ή εν γένει των ευέλικτων μορφών εργασίας και τη μείωση του κόστους απασχόλησης ανά εργαζόμενο και πολύ λιγότερο για την καταπολέμηση της φτώχειας. Το πρόγραμμα workfare του B. Clinton και το (new) New Deal των (νέων) Εργατικών στη Βρετανία τιθάσευσαν τις πιέσεις ή εκφράσεις της ανεργίας σε διάφορες ομάδες του πληθυσμού με προβλήματα ένταξης και παραμονής στην απασχόληση ή σταθερής πρόσκτησης εισοδήματος από την εργασία. Τις τελευταίες δεκαετίες το ενδιαφέρον μετατίθεται, μάλλον, στη διασφάλιση του κατώτερου εγγυημένου εισοδήματος (μια πρόταση του M. Friedman), ως τρόπο για την αποτροπή των συνεπειών της ακραίας φτώχειας και ως μέσον για την κατάργηση όλων των άλλων επιδομάτων. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των μεθόδων αντιμετώπισης της ανεργίας (αλλά και της φτώχειας) είναι η πλήρης χρηματοδότησή τους από τον κρατικό προϋπολογισμό, με την επιβάρυνση είτε της φορολογίας είτε του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού.
Είναι εύλογο ο αναγνώστης αυτού του κειμένου, να αναρωτιέται, σχετικά με τους λόγους που δεν επιτρέπουν στις χώρες με πολύ μεγάλη επιβάρυνση του δείκτη της ανεργίας, να εφαρμόσουν μια από τις προκείμενες δοκιμασμένες και επιτυχείς προτάσεις και πολιτικές. Η απάντηση είναι απλή. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι (ευρωπαϊκές) συνθήκες υπαγορεύουν πολύ σφικτά όρια δημοσιονομικής διαχείρισης (πληθωρισμός, έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και μέγεθος του δημόσιου χρέους), των οποίων η υπέρβαση συνεπάγεται σκληρές κυρώσεις δημοσιονομικής προσαρμογής (π.χ. η ένταξη ενός κράτους μέλους στη διαδικασία αντιμετώπισης του υπερβολικού ελλείμματος). Στο πλαίσιο ιδίως της Ευρωζώνης η έκδοση πρόσθετης νομισματικής μάζας είναι σχεδόν αδύνατη, ενώ σε φάσεις υλοποίησης δανειακών συμβάσεων δεν μπορεί να υλοποιηθεί η χρηματοδότηση προγραμμάτων για την αντιμετώπιση της ανεργίας (και άλλων κοινωνικών προγραμμάτων), μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων. Ο «μονόδρομος» της εξωφρενικής αύξησης της φορολογίας, για να εξυπηρετηθούν οι δανειακές υποχρεώσεις (με την απειλή της διακοπής της νομισματικής μάζας από την ΕΚΤ), τη στιγμή που έχει ανακοπεί (συνήθως με αρνητική τάση) η ανάπτυξη, καταδικάζει τη χώρα με την έντονη οικονομική πίεση σε «αχρηματία» και σε καταναγκαστική αδράνεια για την καταπολέμηση της ανεργίας. Μετά από αυτές τις παρατηρήσεις, θα πρέπει να είναι πιο κατανοητή η έννοια της «τιμωρητικής» αδράνειας, η οποία εμπόδισε, με απροκάλυπτη απάθεια έναντι των ανθρώπων και των κοινωνιών, την ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Τη στιγμή που τα γνωστά εργαλεία άσκησης πολιτικής για την ενίσχυση της απασχόλησης είναι μπλοκαρισμένα, είναι μια μείζων οφειλή η επινοητική επεξεργασία νέων μεθόδων. Η αναγκαιότητα της ταχείας αντιμετώπισης της ανεργίας δεν μπορεί να αναμένει τη συνήθως καθυστερημένη ανταπόκριση της κλασικής επιχειρηματικότητας, χωρίς άλλες επιλογές. Αναφέρουμε δύο παραδείγματα για να είναι αισθητό το αδιέξοδο της ανεδαφικής προσδοκίας να κινηθεί γρήγορα η κερδοσκοπική επιχειρηματικότητα και είτε να δημιουργήσουν οι υπάρχουσες επιχειρήσεις πρόσθετες θέσεις μισθωτής εργασίας είτε να ξεκινήσουν τη λειτουργία τους νέες επιχειρήσεις με νέες θέσεις εργασίας. Στην Ισπανία, με 4,4 εκατομμύρια ανέργους το 2016, απαιτούνται πάνω από διακόσιες εξήντα επτά χιλιάδες επιχειρήσεις για να απορροφηθούν όλοι οι άνεργοι (εναλλακτικά πάνω από εκατόν τριάντα τρεις χιλιάδες επιχειρήσεις για τον μισό αριθμό των ανέργων). Στην Ελλάδα, με περίπου 1,1 εκατομμύριο ανέργους το 2016, χρειάζεται να ιδρυθούν πάνω από εκατόν είκοσι δύο χιλιάδες επιχειρήσεις για να υπάρξει πλήρης απασχόληση (ή πάνω από εξήντα μία χιλιάδες επιχειρήσεις για την ενσωμάτωση στην εργασία των μισών ανέργων). Σε ένα βαθμό μάλιστα αυτός ο υπολογισμός είναι πάρα πολύ αισιόδοξος, καθώς σε αμφότερες τις χώρες ο ρόλος του κράτους στην απασχόληση είναι ισχυρός, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η σημερινή μέση απασχόληση ανά εργοδότη είναι ακόμη μικρότερη και επομένως ο απαιτούμενος αριθμός επιχειρήσεων για την απορρόφηση των ανέργων είναι ακόμη μεγαλύτερος από τον υπολογισθέντα. Η εκτίμησή μας είναι, ότι η προσμονή, να ακολουθήσει ο ρυθμός δημιουργίας νέων κερδοσκοπικών επιχειρήσεων τον ρυθμό (ακόμη και σε μεγάλο ποσοστό ετήσιας αύξησης) οικονομικής ανάπτυξης, είναι μάταιη. Το χρονικό διάστημα για την ανταπόκριση του κερδοσκοπικού τομέα στη διαμόρφωση ικανού αριθμού θέσεων εργασίας, ώστε να ενεργοποιηθούν οι μισοί άνεργοι, πλησιάζει μάλλον τη δεκαετία. Η κατάσταση αυτή είναι αφόρητη και η ανωτέρω προσμονή είναι συνώνυμη με την παράταση της απελπισίας, ενώ προσβάλλει την επαγγελματική προοπτική δύο τουλάχιστον γενεών.
Η μελλοντική μέθοδος για την καταπολέμηση της ανεργίας, με προοπτική την πλήρη απασχόληση, έχει προϋποθέσεις να μην δημιουργεί υπερβολικά δημοσιονομικά βάρη, να μην βασίζεται στην απασχόληση στο Δημόσιο και να μην εξαρτάται απολύτως από τις κερδοσκοπικές διαθέσεις της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας. Είναι ένα δύσκολο πρόβλημα, αλλά κατά τη γνώμη μας μπορεί να επιλυθεί ικανοποιητικά. Η εναλλακτική πρόταση, η οποία έχει δημοσιευθεί πρόσφατα, διασφαλίζει με εφαρμόσιμο, αλλά αντισυμβατικό, τρόπο την ταχεία αύξηση της απασχόλησης. Σε αυτή τη μέθοδο, το μείζον μέρος της χρηματοδότησης προέρχεται από ιδιωτικές πιστώσεις και δαπάνες. Το κράτος χρηματοδοτεί επικουρικά τα συνακόλουθα προγράμματα, αλλά οι δαπάνες του επιστρέφονται αμέσως στο δημόσιο ταμείο με την μορφή των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Η τοπική αυτοδιοίκηση έχει την ευθύνη του συντονισμού και του απαραίτητου ελέγχου των προγραμμάτων στο περιφερειακό επίπεδο για να διασφαλίζεται η ευστοχία της εφαρμογής τους. Οι άνεργοι ενεργοποιούνται, για δέκα μήνες, με την ιδιότητα των αυτόνομων εργαζομένων, εξοπλισμένοι με αξιόγραφα που απεικονίζουν την αμοιβή τους, όπως και το άθροισμα των φόρων και της εισφοράς στο ασφαλιστικό σύστημα.
Από τεχνικής απόψης, η διαδικασία είναι η ακόλουθη: Μετά από δημόσιες προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος κατατίθενται από ιδιώτες σε συνεργαζόμενες τράπεζες, σε κοινούς προθεσμιακούς λογαριασμούς, τα απαραίτητα ποσά για δώδεκα μήνες. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούν στο 40% του προϋπολογισμού των αναγκαίων πιστώσεων. Οι καταθέσεις λειτουργούν ως εγγυήσεις για την έκδοση των αξιόγραφων (για δέκα μήνες, σε τόση μάζα όση απαιτείται για να αντιστοιχεί στην καθημερινή απασχόληση των εντεταγμένων στο πρόγραμμα ανέργων). Οι ωφελούμενοι, ως αυτόνομοι εργαζόμενοι, εφοδιάζονται με τα αξιόγραφα (έντυπα ή ηλεκτρονικά) κάθε μήνα και αυτά υλοποιούν απολογιστικά την αμοιβή τους. Τα αξιόγραφα είναι δύο κατηγοριών: στην πρώτη αποτελούνται από τη συμμετοχή του κατατεθειμένου κεφαλαίου και από τη συνεισφορά των καταναλωτών των υπηρεσιών, ενώ στη δεύτερη περιλαμβάνουν αποκλειστικά την εισφορά των καταναλωτών. Καθώς είναι απαραίτητη η μηνιαία συνεισφορά του κατατεθειμένου κεφαλαίου, το κράτος αναπληρώνει με τις αντίστοιχες πιστώσεις, για να διατηρηθεί η ακεραιότητα της ενιαίας προθεσμιακής κατάθεσης. Η ενεργοποίηση των αξιόγραφων πραγματοποιείται, εφόσον ανταλλαγούν με την αντίστοιχη παράδοση υπηρεσιών από τους αυτόνομους εργαζόμενους στους καταναλωτές. Οι καταναλωτές, με αυτόν τον τρόπο, απολαύουν χρήσιμων και προσιτών σε τιμή υπηρεσιών, ενώ συμβάλλουν με το μεγαλύτερο μέρος των αναγκαίων πιστώσεων του προγράμματος. Οι καταναλωτές μπορεί να είναι τα άτομα ή τα νοικοκυριά, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι κάθε λογής συνεταιρισμοί (ενδεχομένως και οι μικροί εργοδότες). Από τη συνολική διαδικασία είναι δυνατόν να υπάρξουν και περαιτέρω αποδόσεις (η βασική απόδοση προέρχεται από τους τόκους) για τους καταθέτες στους κοινούς λογαριασμούς, ως πρόσθετο κίνητρο, και για τους ωφελούμενους του προγράμματος, ως ενδέκατη μηνιαία αμοιβή (για δέκα μήνες συμμετοχής στο πρόγραμμα). Επιπλέον και εφόσον υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, είναι πιθανόν να διατεθεί στους ωφελούμενους η επιστροφή μέρους του φόρου εισοδήματος (σαν να αντιστοιχεί στη δωδέκατη μηνιαία αμοιβή τους).
Στην προαναφερόμενη μέθοδο, ενεργοποιείται το ευρύτερο δυνατό πλέγμα των παραγόντων της αγοράς, με αντίστοιχες θετικές εκβολές στο σύνολο της οικονομίας. Οι κάτοχοι του αποθέματος διασφαλίζουν εύλογες αποδόσεις, χωρίς να αναλάβουν τις διακινδυνεύσεις της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι τράπεζες αυξάνουν τα διαθέσιμα τους, ενόσω είναι δυνατόν να δημιουργήσουν κέρδη από τις βραχυχρόνιες πιστώσεις (οι οποίες ευνοούν την χρηματοδότηση της οικονομίας) και από τις λοιπές διαμεσολαβήσεις τους. Οι καταναλωτές, τη στιγμή που εκφράζουν την κοινωνική αλληλεγγύη τους μέσα στις τοπικές κοινωνίες, απολαύουν τις αναγκαίες υπηρεσίες σε ενδιαφέρουσες τιμές, χωρίς ουσιωδώς να μεταβάλλουν την καταναλωτική τους συμπεριφορά. Οι αυτοαπασχολούμενοι ευνοούνται από τη διαθεσιμότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και βελτιώνουν την αντοχή τους στις οικονομικές διακυμάνσεις ή επεκτείνουν τη δραστηριότητα τους. Οι συνεταιρισμοί έχουν μια καλή ευκαιρία, να εδραιώσουν τη θέση τους στις τοπικές κοινότητες, να αντέξουν στα πρώτα βήματά τους και, πιθανώς, να ενσωματώσουν τους συνεργαζόμενους αυτόνομους παραγωγούς στις μελλοντικές τους δράσεις. Οι οργανισμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης συμβάλλουν με το συντονισμό τους στη συνοχή των τοπικών κοινωνιών και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής στην περιοχή τους. Το κράτος διασφαλίζει την πορεία αύξησης του εθνικού πλούτου (με την αύξηση του ΑΕΠ) και της απασχόλησης, αναθερμαίνει το φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα, δεν επιβαρύνεται από νέες δημόσιες δομές και υψηλότερο επίπεδο της σχετικής οικονομικής (μακροπρόθεσμης) δέσμευσης για την απασχόληση των ανέργων, ενόσω επαναλειτουργεί η οικονομία. Στην πραγματικότητα, το όλο εγχείρημα μοιάζει σαν μια μεγάλη επιχείρηση, εκεί ακριβώς που οι αναγκαίοι συντελεστές ήταν ασύνδετοι και οικονομικά ατελέσφοροι.
Η προκείμενη πρόταση δεν επιβαρύνει σε καμιά περίπτωση υπέρμετρα τον κρατικό προϋπολογισμό και είναι οπωσδήποτε πολύ ελαφρύτερου κόστους, έναντι οποιοδήποτε άλλου προγράμματος για την καταπολέμηση της ανεργίας (Διάγραμμα 7). Είναι, επιπλέον, συγκρίσιμου κόστους προς την συνολική επιδότηση των ανέργων, η οποία αφορά σε ένα μικρό κλάσμα του υποχρεωτικά ανενεργούς εργατικού δυναμικού.
Διάγραμμα 7
Πηγή: Α.Ν. Λύτρας (2017), «Προλεγόμενα», σσ. 5-10, και ιδίως, σ. 9.
Με βάση το προηγούμενο διάγραμμα δεν μπορεί να υπάρχει αντίρρηση για τον εφικτό χαρακτήρα της χρηματοδότησης της συγκεκριμένης πρότασης για τεράστιες μάζες ανέργων ταυτόχρονα (π.χ. για ένα εκατομμύριο άνεργους στην Ελλάδα ή 4,4 εκατομμύρια ανέργους στην Ισπανία). Είναι ενδεχόμενο, ωστόσο, να προβληθούν διάφορες ενστάσεις (περισσότερο ή λιγότερο δικαιολογημένες ή εντελώς αδικαιολόγητες), σχετικά με τη δυνατότητα εξοικονόμησης των συγκεκριμένων πιστώσεων. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να εφαρμοστεί το πρόγραμμα, για τον μισό αριθμό των ανέργων (περί τις πεντακόσιες χιλιάδες στην Ελλάδα ή περί το 1,7 εκατομμύριο στην Ισπανία). Σε εκείνη την εκδοχή δύσκολα μπορεί κάποιος να αρνηθεί ότι το κόστος είναι αμελητέο σε σχέση με το κοινωνικό όφελος, αλλά και με τα ίδια τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Διάγραμμα 8
Πηγή: Α.Ν. Λύτρας (2017), «Προλεγόμενα», όπ.π., και ιδίως, σ. 10.
Είναι εμφανές ότι η συγκεκριμένη πρόταση προγράμματος λειτουργεί, ως σοκ, στο δείκτη ανεργίας και την αθέλητη «ανενέργεια» του εργατικού δυναμικού. Η αιφνίδια αύξηση της απασχόλησης και η διατήρησή της σε υψηλό επίπεδο για μια περίοδο, μέσω αυτού του προγράμματος, έχει επίδραση στις αμοιβές των εργαζομένων εκτός του προγράμματος, καθώς η δραστική μείωση του ανταγωνισμού μεταξύ των φορέων της εργασίας πιέζει τις αμοιβές προς τα πάνω. Μεταξύ των θετικών συνεισφορών της συγκεκριμένης μεθόδου είναι πως ευνοεί τη διεύρυνση της εργασιακής αυτονομίας, ενώ συνεισφέρει στον εκδημοκρατισμό της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης.
Η πολιτική δημοκρατία
Από την άσκηση της δύναμης στη συλλογική απόφαση
Η δημοκρατία είναι η ανώτερη και η πιο αποτελεσματική μορφή για τη διοίκηση της κοινωνίας και της πολιτικής οργάνωσης. Οι θαυμαστές εξελίξεις και οι πρόοδοι (και οι οικονομικές), οι οποίες έχουν συντελεστεί στους δύο παρελθόντες αιώνες, θα ήταν πιθανότατα ήσσονες, εφόσον η δημοκρατία ήταν απούσα.
Η δημοκρατία δεν έχει πλήρως ολοκληρωθεί και υπάρχουν κρίσιμα πεδία της που προκαλούν για τη συμπλήρωση, παρά τις θεαματικές προόδους στην εξέλιξή της. Από τη δεκαετία του ’70, σε συνάρτηση με την πίεση των κοινωνικών κινημάτων, τελείωσε η εποχή των δικτατοριών στην Ευρώπη και, παρά τις συχνές πιέσεις από τα φασιστικής προέλευσης διανοήματα, σχετικά με την αναποτελεσματικότητα και τη διαφθορά των δημοκρατών, γνώρισε μια νέα περίοδο διεύρυνσης και ομαλής λειτουργίας.
Η δημοκρατία αντιμετώπισε μια «περίεργη» επίθεση από τη σφαίρα των μαχητικών υποστηρικτών της επιχειρηματικότητας, ακριβώς, στην εποχή των μεγάλων εδραιώσεων της. Ιδίως η αντιπαράθεση των συντελεστών και των διαδικασιών της δημοκρατίας, με την αποτελεσματικότητα και την «φυσική» ταχύτητα της επιχειρηματικότητας, προκαλεί αλγεινή εντύπωση. Είναι ρητή η τοποθέτηση του F.A. Hayek: πως «η ελεύθερη επιλογή»..(στην αγορά)..«μπορεί να υπάρχει, τουλάχιστον, κάτω από μια δικτατορία που μπορεί να περιοριστεί, αλλά όχι κάτω από την απεριόριστη δημοκρατία η οποία δεν μπορεί να περιοριστεί». Πέραν της αξιολόγησης της ποιότητας της συγκεκριμένης πολιτικής άποψης, αυτή συνυπάρχει με το προβληματικό επιχείρημα: ότι οι συντελεστές της επιχειρηματικότητας (θέση που συνήθως υφέρπει) μπορούν λόγω της θεμελιωμένης, στην επαγγελματική τους επιτυχία, ικανότητάς τους, να διοικήσουν αρτιότερα την νεωτερική πολιτεία. Αυτά τα διανοητικά εγχειρήματα αποκαλύπτουν ότι η δημοκρατία είναι «επίφοβη» για τις σύγχρονες (επιχειρηματικές) αριστοκρατίες και τους ακόλουθούς τους (από τη χορεία των ανώτατων διευθυντικών στελεχών). Οι ισχνές μειονότητες της οικονομικής δύναμης κάνουν τη δουλειά τους και φροντίζουν τα συμφέροντά τους, επειδή είναι πολύ λίγοι για να εμπιστευτούν τη δημοκρατία. Την ίδια στιγμή, οι μεγάλες πλειονότητες των πολιτών έχουν την προφανή οφειλή, να διευρύνουν τη δημοκρατία, προκειμένου η διοίκηση της πολιτείας να είναι ορθολογική. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτειακή οργάνωση μεριμνά για τα συμφέροντα των μεγάλων πλειονοτήτων και οι εκπρόσωποι της επιχειρηματικότητας έχουν πλήρως ίσα δικαιώματα για να εκφράζουν τα δικά τους συμφέροντα, τις συμφωνίες και τις διαφωνίες τους, αλλά όχι τις προνομίες τους.
Η διεύρυνση της δημοκρατίας σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, την αναλογική, σύμφωνα με τον πραγματικό πληθυσμό τους, εκπροσώπηση των φύλων σε όλα τα αντιπροσωπευτικά και βουλευόμενα σώματα της πολιτείας. Πρόσθετο καθοριστικό ζήτημα είναι να έχουν ενεργές το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι όλοι οι γεννηθέντες και διά-μακρόν διαμένοντες, αλλά και όσοι είναι διά-μακρόν εργαζόμενοι (για ένα εύλογο και συμφωνημένο χρονικό διάστημα), στη σύγχρονη πολιτεία.
Η δημοκρατία του μέλλοντός μας εκλέγει όλους τους λειτουργούς της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας. Οι αρχές ή τα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης και οι ανώτατες θέσεις ευθύνης στο Δημόσιο (όπως και τα μέλη των οργάνων διοίκησης, αν προβλέπονται Διοικητικά Συμβούλια), οι προϊστάμενες θέσεις ευθύνης των κατασταλτικών μηχανισμών (και των στρατιωτικοποιημένων σωμάτων) σε τοπικό επίπεδο, όπως και στο δημόσιο τομέα της οικονομίας, είναι αιρετές. Η πολιτική οργάνωση της νεωτερικής πολιτείας δίνει σε όλους τους πολίτες, οι οποίοι έχουν τα προσόντα, την ευκαιρία και τη δυνατότητα να εκλεγούν για μια θητεία (διαφορετικής διάρκειας για κάθε λειτουργία ή ευθύνη) και πολύ περιορισμένο αριθμό επανεκλογών (π.χ. δύο). Η περιορισμένη δυνατότητα των επανεκλογών των πολιτών αυξάνει την πρόσβαση σε μεγαλύτερο αριθμό πολιτών στη διαδικασία της νομοθέτησης, τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην εκτελεστική λειτουργία και τον ενεργή κοινωνικό έλεγχο της δικαστικής λειτουργίας. Η συγκεκριμένη προοπτική κάνει πιο ουσιαστικά τα πολιτικά δικαιώματα, ενώ συμβάλλει στην ισότητα των πολιτών.
Η εκτελεστική εξουσία έχει, υπερβαλλόντως τις τελευταίες δεκαετίες, διευρύνει το ρόλο της, σε βάρος της νομοθετικής εξουσίας. Παρά το γεγονός ότι οι ανώτατοι λειτουργοί της εκτελεστικής εξουσίας (σε άλλες χώρες ο πρόεδρος και σε άλλες ο πρωθυπουργός) είναι αιρετοί, η μεγάλη πολιτική και θεσμική τους δύναμη κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους τούς μεταβάλλει σε δεσπόζουζες φυσιογνωμίες ακόμη και επί των κομματικών οργανισμών των οποίων προϊστανται. Δεν είναι σπάνιο, μάλιστα, να αδρανοποιούν τα συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα και τις κοινοβουλευτικές εκπροσωπήσεις τους, με ανοίκειες και δυσεξήγητες πρακτικές. Οι ασκήσαντες την εκτελεστική εξουσία επιβάλλουν πολύ συχνά την οικογενειοκρατία, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί με κανένα τρόπο από την προσωπική κατάρτιση και τις ικανότητες των κατιόντων τους. Είναι φανερό, πως η δημοκρατία του μέλλοντός μας δεν μπορεί να ανεχθεί την πλάγια ανάπτυξη προνομίων και διακρίσεων, σε οποιοδήποτε πολιτειακό θεσμό, όπως είναι και τα πολιτικά κόμματα. Η μεγαλύτερη μέριμνα για το μερίδιο του ατομικού χειρισμού της εξουσίας και της κομματικής δύναμης είναι απαραίτητη.
Ταυτόχρονα, τίθεται σε αμφισβήτηση η αποτελεσματικότητα της δημοκρατίας, ιδίως σε εποχές που απαιτούν ταχεία λήψη και εφαρμογή των αποφάσεων. Η κριτική, περί της αναποτελεσματικότητας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στηρίζεται στη επανειλημμένη «παραβίαση» των θεσμικά προβλεπόμενων κυβερνητικών και εκλογικών κύκλων, με την παραίτηση των κυβερνήσεων που χάνουν την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου και την πρόωρη διάλυση της βουλής, με την προκήρυξη εκλογών. Οι εναλλακτικές λύσεις που προτείνονται για να αντιμετωπίσουν τις πρακτικές παθογένειες του κοινοβουλευτισμού, είναι η μεγαλύτερη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, με την ισχυροποίηση του ρόλου των μονοπρόσωπων οργάνων (π.χ. του αιρετού Προέδρου της Δημοκρατίας), και η άσκηση των κυβερνητικών καθηκόντων από πρόσωπα που δεν είναι βουλευτές. Επικουρικά το αίτημα, για τη μείωση της αντιπροσωπευτικότητας κατά την εκλογή των βουλευτών, νοθεύει σκοπίμως την λαϊκή βούληση και δημιουργεί πλασματικές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, για να υπηρετούν παθητικά μια πανίσχυρη (σχεδόν «δικτατορική») εκτελεστική εξουσία. Η προσπάθεια αυτή είναι για την δημοκρατική πολιτεία απαράδεκτη και ύποπτη, ως προς τις προθέσεις της.
Στην δημοκρατία του μέλλοντός μας, καμιά παρέκκλιση από την αρχή τη πλήρους και ανόθευτης εκπροσώπησης δεν είναι ανεκτή. Η απλή αναλογική κατά την εκλογή των βουλευτών οφείλει να γίνει ένα «αιώνιο» εκλογικό σύστημα. Σε αυτήν την πολιτική οργάνωση, ο αιρετός χαρακτήρας όλων των λειτουργών των εκτελεστικών αξιωμάτων δεν συνεπάγεται ενίσχυση της ανεξέλεγκτης εξουσίας τους, αλλά συγχρόνως δεν προσβάλλει την εύλογη, σε συνέχεια, θητεία τους και την αποτελεσματικότητά τους. Η αλληλεπίδραση μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας δημιουργεί τις αναγκαίες ισορροπίες αποτελεσματικότητας, επαρκούς νομοθέτησης και ελέγχου της εξουσίας. Η διαφορετική σημερινή πολιτειακή δομή των νεωτερικών χωρών επιβάλλει τη διαχείριση διαφορετικών μειγμάτων ανασύνθεσης, τα οποία να ανταποκρίνονται στο γενικό σκοπό και την αντιμετώπιση των ειδικών προβλημάτων, ταυτόχρονα. Η καταλυτική θεσμική (αλλά λεπτή, σχεδόν «εξωτερική») παρέμβαση στη δημοκρατική οργάνωση και την υποχρεωτικώς συλλογική εκπροσώπηση των πολιτικών κομμάτων εξυπηρετεί την αυθεντική δημοκρατική έκφραση των πολιτών.
Η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων της διασκευής των εφαρμοσμένων κανόνων στην τοπική αυτοδιοίκηση, με τις εξουσιοδοτήσεις της νομοθετικής λειτουργίας προς τα τοπικά όργανα, οφείλει να συνοδεύεται από την μεταβίβαση των πόρων και την ουσιαστική εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού. Η ευρύτερη δημοκρατική οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί να συμπεριλάβει μορφές διοίκησης, πρότασης, απόφασης και ελέγχου, οι οποίες δεν είναι απαραίτητο να αναπαραγάγουν πανομοιότυπα το υπόδειγμα συγκρότησης και λειτουργίας του κεντρικού και συγκεντρωτικού κράτους.
Στην τοπική αυτοδιοίκηση δεν είναι απαραίτητο να εκλέγεται ένας επικεφαλής για όλο τον αυτοδιοικητικό (εκλογικό) κύκλο. Τα συλλογικά όργανα, με ετήσιες επιλογές των δημάρχων και ανάλογες εναλλαγές μεταξύ των μελών τους, είναι επαρκή για να αναλαμβάνουν τη συλλογική ευθύνη και διοίκηση των τοπικών κοινωνιών και θεσμών. Υπό αυτήν την έννοια, η εκπροσώπηση δεν έχει κανένα λόγο να μην προσδιορίζεται από ένα σταθερό σύστημα απλής αναλογικής.
Ο προσδιορισμός σημαντικών αρμοδιοτήτων που είναι επιδεκτικές της απόφασης του συνόλου των πολιτών εισαγάγει το τοπικό δημοψήφισμα (και το ηλεκτρονικό), ως εναλλακτικό μέσο, για τη δημιουργία τοπικών κανόνων (οι οποίοι εξειδικεύουν το εθνικό νομικό πλαίσιο, μετά από σχετικές εξουσιοδοτήσεις) και εφαρμοστικών αποφάσεων. Η συνύπαρξη της αντιπροσωπευτικότητας των συλλογικών και μονοπρόσωπων οργάνων στην τοπική αυτοδιοίκηση, με τις διαρκείς μορφές της άμεσης δημοκρατίας, ενδυναμώνει τη νομιμοποίηση των αντιπροσωπευτικών οργάνων στη διάρκεια της θητείας τους, ενώ εισαγάγει τους πολίτες στο δόκιμο πλαίσιο της ανάληψης της ατομικής και συλλογικής ευθύνης, για τη διευθέτηση των ζητημάτων της ρέουσας πραγματικότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η απροϋπόθετη δημοκρατία, στην οποία η προσωπική αποστασιοποίηση, η αδιαφάνεια και η (εγωπαθής) ατομική ιδιοτέλεια είναι ατελέσφορες επιλογές, αλλά και η πολιτική της αποτελεσματικότητα γίνεται συλλογικό ζήτημα. Η συλλογική απόφαση εδραιώνει τη δημοκρατία, καθορίζει αυθεντικά το «δημόσιο συμφέρον» και περιορίζει τα περιθώρια της αυθαιρεσίας και του σφετερισμού της εξουσίας. Στην ακραία περίπτωση που αυτές οι «υπερβάσεις» εκδηλωθούν, οι πολίτες γνωρίζουν πλέον τον τρόπο και μπορούν να αντιταχθούν στην απειλή αναίρεσης της «δικής τους» νομιμότητας. Η δημοκρατία είναι εκπαιδευτό πολιτικό καθεστώς και το σχολείο για την εκμάθησή της είναι η πρακτική δοκιμασία της, με τη συμμετοχή και την απόφαση. Η πληρωμή της είναι ο εθισμός στην ελευθερία.
Στο ελπιδοφόρο μέλλον, το έθνος ή ο λαός, όπως διακηρύσσεται στα καταστατικά κείμενα (αλλά δεν τηρείται), διαθέτει την συντακτική εξουσία, ασκεί διά των αντιπροσώπων του όλες τις λειτουργίες της ενιαίας εξουσίας (και τις σημαντικές θέσεις της διοίκησης), ελέγχει τους λειτουργούς και τις αποφάσεις της εξουσίας, ενόσω ασκεί πυκνές αρμοδιότητες στην τοπική αυτοδιοίκηση, χωρίς να αποσύρεται, ως θεατής, μετά από την ολοκλήρωση των εκλογικών διαδικασιών. Οι αντιπρόσωποι των πολιτών, σε όλες τις λειτουργίες και σε όλα τα επίπεδα διοίκησης, έχουν προσδιορισμένη, αλλά και εναλλασσόμενη, ισχύ και συλλογική ευθύνη ακόμη και για τις ατομικές πράξεις των λειτουργών, με τους οποίους έχουν συνεργαστεί θεσμικά. Η δημοκρατική οργάνωση, η συλλογική απόφαση και ο έλεγχος της εξουσίας είναι συντελεστές της απαιτούμενης πολιτικής αποτελεσματικότητας.
Στην περιγραφόμενη πρόταση η βασική μέριμνα είναι η εξυπηρέτηση των σκοπών των μεγάλων πλειονοτήτων των πολιτών, με τον περιορισμό των ανοίκειων ατομικών υπερβάσεων από τους αντιπροσώπους και τους ασκούντες τις λειτουργίες της εξουσίας. Με βάση, ωστόσο, την ιστορία της δημοκρατικής οργάνωσης, διαπιστώνεται η ανυπέρθετη ανάγκη, να καλύπτονται όλοι οι λειτουργοί της εξουσίας, ακόμη και στην τοπική αυτοδιοίκηση, από ένα σύστημα ασυλίας στη διάρκεια άσκησης των αρμοδιοτήτων τους.
Η ιστορία της πολιτικής οργάνωσης της νεωτερικής πολιτείας είναι φορτισμένη από τις διαδοχές των αλλεπάλληλων αντιφατικών γεγονότων, τις ποικίλες «αναγκαιότητες», τις ανασυγκροτήσεις των πολιτικών δομών, τις απειλές των πολέμων και τις επιλογές της συνεργασίας στην κατεύθυνση της εδραίωσης της ειρήνης. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με τις διαφορετικές φάσεις της αντιπροσωπεύει την πιο ενεργή προσπάθεια για την αποτροπή των πολέμων και τη διατήρηση της ειρήνης, στην ήπειρο που βασανίστηκε από τις συχνές και καταστροφικές πολεμικές περιπέτειες. Η επιτυχία της Κοινότητας (ΕΟΚ) και της Ένωσης (ΕΕ) συνοδεύεται από τη φιλόδοξη προσπάθεια για την οικονομική ενοποίηση και την ακόμη πιο φιλόδοξη προοπτική του μετασχηματισμού της, από ένωση κρατών σε ενιαία πολιτειακή οργάνωση. Είναι προφανές, από τους παρελθόντες και σημερινούς συσχετισμούς της δύναμης, ότι δεν αντιπροσωπεύει την ισορροπία των οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων. Στο βαθμό που η ανισότητα και η ασύμμετρη ύπαρξη των τάξεων είναι και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο επιβλητικά παρούσες, η διασκευή των θεσμών, οι λειτουργίες, οι διαδικασίες και οι αποφάσεις φορτίζονται σοβαρά από τους φορείς των μονομερών συμφερόντων, οι οποίοι διαθέτουν προνομιακά την ισχύ. Η προοπτική μιας επιθυμητής ανασύνθεσης είναι, πάντα, ένα ζήτημα συγκρότησης μιας τελεσφόρου στρατηγικής και άσκησης της κατάλληλης πολιτικής δράσης, τόσο στο πλαίσιο των εθνικών κρατών όσο και στο περιβάλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η κατάρτιση της προαναφερόμενης στρατηγικής προϋποθέτει, να είναι καταγεγραμμένο στη λογική του υποκειμένου που θα τή διαμορφώσει πως «η ανθρωπότητα τοποθετεί ενώπιον της τα προβλήματα που δύναται να επιλύσει».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της θετικής της συνεισφοράς στην ευρωπαϊκή ήπειρο και σε συνάρτηση με τις πάμπολλες αντιφάσεις της, σε αρκετές από τις διαστάσεις των θεσμικών διαδικασιών υποδεικνύει ή και τονίζει το μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα των λειτουργιών της. Η φύση της Ένωσης προσδιορίζει, ότι οι προσδοκώμενες μεταβολές της πολιτικής της οργάνωσης μπορούν βάσιμα να συμβούν, όταν συγχρονιστούν οι σημαντικές βελτιώσεις της δημοκρατίας στα κράτη-μέλη και ωριμάσουν οι υπερβάσεις των στενών εθνικών συμφερόντων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δηλαδή ο πιο δημοκρατικός ευρωπαϊκός θεσμός, λειτουργεί και θα λειτουργεί μάλλον, ως μηχανισμός πίεσης των φορέων της δύναμης, αλλά και πληροφόρησης των ευρωπαίων πολιτών (λόγω των μειωμένων αρμοδιοτήτων του). Στο μεταξύ, σε ορισμένα μέτωπα της πολιτικής πράξης, υπάρχει η ανάγκη για την πιο άμεση παρέμβαση, στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού των ευρωπαϊκών θεσμών. Τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονται στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και επομένως και του ίδιου του νομίσματος. Εκεί πρέπει να υπάρξει η πρώτη μέριμνα.
Είναι μια παγκόσμια καινοτομία και μια ιστορική πρωτοτυπία το γεγονός πως η νομιμότητα (η ΕΕ), η οποία εισαγάγει, σηματοδοτεί και εγγυάται τη διακίνηση του νομίσματος, διατηρεί πλάγια σχέση, μέσω ενός άτυπου οργάνου (Eurogroup) με τον ανεξάρτητο οργανισμό χειρισμού του νομισματικού προνομίου, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), που έχει, μάλλον, τα χαρακτηριστικά μιας ιδιότυπης εμπορικής τράπεζας. Τα προβλήματα και οι αδιαφάνειες, που δημιουργεί αυτή η αρχιτεκτονική, έγιναν εμφανείς στη διάρκεια της οικονομικής αστάθειας, μετά την κρίση του 2007-8. Οι πολιτικές. που ασκήθηκαν από την ΕΚΤ και εξυπηρετήθηκαν από τις αποφάσεις του Eurogroup, ρητά εξυπηρέτησαν τις εμπορικές τράπεζες και μάλιστα εκείνες που εξέθεσαν τους μετόχους τους, τους καταθέτες και τους συναλλασσόμενους με αυτές, σε εξαιρετικά ριψοκίνδυνες επενδυτικές κινήσεις, κατά την προηγούμενη περίοδο. Είναι εντυπωσιακό ότι η άσκηση αυτής της πολιτικής συνοδεύτηκε από φοβερά άδικα μέτρα εναντίον των πιο αδύναμων κρατών-μελών και των πολιτών τους. Μετέτρεψαν με αυτόν τον τρόπο το νόμισμα από μέσο διανομής και άσκησης της κοινωνικής δικαιοσύνης, σε όργανο οικονομικής αφαίμαξης και περιορισμού της ευημερίας μεγάλου τμήματος των ευρωπαϊκών λαών. Η κατάσταση αυτή πρέπει σύντομα να μεταβληθεί με, ταχείες, καινοτομικές και συμβατές με τις ελεύθερες συναλλαγές, πολιτικές επιλογές.
Στη λογική της πολιτικής για την δημοκρατία του μέλλοντός μας δεν μπορεί το όργανο άσκησης της κοινωνικής δικαιοσύνης, να μήν είναι αντικείμενο χειρισμού από όλους τους λαούς, δηλαδή από όλους τους πολίτες των κρατών-μελών, που επιθυμούν την ένταξή τους στη ζώνη του ευρώ. Η ένταξη αυτή σημαίνει την ουσιαστική υλοποίηση της ισότητας. Διαφορετικά η ύπαρξη δύο ζωνών (μια με ευρώ και μια χωρίς ευρώ), σημαίνει την αναπαραγωγή μιας ιδιότυπης «αποικιοκρατίας», μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ οι ωφέλειες θα διανέμονται σε μια ολίγιστη αριστοκρατία του χρήματος και των μονοπωλιακών επιχειρήσεων∙ μόνο, που πρέπει να υπάρξει μια μείζων αλλαγή, με σκοπό την δημοκρατική διαχείριση του ενιαίου νομίσματος.
Η πολιτική πράξη εκδημοκρατισμού της νομισματικής ένωσης είναι μετάβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο επιθυμητό επίπεδο της Συνεταιριστικής Τράπεζας. Ανεξάρτητα από τις εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες μπορούν να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο μιας μελλοντικής αναθεώρησης των ευρωπαϊκών συνθηκών, στην πραγματικότητα και χωρίς να αλλάζει το πλαίσιο συναλλαγών, η ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στο μετοχικό κεφάλαιο, η συμμετοχή στις αποφάσεις και ο έλεγχος των πολιτών στη διοίκηση και την εσωτερική διακυβέρνηση της τράπεζας, μεταβάλλει ποιοτικά (σε ανώτερο επίπεδο) τη διαχείριση του νομίσματος και της νομισματικής πολιτικής στην Ευρώπη. Η Ευρώπη ή θα αξιοποιήσει την μέγιστη δύναμη της αλλαγής με σκοπό την πρωτοπορία ή θα βυθιστεί στη μιζέρια της, παρακολουθώντας τις εξελίξεις που θα πραγματοποιούνται εκτός της ηπείρου.
Ο εφικτός μετασχηματισμός των πολιτικών δομών και των δομών της διακυβέρνησης μεταβάλλει τη δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας σε εφικτή, βιώσιμη, τελεσφόρο και διεξοδική πραγματικότητα. Μετά από τη δύσκολη προσπάθεια για τη διασκευή αυτών των διαδικασιών, οι προοπτικές τελειώνουν στα όνειρα για τον επιθυμητό κόσμο. Αυτές, ωστόσο, οι υλοποιήσεις μεταβάλλουν και την επιθυμητή, σε μια (ενδεχόμενη) μελλοντική πραγματικότητα.
Η παιδεία και η κουλτούρα του 21ου αιώνα
Aπό τον παραγωγικό προγραμματισμό
στην ελευθερία της γόνιμης πρόσβασης στη γνώση
Γιατί το σχολείο ήταν έτσι;
Επειδή η εργασία στο γραφείο ήταν έτσι!
ή στο εργοστάσιο ήταν κάπως έτσι!
Αλλά το σχολείο δεν μπορεί να μείνει
στην ίδια μορφή, όταν η εργασία στο
γραφείο έχει αυτή τη μορφή:
ή το εργοστάσιο βασίζεται στη δουλειά των
ομάδων εργασίας:
Κάποτε η παιδεία ήταν ένα προνόμιο των ανώτερων τάξεων. Χρειάστηκε μια εξέλιξη δύο αιώνων της νεωτερικής πολιτείας, για να συγκροτηθεί η εκπαίδευση και να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά της μαζικότητας και της διάχυσης των αγαθών της, σε μια σταδιακά μεγαλύτερη ομάδα του πληθυσμού. Στην αρχή οι μεγάλες πλειονότητες ανήκαν στην κατηγορία των αγράμματων. Στη συνέχεια μεγάλες μάζες περίσσευαν από τη διανομή των λεπτοφυών εκπαιδευτικών συνεισφορών. Η σταδιακή ένταξη των γυναικών και των κοινωνικών ή φυλετικών μειονοτήτων στα εθνικά κράτη μετέβαλε την αρχική ιεραρχία. Τα αναπτυγμένα νεωτερικά κράτη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σπούδασαν τους πληθυσμούς τους και σήμερα εξαφανίζονται εντελώς οι μερίδες των αναλφάβητων.
Διάγραμμα 9
Πηγή: UNDO.
Η μαζικότητα της παραγωγής σχεδόν επέβαλε στην επίσημη παιδεία τις φόρμες και τα περιεχόμενα της διδασκαλίας. Η επιβεβλημένη φόρμα ήταν για τους μαθητές το είδος της συλλογικής τιθάσευσης και πειθαρχίας, το οποίο ακολουθεί το επικρατούν υπόδειγμα της οργάνωσης της εργασίας. Το πρότυπο, κατά την περίοδο μετά την ολοκλήρωση της βιομηχανικής επανάστασης και ιδίως μετά την επικράτηση του φορντικού μοντέλου, ήταν αυτό της ιεραρχικής και πειθαρχημένης συλλογικότητας, που μοιάζει έντονα με την κλασική στρατιωτική οργάνωση. Κατά τη διαβίβαση των εκπαιδευτικών προσόντων, ο ουσιαστικός στόχος της εκπαίδευσης είναι η πιστή και απαρέγκλιτη αναπαραγωγή ή και επανάληψη της χρήσιμης γνώσης, η οποία ανταποκρίνεται στα μοτίβα και τις νόρμες της παραγωγικής οργάνωσης. Μέσα στα προαναφερθέντα μοτίβα περιλαμβάνονται (σε ανάλογη ιεράρχηση με τις πίστεις στο υπέρτατο oν-ιδίως παλαιότερα) η υπακοή στην ηγεσία του έθνους-κράτους (με το δικαίωμα άσκησης της νόμιμης βίας) και σε ολόκληρη την οικονομική, κοινωνική και θεσμική ιεραρχία. Ο μαθητής χρειάζεται υποχρεωτική εκπαίδευση έξι, εννέα ή ουσιαστικά δώδεκα ετών στην κλασική «σχολική τάξη» με τους συνομηλίκους του, για να εθιστεί στα επίσημα μηνύματα και να γίνει νομοταγής υπήκοος, αλλά και συνεπής, ευπειθής ή ευπροσήγορος υπάλληλος των οικονομικών ιεραρχιών. Κυρίως, πρέπει να μάθει να ζει, όπως ακριβώς θα τόν θυμούνται, όταν θα έχει αποδημήσει από τον ανθρώπινο βίο. Να διαφεύγει της προσοχής και της πιθανής έγκλησης, ως μέρος μιας ανώνυμης μάζας «απρόσωπων» ατόμων. Οφείλει, δηλαδή, να χαίρει κάποιας ιδιαίτερης προσοχής μόνο στη στενή ή ευρεία οικογένεια και την παραδοσιακή ή σύγχρονη (φίλοι και γνωστοί) κοινότητα∙ η σημασία του εξαντλείται στην επιθυμητή «ασημαντότητά» του. Η επιτυχία του ακολουθεί την κλίμακα της ιεραρχίας. Η οφειλή του είναι να μην διακρίνεται, εφόσον δεν τόν αναδείξει η ιεραρχία των ανωτέρων του. Στην ουσία ο νεωτερικός άνθρωπος είναι βασικά υπήκοος και υπάλληλος, ενώ η ιδιότητα του πολίτη αποτυπώνεται μόνο στην τυπική του αναγνώριση.
Η ισορροπία της εκπαίδευσης, με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τους πολιτειακούς μετασχηματισμούς, στη νεωτερική περίοδο ήταν πολλή δύσκολη. Η σύγχρονη ή σχετικά πρόσφατη ιστορία των κοινωνιών δικαιολογεί σίγουρα και τις σημερινές αντιφάσεις της εκπαίδευσης. Σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ, μέχρι την δεκαετία του ’70, ίσχυαν νόμοι και κανονισμοί που βασίζονταν στον φυλετικό διαχωρισμό∙ μεταξύ άλλων τα δικαστήρια δίκαζαν με αυτούς τους νόμους και η εκπαίδευση αναπαρήγαγε αυτά τα επιβεβλημένα πρότυπα.
Δεν χρειάζεται να κάνουμε πολλή συζήτηση για την εκπαίδευση στη διάρκεια των φασισμών του μεσοπολέμου. Η εκπαίδευση σε εκείνη την περίοδο αναπαράγει την επίσημη προπαγάνδα, ενώ προετοιμάζει τα νεαρά μέλη της κοινωνίας, για να γίνουν παθητικά και πειθήνια όργανα των ηγεσιών για την άκριτη προάσπιση του ρατσισμού και την υπεροχή του «περιούσιου έθνους».
Οι φασισμοί, ας τό θυμόμαστε καλά, επέβαλαν το χαρακτήρα της μαζικής παιδείας με το σύστημα της «σχολικής τάξης» (όπως οι περισσότεροι τό γνωρίζουμε), κατατάσσοντας στην παρέκκλιση ή την παρανομία κάθε πρωτότυπο, ανοικτό ή και εκλεπτυσμένο μοντέλο εκπαίδευσης. Το μοντέλο της εκπαιδευτικής τάξης με τους συμβολισμούς της ευταξίας και της ιεραρχίας αντανακλά την επιθυμητή «κοινωνική τάξη» στην οργανωμένη κοινωνική λειτουργία, την οικονομική ζωή, την εργασία και το στρατό. Αντικατοπτρίζει δηλαδή την αναγκαστική υποταγή στους πρώτους, τους προνομιούχους και τους ιεραρχικά ανώτερους, προκειμένου να επιτευχθούν κάποιες «ανώτερες ιδέες».
Σοβαρά, αλλά όχι ταυτόσημα με τα προηγούμενα, ζητήματα αντιμετώπισαν οι μαθητές της εποχής των δικτατοριών (στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα). Διδάχτηκαν ορισμένες επιβεβλημένες «αλήθειες» για τη δομή, την οργάνωση και τη διοίκηση της κοινωνίας, οι οποίες ήταν συνώνυμες της στρέβλωσης της πραγματικότητας και της αναλήθειας, σχετικά με τις αξιολογήσεις για τη νομιμότητα, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τη φύση και τη σημασία της εξουσίας, την οικονομική δύναμη και την επαγγελματική ιεραρχία.
Στις πιο πρόσφατες εποχές της δημοκρατικής ομαλοποίησης της νεωτερικής πολιτείας, η εκπαίδευση έχει σε ένα βαθμό μεταβολιστεί από το πνεύμα της ελευθερίας και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Το πρόγραμμα σπουδών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, παρά τις εισφορές από την εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης και την ενσωμάτωση της «αντιπαράθεσης» στη διοργάνωση του εκπαιδευτικού διαλόγου, παραμένει «κυριαρχικό» και «επιβλητικό» στην υποχρέωση αναπαραγωγής της επίσημης αντίληψης, καθώς αυτή συνήθως διαμορφώνεται από την κυβέρνηση ή τα κυβερνητικά όργανα. Η βασική εκπαιδευτική δομή (με αρκετές εξαιρέσεις) είναι αυτή της «σχολικής τάξης», ως ανάτυπο (ή απείκασμα) των ανάλογων δομών της παραγωγής. Η «σχολική τάξη», με το πειθαρχικό της πρότυπο, δημιουργεί τις συνεχείς επαναλήψεις και αναπαραγωγές, σαν να πρόκειται για τους υποχρεωτικούς εθισμούς στη δουλειά του γραφείου και του εργοστασίου. Είναι μια συμβολική, ιδεολογική και πρακτική προετοιμασία του νεαρού ανθρώπου, για τον τρόπο που οφείλει να εργάζεται, να παραγάγει, να ανταγωνίζεται με τους ομοίους του στη διαμόρφωση της τιμής της εργατικής δύναμης (ή της εν γένει εργασίας), να συνεργάζεται με τους ομοίους του στην εργασιακή διαδικασία, να καταναλώνει, να προσαρμόζεται, να συνυπάρχει με τους άλλους χωρίς να είναι ενοχλητικός και να μην παρεκκλίνει από τα προετοιμασμένα πρότυπα.
Πρέπει να είμαστε δίκαιοι. Το συγκεκριμένο υπόδειγμα, παρά τις αδυναμίες του, συνέβαλε στην κοινοποίηση των απαραίτητων εργαλείων μάθησης και πληροφοριών σχεδόν σε όλους τους κατοίκους της νεωτερικής πολιτείας, την πρόσβαση στην τυπική και πιστοποιημένη γνώση και την απόκτηση επαγγελματικών προσόντων, χρήσιμων για την επιβίωση.
Σε εκείνη την εποχή ανασυγκροτείται και η ανώτερη πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Είναι σίγουρο ότι χωρίς την παρουσία των πανεπιστημίων επί εννέα αιώνες πριν την εποχή μας, σε περιβάλλον ασυλίας από τη δύναμη της εξουσίας και της οικονομίας δεν θα ήταν διαθέσιμη η γνωστική υποδομή για τις επιστημονικές και τεχνολογικές εκτοξεύσεις των βιομηχανικών επαναστάσεων και τα εντυπωσιακά διανοητικά επιτεύγματα. Η ασυλία της επιστήμης και της πανεπιστημιακής έρευνας διασφάλισε, ότι η άχρηστη για την οικονομία και η ενοχλητική για την εξουσία αφηρημένη και φιλοσοφική σκέψη θα μπορούσε να οικοδομήσει τα νέα πρότυπα, όπως συνέβη με το διαφωτισμό και το απόθεμα της επιστημονικής προεργασίας της σύγχρονης εποχής.
Πρέπει, όμως, να σκεφτούμε: πόσο ήταν ενδεχόμενο να συστηματοποιηθεί, χωρίς τα πανεπιστήμια, ο φιλοσοφικός στοχασμός πέραν των στενών περιθωρίων της θεολογικής αλήθειας και να διοργανώσει (με τις αντιφάσεις του και τις δυνατότητες διαλόγου) τις αξίες και τα ανθρώπινα μέτρα της νεωτερικής κοινωνίας; Περαιτέρω, πόσο ήταν πιθανή η ανάπτυξη της πολιτικής θεωρίας, η οποία ανασυγκρότησε τα συστήματα διοργάνωσης και λειτουργίας της νεωτερικής πολιτείας; Ακόμη περισσότερο, πόσο ελεύθεροι από τον οικονομικό εξαναγκασμό θα ήταν οι φυσικοί επιστήμονες και οι μαθηματικοί (φαίνονταν στους κοινούς ανθρώπους ως ιδιαίτεροι) να επινοήσουν τα σημερινά χαρακτηριστικά του μαθηματικού λογισμού, αλλά και τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις τους, μαζί με τις πιθανές εφαρμογές τους; Οι απαντήσεις είναι σχεδόν αυτόματες: δεν είναι ενδεχόμενο, θα ήταν απίθανη και δεν θα ήσαν (δηλαδή καθόλου) ελεύθεροι. Επειδή υπήρξαν τα πανεπιστήμια «έξω» από τις συνθήκες του πραγματικού κόσμου μπόρεσε να αλλάξει ο κόσμος από τα επιτεύγματα και τις επινοήσεις τους.
Σχήμα 1
Η Δομή και η Λειτουργία της Εκπαίδευσης
στον Εικοστό Αιώνα
Τα πανεπιστήμια είναι ένας «χώρος» έρευνας και παραγωγής της νέας γνώσης και υπό αυτήν την έννοια η εκπαίδευση σε αυτά τα ιδρύματα υπερβαίνει τα γνωστά όρια της μαθησιακής διαβίβασης και συχνά ανατρέπει τη γνωστική υποδομή των ανθρώπων, μετά την επικοινωνία τους με την πανεπιστημιακή διδασκαλία. Η χρονική προσέγγιση στην εποχή μας κάνει την επιστημονική γνώση και την τεχνολογία προϋπόθεση είτε των επαγγελματικών προσόντων είτε των ίδιων των εμπορευμάτων.
Η επικράτηση του φορντισμού-τεϊλορισμού επέβαλε στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση να παραγάγει πολύ εξειδικευμένους πτυχιούχους, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των πολύ στενών ειδικεύσεων της εργασίας, ιδίως στην διοικητική πυραμίδα. Σε ένα βαθμό αυτή η εξειδίκευση των σπουδών προσανατόλισε και την έρευνα, σε εξαντλητικά περιοριορισμένες περιοχές της γνώσης και της επιστημονικής εστίασης. Η εξαντλητικότητα στην επιστημονική διαχείριση κατέστη μια περιοριστική εμμονή. Η επιβεβαιωμένη επιστημονική «σιγουριά» (μέσω δημοσιεύσεων και ετεροαναφορών) για συγκεκριμένες γνωστικές περιοχές δίνει έμφαση στη διαχείριση, μακριά από τη δημιουργικότητα, και διαμορφώνει λειτουργούς (διαχειριστές) που έχουν πιστοποιημένη ικανότητα υλοποιήσεων (πέραν των πραγματικών ατομικών ικανοτήτων) των προκείμενων γνώσεων. Η κλιμάκωση, από τις βασικές σπουδές μέχρι τα μεταπτυχιακά και τις διδακτορικές διατριβές εξυπηρετούσε αυτήν την «εργαλειακή» ανώτερη εκπαίδευση. Είναι η βασική ένδειξη της υπαγωγής (ίσως και της «υπαλληλοποίησης») της ανώτερης εκπαίδευσης στην οικονομία και την επιχειρηματικότητα.
Η υπαγωγή παρέμεινε, αλλά το περιεχόμενο μεταβλήθηκε, όταν οι δυνάμεις της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας άλλαξαν κατεύθυνση. Η οικονομία της νέας εποχής είχε μια μεγαλύτερη έμφαση στη γνώση, την καινοτομία και τις επινοήσεις. Σε αυτό το περιβάλλον, η εστίαση στην επαναληπτικότητα και η εμμονή στο πολύ περιορισμένο πλαίσιο της παραγωγικής αναφοράς δεν έχει πλέον σημασία. Για την επιχειρηματικότητα έχει πλέον σημασία το ευρύτερο γνωστικό πλαίσιο των ομάδων εργασίας και των εργαζομένων σε αυτές, για το οποίο οφείλει να είναι προετοιμασμένος ένας νέος τύπος εργαζομένου. Ο νέος τύπος εργαζομένου πρέπει να μπορεί να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα σε πολλά και εναλλασσόμενα καθήκοντα, για τα οποία η προγενέστερη εξαντλητική εξειδίκευση (με μακρόχρονη και ταυτόσημη εφαρμογή) είναι πρακτικώς άχρηστη και ίσως ενοχλητική. Στη νέα κατάσταση η επιστημονική του κατάρτιση και η επαγγελματική του προετοιμασία κρίνεται από την ευρεία και εδραία γνώση, για να μπορεί να προσκτήσει, σε εύλογο χρόνο μετά από την αρχική πιστοποίηση, πρόσθετα προσόντα ελαφρώς τροποποιημένα σε σχέση με την πρώτη πειθαρχία ή ακόμη σε συνδυασμούς με αντικείμενα και επιστήμες, τα οποία ξεμακραίνουν από τις πρώτες σπουδές και την ιδιαίτερη κατατομή του εργαζομένου (π.χ. μηχανικός με επιπλέον κατάρτιση στα οικονομικά ή διοικητικός επιστήμονας με σπουδές προγραμματισμού). Ανάλογα με τις απαιτήσεις της παραγωγής μεταβάλλεται και το πεδίο, δηλαδή η ίδια η πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Από το ακαδημαϊκό τμήμα που εξυπηρετεί μια επιστημονική πειθαρχία μεταβαίνουμε στο συνδυασμό των προγραμμάτων σπουδών ακόμη και σε συνεργασία με άλλες πειθαρχίες. Στο μεταπτυχιακό επίπεδο η επικοινωνία με την εφαρμοσμένη έρευνα και η απαιτητική, σε αξιώσεις χειρισμού της γνώσης, δεξιότητα είναι συνυπάρχουσες ακόμη και σε πλαίσια διεπιστημονικότητας ή τουλάχιστον συλλειτουργίας συναφών πειθαρχιών. Η ενσωμάτωση στην ακαδημαϊκή λειτουργία συστημάτων ακόμη και της εξατομικεύμενης μάθησης και πιστοποίησης (αυτό είναι το περιεχόμενο της διά-βίου μάθησης) γίνεται σταδιακά κοινή και ανασυγκροτεί το πλαίσιο της «κοινωνίας των πιστοποιητικών». Η ανταπόκριση της παιδείας στις εργασιακές αναδιαρθρώσεις είναι επιτακτική και ταυτόχρονα μια πρόκληση, προκειμένου να μην εγκαλούνται τα επίσημα εκπαιδευτικά συστήματα για αφασία απέναντι στα συμβαίνοντα στην αγορά και την κοινωνική οργάνωση.
Ένα από τα κρίσιμα στοιχεία που κάνουν τα πανεπιστήμια αντικείμενα της υπαγωγής από την οικονομία και τις επιχειρηματικές δυνάμεις είναι πως η παραγωγή και η καινοτομική επινόηση που οδηγεί σε κέρδη πηγάζει από την ταχεία εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που βασίζονται στη γνώση και την πληροφορία. Αποτελεί μείζονα προτεραιότητα των δυνάμεων του οικονομικού κόσμου να έχει γρήγορη πρόσβαση στην πρωτότυπη γνώση και τα συστήματα δημιουργίας ή διαχείρισης των πληροφοριών. Οι χύδην ή οι επεξεργασμένες πληροφορίες αποτελούν προνομιακούς χώρους για τη διαμόρφωση νέων αγορών στη βιομηχανία και κυρίως στις υπηρεσίες, οι οποίες είναι πλέον η κύρια πηγή πλουτισμού για τις ηγεμονικές οικονομικές ομάδες, σε παγκόσμια κλίμακα.
Καθώς οι υπηρεσίες και η παραγωγή του άϋλου πλούτου είναι το κύριο μέλημα των κατόχων του αποθέματος, η ίδια η ανώτατη εκπαίδευση, εκτός της δευτερογενούς σημασίας της για την οικονομία, αποκτά και μια πρωτογενή σημασία για τις επιχειρηματικές δυνάμεις. Μάχονται μετά μανίας να περιορίσουν το δημόσιο έλεγχο (όπου υφίσταται) της ανώτερης εκπαίδευσης, για να τόν αποκτήσουν εκείνοι (τόσο στα παλαιά όσο και στα νέα πανεπιστήμια). Η στρατηγική είτε της επιχειρηματικής εκμετάλλευσης των πτυχίων (σαν είναι τα κλασικά εμπορεύματα) είτε της προνομιακής αξιοποίησης της πανεπιστημιακής έρευνας αποτελεί μείζονα μέριμνα των δυνάμεων της οικονομίας.
Την ώρα που διαπιστώνεται ορυμαγδός στον κορυφαίο εκπαιδευτικό και ερευνητικό θεσμό, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση οι προκλήσεις αφορούν τόσο στη φόρμα όσο και το περιεχόμενο της μάθησης, αλλά και στο είδος της εκπαιδευτικής συνεισφοράς σε αυτά τα επίπεδα της γνωστικής πρόσληψης. Ο δάσκαλος και ο καθηγητής, σε ρόλους εισηγητή, δεν μπορούν πλέον να χαρακτηρίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Ο ανάλογος ρόλος της επιβλητικής αγωγής δεν έχει κανένα νόημα, μετά τα αρχικά βήματα της εκμάθησης της γλώσσας και της αρίθμησης. Μαζί της το σύστημα της (μαζικής) «σχολικής τάξης» δεν είναι δυνατόν να μείνει απαράλλακτο και να προσδιορίζει τις παιδαγωγικές μεθόδους. Τη στιγμή που τα περισσότερα παιδιά στις αναπτυγμένες χώρες έχουν εύκολη και ανεμπόδιστη πρόσβαση σε άπειρες πληροφορίες και γνωστικό υλικό (διαμορφωμένο από τυπικά και άτυπα δίκτυα) τα (υποχρεωτικά) αναλυτικά προγράμματα σπουδών, πέραν ορισμένων αδρών αξιώσεων για τις μελλοντικές πιστοποιήσεις, είναι πάσχοντα και ακατάλληλα για την κοινωνία και την οικονομία της γνώσης. Εφόσον μάλιστα αυτά τα προγράμματα συνεχίσουν να χαρακτηρίζουν τις βαθμίδες της εκπαίδευσης θα αντιμετωπίσουν μια συντριπτική για τη φήμη τους και τους λειτουργούς τους απειλή: θα εκτεθούν ανεπανόρθωτα (τα πιο συντηρητικά, μέχρι του επιπέδου της φρικτής γελοιοποίησης).
Στην εκπαίδευση της εποχής της γνώσης ο δάσκαλος μετά την φάση μάθησης των πρώτων γραμμάτων, από εισηγητής της επιβεβλημένης γνώσης, μεταβάλλεται σε σύμβουλο για την επιλογή και τη συστηματοποίηση των πληροφοριών που παράγονται από τα τυπικά και τα άτυπα δίκτυα και τους σχετικούς θεσμούς. Ο ρόλος του είναι εδώ απολύτως κρίσιμος, επειδή η αποστασιοποίηση από τα πληροφορικά δίκτυα και τον προσωπικό χειρισμό του διαδικτύου θα ομοιάζει με τον κοινό αναλφαβητισμό στη χειρότερη εκδοχή του. Θα κατασκευάσει δηλαδή την έλλειψη επικοινωνίας, ακριβώς στη φάση που η επικοινωνία με τις πληροφορίες και τα πρόσωπα είναι προϋπόθεση της φυσικής και της επαγγελματικής ύπαρξης. Ο δάσκαλος κατευθύνει, αλλά δεν επιβάλλει. Προτείνει, αλλά δεν περιμένει την αποδοχή της πρότασης του. Μαθαίνει τους μαθητές του, να μαθαίνουν και μαθαίνει ταυτόχρονα ο ίδιος καινούργιες πληροφορίες που βελτιώνουν την εκπαιδευτική του παρουσία και σημασία.
Η εκπαιδευτική λειτουργία αξιοποιεί με μέτρο και σχετική ελευθερία τόσο την εξατομικευμένη αυτοδιδακτική μέθοδο, κερδίζοντας ώρες από τη συλλογική παθητική διδασκαλία, όσο και τη συλλογική-συμμετοχική διαχείριση των πολιτιστικών και διδακτικών μέσων που παρέχουν αθρόα τα μουσεία, οι εκθέσεις, οι μουσικές εκδηλώσεις, οι παρουσιάσεις βιβλίων, οι θεατρικές παραστάσεις, οι βιβλιοθήκες, ο κινηματογράφος και οι τόσες άλλες δυνατότητες μάθησης, αντίληψης και κατανόησης του κόσμου, τις οποίες ο άνθρωπος καταλαβαίνει μετά το σχολείο και την ενηλικίωση. Με το μολύβι και το χαρτί να έχουν ενσωματωθεί στον προσωπικό υπολογιστή και τα συναφή επικοινωνιακά μέσα, οι προσληφθείσες παραστάσεις θα επανέλθουν δεκάδες φορές στο νου και τη συνείδηση του εκπαιδευόμενου και θα αποτελέσουν το κίνητρο της εκ νέου επίσκεψης, μέσω του διαδικτύου και των πληροφοριακών συστημάτων. Οι εκπαιδευτικές δράσεις θα εμφανίζονται και θα ηχούν, ως ταυτόχρονες αποδράσεις από την καθημερινότητα και τα στενά όρια του σχολείου, της οικογένειας, της κοινότητας, αλλά και μείζον κίνητρο για τη γνωστική πρωτοβουλία και την ενδυνάμωση των προσωπικών κλίσεων ή επιλογών.
Η έγκαιρη γνωστοποίηση στους μαθητές των όρων και των προϋποθέσεων για τις μελλοντικές πιστοποιήσεις παρέχει το πλαίσιο των απαιτήσεων για την επιτυχή αποφοίτηση από τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και για την πρόσβαση στα πανεπιστήμια. Στο μεταξύ οι εκπαιδευόμενοι γίνονται σταδιακά ενημερωμένοι άνθρωποι και προετοιμάζονται να καταστούν ενεργείς πολίτες, στους οποίους η δημοκρατία του μέλλοντός μας θα εμπιστευτεί τη μοίρα της κοινωνίας και της πολιτείας. Είναι σίγουρο ότι θα επιτύχουν, με κοινωνική συνεργασία η οποία θα αναδεικνύει συνεχώς τις ατομικές αρετές και ικανότητες. Από την ατομική ανάδειξη πρόκειται να αναβαθμίζεται και η συλλογικότητα.
Η πράσινη «αναθέρμανση» και η βιώσιμη ανάπτυξη στο γαλάζιο πλανήτη
Πέντε δεκαετίες πριν την εποχή μας οι πολίτες αντιμετώπιζαν ως ανέκδοτο τις περιβαλλοντικές απειλές. Ακόμη πιο ιλαρή ήταν η αντίληψη περί των διαμαρτυρόμενων για τα οικολογικά ζητήματα. Στο όριο της παραδοξολογίας ηχούσαν οι προτάσεις τους για τον παραγωγικό προσανατολισμό και γινόταν κατανοητή η εισαγωγή στη δημόσια συζήτηση των καίριων προβληματισμών, σχετικά με την φύση της οικονομικής ανάπτυξης. Όλα τα προκείμενα διέγειραν το αμήχανο ενδιαφέρον των μεγάλων πλειονοτήτων των πληθυσμών, αλλά και την άφωνη έκπληξή τους για τις νέες και άγνωστες πληροφορίες, σχετικά με τις συνέπειες των περιβαλλοντικών ζητημάτων.
Στην παρούσα περίοδο όλες οι εγκλήσεις και οι εισηγήσεις, περί των απειλών και της διαφυγής από τα προβλήματα, οι οποίες έχουν εκφραστεί από την πλευρά των κινημάτων διαμαρτυρίας έχουν εισαχθεί επισήμως, στην ατζέντα των θεσμών των νεωτερικών πολιτειών και τις πολιτικές των διεθνών οργανισμών, ενώ στον έναν ή άλλο βαθμό οι περιβαλλοντικές πολιτικές έχουν ενταχθεί στα προγράμματα των κομμάτων ολόκληρου του πολιτικού φάσματος των αναπτυγμένων χωρών του κόσμου. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι έχει συσταθεί ένας αυτόνομος κομματικός σχηματισμός, ιδίως στην Ευρώπη, με αμιγή προσδιορισμό που αφορά στην πολιτική οικολογία.
Η μεταβολή των παλαιότερων κινημάτων διαμαρτυρίας, οι οποίες είχαν ως πρωτεύον μέλημα τη διεκδίκηση της ειρήνης και την ακύρωση των προγραμμάτων πυρηνικής ενέργειας (ή την κατάργηση των λειτουργούντων), σε συγκροτημένο πολιτικό φορέα ήταν μια πολλή δύσκολη και ακανθώδης διαδικασία. Η συνεισφορά του τελευταίου και η οργανική ένταξη στα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα, ακόμη και με την συμπερίληψη σε κυβερνητικά καθήκοντα, είναι αδιαμφισβήτητα θετική. Η ενεργοποίηση της οικολογικής ευαισθησίας και η μεταβολή της σε ενεργή πολιτική κατεύθυνση, στα θέματα που αφορούν στην αλλαγή του κλίματος, τη βιώσιμη ανάπτυξη, την αειφόφο παραγωγή ενέργειας, το δικαίωμα στα ποιοτικά τρόφιμα, την αναπαραγωγή των φυσικών συντελεστών στον πλανήτη και τη διατήρηση της ιδιοπροσωπείας του γήινου περιβάλλοντος, έχει λειτουργήσει ως καταλύτης για την ανακατεύθυνση των παγκόσμιων πολιτικών.
Αναμφισβήτητα η πιο σημαντική και συμπυκνωτική συμβολή της παρουσίας του πράσινου κινήματος είναι δημιουργία μιας παγκόσμιας συμμαχίας για την αντιμετώπιση των ανθρωπογενών επεμβάσεων στο κλίμα, και ιδίως για την πιο θλιβερή ένδειξη τους, δηλαδή την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η βάσιμη αίσθηση του καθημερινού ανθρώπου, ότι ο βιομηχανικός τύπος οργάνωσης της παραγωγής και η καύση ορυκτών καυσίμων είναι βασικά υπεύθυνοι για την σημερινή αρνητική τάση υποβάθμισης του περιβάλλοντος, είναι το αποτέλεσμα μιας τεράστιας σημασίας ιδεολογικής, πολιτικής και πρακτικής νίκης του πράσινου κινήματος και της πολιτικής οικολογίας. Ανήκει μάλιστα στις πολύ σπάνιες (μπορεί και τη μοναδική στην ιστορία της νεωτερικής πολιτικής) περιπτώσεις που η ιδεολογική επικράτηση καταφέρνει, να διαπερνά τους διαχωρισμούς του πολιτικού φάσματος και, ταυτόχρονα, χωρίς μάλιστα να έχει επιτύχει την πολιτική πλειοψηφία, να έχει επιβάλλει έναν ειρμό εφαρμοσμένων πολιτικών, οι οποίες έχουν ως μελλοντική δυνατότητα να επιλύουν περίπλοκα ζητήματα για την αειφόρο ανάπτυξη, με την αποτελεσματική συνεργασία και της επιστήμης.
Παρά τις μεγάλες και θετικές εξελίξεις για την ανάταξη των σημερινών κλιματικών συνθηκών, τα πράγματα παραμένουν πολύ δύσκολα και οι λύσεις έχουν συγκροτημένους, ισχυρούς και επίμονους αντιπάλους. Η αντιπαλότητα στις συντονισμένες παγκοσμίως πολιτικές, για παράδειγμα, για την ανάσχεση της αύξησης των αερίων του θερμοκηπίου και ιδίως για τη δραστική μείωση τους, είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα της πολιτικής έκφρασης των κερδοσκοπικών συμφερόντων που βασίζονται στο βιομηχανικό υπόδειγμα παραγωγής και οικονομικής ανάπτυξης. Αυτά τα συμφέροντα ενισχύουν τη θέση τους από τη στάση και ενίοτε από την παθητική πολιτική συμμαχία του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος ενδιαφέρεται περιφερειακά για τα ζητήματα της αλλαγής του κλίματος και τις περιβαλλοντικές υποβαθμίσεις (ως σημαντικά θέματα, μεταξύ άλλων), αλλά δεν επιθυμεί να χάσει τα καλούδια και τις ευκολίες που παρέχονται από το βιομηχανικό πρότυπο της ζωής. Η δυναμική της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των συγκεκριμένων συμφερόντων είναι να δημιουργηθεί ένα εναλλακτικό πρότυπο παραγωγής και οικονομικής οργάνωσης στο οποίο θα υπάρχει η πρακτική εγγύηση για την παροχή υποκαταστάτων όλων των δυνατοτήτων του σημερινού προτύπου και της ροής των μελλοντικών αναβαθμίσεων. Στο εναλλακτικό πρότυπο πρέπει να ενταχθούν οι δυνάμεις της επιχειρηματικότητας, χρειάζεται να ενσωματωθούν οι σημερινές ομάδες των απασχολούμενων και να συμπεριληφθούν νέα πλήθη εργαζομένων. Απαιτείται να δημιουργείται σταθερή αύξηση του ατομικού εισοδήματος και του εθνικού πλούτου και τέλος να διασφαλίζεται η αισιόδοξη εξέλιξη της κατανάλωσης. Ιδίως στο τελευταίο πεδίο οφείλεται η μέριμνα να μην απαιτείται η δραματική και απότομη διαφοροποίηση των καταναλωτικών ηθών και συνηθειών (και των συναλλακτικών), προκειμένου η στάθμιση του ατομικού συμφέροντος να μην απομακρύνει από τις απαιτήσεις μεταβολής, τις οποίες εισαγάγει το εναλλακτικό πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης.
Σε αυτό το πρότυπο παραγωγής και συναλλαγών, το κράτος είναι ένας βαρύς, γραφειοκρατικός και αναποτελεσματικός μηχανισμός που δεν εγγυάται την υλοποίηση, πέραν της αρχικής διαδικασίας της νομοθέτησης. Η τοπική αυτοδιοίκηση έχει κάποιες ευέλικτες και κοινωνικά ελεγχόμενες δυνατότητες τοπικού συντονισμού. Η αυτοδιοίκηση ακόμη και με αυτά τα χαρακτηριστικά δύναται να λειτουργήσει επικουρικά, αλλά δεν μπορεί να δημιουργήσει τους αναγκαίους όρους ουσιαστικής ενεργοποίησης. Ο κερδοσκοπικός-επιχειρηματικός κόσμος έχει θέση στη συγκεκριμένη διαδικασία, αλλά προβλέπεται ότι δεν πρόκειται να αναλάβει την πρωτοβουλία για την ανάπτυξη των απαιτούμενων αρχικών παραγωγικών διαδικασιών. Ο κερδοσκοπικός τομέας της οικονομίας έχει από τη φύση του τη δέσμευση για τη άμεση δημιουργία σημαντικών επιχειρηματικών κερδών, ενώ η συνεργασία με τους όμοιους δεν εξυπηρετείται απαραίτητα και η ανάγκη για τον περιορισμό των ανταγωνιστών (οικονομικό χαρακτηριστικό της κερδοσκοπίας) δεν συμβάλλει στις χρήσιμες συνέργειες, για την ανατροφοδότηση του δυναμισμού του νέου εναλλακτικού προτύπου. Ο συνεργατισμός, μαζί με τις σύγχρονες δυνατότητες και μορφές του, είναι το κατάλληλο μοντέλο επιχειρηματικότητας, αλλά και κοινωνικής ενεργοποίησης για πλήρη και ανεμπόδιστη εξυπηρέτηση του νέου παραγωγικού υποδείγματος.
Στο δίκτυο του συνεργατισμού εντάσσονται οι συνεργατικές τράπεξες, οι παραγωγικοί και οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί και οι κάθε λογής μορφές οικονομικής οργάνωσης της κοινωνίας των πολιτών, στις οποίες η κερδοφορία δεν αποτελεί το βασικό σκοπούμενο. Τα εργαλεία και οι μέθοδοι για την αποτελεσματική σύνταξη των όρων που συγκροτούν την «οικολογική ανάπτυξη» βρίσκονται σε κατάσταση οργανωτικής ύπαρξης και λειτουργικής αποτελεσματικότητας. Απατείται απλώς η απόσυρση των θεσμικών αντικινήτρων και κάποιες εύλογες διευκολύνσεις, για την πλήρη αξιοποίηση τους.
Το χρηματοδοτικό εργαλείο υφίσταται ήδη και είναι οι συνεργατικές τράπεζες. Η λειτουργία τους είναι μακρά και επιτυχής, ενώ τείνουν να αποκτούν το «ηθικό» πλεονέκτημα έναντι των κοινών εμπορικών τραπεζών, οι οποίες έχουν τη λογική της ριψοκίνδυνης επενδυτικής τακτικής προκειμένου να επιβληθούν στον αναταγωνισμό. Σημειώνω ότι οι Συνεργατικές Τράπεζες, επειδή συνήθως ακολουθούν «αντικυκλική πολιτική», δεν εξέθεσαν τους μετόχους τους σε επικίνδυνες ή καταστροφικές επενδύσεις, όπως αυτές που ακολούθησαν οι εμπορικές τράπεζες πριν την κρίση του 2007-8, αλλά και δεν χρειάστηκαν κρατική ενίσχυση κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή της δημοσιονομική κρίσης μετά το 2008.
Η ενίσχυση του μοντέλου των συνεργατικών τραπεζών προοιωνίζεται τη διεύρυνση της δράσης τους στις εμπορικές λειτουργίες του χρηματοπιστωτικού τομέα των εθνικών οικονομιών. Η εμπορική διαχείριση του χρήματος και των πιστώσεων, με αυτόν τον τρόπο, δίνει τη δυνατότητα να χρηματοδοτηθούν περιβαλλοντικές πολιτικές, πράσινες (επιθετικές) δράσεις και μορφές ήπιας ανάπτυξης, τις οποίες αναλαμβάνουν κατά προτεραιότητα συνεργατικές (μη-κερδοσκοπικές) οργανώσεις και επιχειρήσεις. Τη στιγμή που αυξάνεται το εθνικό και ευρωπαϊκό ΑΕΠ, αλλά και το ατομικό εισόδημα των πολιτών, ανασυγκροτούνται οι πόλεις, επιτυγχάνεται διατροφική επάρκεια, παράγεται υπέρ-επαρκώς και διανέμεται ενέργεια από τις ανανεώσιμες πηγές της (ηλιακή, αιολική κλπ), μειώνεται η εκπομπή των αερίων του θερμοκηπίου, τη στιγμή μάλιστα που ενδυναμώνεται η λειτουργία της κοινότητας σε κάθε σημείο της ηπείρου.
Αντί να επεκτείνουμε την πολιτική ανάλυση της προοπτικής επιλέγουμε να αναφερθούμε σε ένα συγκροτημένο παράδειγμα, που έχει επικοινωνίες με τις εφαρμοσμένες πολιτικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πολιτική απόφαση για την αξιοποίηση της παραγωγής ενέργειας από τις ήπιες και ανανεώσιμες πηγές, σε ένα εθνικό κράτος ή (σε μικρότερη κλίμακα) σε μια περιφέρεια (με συντονισμό από την τοπική αυτοδιοίκηση), δύναται να καθορίζεται από την καθολική παρέμβαση του συνεργατισμού. Το σχέδιο υλοποιείται με τη χρηματοδοτική συνέργεια των συνεργατικών τραπεζών, οι οποίες χρηματοδοτούν (μαζί με τις σχετικές εθνικές και Κοινοτικές επιδοτήσεις) όλους τους πολίτες για να εγκαταστήσουν υποχρεωτικά σε όλες τις κατοικίες και τις επαγγελματικές εγκαταστάσεις (και τις δημόσιες δομές) της περιοχής τα απαραίτητα συστήματα συλλογής και αποθήκευσης (ή και δικτύωσης) της ενέργειας. Την τεχνική υποστήριξη για την εγκατάσταση προσφέρουν και διανέμουν συνεταιριστικές οργανώσεις τεχνικών, με την υποχρεωτική συμμετοχή των ίδιων των συνεταιριστικών τραπεζών, οι οποίες συνεισφέρουν με τον ολοκληρωμένο επιχειρησιακό σχεδιασμό, εποπτεύουν την τεχνική αρτιότητα του έργου και παρεμβαίνουν ουσιαστικά στην πραγματοποίηση του εγχειρήματος εντός του επιθυμητού χρονοδιαγράμματος. Οι πολίτες προκειμένου να τύχουν της χρηματοδότησης και της ατομικής ωφέλειας είναι υποχρεωμένοι να συμμετέχουν σε σχετικό συνεταιρισμό, επίσης με συμμετοχή και εγγύηση των συνεργατικών τραπεζών, προκειμένου να συνταχθεί και να υλοποιηθεί η διαδικασία κατασκευής των εγκαταστάσεων και η ομαλή αποπληρωμή των χρεών σε μακρές χρονικές περιόδους (π.χ. σε σαράντα χρόνια). Το όφελος δεν πρόκειται να είναι αποκλειστικό για τον συνεργατικό τομέα, αλλά επεκτείνεται σε ιδιωτικές-κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν ως έμποροι-προμηθευτές, υποκατασκευαστές και πάροχοι υπηρεσιών. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, δεν θα αποτελούν τους βασικούς συντελεστές για την οικονομική και οικολογική ανασυγκρότηση. Το πλαίσιο το περιγράφηκε είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί, πέραν της παραγωγής ενέργειας, στη συλλογή και διαχείριση απορριμάτων, την αξιοποίηση των σχολαζουσών γαιών, τη συνεργατική αλιεία (σε μικρή και μεσαία κλίμακα) στις κοινοτικές ακτογραμμές, τον οικολογικό τουρισμό και σε πολλές άλλες διαστάσεις της οικονομικής οργάνωσης. Η συμβολή αυτών των δράσεων στην απασχόληση, με αξιοπρεπείς αμοιβές, πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Μέσα από το προαναφερθέν υπόδειγμα η ανασυγκρότηση της οικονομίας δεν εμποδίζει, αλλά ευνοεί, την ανάπτυξη, με τη διεύρυνση των συναλλαγών, την αύξηση του εγχρήματου και μετρήσιμου πλούτου, ενώ διευκολύνει τη διανομή του παραγόμενου αποτελέσματος με επεκτεινόμενο εξισωτισμό στα εισοδήματα. Οι αρετές της συνεργατικής και αλληλέγγυας οικονομίας επεκτείνουν την αξιοποίηση των παραγωγικών και οικονομικών δυνατοτήτων στο μηχανισμό της κατανάλωσης και την παροχή των απολύτως απαραίτητων υπηρεσιών για την ευημερία και τη συνεκτικότητα των κοινωνιών μας.
Η διάχυση των καταναλωτικών συνεταιρισμών δίνει τη δυνατότητα της εύκολης διεξόδου στην αγορά των προϊόντων (ακόμη και δημιουργημένων σε ειδικές συνθήκες-η λεγόμενη ηθική διανομή) των συνεταιρισμών και των ατομικών παραγωγών και τους τροφοδοτεί με αντοχή απέναντι στην καθηλωτική επιβολή των μονοπωλίων. Ταυτόχρονα οι συνεργατικές καταναλωτικές οργανώσεις συμβάλλουν αποφασιστικά στη μείωση του κόστους της κατανάλωσης, αλλά και στη σταδιακή ανακατεύθυνση του γούστου και των καταναλωτικών συμπεριφορών ή συνηθειών, όπως στα προϊόντα της βιολογικής γεωργίας και εν γένει την παραγωγή ποιοτικών τροφίμων. Με αυτόν τρόπο μειώνεται η ανάλωση του εισοδήματος και αυξάνονται τα διαθέσιμα για τις μεγάλες μάζες.
Αρκετές από τις δράσεις που έχουν σήμερα εγκαταλειφθεί ή υπό-χρηματοδοτούνται από το κράτος σε παγκόσμια κλίμακα είναι δυνατόν να αναληφθούν από την συνεργατική κοινωνική οικονομία και να αποτελέσουν τον αναβαθμισμένο δείκτη για την ποιότητα του σημερινού πολιτισμού. Η φύλαξη των παιδιών, η φροντίδα των ηλικιωμένων, η παρασκευή των καθημερινών φαγητών, η καθαριότητα των κατοικιών, η μέριμνα για την για την ανάπτυξη των δημόσιων χώρων, η διαχείριση των πολιτιστικών αγαθών, η εκπαίδευση και η κατάρτιση των ενηλίκων, είναι ορισμένα μόνο από τα πάμπολλα πεδία της οικονομικής ανάπτυξης, της απασχόλησης και της κοινοτικής συνεκτικότητας, στα οποία μπορεί να συνεισφέρει αποφασιστικά ο συνεργατισμός. Η διεύρυνση των συγκεκριμένων δράσεων, έξω από τον κύκλο τόσο της κρατικής επιτροπείας όσο και της κερδοσκοπίας, μειώνει τον εξουσιαστικό έλεγχο στην πραγματική ζωή των πολιτών, αλλά και αντικαθιστά την κερδοσκοπική εξαχρείωση (όταν αυτή συνδέεται με την ανθρώπινη ανάγκη) με τη συλλογική υπευθυνότητα που συνοδεύεται από την κοινωνική αποτελεσματικότητα.
Στο υπόδειγμα του αναπτυγμένου συνεργατισμού, στο οποίο προσβλέπουμε, υπάρχει η ευκαιρία για την αξιοποίηση των θεαματικών δυνατοτήτων, που παρέχει η σύγχρονη και (παρούσα) αναπτυγμένη μορφή της οργάνωσης της εργασίας. Η πιο εντυπωσιακή μορφή οργάνωσης της εργασίας, η οποία παρέχει μεγάλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στις σχετικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, είναι η αυτόνομη εργασία (free-lancers ή e-lancers) και η αυτό-διεύθυνση των «δικτύων» των «ομάδων εργασίας» (networks of working groups). Αυτές οι μορφές οργάνωσης είναι απολύτως αξιοποιήσιμες και για την οικολογική ανάπτυξη. Η παραγωγική και εργασιακή οργάνωση με τα προκείμενα χαρακτηριστικά ευνοεί τα μικρότερα μεγέθη των επιχειρηματικών οργανώσεων και την πιο συνεσταλμένη χρήση ενεργειοβόρων και επιβαρυντικών για τη ατμοσφαιρική ρύπανση συστημάτων κίνησης, θέρμανσης, ψύξης και λειτουργίας. Η πιο αισθητή μορφή εργασίας, με δυναμική την ενίσχυση της οικολογικής ανάπτυξης, είναι η τηλεργασία. Η πιο ουσιαστική ωφέλεια για τις σύγχρονες κοινωνίες είναι η εντυπωσιακή συστολή του κόστους για τις μεταφορές προσώπων. Η μικρότερη επιβάρυνση της οδικής κυκλοφορίας στις ώρες αιχμής, πέραν της αναλόγως μικρότερης ατμοσφαιρικής ρύπανσης συμβάλλει στην ποιότητα ζωής ολόκληρων περιοχών, οι οποίες μπορούν να αναβαθμιστούν. Η εκπομπή σημαντικά λιγότερων αερίων του θερμοκηπίου, επειδή καταναλώνονται πολύ λιγότερα ορυκτά καύσιμα, λειτουργεί θετικά στην ποιότητα του αέρα. Ανάλογο όφελος προκύπτει από την περιστολή της ενεργειακής κατανάλωσης στις επιχειρήσεις. Αυτή η περιστολή αμβλύνει τις επιπτώσεις από την συγκέντρωση της ενεργειακής ρύπανσης στο κέντρο των πόλεων ή στις χωροθετημένες βιομηχανικές περιοχές. Η βελτίωση της ενεργειακής κατάστασης, διανοίγει την αισιόδοξη προοπτική, ώστε η οικονομική ανάπτυξη να προσαρμόζεται στην ποιοτική ζωή.
Καθώς η εργασία ήδη αλλάζει και δυνάμεθα να την αλλάξουμε περισσότερο με καινοτομία και κοινωνική αποτελεσματικότητα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να διατηρήσουμε την κρατική εποπτεία πάνω στην κοινωνική ασφάλιση. Τα ήδη επιτυχημένα αλληλασφαλιστικά ταμεία διαχειρίζονται την αυτονομία των πόρων των εργαζομένων σε συνεργατική βάση. Φροντίζουν με αυτόν τον τρόπο για τα συμφέροντα των μελών τους και ταυτόχρονα διαθέτουν, εξασφαλίζοντας τις σχετικές ωφέλειες, τους πόρους τους για την ενίσχυση της καθαρής θέσης των συνεργατικών τραπεζών και τη χρηματοδότηση των συνεργατικών δράσεων σε κάθε πεδίο της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Είναι προφανές σε εμάς ότι αυτή η σύνθεση, ως αποτέλεσμα από το ίχνος ενός νέου παραγωγικού ειρμού και ιστού, είναι το ασφαλές πλαίσιο στρατηγικής, το οποίο ως όχημα μπορεί, να εξυπηρετήσει την ανάπτυξη της πράσινης πολιτικής, στο πλαίσιο της ενεργούς συμμαχίας της δημοκρατίας του κοινωνικού μέλλοντός μας, στην οποία ο συνεργατισμός είναι κοινωνικός και οικονομικός καταλύτης.
Η πράσινη πολιτική, με την προκείμενη στρατηγική συμμαχία με το συνεργατισμό, είναι δυνατό να δημιουργήσει τις συνθήκες μια νέας πολιτικής ηγεμονίας, τουλάχιστον, στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η δυναμική της πολιτικής ελκυστικότητας του προοδευτικού κινήματος θα είναι εφικτή, επειδή, μαζί με τις ιδιαίτερες προθέσεις και στοχεύσεις των ευρωπαίων πρασίνων και των υποστηρικτών της «δημοκρατίας του μέλλοντός μας», θα υπηρετούνται βασικοί σκοποί και ανεκπλήρωτες ελπίδες των περισσότερων τάσεων των κοινωνικών κινημάτων. Η πολιτική συμμαχία ανάμεσα στην πολιτική έκφραση της δημοκρατίας του μέλλοντός μας και του πράσινου κινήματος δύναται να εδραιώσει την πολιτική ηγεμονία που εκπροσωπεί τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, δίνοντας διέξοδο και αποτελεσματικό περιεχόμενο στις μείζονες πολιτικές προσδοκίες τους:
Η Ελευθερία, μαζί με την ομοαίματη αδελφή της, την Εργασιακή Αυτονομία, ευνοεί, καθώς δεν συγκρούεται με την συναλλακτική ελευθερία, την οικονομική και την πολιτική ελευθερία, τη γενική και ενισχυόμενη δημοκρατία, όπως και τα ατομικά δικαιώματα.
Η Ισότητα, πέραν του σημερινού απόλυτου περιορισμού της στον προσδιορισμό της έναντι του νόμου, εκδιπλώνεται στην ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση, την κατάρτιση, την παραγωγική πρωτοβουλία, την εργασιακή και την ανιεράρχητη οργανωτική ισότητα των επιχειρηματικών οργανώσεων. Δύναται, δηλαδή, να βρεθεί εγγύτερα στην εκπλήρωση της γενικής ισότητας που αποτέλεσε στόχο των αστικών επαναστάσεων, αλλά είναι σήμερα μια ουτοπία.
Η Αλληλεγγύη, αλλιώς η Αδελφότητα, είναι για πρώτη φορά ένας εφικτός και πλήρως πραγματοποιήσιμος στόχος. Και μάλιστα σε αυτήν την προοπτική οι ίδιοι οι πολίτες παραγάγουν τα μέσα και τα πράγματα ή τις διαδικασίες για την υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, μέσα από δημοκρατικές λύσεις ακόμη και στην οικονομία (κάτι αδύνατον σήμερα). Με αυτόν τρόπο, δεν θα μπορούν να ισχυρίζονται οι διαχειριστές της δήθεν ουδέτερης εξουσίας, ότι τα κοινωνικά δικαιώματα είναι αμφισβητήσιμες παροχές των εχόντων στους ενδεείς της κοινωνίας (και βεβαίως οικονομικά επιβαρείς) και οι οικολογικές πολιτικές είναι μια πολυτέλεια.
Αυτό το περιεχόμενο της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφότητας, απεικονίζει πλήρως και αυθεντικά τις προσδοκίες των επινοητών της σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας. Οι συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης και του πλανήτη πρέπει σε αντιπαράθεση, να επινοήσουν «διανοητικά εξαμβλώματα» για να αντιτείνουν στην ακεραιότητα των στόχων της. Αν επιτευχθούν, ωστόσο, όλα τα μέλη της κοινωνίας θα ανακαλύψουν, ερχόμενα στη νέα κατάσταση, ότι ζουν σε άλλο κόσμο, όπου η δημοκρατία είναι γενική, η οικονομία εκφράζει την απαγόρευση των αποκλεισμών και τείνει να μοιράζει στα ίσια τις αναλογίες της παραγωγής (κράτος, κερδοσκοπία και συνεργατισμός), με κάλυψη αναγκών, αντιστροφή των περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων και αειφόρο ισορροπία του πλανήτη με την ανθρώπινη κοινωνία.
Αντί επιλόγου:
Η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας
Η δημοκρατία με κοινωνικό περιεχόμενο έχει παρελθόν, ενώ είναι κιόλας εδώ, τώρα και πλήρως προετοιμασμένη για να συνεισφέρει με τις ιδιότητες και τις αρετές της στην ανασυγκρότηση της κοινωνικής οργάνωσης. Προέρχεται από τις ριζωμένες καταβολές της έλλογης γνώσης και της ιστορικής εμπειρίας. Σχηματίσθηκε από τη φιλοσοφική σπορά του Διαφωτισμού. Δοκιμάστηκε από τις εντάσεις των αστικών επαναστάσεων. Μπολιάστηκε από τις απελευθερωτικές προσδοκίες, που καταβύθισαν τις τυραννίες και έδωσαν ρόλο, με όνομα, στον πολίτη.
Επεβίωσε του αυταρχισμού και της φρικτής ταλαιπωρίας των πολιτικών ολιγαρχιών. Γεύθηκε τις ικανοποιήσεις από τον σταδιακό, αλλά ανευθύγραμμο, εκδημοκρατισμό, ενώ ανακουφίστηκε από την γενίκευση του δικαιώματος της ψήφου, πρώτα στους άνδρες και στην συνέχεια στις γυναίκες.
Αισθάνθηκε τη δυναμική των ταπεινών ανθρώπων, να αποκτήσουν αξιοπρεπή μοίρα και παρακολούθησε με ξεχωριστό ενδιαφέρον τις συσσωματώσεις και τη μαχητική δράση τους για καλύτερη αμοιβή και ζωή. Ενθουσιάστηκε από την κατάργηση της δουλείας στον δέκατο ένατο αιώνα, αλλά κουράστηκε να περιμένει την απάλειψη των καταλοίπων του (του παράγωγου της δουλείας) ρατσισμού στις ΗΠΑ και την Ν. Αφρική, στον εικοστό αιώνα.
Διείδε ελπίδες στις πολιτικές προτάσεις για τη δικαιότερη κοινωνική οργάνωση και την πολιτική συγκρότηση, η οποία σκοπούσε στη μη-εξουσιαστική νομιμότητα των ίσων και ελεύθερων ανθρώπων. Κάποτε συγκέντρωνε τη προσοχή της και σχημάτιζε τις εντυπώσεις της από τις εισηγήσεις για την πολιτική και διοικητική αποκέντρωση, τη συνεταιριστική ανάπτυξη των μεγάλων αυτό-διευθυνόμενων συλλογικοτήτων και τον συνδυασμένο ρόλο των συνδικάτων, τα οποία μόλις πρόσφατα είχαν αποκτήσει νόμιμη δράση. Συγκλονίστηκε από την ανάδειξη της μέγιστης δύναμης των ξεχασμένων και πεινασμένων ανθρώπων, να επιχειρούν να αλλάξουν τον κόσμο τους και μαζί να μεταβάλλουν την ροή της ιστορίας της ανθρωπότητας. Κλονίστηκε από την συρροή των ανεπιθύμητων γεγονότων, τις ανεξήγητες αντιδικίες μεταξύ ομάδων και παραγόντων, τον αποπροσανατολισμό από τους στόχους και τις αρχικές ελπίδες, την παραβίαση όλων των θεμελιωδών (και των θεωρητικών) όρων και στρατηγικών, αλλά και την επιβολή των προσωπικών βλέψεων επί των συλλογικών αναγκών. Κοιμήθηκε αρκετές νυκτιές με συνοδεία τα όνειρα και με προσδοκία τη φωτεινή αυγή, αλλά εγέρθηκε πρώιμα από τη βάσανο του σκοτεινού εφιάλτη.
Η δημοκρατία υπήρξε ταξιδευτής. Περιπλανήθηκε σε καινοτόμες ιδέες και κάποιες φορές πλανήθηκε από παράξενα θεωρητικά ιδιώματα, αλλά δεν μπερδεύτηκε διά-μακρόν και ξαναβρήκε τη δύναμη να συνεχίσει το ταξίδι. Είδε να καταρρέουν γίγαντες και να ξαναορθώνονται μπροστά στα αισθητήρια της. Αναρωτήθηκε αρκετές φορές, αν πρόκειται για ξερικούς συμπαγείς σχηματισμούς ή για υδάτινα κύματα.
Δεν φοβήθηκε τις ανοικτές θάλασσες, αλλά καθώς εκείνες ήταν αχανείς και βαρετές, αναζήτησε απάγγειο στα ποτάμια. Ήταν στο Παρίσι, στις όχθες Σηκουάνα, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1789. Βρέθηκε ξανά εκεί το 1830, το 1848 και το 1871. Αφουγκράστηκε τα μαζικά συναισθήματα και οσφρίστηκε την οσμή του αίματος. Ελπίδες, ανατάσεις, διαψεύσεις και διασκευές διαφορετικών συσχετισμών πλανώνταν στον αέρα, αλλά άφηναν τα έπη στιφά, μόλις επιχειρούσαν να μετασχηματίσουν τις ιδέες σε πράξεις. Υπήρχαν και οι ισχυροί αντίπαλοι.
Ήταν στο Λονδίνο, στις όχθες του Τάμεση, εκείνη τη μέρα του 1867 (Αύγουστος θαρρώ), που ο συντηρητικός B. Disraeli συμπεριέλαβε στις προτάσεις του για μεταρρυθμίσεις (και συνέβαλε να νομοθετηθούν, πιάνοντας εξ απήνης τους φιλελεύθερους) τα βασικά αιτήματα του Χάρτη του Λαού. Μήπως αυτά τόν βοήθησαν να εκλεγεί πρωθυπουργός; Τι είναι προοδευτικό και τι συντηρητικό, στο σύνθετο νεωτερικό κόσμο; Με αυτά τα ερωτήματα συνέχισε την περιπλάνηση.
Από τύχη μπερδεύτηκε, σε ένα ποτάμι σαν διώρυγα, τον Ντιτρόιτ, την 1η Οκτωβρίου του 1908, και από εκεί παρακολούθησε το νέο όχημα που έπινε μανιωδώς υδρογονάθρακες και ξεφύσαγε καυσαέριο. Μεγάλη ευκολία είναι το όφελος για τους καταναλωτές με 825 δολάρια, τεράστια κέρδη, ίδια με μαικήνα, για τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης και ένας ανυπέρβλητος μετασχηματισμός για την παραγωγή, την εργασία, αλλά η επιβάρυνση της ποιότητας του περιβάλλοντος είναι η επίπτωση που σημειώνεται έκτοτε σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Άκουσε την βροντή και είδε τη λάμψη, στις 25 Οκτωβρίου του 1917, υδαρής στα νερά του Νέβα και κάθιδρη από την αδημονία για το μέλλον. Παρέμεινε αρκετά στην προσμονή. Θα παρέμενε ο μαικήνας-βιομήχανος σύμβολο του εικοστού αιώνα και του απεριόριστου πλουτισμού ή θα είχε κάποια τύχη ο άνθρωπος του κόπου; Είδε εμφύλιους και ανασυκροτήσεις, μέχρι που τα πρόσωπα που έφεραν τα σύμβολα απεβίωσαν, για να τους κάνουν κάποιοι άλλοι σύμβολα της δικής τους ανεξέλεγκτης εξουσίας. Η αντοχή περίσσευε μέχρι που αυτά τα σύμβολα καταβαράθρωσαν το απεχθές αγκυλωτό σήμα της απανθρωπιάς. Αλλά δεν άντεξε για πολύ περισσότερο τις ανεκπλήρωτες ελπίδες και το ξεμάκραιμα από τον επιθυμητό στόχο.
Με προσδοκίες για πολυτελείς εικόνες, ξεχειλισμένες από χλιδή και απεριόριστες ευκαιρίες, έφτασε στις ακτές του Χάντσον. Αλλά ατυχία, πάνω στην ώρα που ετοιμαζόταν να αντικρίσει τα «θαύματα» του καπιταλισμού, τους θεόρατους ουρανοξύστες, παρατήρησε κάποιες σκιές να γλιστράνε έξω από τα φωτεινά τους παράθυρα. Ήταν η Μαύρη Δευτέρα, 28 Οκτώβρη του 1929, το θλιβερό συμπλήρωμα της προηγούμενης, δηλαδή της Μαύρης Πέμπτης. Έμεινε αρκετά εκεί. Με ενδιαφέρον παρακολούθησε τις θυσίες που ήταν διατεθειμένοι να κάνουν οι πλούσιοι και οι μονοδιάστατοι άνθρωποι του οικονομικού κόσμου, με παροχές 5, 10, 20 δολαρίων την ημέρα ή αργότερα με πέντε δολάρια την ώρα, προκειμένου να μην χάσουν τα προνόμια τους. Αυτή ήταν η πολιτική της δημοσιονομικής «σπατάλης», για την οποία οι επιχειρηματίες και οι ακολουθίες τους δέχτηκαν να φορολογηθούν λίγο βαρύτερα. Ταυτόχρονα, κατανόησε την κενότητα των προσδοκιών κάποιων πλειονοτήτων των «ταπεινών» του πληθυσμού, δηλαδή να συμβιβάζονται με τα λίγα για να μην πεινάσουν και να θεωρούν επιτυχία την εισοδηματική σταθερότητα, μερικά δολάρια στην τράπεζα, τις αγχωμένες διακοπές, κάποια τετραγωνικά του νοικιασμένου ή του χρεωμένου ιδιόκτητου σπιτιού και μια θέση στην υπαλληλία των ισχυρών. Μετά από αυτή την εμπειρία, κατανόησε και την ευκολία που αποσύρθηκαν όλες αυτές οι πλαστουργίες της ευτυχίας των «ταπεινών», από τους προνομιούχους του αμέτρητου πλούτου, μετά την όγδοη δεκαετία του εικοστού αιώνα.
Είχε προγραμματίσει να ξαναπεράσει από το Παρίσι το Μάϊο του 1968, αλλά κάτι την καθυστέρησε. Τράβηξε την προσοχή της ένας εξόριστος στο βράχο της Σερίφου να κοιτά το μανιασμένο Αιγαίο. Θα ξαναγύριζε. Έφτασε αργά στο Σηκουάνα. Είχε κιόλας τελειώσει η συγκέντρωση των γκωλικών (στις 30 του Μάη). Σαν να είχε τελειώσει κάτι συγκλονιστικό. Αλλά δεν μπορούσε να κατανοήσει, τί ακριβώς, όπως και τί ακριβώς σήμαιναν τα συνθήματα: «η φαντασία στην εξουσία» και «απαγορεύεται το απαγορεύεται», των φοιτητών. Μήπως ο Ντε Γκωλ είχε μεγαλύτερη φαντασία και η εξουσία του σάρωσε το κλίμα της εξέγερσης;
Στην αμηχανία της έστρεψε το βλέμα χαμηλά και είδε τα μείγματα από τα απόβλητα των πετρελαιοειδών να ανακατεύονται με πλαστικές σακκούλες, τα περιτυλίγματα της ευημερίας. Η οσμή δεν προερχόταν από το θολό νερό, αλλά από την ατμόσφαιρα και την ανακατοσούρα από τα καυσαέρια. Η αχλή της ομίχλης διαδεχόταν την ζάλη, ενόσω ένα μείγμα δυσανεξίας και ατμισμάτων των χωματερών αποσχημάτιζε τους ιδιότυπους χρωματισμούς του στον ορίζοντα του βιομηχανικού κόσμου. Πού βρισκόταν, όμως, ακριβώς; Δεν ήταν στο Σηκουάνα. Δεν ήταν καν εκεί, πλέον. Τα ίδια ήταν παντού: στο Ρήνο, το Δούναβη, τον Έλβα, το Βιστούλα, το Βόλγα, Ανατολικά και Δυτικά. Στο νερό αντανακλάται η εικόνα των πυρηνικών εργοστασιών: τα απόβλητα της ευημερίας, η «ύβρις» της απεριόριστης δύναμης και η απειλή του ολέθρου, με τις «τοξικές ευλογίες» από την όξινη βροχή. Εκείνη τη νύκτα άλλαξαν πολλά πράγματα, ιδίως στην πολιτική της σκέψη. Απομακρύνθηκε από τα ταξίδια και έπιασε δουλειά, για να καταλάβει τη σημασία του ακτιβισμού με νόημα.
Η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας σταχυολογεί τα διανοήματα, τα γεγονότα, τις εναλλακτικές μεταφράσεις των νοημάτων, τα άλματα και τα τραύματα, τις ελπίδες και τις αποφάσεις. Παραμερίζει τις στρεβλώσεις, περιορίζει τις πλάνες και κρατά τις αποφάσεις για τα καίρια ζητήματα.
Εκφράζει την ισχυρή θέληση να προασπιστεί την ελευθερία, με την επέκτασή της σε όλα τα πεδία των ατομικών δικαιωμάτων και την ανεξαίρετη συμπερίληψη των μεγάλων πλειονοτήτων στις κρίσιμες πολιτικές επιλογές, με στόχο να είναι αυτές κοινωνικά τελεσφόρες. Διαλέγει τον περιορισμό της αυθαίρετης δύναμης και της ανεμπόδιστης πολιτικής έκφρασης των προνομιακών κοινωνικών ομάδων. Η πλουραλιστική της πεποίθηση δίνει σε αυτές τις ομάδες τη θέση που τούς αναλογεί: την ελευθερία να είναι μια μειονότητα και να δηλώνουν με ευχέρεια τις μειοψηφικές πολιτικές απόψεις τους∙ τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Τα συμφέροντα και η επιλογή των πλειονοτήτων είναι απαράγραπτα, γι’ αυτό η δόλια και ιδιοτελής παραβίασή τους, θα μοιάζει με πραξικόπημα, είτε λάβει τη μορφή της απευκταίας εκτροπής από τη δημοκρατία είτε περιβληθεί τα σχήματα της περιστολής και της άρνησης των ατομικών δικαιωμάτων, για λόγους κάποιου αόριστου «δημοσίου συμφέροντος».
Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν προστατεύονται και αντίθετα προσβάλλονται, από τις ποινές που γενικώς στερούν την ελευθερία. Οι νόμοι που περιλαμβάνουν αυτές τις ποινές, έχουν θεσπιστεί, μετά από νομοθετικές πρωτοβουλίες παραγόντων της εκτελεστικής εξουσίας, από τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που αποτελούνται από πρόσωπα, με κοινά ή παράξενα, αλλά γνωστά στο άκουσμα ονόματα (ή ψευδώνυμα). Στους παράγοντες της εκτελεστικής εξουσίας περιλαμβάνονται ο Ντ. Τραμπ και ο Σ. Μπερλουσκόνι, ενώ για μια περίοδο η Ιλόνα Στάλερ (ή Τσιτσολίνα) συμμετείχε στη σύνθεση ενός νεωτερικού κοινοβουλίου. Τα επαγγέλματά τους (με υψηλό βαθμό αυτοεκτίμησης) δεν συναντώνται συχνά στους νεωτερικούς πληθυσμούς, όπως δισεκατομμυριούχος, πολυεκατομυριούχος (συχνά προστατευμένοι πίσω από τον κομψό όρο: επιχειρηματίες, δηλαδή κάτι ανάλογο με τον έμπορο, το βιοτέχνη κλπ) και πρωταγωνίστρια αισθησιακών ταινιών (χωρίς πολλές αναλογίες με τις ηθοποιούς)∙ πολύ συχνά υπήρχαν κάποιοι ανάλογων προσόντων και χαρακτηριστικών των προηγουμένων, δηλαδή οι πάμπλουτοι και οι διασκεδαστές τους. Με τους νόμους που θεσπίστηκαν, από κοινοβουλευτικούς σχηματισμούς, και με σύνθεση από ανάλογης κατατομής προσωπικότητες, οι αδέκαστοι δικαστές της νεωτερικότητας θα διώξουν και θα καταδικάσουν μερικούς πολύ αδύναμους, από τους δυστυχισμένους, οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν ούτε τις διατυπώσεις των προκείμενων νόμων, στο όνομα του κράτους δικαίου. Η νεωτερική πολιτεία δεν εξυπηρετείται από τους προκείμενους νόμους και τις θλιβερές τους συνέπειες, ενώ η δράση της θα είναι συγκεκριμένη για την απάλειψη της υποκριτικής αναισθησίας των «καταληψιών» των λειτουργιών της εξουσίας.
Στην δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας όλοι οι λειτουργοί της εξουσίας είναι αιρετοί, με πολύ συντομότερους κύκλους εναλλαγής (σε σχέση με την παρούσα στιγμή) στην άσκηση των καθηκόντων τους. Οι γυναίκες διεκδικούν την ισότιμη συμμετοχή στα αποφασιστικά όργανα και η πολιτειακή οργάνωση ανταποκρίνεται με ευχαρίστηση. Ο κοινωνικός έλεγχος επικουρείται από μια ενισχυμένη, με ευρείες αρμοδιότητες και το μείζον μέρος των κρατικών προϋπολογισμών, τοπική αυτοδιοίκηση. Σε αυτό το πεδίο υποστασιοποιείται η σύνθεση της αντιπροσώπευσης και των θεσμών της άμεσης δημοκρατίας. Ο αιρετός χαρακτήρας επιβάλλεται σε όλα τα δημόσια αξιώματα και τις θέσεις ευθύνης. Οποιαδήποτε έλλογη αντίρρηση δεν είναι δυνατόν να αντιτείνει σε αυτό το αίτημα. Τα τυπικά ή τα διαδικαστικά εμπόδια επιλύονται από την πλειοψηφική απόφαση και, στο άκρον αυτής της κλιμάκωσης, από την συντακτική εξουσία του λαού.
Η δημοκρατία δεν απειλείται από κάποιους αόριστους και, ύποπτης προέλευσης, κινδύνους, να καταστεί αναποτελεσματική. Όσοι προβάλλουν ανάλογους ισχυρισμούς έχουν προσωπικό και, ενδεχομένως, συλλογικό άγχος να εξυπηρετήσουν τις ιδιοτέλειες τους (ή τις προπέτειες τους) και γι’ αυτό τίς περιβάλλουν με τις ιδιότητες που αναλογούν στο μυστικισμό της αλχημείας και της μαγγανείας (σαν να είναι τεχνικές ικανότητες άγνωστες στους πολλούς). Η δημοκρατία είναι η ανώτερη μορφή αυτοδιοίκησης της πολιτείας, ενώ μπροστά της η οργάνωση των επιχειρήσεων, με απίστευτα ολίγιστες εξαιρέσεις καινοτομικών παραδειγμάτων, είναι πρωτόγονη για τη σύγχρονη κοινωνία των πολιτών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι λειτουργοί τους μισούν θανάσιμα τον κοινωνικό έλεγχο, ως αντικίνητρο στην ανεμπόδιστη κερδοσκοπία (δηλαδή το συνώνυμο της σημερινής επιχειρηματικότητας), απεχθάνονται τα συνδικάτα και τις διεκδικήσεις τους που μειώνουν τη μάζα των κερδών τους για να τά κάνουν εργατικό εισόδημα και εν τέλει επιθυμούν η οικονομική τους «ταχυκινησία», να συνδυάζεται με την φθηνή εργασιακή «ευελιξία» των πολλών. Οι ισχνές ομάδες του δύο, τρία, τέσσερα ή πέντε τοις εκατόν της απασχόλησης και οι προνομιακές ακολουθίες τους (δύσκολα αντιπροσωπεύουν κάτι παραπάνω από το 7% των εργαζομένων) δεν θα καθορίσουν τη νεωτερική πολιτεία και τη δημοκρατία του μέλλοντός μας. Δεν αντιπροσωπεύουν και δεν εξυπηρετούν τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας και έτσι δεν ανταποκρίνονται στις αξίες, των διασκευαστών της σημερινής νομιμότητας, δηλαδή των αστικών στρωμάτων της ανόδου∙ κάτι που αποτελεί ένα πρωτίστως δικό τους πρόβλημα, αλλά ταυτόχρονα οφείλουν να αναστοχαστούν την επικοινωνία τους με ό,τι σημαίνει ο κόσμος τους. Εκτός και αν αφηνιασμένοι μάχονται να αποδείξουν, ότι μοιάζουν με τους κατακτητικούς πρίγκηπες της προ-καπιταλιστικής εποχής. Η οφειλή τους παραμένει, δηλαδή να κάνουν αισθητή τη συμβολή τους στη συμβιωτική σχέση με τις μεγάλες κοινωνικές πλειονότητες, ενόσω θα απέχουν από την αμφισβήτηση των δικαιωμάτων τους.
Η δημοκρατία του μέλλοντός μας είναι ένθερμη υποστηρικτής των ευρύτερων, κατά το δυνατόν, κοινωνικών δικαιωμάτων, ως αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής ελευθερίας, αλλά και ως έμπρακτη εκδήλωση της αρχής της αδελφότητας. Η πρόθεση αυτή δεν γεφυρώνεται με τη διάθεση να παραχωρήσει την υλοποίηση των οικονομικών και ουσιαστικών συστατικών της αδελφότητας, στον απρόσωπο και πολύ συχνά αδιάφορο κρατικό μηχανισμό. Παρά τη δεδηλωμένη στρατηγική του αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου της εξουσίας και της διοίκησης, πάντα αυτή θα συνοδεύεται από τη βεβαιωμένη εμπειρία (για παράδειγμα) της συστηματικής υφαρπαγής των αποθεματικών των δημόσιων ασφαλιστικών ταμείων, με πρωτοβουλία των απελπισμένων δημόσιων λειτουργών, στην προσπάθεια τους να καλύψουν τα εκάστοτε κενά της δημοσιονομικής διαχείρισης. Στη μακρά διάρκεια, παραμένει ασαφές το ακριβές μέρος των αναληφθεισών πιστώσεων που επανήλθε στο ασφαλιστικό σύστημα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, με βάση ορισμένες πραγματικές αιτίες ή κάποια προσχήματα, περιορίστηκαν τα δικαιώματα που αντιπροσωπεύουν τις ασφαλιστικές καλύψεις και τα ποσά των συντάξεων. Η δημοκρατία του μέλλοντός μας προτείνει και διεκδικεί την απόσπαση των ασφαλιστικών ταμείων από την κρατική διοίκηση και την μετάθεση τους στον συνεργατισμό, με τη μορφή των αλληλασφαλιστικών ταμείων. Η αυτοδιοίκηση των φορέων και η αυτοδιαχείριση των νενομισμένων πόρων από τη συλλογικότητα των ασφαλισμένων, εκφράζει την εμπιστοσύνη και την κοινωνική αλληλεγγύη, χωρίς εξουσιαστική επιτροπεία. Προοιωνίζεται, μάλιστα, τα άμεσα και γρήγορα βήματα εκδίπλωσης του δυναμισμού, ώστε η αδελφότητα να μην είναι υπόφορη της παθητικής επιδοματικής πολιτικής, αλλά να αναλαμβάνει τις πρωτοβουλίες για την παραγωγική και την διανεμητική ισχύ της αξιοποίησης των αρχικών διαθεσίμων, στην ευρεία και κοινωνικά αποτελεσματική συνεργατική προσπάθεια ή δυνατόν σε όλα τα πεδία του «οικονομείν».
Η προσδοκία για την ανασύνθεση της οικονομικής δύναμης ανάμεσα στον γιγάντιο και δαπανηρό κρατικό μηχανισμό, την αδυσώπητη κερδοσκοπία και τον ελπιδοφόρο συνεργατισμό εκφράζει μια αδήριτη κοινωνική ανάγκη. Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, η οποία αντιπροσωπεύει τη συμμετοχική, τη δημοκρατική στην οργάνωση και την κοινωνικά αποτελεσματική δράση, μπορεί σε σύντομο χρόνο να συνεισφέρει με το ένα τρίτο του εθνικού πλούτου, με τη σταθερή και ενδιαφέρουσα απασχόληση, με τα αξιοπρεπή εισοδήματα και την κοινωνικά απαραίτητη παραγωγή και διανομή αγαθών ή υπηρεσιών, σε ολόκληρο τον πληθυσμό της νεωτερικής πολιτείας. Ο συνεργατισμός εμπεριέχει από τη φύση του τη δυνατότητα της ισότιμης επαγγελματικής ένταξης των αυτόνομων εργαζομένων, την απάλειψη των εξοδευτικών και πρακτικώς αναποτελεσματικών πρακτικών που συνδέονται με το (γραφειοκρατικό) διευθυντικό δικαίωμα και επομένως δύναται να μπολιαστεί γόνιμα με τις πιο θεαματικές καινοτομίες της σύγχρονης εργασιακής οργάνωσης. Η συμβολή του συνεργατισμού, με αυτούς τους τρόπους, στον εκδημοκρατισμό της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης μπορεί να είναι συνεπής, θεαματική στην εξέλιξη και πρωτότυπη. Η μεταβολή της ανεργίας σε παρελθούσα ταλαιπωρία, στο πλαίσιο του οικονομικού κόσμου, δύναται σύντομα να αποτελεί εκβολή τόσο του συνεργατισμού όσο και της δυναμικής της εργασιακής αυτονομίας, με καινοτόμες διαχειρίσεις για την χρηματοδότηση, αλλά και την επαγγελματική ενεργοποίηση.
Η δημοκρατία του μέλλοντός μας αντιλαμβάνεται την παιδεία, ως ταυτόσημη με τον πολιτισμό. Η σήμανση του πολιτισμού δεν συμβιβάζεται με τα σχηματικά όρια και τους περιορισμούς του προγραμματισμού. Επομένως και η παιδεία οφείλει να καθορίζεται από την υψηλής ποιότητας δημιουργικότητα, κοντά στις απώτερες αντοχές της ανεμπόδιστης διανοητικής ελευθερίας. Η μόνη, ανάλογη (αλλά όχι αντίστοιχη) με το παρελθόν, υποχρέωση της σύγχρονης παιδείας είναι να ανταποκρίνεται με συνέχεια και συνέπεια στις αξιώσεις των, δημόσια καθορισμένων και αδρών, προϋποθέσεων της τελικής πιστοποίησης των απαιτούμενων γνώσεων και της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων. Οι πλούσιες παραστάσεις των μαθητών, απορρέουν από τις τεχνολογικές δυνατότητες πληροφόρησης, μπολιάζονται από πολλαπλές μεθόδους γνωστικής προσέγγισης, αξιοποιούν τα προσωπικά ταλέντα και στοχεύουν στις ατομικές επιλογές, για να κατασκευαστεί με εδραίο τρόπο η κατάκτηση γνωστικών αλμάτων, πέραν του δεδομένου, ομοιόμορφου και υποχρεωτικού πλαισίου. Από τις ενδιαφέρουσες δοκιμασίες των μαθητών, ο σχηματισμός των ιδιοτήτων του ενημερωμένου πολίτη παρέχει τα δικαιώματα της ενεργούς προσέγγισης στο επάγγελμα και της πρόσβασης στην ανώτερη εκπαίδευση.
Η επικοινωνία με την ανώτερη εκπαίδευση σε εκείνη τη μελλοντική φάση δεν καταβάλλει τους, υπό διαμόρφωση, επιστήμονες, λόγω της έκπληξης για τα επιτεύγματα των επιστημών. Η επιστημονική τους προετοιμασία στις πρώτες σπουδές, πρόκειται να συνάπτεται με την έρευνα, για να οργανώσουν την εφαρμοσμένη διαχείριση των πιο πρόσφατων αποτελεσμάτων της, στις μεταπτυχιακές σπουδές και την πρωτότυπη δημιουργία στα απαιτητικά εγχειρήματα των διδακτορικών διατριβών. Η αδιαμφισβήτητη κοινωνική χρησιμότητα εκείνης της δημιουργικότητας, θα αποτελεί το δείκτη για τον πολιτισμό μας και την ποιότητα της ελευθερίας μας.
Η επιστήμη είχε σίγουρα μια τεράστια συνεισφορά στις προόδους και τις θετικές εξελίξεις της οικονομίας, της εργασίας και της παραγωγής, για πάνω από δύο αιώνες στο νεωτερικό κόσμο. Η συμβολή της ήταν, ταυτόχρονα, αντιφατική και σε ορισμένες περιπτώσεις, καθώς τα πνευματικά της αποτελέσματα αποδεσμεύτηκαν από τους δημιουργούς τους, συνοδός φρικτών απειλών ή και οικτρών συνεπειών για το γήϊνο περιβάλλον. Η επιστήμη αρκετές φορές εξωνήθηκε από τη μεγάλη οικονομική δύναμη και στην κυριολεξία παρέδωσε «γη και ύδωρ», στις κερδοσκοπικές ορέξεις των κάθε λογής εκπροσώπων του οικονομικού τυχοδιωκτισμού. Σε αρκετές κρίσιμες στιγμές, οι άνθρωποι του κόπου θεώρησαν παράταιρο να ασχοληθούν με τις περιβαλλοντικές οχλήσεις και επέλεξαν να ζουν δίπλα στις χωματερές, χωρίς να τίς κοιτάζουν. Σε άλλες στιγμές η προσπάθεια της διευκόλυνσης της καθημερινής ζωής και το κόστος της διαβίωσης αναδείχθηκε σε σημαντικότερο ζήτημα από την αναπαραγωγή των φυσικών συντελεστών του πλανήτη και της επιβίωσης. Τα πράγματα έφτασαν σε οριακό σημείο τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Η μόνη πραγματική παγκοσμιοποίηση, η οποία είναι ουσιαστικά αδιαμφισβήτητη, είναι η απειλή της ανθρωπογενούς οικολογικής καταστροφής, με πάμπολλες διαφορετικές ενδείξεις, αλλά με κορυφαία την υπερθέρμανση.
Η κινητοποίηση για την αντιμετώπιση των απειλών ανήκει σε ορισμένους περιφερειακούς παράγοντες, με τη «συνήθεια» του οικολογικού ακτιβισμού, της παγκόσμιας πολιτικής συγκρότησης, οι οποίοι φαίνονταν ιδιόρρυθμοι στους παρατηρητές τους και τα συνθήματά τους ακούγονταν περίεργα ή και ακαταλαβίστικα, δύο δεκαετίες πριν την εποχή μας. Σήμερα αναγνωρίζεται, ότι ενεργοποίησαν τα κοινά, τα πολιτιστικά, τα επιστημονικά και τα πολιτικά αισθητήρια των νεωτερικών κοινωνιών. Έδωσαν κίνητρα για την ευαισθητοποίηση απέναντι στα υπαρκτά ζητήματα και τις επικείμενες απειλές. Η παρέμβασή τους στους πολιτικούς συσχετισμούς, από θέσεις ισχνών μειοψηφιών στις νεωτερικές πολιτείες, μετατόπισε θεαματικά την παγκόσμια πολιτική ατζέντα και δυναμικά, αλλά όχι ισοδύναμα, μετασχημάτισε τα πολιτικά προγράμματα των φορέων ολόκληρου του πολιτικού φάσματος. Στη σημαντική δράση του πράσινου κινήματος λογίζεται η συμπερίληψη των διεκδικήσεων της πολιτικής οικολογίας, στα απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα, ως στοιχεία των δημοκρατικών χαρακτηριστικών των σύγχρονων πολιτικών συσχετισμών και, μελλοντικώς, των επόμενων πολιτειακών δομών.
Στην ορμή του μετασχηματισμού του πράσινου κινήματος σε πολιτικό φορέα, υπερτονίστηκε η σημασία της παρέμβασης με προτάσεις νόμων και τυπικών διακανονισμών ακόμη και σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως περιοριστικού και απαγορευτικού χαρακτήρα. Η χρήσιμη παρεμβολή, στις αδράνειες του συνδυασμού του κερδοσκοπικού κυνισμού, της θεσμικής ανεπάρκειας και της μαζικής απάθειας, δημιούργησε θεαματικά αποτελέσματα σε πλήθος πεδίων της σύγχρονης πολιτικής, αλλά αυτά δεν επαρκούν. Δίπλα στα προηγούμενα οφείλεται η διαμόρφωση ενός διαφορετικού προτύπου της οικονομικής οργάνωσης. Σε εκείνο το προσδοκώμενο υπόδειγμα παραγωγής το κατάλληλο οικονομικό υποκείμενο είναι βασική προϋπόθεση. Τίθεται το ερώτημα: υπάρχει αυτό το οικονομικό υποκείμενο ή πρέπει να επινοηθεί; Η απάντηση είναι ευθεία και τόσο κατηγορηματική όσο και ο ονοματισμός του υποκειμένου. Ο συνεργατισμός είναι αναπόσπαστο μέρος των λειτουργιών του οικονομικού κόσμου. Απλώς απαιτείται να μεταβληθεί ο συσχετισμός της οικονομικής δύναμης ανάμεσα στο κράτος, τον κερδοσκοπικό τομέα και την αλληλέγγυα οικονομία. Ίσως το πιο χρήσιμο πακέτο διεκδικούμενης νομοθέτησης από το πράσινο κίνημα να αφορά στην αποτελεσματική ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας. Μέχρι τότε η πολιτική οικολογία θα αποτελεί συνέχεια ενός κινήματος διαμαρτυρίας, με θεσμικές παρεμβάσεις. Μετά από την κρίσιμη στρατηγική μετατόπιση, η οποία θα συνοδεύεται από την πολιτική συμμαχία με το συνεργατισμό, θα είναι ενδεχόμενη η διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής ηγεμονίας, στο ευρωπαϊκό τουλάχιστον πλαίσιο. Σε αυτήν την πολιτική ηγεμονία, το πράσινο κίνημα θα μπορούσε να είναι μια καθοριστική δύναμη. Με αυτές τις προϋποθέσεις η πολιτική οικολογία θα είναι αναπόσπαστο μέρος της δημοκρατίας του κοινωνικού μέλλοντός μας.
Η δημοκρατία του μέλλοντός μας δεν εκφράζει ένα ξεχωριστό πολιτικό κόμμα ούτε πάσχει από την μανία του ανταγωνισμού, μέσα στους υπάρχοντες πολιτικούς συσχετισμούς. Εκφράζει ένα πολιτικό πρόγραμμα, το οποίο θα μπορούσε να έχει υποδοχές σε μεγάλο μέρος του πολιτικού φάσματος, με σταθερή υποστήριξη της δημοκρατική οργάνωσης της πολιτείας, απροϋπόθετη ενίσχυση των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών και συστηματική διεύρυνση ιδίως των κοινωνικών δικαιωμάτων των μεγάλων πλειονοτήτων. Η αιχμηρή κριτική της στη σημερινή πραγματικότητα, συνδεύεται από στρατηγικά πλαίσια, τα οποία βασίζονται σε υπαρκτές δυνατότητες εφικτών και αμέσως εφαρμοστέων επιλύσεων για τα πιο κρίσιμα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Η δυναμική των προτεινόμενων επιλύσεων, μάλιστα, υποδεικνύεται από τις υπάρχουσες και δεδηλωμένες θέσεις των μετεχόντων (ακόμη και εκείνων με οριακή εκπροσώπηση) του σημερινού πολιτικού συσχετισμού (Πίνακας 2). Ακόμη, όμως, και στα σημεία της διαφοράς ή της αντίθεσης στις προκείμενες προτάσεις, υφίστανται πεδία διαλόγου και προσέγγισης. Όπως συμβαίνει συχνά στους πολιτικούς συσχετισμούς, κάποιοι περισσεύουν λόγω των δικών του επιλογών ή κινούμενοι από ανεξήγητες αρνήσεις.
Πίνακας 2: Η εφικτή δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας
Υπόμνημα: += θετική στάση∙ - = αρνητική θέση∙ != αμφιβολίες για την ακριβή στάση∙ +(!)= εκτίμηση για θετική θέση, χωρίς (απολύτως) δεδηλωμένη τοποθέτηση∙ !(+)= αμφιβολίες για τη στάση, με εκτίμηση περί της θετικής τοποθέτηση (από ορισμένα τουλάχιστον κόμματα ή εκφρασθείσες ομάδες). Στην πιο σύνθετη απεικόνιση (Ανάπτυξη σε Οικολογική Κατεύθυνση: Κατάργηση της Πυρηνικής Ενέργειας, Βιολογική Γεωργία, Αντιρρυπαντική Πολιτική, Ανακύκλωση, Ενέργεια από Ανανεώσιμες Πηγές) των συμβόλων, η σύνθεση, για την συντηρητική και κεντροδεξιά παράταξη, σημαίνει: αμφιβολία για την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, αμφιβολίες για τη στάση, με εκτίμηση περί θετικής τοποθέτησης, σχετικά με τη βιολογική γεωργία, εκτίμηση για θετική θέση, χωρίς (απολύτως) δεδηλωμένη τοποθέτηση, για την αντιρρυπαντική πολιτική, θετική στάση για την ανακύκλωση και εκτίμηση για θετική θέση, χωρίς (απολύτως) δεδηλωμένη τοποθέτηση, για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.
Η δημοκρατία του μέλλοντός μας δεν έχει πρόβλημα με τις περισσότερες εκφράσεις των φορέων, στο πλαίσιο του πολιτικού πλουραλισμού. Στις περισσότερες, όμως, περιπτώσεις πολιτικών φορέων ο σχηματισμός της κομματικής οργάνωσης μοιάζει με την διασκευή συστάδων προνομιούχων και εκ προοιμίου «ικανών» μελών, οι οποίες κοιτούν αφ’ υψηλού τους ανένταχτους στο πολιτικό σύστημα και όσους δεν είχαν την ευκαιρία να βρεθούν κοντά στις ηγεσίες κατά την εποχή της αρχικής διαμόρφωσης. Στην εξέλιξη του φαινομένου είναι προφανές ότι οι σχηματισμοί και οι συμπεριφορές κατατείνουν, γρηγορότερα ή πιο σταδιακά, σε κάτι παρόμοιο με τον κοινό αταβισμό.
Η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας έχει βαθύτατη πίστη στη συλλογική δύναμη, η οποία απορρέει από τη σύνθεση της εμπειρίας και της γνώσης, με εκβολή στη δημιουργικότητα. Οι συλλογικές εκφράσεις, οι οποίες συμμετέχουν σε συνδικάτα, σε σωματεία με κοινωνικούς, οικολογικούς και πολιτιστικούς σκοπούς, σε συνεργατικές οργανώσεις, σε ενώσεις πολιτών για ειδικά ζητήματα και σε κάθε άλλη μορφή αυτό-οργάνωσης (έστω άτυπη), έχουν τη δυναμική της συνεισφοράς στον εμπλουτισμό της πολιτικής σκέψης και δράσης. Είναι αναμφισβήτητο ότι μπορούν να συνεχίσουν την ενίοτε μαχητική δράση τους για τα ζητήματα που τούς απασχολούν και τις διεκδικήσεις τους. Έχουμε απλώς να σημειώσουμε ότι η αυτόβουλη συμπερίληψή τους στους πολιτικούς συσχετισμούς, ως συλλογικές δυνάμεις, μπορεί να πολλαπλασιάσει τις ευκαιρίες τους για εύστοχα και σταθερά αποτελέσματα.
Η δημοκρατία του κοινωνικού μέλλοντός μας λειτουργεί συνθετικά για τη διαμόρφωση των μελλοντικών στόχων και δεν θεωρεί τους κοινωνούς των εισηγήσεων της υπόφορους παθητικών επιλογών. Εφόσον είναι χρήσιμη και κοινωνικά τελεσφόρος, τότε η πολιτική συμβίωση και η συλλογική αντίληψη είναι προϋπόθεση της κοινής δράσης, σε καίρια αντικείμενα και σε ενδιαφέροντα ζητήματα για τις μεγάλες κοινωνικές πλειονότητες. Είναι, παράλληλα, έμφορτη από την αισιόδοξη εκτίμηση πως τα πρακτικά όρια του εγχειρήματος είναι τα όνειρα για την τελεσφόρο πραγματικότητα. Όλα τα συστατικά της κοινωνικής διεξόδου είναι παρόντα. Η εφαρμόσιμη ουτοπία είναι οδηγός της. Το μείζον άλμα είναι η κατανόηση των ανοικτών δυνατοτήτων.
Πηγές
American Bar Association, Fact Sheet on Judicial Selection Methods in the States, https://www.americanbar.org/content/dam/aba/migrated/leadership/fact_sheet.authcheckdam.pdf.
Credit Suisse Research Institute, Global Wealth Databook 2015, Zurich, Credit Suisse Research Institute (www.credit-suisse. com/researchinstitute), 2015 (October).
European Commission, Taxation Trends in the European Union Data for the EU Member States, Iceland and Norway, Luxembourg: Publications Office of the European Union, 2017.
Dave Grace and Associates [For the United Nation’s Secretariat Department of Economic and Social Affairs Division for Social Policy and Development], Measuring the Size and Scope of the Cooperative Economy: Results of the 2014 Global Census on Co-operatives, 2014 (April).
European Green Party, A Green New Deal for Europe, 2009, https://europeangreens.eu/sites/ europeangreens.eu/files/2009_Manifesto.pdf.
European Green Party, Change Europe, Vote Green, 2014, https://europeangreens.eu/sites/ europeangreens.eu/files/2014_Manifesto.pdf.
[Ευρωπαϊκή Επιτροπή], «Διδασκαλία και Εκμάθηση», Λευκό Βιβλίο, Βρυξέλλες, Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, EL/22/01590700p00 (FR), SK/αν, 1995.
[Ευρωπαϊκή Ένωση], «Ενοποιημένη Απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση», Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 115/15 (EL), 9-5-2008.
[Ευρωπαϊκή Ένωση], «Ενοποιημένη Απόδοση της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C 83/49 (EL), 30-3-2010.
ILO, LABORSTA (Database), Employment by Status in Employment, 1986-2008 (www.ilo.org).
ILO, ILOSTAT (Database), Employment by Status in Employment, 2009-2013 (www.ilo.org).
OECD, Poverty Index (http//:www.oecd.org).
OECD, Factbook 2009. Economic, Environmental and Social Statistics, Paris, 2009.
OECD, Government at a Glance 2015, OECD Publishing, Paris, 2015, DOI: http://dx.doi.org/10.1787/gov_glance-2015-en.
Oxfam International, “An economy for the 1%. How privilege and power in the economy drive extreme inequality and how this can be stopped”, Oxfam Briefing Papers, Oxford, Oxfam GB, 2016 (January), No, 210.
Rochdale Pioneers Museum, Our Story, Hollinwood, Oldham, Co-operative Heritage Trust, 2013, http://www.rochdalepioneersmuseum.coop/wp-content/uploads/2013/02/ Our-Story.pdf.
UNDO, Human Development Data, Education, Adult Literacy Rate (% ages 15 and older), http://hdr.undp.org/en/data.
[USA], Personal Responsibility and Work Opportunity Reconciliation Act-PRWORA, Public Law 104-193, Aug. 22, 1996.
U.S. Department Of Commerce (Economics and Statistics Administration), Office of the Vice President of the United States (Middle Class Task Force), Middle Class in America, Washington D.C., 2010 (January).
Βιβλιογραφία
“Alternative education”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Alternative_education
“Εducation”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Education.
“Homeschooling”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org /wiki/Homeschooling.
“French Third Republic” (La Troisième République ou La IIIe République), Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/French_Third_Republic.
“Slavery: Ways of ending slavery”, Encyclopædia Britannica, Encyclopædia Britannica’s Guide to Black History, http://www.britannica.com/blackhistory/article-24160.
“Swiss Federal Council”, Wikipedia (https://en.wikipedia.org/wiki/Swiss_ Federal_Council).
«H πρόταση Τσίπρα για τη συνταγματική αναθεώρηση», Η Καθημερινή, 26-7-2016, http://www.kathimerini.gr/868777/article/epikairothta/politikh/h-protash-tsipra-gia-th-syntagmatikh-ana8ewrhsh.
«Κυνική Ομολογία Ντάισελμπλουμ: Με τα Μνημόνια σώσαμε τις Τράπεζες!», Δημοκρατία, 10-11-2017, http://www.dimokratianews.gr/content/79993/kyniki-omologia-apo-ntaiselmploym-me-ta-mnimonia-sosame-tis-trapezes.
«Ντάισελμπλουμ κατά χωρών του Νότου», Η Καθημερινή, 22-3-2017, http://www.kathimerini.gr/901607/article/epikairothta/politikh/ntaiselmploym-kata-xwrwn-toy-notoy.
«Οι 31 θέσεις της ΝΔ για την συνταγματική αναθεώρηση», Η Καθημερινή, 28-4-2014, http://www.kathimerini.gr/764514/article/epikairothta/politikh/oi-31-8eseis-ths-nd-gia-thn-syntagmatikh-ana8ewrhsh.
«Ομολογία-σοκ του Ρεν: Βάλαμε την Ελλάδα στο μνημόνιο για να σωθεί η Ευρώπη», Πρώτο Θέμα, 14-1-2014, http://www.protothema.gr/economy/article/344400/paradohi-ren-i-ellada-bike-sto-mnimonio-gia-na-sothei-i-ee/.
«Σόιμπλε: Οι Ελληνες ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους...», Το Βήμα, 19-11-2016, http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=845631.
R. Aron, Η Εξέλιξη της Κοινωνιολογικής Σκέψης, Αθήνα, Γνώση, 1984, τ. Β΄.
A. Aspinall, E.A. Smith (eds.), English Historical Documents, XI, 1783-1832, New York, Oxford University Press, 1959.
A. Banerjee, E. Duflo, “What is Middle Class about the Middle Classes Around the World?”, MIT, Department of Economics, Working Papers, No. 07-29, Cambridge Mass., 2007.
P.Α. Baran, P.Μ. Sweezy, Monopoly Capital. An essay on the American economic and social order, New York, Modern Reader, 1968 (1966).
E. Bernstein, Οι Προϋποθέσεις για το Σοσιαλισμό και τα Καθήκοντα της Σοσιαλδημοκρατίας, Αθήνα, Παπαζήσης (1899).
W. Beveridge, Social Insurance and Allied Services, London, H.M. Stationary Office, Cmd. 6404, 1942.
W. Beveridge, Social Insurance and Allied Services: Memoranda from Organizations, London, H.M. Stationary Office, Cmd. 6405, 1942.
W. Beveridge, Full Employment in a Free Society. A Summary, London, The New Statesman and Nation-Reynolds News, 1944.
S. Danziger, Welfare Reform Policy from Nixon to Clinton: What Role for Social Science? (Paper prepared for the Conference, “The Social Sciences and Policy Making”, Institute for Social Research, University of Michigan, March 13–14, 1998), University of Michigan, 1999 (December).
G. Dumenil, D. Levy, The Crisis of Neoliberalism, Cambridge Mass.-London, Harvard University Press, 2011.
M. Friedman, “The role of monetary policy”, American Economic Review, 1968, 68 (1), σσ. 1-17 (JSTOR 1831652).
M. Friedman, Capitalism and Freedom, Chicago, Chicago University Press, 2002 (1962).
K. Galbraith, Η Καλή Κοινωνία, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1997.
Α. Giddens, Ο τρίτος δρόμος. Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας, Αθήνα, Πόλις, 1998.
P. Glotz, Μανιφέστο για τη Νέα Ευρωπαϊκή Αριστερά, Αθήνα, Οδυσσέας, 1986.
A. Gorz, Reclaiming Work beyond the Wage-Based Society, Cambridge, Polity Press, 1999.
M. Hammer, J. Champy, Reengineering the Corporation. Manifesto for Business Revolution, New York, Harper Collins, 1993.
M. Hardt, A. Negri, Commonwealth, Cambridge Mass., Harvard University Press, 2009.
F.A. Hayek, “Letter”, The Times, 11-7-1978.
F.A. Hayek, The Constitution of Liberty, Chicago, Chicago University Press, 2011 (1960).
T. Jarvis, “Welfare-to-Work: The New Deal”, House of Commons Library, Research Papers, No. 97/118, London, 1997 (12 November).
P. Judkins, D. West, J. Drew, Networking in organizations. The Rank Xerox experiment, Aldershot, Gower, 1986.
J.M. Keynes, The General Theory of Employment, Interest and Money, London, Macmillan 2007 (1936).
H. Kharas, “The Emerging Middle Class in Developing Countries”, OECD, Development Centre, Working Papers, No. 285, 2010 (January).
R.J. Lampman, “Nixon’s Family Assistance Plan”, University of Wisconsin, Institute for Research on Poverty, Discussion Papers, No. 57-69, Madison Wisc., 1969 (November).
Α.Ν. Λύτρας, Πολιτική Στρατηγική για τις Κοινωνικές Τάξεις, Αθήνα, Παπαζήσης, 2008.
A.N. Lytras, Wage Labour in Modern Society, Athens, Papazissis Publishers, 2016 (eBook).
A.N. Lytras, “An Alternative for Combating Unemployment”, Journal of Sociology and Social Work, Vol. 4, No. 2, 2016, σσ. 59-71, [DOI: 10.15640/jssw.v4n2a7, URL: https://doi.org/10.15640/jssw.v4n2a7].
Α.Ν. Λύτρας, Η Μισθωτή Εργασία στην Κοινωνική Οργάνωση, Αθήνα, Παπαζήσης, 2016.
A.N. Lytras, A Radical Policy for Combating Unemployment, Athens, Papazissis Publishers, 2017 (eBook).
A.N. Λύτρας (επιμ.), Η καταπολέμηση της ανεργίας στην εποχή της κρίσης [τις εργασίες συνέγραψαν οι ακόλουθοι αναλυτές: Σεβαστιανός Βόντας, Αναστασία Γεωργακοπούλου, Ελένη Δεληκανίδη, Γεωργία Καραλή, Σπύρος Κεραμάς, Σεμπάστιαν-Αλέξανδρος Κιζίτο, Ελένη Παπαδοπούλου, Ηλίας Παπαπούλιος και Αγνή Χαντζή], Αθήνα, Πάντειον Πανεπιστήμιο, 2017 (http://pandemos.panteion.gr).
T.W. Malone, R.J. Laubacher, “The Dawn of the E-Lance Economy. Are big companies obsolete?”, Harvard Business Review, 1998 (September-October), pp. 144-152.
Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα. Ατομικές Ελευθερίες, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1982, τ. α΄.
K. Marx, «Μισθός, Τιμή, Κέρδος», K. Marx, F. Engels, Διαλεχτά Έργα, Αθήνα, Γνώσεις, τ. 1, σσ. 466-531.
Κ. Μarx, F. Εngels, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», Διαλεχτά Έργα, Αθήνα, Γνώσεις, τ. 1, σσ. 19-58.
H.P. Minsky, Stabilizing an Unstable Economy, New York, McGraw-Hill, 2008 (1986).
Ζ. Μισελέ, Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης, Αθήνα, Ελληνική Μορφωτική Εστία, 1969, τ. Γ΄.
J.M. Nilles, “What does telework really do to us?”, World Transport Policy & Practice, 2/1,2, 1996, pp. 15-23.
V. Pareto, Traite de Sociologie Generale, Oeuvre Complete, τ. XII, Geneve, Droz, 1968 (1917).
A.W. Phillips, “The Relationship between Unemployment and the Rate of Change of Money Wages in the United Kingdom 1861-1957”, Economica, 1958, 25 (100), pp. 283-299, (doi:10.1111/j.1468-0335.1958.tb00003.x).
J. Rifkin, Το Τέλος της Εργασίας και το Μέλλον της, Αθήνα, Α.-Α. Λιβάνης, 1996.
M. Robespierre, “Discours sur l’organisation des gardes nationals” (5-12-1790), Oeuvres de Maximilien Robespierre, Tome VI., Presses Universitaires de France, 1950.
A. Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, London, G. Bell and Sons, 1887, Vol. I.
J.H. Stewart, A Documentary Survey of the French Revolution, New York, Macmillan, 1951.
P.R. Tcherneva, “Beyond Full Employment: The Employer of Last Resort as an Institution for Change”, Levy Economics Institute of Bard College, Working Papers, No. 732, 2012 (September).
L. Thurow, Το Μέλλον του Καπιταλισμού. Πως οι σύγχρονες οικονομικές δυνάμεις διαμορφώνουν τον κόσμο του αύριο, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1997.
P. Van Parijs, Real Freedom for All: What (If Anything) Can Justify Capitalism?, Oxford, Clarendon Press, 1995.
E.O. Wright, “Basic Income as a Socialist Project”, Rutgers Journal of Law & Urban Policy, Vol. 2, No.1, 2005 (Fall), pp. 196-203.
A. Zaidi, “Welfare-to-Work Programmes in the UK and Lessons for Other Countries”, European Centre for Social Welfare Policy and Research, Policy Brief, Vienna, 2009 (October).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου