ΠΟΥΚΕΒΙΛ
Πώς είδε ένας ξένος περιηγητής την περιοχή
και τα χωριά του Ερυμάνθου κατά το 19ο αιώνα
Ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ ταξίδεψε ανά την Ελλάδα στις αρχές του 19ου
αιώνα, όταν ακόμα η Ελλάδα βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Το ταξίδι του στην
Πελοπόννησο αποτελεί μια σημαντική για μας πηγή πληροφοριών για την κατάσταση
της περιοχής, την εποχή εκείνη και για την κοινωνικη θέση των κατοίκων.
Την αναφορά του για την περιοχή του Ερυμάνθου την ξεκινά από το χωριό Μοίρακα,
που όπως μας λέει πρόκειται για ένα χωριό με σαράντα οικογένειες Αλβανών μωαμεθανών,
εξομοιωμένων με τους Ραγιάδες ως προς το χαράτσι, τομιρί και τις αγγαρείες. Στη συνέχεια αφού έφυγε μαζί με τους συνοδιπόρους του, από τη Μοίρακα κατευθύνθηκαν προς τις Ράχες του όρους Φολόη που ήταν κατάφυτες από πεύκα. Το δεύτερο οροπέδιο καταλήγει στο χωριό Βινίτσα όπου κατοικούσαν τότε 25 Αλβανικές οικογένειες.
Ενώ
από την τρίτη Ράχη μετρούμε,λέει ο ίδιος, έξι χωριά κατοικημένα όλα από Αλβανούς
μωαμεθανούς.
Ενώ λίγο ψηλότερα από εκεί, πρόβαλε κάτω από το βλέμμα μας το λαγκάδι του Πύργου, η Κοίλη ,ο όρ μός του Κατάκωλου κι η απέραντη πεδιάδα της Ήλιδας. Βρισκόμασταν στο
ψηλότερο τμήμα του ανηφορικού δρόμου μεταξύ Ήλιδας και Ολυμπίας.
Ακολουθώντας βόρεια - βορειοανατολική κατεύθυνση αφήσαμε μισή λεύγα αριστερά μας το Χάνι του Πόθου, ενώ δεξιά μας επισήμανα το ρεύμαμα του Αλφειού στο σημείο
συμβολής του με το Λάδωνα στα Άσπρα Σπίτια . Έχοντας ολοκληρώσει αυτές τις
αποτυπώσεις καθώς και πολλές άλλες που μπορούν ν'αναγραφούν μόνο σε πολύ
λεπτομερειακούς χάρτες, φτάσαμε στα πρώτα σπίτια του Λάλα. Του Λάλα καταλαμβάνει μια
επιφάνεια μεγαλύτερη των τριών μιλίων, ενώ το πλάτος του είναι δύο μίλια. Ο αέρας του και τα νερά του είναι εκπληκτικής καθαρότητας και το χωριό αριθμεί μεγάλο ποσοστό γερόντων.
Σύμφωνα με τους υπολγισμούς μας, απείχαμε δυόμισι λεύγες από τη Μοίρακα.
Μια λεύγα περίπου κι ένα τέταρτο στα δυτικά διέκρινα το Χριστιανικό χωριό ∆ούκα, θεμελιωμένο το 14ο αιώνα από έποικους προερχόμενους από τη ∆ουκάτη των Ακροκερδονίων.
Κατόπιν εισχωρήσαμε στα στενάτης Ρί ζας Κουμανίου. Στο βάθος του ορίζοντα, το οροπέδιο στο
οποίο θα καταλήγαμε ακουμπάει πάνω στο όρος Όλενος, κι υπάρχει ένας δρόμος που
διασχίζει αυτό το βουνό κι οδηγεί μετά από δεκαέξι ώρες πεζοπορίας, στην Πάτρα.
Καθώς προχωρούσαμε σταθήκαμε να ξαποστάσουμε στην πηγή, την επιλεγόμενη: στης ∆ίβρης τ'Αμπέλια. ∆εν είχαμε συναντήσει ούτε ένα άνθρωπο αφότου ξεκινήσαμε από του Λάλα,
και μάλιστα μερικοί χωρικοί που όργωναν και στους οποίους προσπαθήσαμε να μιλήσουμε,
δεν θέλησαν να μας πλησιάσουν αρκετά ώστε ν'ακούσουμε τι λένε.
Στο σημεί ο αυτό, συνεχίσαμε επί μισή λεύγα την κατάβασή μας, αφήνοντας
αριστε ρά μας το χωριό ∆ίβρη, για να διαβούμε το ομώνυμο ρυάκι μέσα από την κοίτη του.
Μας χρειάστηκε κατόπιν πάνω από μια ώρα για να παρακάμψουμε ένα ψηλό και
δασωμένο βουνό, που καταλήγει απέναντι ακριβώς α πό το σημείο συμβολής του
Ποταμού ∆αγάνα με το Λάδωνα. ∆εν αργήσαμε να διαβούμε κι ένα δεύτερο ποτάμι ονομαζόμενο ∆ίβρη. Όλα αυτά τα ποτάμια ενώνονται με το ∆ογάνα, παραφθορά του ονόματος ∆ιόγων. ∆εξιά
του ποταμού κατά μήκος του οποίου βαδίζαμε, συναντάμε την πηγή του Κάπελα, ενώ 25 λε πτά μακρύτερα, φτάσαμε στη Μονή Λογγο πατήματος όριο των επαρχιών Γαστούνης και Καρύταινας. Μισή λεύγα βορειοανατολικότερα, διαβήκαμε πάνω από ένα πέτρινο γεφύρι το ποτάμι Μαρτινίτσα.
Σε άλλη τόση απόσταση από εκεί περάσαμε μέσα από την κοίτη του το χείμαρρο του Λειβαρτζίου, κι αφού προχωρήσαμε κατά μήκος της δεξιάς όχθης των ποταμών Σκουπίου και ∆εχουνίου, σταθήκαμε στις σιταποθήκες του Τριπόταμου. Η γειτνίαση με τους παγετώνες του Ερυμάνθου προκαλούσανέ να διαπεραστικό ψύχος σ’όλο το διάστημα της νύχτας που περάσαμε μέσα στη σιταποθήκη του Τριπόταμου. Και καθώς δεν είχα με τίποτε καλύτερο να κάνουμε, τονίζει ο Πουκεβίλ, προγευματίσαμε κάτω από το φως των πυρσών με πέστροφες του Ερυμάνθου που μας είχαν φέρει την προηγούμενη η μέρα.
(Οι αρχαίοι διαιρούσαν τη ζώνη όσων βουνών της Αρκαδίας γειτονεύουν με την Ήλιδα, σε δυο
περιοχές τις οποίες διέκριναν με τις ονομασίες Φολόη και Ερύμανθος). Στη συνέχεια ανεβήκα με τη διαρρεόμενη από το Σκούπι κοιλάδα, φτάνει κανείς μέσα σε είκοσι πέντε λεπτά με τα πόδια, στο χωριό Αλωπεκή. Ένα τέταρτο μακρύτερα προς τα νοτιοανατολικά, ανακαλύπτουμε τα ίχνη μιας λιθόστρωτης οδού, τα υπολείμματα της οποίας ακολουθούμε επί δέκα λεπτά, μέχρι τους μύλους τους Βερσιτσίου. Ένα τέταρτο της λεύγας βορειο δυτικά αυτού του χωριού διακρίνουμε το Σκούπι, κτισμένο πάνω σ’ένα βράχο, όπου απομένουν ακόμη τείχη και κίονες προερχόμενοι προφανώς από τον αρχαίο Πάο.
Με μεγάλη επίσης λυρικότητα μας παρουσιάζει ο Πουκεβίλ την οροσειρά του Ερυμάνθου με το
ομώνυμο ποτάμι. Λέει χαρακτηριστικά: Αγνάντευα τις βουκολικές κοιλάδες του, το βλέμμα μου
βουτούσε μέσα στο διάφανο ποτάμι. Απολάμβανα τη θέα των δασών του, εκεί όπου η Άρτεμις
χαιρόταν να περιδιαβαίνει. Απείχαμε μόλις μερικά βήματα από την Ψωφίδα, και κανείς άλλος,
εκτός από μας, δεν γνώριζε πλέον στην Αρκαδία το όνομα αυτής της πόλης, που περηφανευόταν γιατί εκεί είχε έρθει στον κόσμο ο Αγλαός, ο οποίος, σύμφωνα μ’έ να χρησμό του μαντείου των ∆ελφών ήταν πιο ευτυχισμένος κι από το βασιλιά της Λυδίας. Καθ’ οδόν, σταθήκαμε να περιεργαστούμε ένα scellum (μικρό τέμενος) βρισκόμενο στη συμβολή των δυο ποταμών, και
κατόπιν ανεβήκαμε μέχρι το πλάτωμα των λόφων πάνω στο οποίου πήρξε άλλοτε η Ψωφίς,
κτισμένη λίγο χαμηλότερα από τη Φυγεία, εκεί όπου είχε εγκατασταθεί η αρχική αποικία της. Οι
αρχαίοι ισχυρίζονταν ότι η θέση αυτής της πόλης βρισκόταν στο κέντρο της Πελοποννήσου. Πλησιάσα με στους πρόποδες των οχυρώσεων, οι οποίες περιέβαλλαν την πόλη υπόμορφήν τείχους αντιστήριξης ή περιβόλου, καλύπτοντας μιαν επιφάνεια διακοσίων πενήντα μέτρων. Υπολογιζόμενη πάνω σ’ αυτή την επιφάνεια, η τομή του τείχους αντιστοιεί μ’ένα τετράπλευρο, ενισχυμένο μόνο στις γωνίες του με τετράγωνους αμυντικούς πύργους που σχημάτιζαν μια εσοχή χωρίς, εξωτερικό, να ξεπερνούν τα όρια του τείχους του περιβόλου.
Παρατήρησαμε προσοχή έναν απ’αυτούς τους προμαχώνες, η κατασκευή του οποίου, όπως και του τείχους, είναι από λαξευτές πέτρες σε επάλληλα εναλλασσόμενα στρώματα. Σε απόσταση τριακοσίων βημάτων από τη δυτική γωνία της πόλης, ο περιηγητής φαίνεται να έφτασε σ’ έναν πέτρινο ναό, ο οποίος περιβαλλόταν άλλοτε από ένα περιστύλιο αποτελούμενο από δεκατέσσερις λευκούς μαρμάρινους κίονες. Ήταν άραγε εκείνος για τον οποίο έλεγε ο Παυσανίας ότι ήταν αφιερωμένος στην Αφροδίτη Ερυκίνη.
Καθώς, κατευθύνθηκα, μας αναφέρει ο Πουκεβίλ, προς τα βορειοδυτικά, αποκαλύφτηκαν μπροστά μου τα κατάλοιπα ενός δεύτερου ναού, και μη διαθέτοντας άλλα στοιχεία εκτός από την ελλιπή περιγραφή του Παυσανία, ήμουν βέβαιος ότι βρισκόμασταν στην Ψωφίδα. Αυτό το τελευταίο οικοδόμημα περιβαλλόταν από ένα περιστύλιο, οι κίονες του οποίου είχαν διάμετρο
δεκατέσσερα δάχτυλα. Τα ψηλά στάχυα μας εμπόδισαν να κάνουμε κι άλλες αποκαλύψεις, και
δυσκολεύτηκα μάλιστα ν’αναγνωρίσω τη βάση του τμήματος του τείχους το οποίο εκτεινόταν κατά μήκος του όρους Ερύμανθος. Ο ξεναγός μας μου έδειξε στην κορυφή ενός άγονου λόφου μιας
κυκλώπειας κατασκευής ακρόπολη, που θα πρέπει δίχως άλλο να είναι η Φυγεία, για την οποία
έλεγαν ότι θεμελιώθηκε από τον αδελφό του Φορωναίου πάνω στα ερείπια της Ερυμάνθιας. Είναι πολύ πιθανόν να εγκαταλείφθηκε, όταν οι πολυπληθέστεροι πλέον κάτοικοι έκτισαν πάνω
στα μισά του λόφου την Ψωφίδα, στην άκρη της διαρρεόμενης από τον ποταμό Ερύμανθο πεδιάδας. Καθώς η πύλη του οχυρού, του αποκαλούμενου από τους χωρικούς Βίγλα, ήταν φραγμένη μ’έναν τείχο από ξηρολιθοδομή, εγκαταλείψαμε τη σκέψη ν’ανεβούμε αρκετά ψηλότερα, απλώς και μόνο για να δούμε την πόλη Φυγεία από πιο κοντά. Αποζημιώθηκα επεκτείνοντας τις έρευνες μου μεσημβρινά της Ψωφίδας, όπου ανακάλυψα μερικά κτίσματα, καθώς και το χώρο ενός θεάτρου. Στη συνέχεια, εισχωρήσαμε μέσα στο περίβολο της πόλης, από την οποία βγήκαμε περνώντας από την ανατολική πύλη. Σε μικρή απόσταση από εκεί, περάσαμε μπροστά από έναν αποκομμένο από τον κύριο κορμό του βουνού λοφίσκο, όπου μας έδειξαν έναν αρχαίο ελληνικό τύμβο, αναφορικά με τον οποίο οι χωρικοί διηγούνται απίστευτες ιστορίες. Όσο για μένα, μου φάνηκε ότι αναγνώρισας τον τύμβο αυτό την τοποθεσία του ταφικού μνημείου του Αλκμέωνος, το
οποίο περιβαλλόταν άλλοτε από κυπαρίσσια, κατά τον ίδιο τρόπο που ο λοφίσκος αυτός περιβάλλεται και σήμερα από παρόμοια δένδρα. Επειδή σ ’όλη την υπόλοιπη κοιλάδα του Ερύμανθου δεν υπάρχουν άλλα τέτοια δένδρα, είναι πολύ πιθανόν τα κυπαρίσσια αυτά να διαιωνίστηκαν πάνω σ’αυτό το χώρο, ώστε να θυμίζουν στους μεταγενέστερους, ακόμη και στην εποχή μας, τη θέση του τάφου ενός πατροκτόνου. Φαίνεται, λοιπόν, ότι από κάποια ιδιοτροπία της μοίρας ήταν γραφτό τα μεν ταφικά μνημεία να διατηρηθούν, τα δε ωραιότερα έργα του ανθρώπινου γένους να εγκαταλειφτούν στην τύχη τους και στις βιαιότητες των βαρβάρων. Τα κυπαρίσσια της Ψωφίδος σημαδεύουν τον τάφο του Αλκμέωνος, στα ίδια εκείνα μέρη όπου μάταια θ’αναζητήσουμε τα θαυμάσια μνημεία της Προμάχου και της Εχεπόρου.
Όταν απομακρυνθήκαμε από το κυπαρισσόφυτο λοφάκι, αρχίσαμε ν'ανεβαίνουμε
από τη δεξιά όχθη του Λειβαρτζινού Ερύμανθου, και με τά από πορεία τριών τετάρτων της ώρας,
συναντήσαμε τα αμπάρια στα οποία συγκεντρώνουν όλα τα προερχόμενα απ'αυτή την κοιλάδα
προϊόντα της αυτοκρατορικής δεκάτης. Το χωριό Λειβάρτζι απείχε μισή λεύγα αριστερά μας πάνω
στο βουνό, και πιστεύω ότι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτό το συνοικισμό ως ορόσημο
ανάμεσα στο όρος Ερύμανθος και στο ανατολικό τμήμα του, το επονομαζόμενο στο ύψος
αυτό Λάμπεια. Αυτή ηψηλότερη απ’όλες τις οροσειρές της Αρκαδίας, απλώνεται ακόμη περισσότερο καθώς προσαρτώνται σ’αυτή η Κυλλήνη και η Κράθις, που συνθέτουν τον κύριο πυρήνα του ορεινού όγκου της Πελοποννήσου.
Βαδίζαμε, με βορειο ανατολική κατεύθυνση μέσα σ’ένα εύφορο λαγκάδι διαρρεόμενο από το ποτάμι του Τριβαδίου, ονομασία που παίρνει στο σημείο αυτό ο Ερύμανθος, και την οποία ένας από τους παραποτάμους του διατηρεί μέχρι το Σοπωτόν, μία ανθηρή κωμόπολη, όπου λειτουργεί και ελληνικό γυμνάσιο. Αφήσαμε το Σοπωτό μια λεύγα περίπου στα ανατολικά μας, διασχίζοντας ένα τέλμα πάνω από ένα ανάχωμα με δενδροστοιχίες από ιτιές. Ένα τέταρτο της λεύγας από το άνοιγμα της μεγάλης κοιλάδας του Σοπωτού, συναντήσαμε το χωριό Λυκούρι, τα περίχωρα του οποίου διαρρέονται από αμέτρητα ρυάκια. ∆εκαπέντε λεπτά βορείως αυτού του συνοικισμού, περάσαμε μέσα από την κοίτη του το ποτάμι του ∆ροβολοβού, όπου χύνονται τα ρυάκια του ∆εσινού και των Καμενιάνων, δυο χωριών κτισμένων μια λεύγα βορειοανατολικότερα, πάνω στο βουνό.
Στο σημείο όπου αυτά τα ρεύματα ενώνονται σε μια κοινή κοίτη, παίρνουν την ονομασία Ποταμός της Μεγάλης Πηγής, κάτι που με οδηγεί στην σκέψη ότι ο Ερύμανθος πηγάζει ουσιαστικά από εδώ.
Συνεχίζοντας την πορεία μας προς τα βόρεια-βορειοδυτικά, πλησιάσαμε μετά από οχτώ λεπτά σ’ ένα άλλο ποτάμι με δενδροστοιχίες από λεύκες, και σε ίση απόσταση και λίγο ψηλότερα από κει, φτάσαμε στο χωριό Άγιος Αναστάσιος. Απείχαμε μόνο μερικά βήματα από τη μεγάλη πηγή τη λεγόμενη Μάνα. Μας είδαν από μακριά, κι ο ηγούμενος μας περίμενε στην είσοδο της εκκλησίας, όπου μπήκαμε για να προσκυνήσου με τους Αγίους Θεοδώρους, τους προστάτες του θρησκευτικού εκείνου ερημητηρίου.
Μετά απ’αυτό το τελετουργικό, μπαίνοντας στο προαύλιο βρήκαμε τους μοναχούς να ξαναχτίζουν τον τοίχο του περιβόλου που είχε πέσει με το σεισμό, ένα σεισμό ο οποίος είχε γίνει αισθητός πριν από λίγες ημέρες σ’όλη την Αχαΐα. ∆ειπνήσαμε με τις προμήθειες μας, και την ώρα του δείπνου επισύραμε πάνω μας τις επικρίσεις των καλογήρων, που έφριξαν όταν μας είδαν να τρώμε χοιρομέρι, μιας και διανύαμε την περίοδο της Σαρακοστής των Αποστόλων, κι εκείνοι της δικής μας εκκλησίας δεν μας υποχρέωναν να νηστεύουμε όπως αυτοί, εκείνοι μειδιούσαν περιφρονητικά.
Πείστηκαν τότε μόνο, όταν δωρίσαμε στη μονή των Αγιων Θεοδώρων μερικά τσεκίνια, και
τότε μόνο παραδέχτηκαν ότι ήμασταν καλοί χριστιανοί.
Μας έβγαλαν από το κελάρι τους το καλύτερο κρασί, προθυμοποήθηκαν να μας ψήσουν κοτόπουλα στη σούβλα, κι επιπλέον μας σκλάβωσαν με την ευγένεια τους προσφέροντας μας λουλούδια κι ανθοδέσμες από τριαντάφυλλα.
Πούκεβιλ Φραγκίσκος, Ταξίδι στο Μοριά
Εκδ.Αφών Τολίδη, Αθήνα 1980
Ενώ λίγο ψηλότερα από εκεί, πρόβαλε κάτω από το βλέμμα μας το λαγκάδι του Πύργου, η Κοίλη ,ο όρ μός του Κατάκωλου κι η απέραντη πεδιάδα της Ήλιδας. Βρισκόμασταν στο
ψηλότερο τμήμα του ανηφορικού δρόμου μεταξύ Ήλιδας και Ολυμπίας.
Ακολουθώντας βόρεια - βορειοανατολική κατεύθυνση αφήσαμε μισή λεύγα αριστερά μας το Χάνι του Πόθου, ενώ δεξιά μας επισήμανα το ρεύμαμα του Αλφειού στο σημείο
συμβολής του με το Λάδωνα στα Άσπρα Σπίτια . Έχοντας ολοκληρώσει αυτές τις
αποτυπώσεις καθώς και πολλές άλλες που μπορούν ν'αναγραφούν μόνο σε πολύ
λεπτομερειακούς χάρτες, φτάσαμε στα πρώτα σπίτια του Λάλα. Του Λάλα καταλαμβάνει μια
επιφάνεια μεγαλύτερη των τριών μιλίων, ενώ το πλάτος του είναι δύο μίλια. Ο αέρας του και τα νερά του είναι εκπληκτικής καθαρότητας και το χωριό αριθμεί μεγάλο ποσοστό γερόντων.
Σύμφωνα με τους υπολγισμούς μας, απείχαμε δυόμισι λεύγες από τη Μοίρακα.
Μια λεύγα περίπου κι ένα τέταρτο στα δυτικά διέκρινα το Χριστιανικό χωριό ∆ούκα, θεμελιωμένο το 14ο αιώνα από έποικους προερχόμενους από τη ∆ουκάτη των Ακροκερδονίων.
Κατόπιν εισχωρήσαμε στα στενάτης Ρί ζας Κουμανίου. Στο βάθος του ορίζοντα, το οροπέδιο στο
οποίο θα καταλήγαμε ακουμπάει πάνω στο όρος Όλενος, κι υπάρχει ένας δρόμος που
διασχίζει αυτό το βουνό κι οδηγεί μετά από δεκαέξι ώρες πεζοπορίας, στην Πάτρα.
Καθώς προχωρούσαμε σταθήκαμε να ξαποστάσουμε στην πηγή, την επιλεγόμενη: στης ∆ίβρης τ'Αμπέλια. ∆εν είχαμε συναντήσει ούτε ένα άνθρωπο αφότου ξεκινήσαμε από του Λάλα,
και μάλιστα μερικοί χωρικοί που όργωναν και στους οποίους προσπαθήσαμε να μιλήσουμε,
δεν θέλησαν να μας πλησιάσουν αρκετά ώστε ν'ακούσουμε τι λένε.
Στο σημεί ο αυτό, συνεχίσαμε επί μισή λεύγα την κατάβασή μας, αφήνοντας
αριστε ρά μας το χωριό ∆ίβρη, για να διαβούμε το ομώνυμο ρυάκι μέσα από την κοίτη του.
Μας χρειάστηκε κατόπιν πάνω από μια ώρα για να παρακάμψουμε ένα ψηλό και
δασωμένο βουνό, που καταλήγει απέναντι ακριβώς α πό το σημείο συμβολής του
Ποταμού ∆αγάνα με το Λάδωνα. ∆εν αργήσαμε να διαβούμε κι ένα δεύτερο ποτάμι ονομαζόμενο ∆ίβρη. Όλα αυτά τα ποτάμια ενώνονται με το ∆ογάνα, παραφθορά του ονόματος ∆ιόγων. ∆εξιά
του ποταμού κατά μήκος του οποίου βαδίζαμε, συναντάμε την πηγή του Κάπελα, ενώ 25 λε πτά μακρύτερα, φτάσαμε στη Μονή Λογγο πατήματος όριο των επαρχιών Γαστούνης και Καρύταινας. Μισή λεύγα βορειοανατολικότερα, διαβήκαμε πάνω από ένα πέτρινο γεφύρι το ποτάμι Μαρτινίτσα.
Σε άλλη τόση απόσταση από εκεί περάσαμε μέσα από την κοίτη του το χείμαρρο του Λειβαρτζίου, κι αφού προχωρήσαμε κατά μήκος της δεξιάς όχθης των ποταμών Σκουπίου και ∆εχουνίου, σταθήκαμε στις σιταποθήκες του Τριπόταμου. Η γειτνίαση με τους παγετώνες του Ερυμάνθου προκαλούσανέ να διαπεραστικό ψύχος σ’όλο το διάστημα της νύχτας που περάσαμε μέσα στη σιταποθήκη του Τριπόταμου. Και καθώς δεν είχα με τίποτε καλύτερο να κάνουμε, τονίζει ο Πουκεβίλ, προγευματίσαμε κάτω από το φως των πυρσών με πέστροφες του Ερυμάνθου που μας είχαν φέρει την προηγούμενη η μέρα.
(Οι αρχαίοι διαιρούσαν τη ζώνη όσων βουνών της Αρκαδίας γειτονεύουν με την Ήλιδα, σε δυο
περιοχές τις οποίες διέκριναν με τις ονομασίες Φολόη και Ερύμανθος). Στη συνέχεια ανεβήκα με τη διαρρεόμενη από το Σκούπι κοιλάδα, φτάνει κανείς μέσα σε είκοσι πέντε λεπτά με τα πόδια, στο χωριό Αλωπεκή. Ένα τέταρτο μακρύτερα προς τα νοτιοανατολικά, ανακαλύπτουμε τα ίχνη μιας λιθόστρωτης οδού, τα υπολείμματα της οποίας ακολουθούμε επί δέκα λεπτά, μέχρι τους μύλους τους Βερσιτσίου. Ένα τέταρτο της λεύγας βορειο δυτικά αυτού του χωριού διακρίνουμε το Σκούπι, κτισμένο πάνω σ’ένα βράχο, όπου απομένουν ακόμη τείχη και κίονες προερχόμενοι προφανώς από τον αρχαίο Πάο.
Με μεγάλη επίσης λυρικότητα μας παρουσιάζει ο Πουκεβίλ την οροσειρά του Ερυμάνθου με το
ομώνυμο ποτάμι. Λέει χαρακτηριστικά: Αγνάντευα τις βουκολικές κοιλάδες του, το βλέμμα μου
βουτούσε μέσα στο διάφανο ποτάμι. Απολάμβανα τη θέα των δασών του, εκεί όπου η Άρτεμις
χαιρόταν να περιδιαβαίνει. Απείχαμε μόλις μερικά βήματα από την Ψωφίδα, και κανείς άλλος,
εκτός από μας, δεν γνώριζε πλέον στην Αρκαδία το όνομα αυτής της πόλης, που περηφανευόταν γιατί εκεί είχε έρθει στον κόσμο ο Αγλαός, ο οποίος, σύμφωνα μ’έ να χρησμό του μαντείου των ∆ελφών ήταν πιο ευτυχισμένος κι από το βασιλιά της Λυδίας. Καθ’ οδόν, σταθήκαμε να περιεργαστούμε ένα scellum (μικρό τέμενος) βρισκόμενο στη συμβολή των δυο ποταμών, και
κατόπιν ανεβήκαμε μέχρι το πλάτωμα των λόφων πάνω στο οποίου πήρξε άλλοτε η Ψωφίς,
κτισμένη λίγο χαμηλότερα από τη Φυγεία, εκεί όπου είχε εγκατασταθεί η αρχική αποικία της. Οι
αρχαίοι ισχυρίζονταν ότι η θέση αυτής της πόλης βρισκόταν στο κέντρο της Πελοποννήσου. Πλησιάσα με στους πρόποδες των οχυρώσεων, οι οποίες περιέβαλλαν την πόλη υπόμορφήν τείχους αντιστήριξης ή περιβόλου, καλύπτοντας μιαν επιφάνεια διακοσίων πενήντα μέτρων. Υπολογιζόμενη πάνω σ’ αυτή την επιφάνεια, η τομή του τείχους αντιστοιεί μ’ένα τετράπλευρο, ενισχυμένο μόνο στις γωνίες του με τετράγωνους αμυντικούς πύργους που σχημάτιζαν μια εσοχή χωρίς, εξωτερικό, να ξεπερνούν τα όρια του τείχους του περιβόλου.
Παρατήρησαμε προσοχή έναν απ’αυτούς τους προμαχώνες, η κατασκευή του οποίου, όπως και του τείχους, είναι από λαξευτές πέτρες σε επάλληλα εναλλασσόμενα στρώματα. Σε απόσταση τριακοσίων βημάτων από τη δυτική γωνία της πόλης, ο περιηγητής φαίνεται να έφτασε σ’ έναν πέτρινο ναό, ο οποίος περιβαλλόταν άλλοτε από ένα περιστύλιο αποτελούμενο από δεκατέσσερις λευκούς μαρμάρινους κίονες. Ήταν άραγε εκείνος για τον οποίο έλεγε ο Παυσανίας ότι ήταν αφιερωμένος στην Αφροδίτη Ερυκίνη.
Καθώς, κατευθύνθηκα, μας αναφέρει ο Πουκεβίλ, προς τα βορειοδυτικά, αποκαλύφτηκαν μπροστά μου τα κατάλοιπα ενός δεύτερου ναού, και μη διαθέτοντας άλλα στοιχεία εκτός από την ελλιπή περιγραφή του Παυσανία, ήμουν βέβαιος ότι βρισκόμασταν στην Ψωφίδα. Αυτό το τελευταίο οικοδόμημα περιβαλλόταν από ένα περιστύλιο, οι κίονες του οποίου είχαν διάμετρο
δεκατέσσερα δάχτυλα. Τα ψηλά στάχυα μας εμπόδισαν να κάνουμε κι άλλες αποκαλύψεις, και
δυσκολεύτηκα μάλιστα ν’αναγνωρίσω τη βάση του τμήματος του τείχους το οποίο εκτεινόταν κατά μήκος του όρους Ερύμανθος. Ο ξεναγός μας μου έδειξε στην κορυφή ενός άγονου λόφου μιας
κυκλώπειας κατασκευής ακρόπολη, που θα πρέπει δίχως άλλο να είναι η Φυγεία, για την οποία
έλεγαν ότι θεμελιώθηκε από τον αδελφό του Φορωναίου πάνω στα ερείπια της Ερυμάνθιας. Είναι πολύ πιθανόν να εγκαταλείφθηκε, όταν οι πολυπληθέστεροι πλέον κάτοικοι έκτισαν πάνω
στα μισά του λόφου την Ψωφίδα, στην άκρη της διαρρεόμενης από τον ποταμό Ερύμανθο πεδιάδας. Καθώς η πύλη του οχυρού, του αποκαλούμενου από τους χωρικούς Βίγλα, ήταν φραγμένη μ’έναν τείχο από ξηρολιθοδομή, εγκαταλείψαμε τη σκέψη ν’ανεβούμε αρκετά ψηλότερα, απλώς και μόνο για να δούμε την πόλη Φυγεία από πιο κοντά. Αποζημιώθηκα επεκτείνοντας τις έρευνες μου μεσημβρινά της Ψωφίδας, όπου ανακάλυψα μερικά κτίσματα, καθώς και το χώρο ενός θεάτρου. Στη συνέχεια, εισχωρήσαμε μέσα στο περίβολο της πόλης, από την οποία βγήκαμε περνώντας από την ανατολική πύλη. Σε μικρή απόσταση από εκεί, περάσαμε μπροστά από έναν αποκομμένο από τον κύριο κορμό του βουνού λοφίσκο, όπου μας έδειξαν έναν αρχαίο ελληνικό τύμβο, αναφορικά με τον οποίο οι χωρικοί διηγούνται απίστευτες ιστορίες. Όσο για μένα, μου φάνηκε ότι αναγνώρισας τον τύμβο αυτό την τοποθεσία του ταφικού μνημείου του Αλκμέωνος, το
οποίο περιβαλλόταν άλλοτε από κυπαρίσσια, κατά τον ίδιο τρόπο που ο λοφίσκος αυτός περιβάλλεται και σήμερα από παρόμοια δένδρα. Επειδή σ ’όλη την υπόλοιπη κοιλάδα του Ερύμανθου δεν υπάρχουν άλλα τέτοια δένδρα, είναι πολύ πιθανόν τα κυπαρίσσια αυτά να διαιωνίστηκαν πάνω σ’αυτό το χώρο, ώστε να θυμίζουν στους μεταγενέστερους, ακόμη και στην εποχή μας, τη θέση του τάφου ενός πατροκτόνου. Φαίνεται, λοιπόν, ότι από κάποια ιδιοτροπία της μοίρας ήταν γραφτό τα μεν ταφικά μνημεία να διατηρηθούν, τα δε ωραιότερα έργα του ανθρώπινου γένους να εγκαταλειφτούν στην τύχη τους και στις βιαιότητες των βαρβάρων. Τα κυπαρίσσια της Ψωφίδος σημαδεύουν τον τάφο του Αλκμέωνος, στα ίδια εκείνα μέρη όπου μάταια θ’αναζητήσουμε τα θαυμάσια μνημεία της Προμάχου και της Εχεπόρου.
Όταν απομακρυνθήκαμε από το κυπαρισσόφυτο λοφάκι, αρχίσαμε ν'ανεβαίνουμε
από τη δεξιά όχθη του Λειβαρτζινού Ερύμανθου, και με τά από πορεία τριών τετάρτων της ώρας,
συναντήσαμε τα αμπάρια στα οποία συγκεντρώνουν όλα τα προερχόμενα απ'αυτή την κοιλάδα
προϊόντα της αυτοκρατορικής δεκάτης. Το χωριό Λειβάρτζι απείχε μισή λεύγα αριστερά μας πάνω
στο βουνό, και πιστεύω ότι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτό το συνοικισμό ως ορόσημο
ανάμεσα στο όρος Ερύμανθος και στο ανατολικό τμήμα του, το επονομαζόμενο στο ύψος
αυτό Λάμπεια. Αυτή ηψηλότερη απ’όλες τις οροσειρές της Αρκαδίας, απλώνεται ακόμη περισσότερο καθώς προσαρτώνται σ’αυτή η Κυλλήνη και η Κράθις, που συνθέτουν τον κύριο πυρήνα του ορεινού όγκου της Πελοποννήσου.
Βαδίζαμε, με βορειο ανατολική κατεύθυνση μέσα σ’ένα εύφορο λαγκάδι διαρρεόμενο από το ποτάμι του Τριβαδίου, ονομασία που παίρνει στο σημείο αυτό ο Ερύμανθος, και την οποία ένας από τους παραποτάμους του διατηρεί μέχρι το Σοπωτόν, μία ανθηρή κωμόπολη, όπου λειτουργεί και ελληνικό γυμνάσιο. Αφήσαμε το Σοπωτό μια λεύγα περίπου στα ανατολικά μας, διασχίζοντας ένα τέλμα πάνω από ένα ανάχωμα με δενδροστοιχίες από ιτιές. Ένα τέταρτο της λεύγας από το άνοιγμα της μεγάλης κοιλάδας του Σοπωτού, συναντήσαμε το χωριό Λυκούρι, τα περίχωρα του οποίου διαρρέονται από αμέτρητα ρυάκια. ∆εκαπέντε λεπτά βορείως αυτού του συνοικισμού, περάσαμε μέσα από την κοίτη του το ποτάμι του ∆ροβολοβού, όπου χύνονται τα ρυάκια του ∆εσινού και των Καμενιάνων, δυο χωριών κτισμένων μια λεύγα βορειοανατολικότερα, πάνω στο βουνό.
Στο σημείο όπου αυτά τα ρεύματα ενώνονται σε μια κοινή κοίτη, παίρνουν την ονομασία Ποταμός της Μεγάλης Πηγής, κάτι που με οδηγεί στην σκέψη ότι ο Ερύμανθος πηγάζει ουσιαστικά από εδώ.
Συνεχίζοντας την πορεία μας προς τα βόρεια-βορειοδυτικά, πλησιάσαμε μετά από οχτώ λεπτά σ’ ένα άλλο ποτάμι με δενδροστοιχίες από λεύκες, και σε ίση απόσταση και λίγο ψηλότερα από κει, φτάσαμε στο χωριό Άγιος Αναστάσιος. Απείχαμε μόνο μερικά βήματα από τη μεγάλη πηγή τη λεγόμενη Μάνα. Μας είδαν από μακριά, κι ο ηγούμενος μας περίμενε στην είσοδο της εκκλησίας, όπου μπήκαμε για να προσκυνήσου με τους Αγίους Θεοδώρους, τους προστάτες του θρησκευτικού εκείνου ερημητηρίου.
Μετά απ’αυτό το τελετουργικό, μπαίνοντας στο προαύλιο βρήκαμε τους μοναχούς να ξαναχτίζουν τον τοίχο του περιβόλου που είχε πέσει με το σεισμό, ένα σεισμό ο οποίος είχε γίνει αισθητός πριν από λίγες ημέρες σ’όλη την Αχαΐα. ∆ειπνήσαμε με τις προμήθειες μας, και την ώρα του δείπνου επισύραμε πάνω μας τις επικρίσεις των καλογήρων, που έφριξαν όταν μας είδαν να τρώμε χοιρομέρι, μιας και διανύαμε την περίοδο της Σαρακοστής των Αποστόλων, κι εκείνοι της δικής μας εκκλησίας δεν μας υποχρέωναν να νηστεύουμε όπως αυτοί, εκείνοι μειδιούσαν περιφρονητικά.
Πείστηκαν τότε μόνο, όταν δωρίσαμε στη μονή των Αγιων Θεοδώρων μερικά τσεκίνια, και
τότε μόνο παραδέχτηκαν ότι ήμασταν καλοί χριστιανοί.
Μας έβγαλαν από το κελάρι τους το καλύτερο κρασί, προθυμοποήθηκαν να μας ψήσουν κοτόπουλα στη σούβλα, κι επιπλέον μας σκλάβωσαν με την ευγένεια τους προσφέροντας μας λουλούδια κι ανθοδέσμες από τριαντάφυλλα.
Πούκεβιλ Φραγκίσκος, Ταξίδι στο Μοριά
Εκδ.Αφών Τολίδη, Αθήνα 1980
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου