Βιολογικά Προϊόντα
Η βιολογική γεωργία (organic farming) δεν αποτελεί «ανακάλυψη» τωντελευταίων ετών αλλά την πλέον αρχαία μέθοδο καλλιέργειας. Κατά το
παρελθόν, οι καλλιέργειες ήταν πολύ μικρότερες σε κλίμακα και
απαλλαγμένες από χημικά παράγωγα του πετρελαίου. Με την ενίσχυση της
βιομηχανικής γεωργίας διαμορφώθηκε η ανάγκη διάκρισης μεταξύ εκείνης
και μιας ολιστικής γεωργίας με οικολογικά ισορροπημένη προσέγγιση σε ότι
αφορά τις μεθόδους καλλιέργειας.
Στην Ελλάδα εμφανίζεται για πρώτη φορά το κίνημα της βιολογικής
γεωργίας τη δεκαετία του ’70, περισσότερο ως ιδεολογικό κίνημα και
λιγότερο ως εναλλακτική καλλιέργεια, ενώ το 1980-1985 δημιουργούνται
οι πρώτοι πυρήνες ευρύτερης ενημέρωσης.
Τα πρώτα οργανωμένα προγράμματα βιοκαλλιέργειας απαντώνται
στη Μάνη με το ελαιόλαδο, στην Αιγιαλεία Αχαΐας με την
κορινθιακή σταφίδα ενώ τη δεκαετία του 90’
καλλιεργούνται εσπεριδοειδή στη Λακωνία, σταφύλια στη Νάουσα, κ.λ.π.
Τώρα πλέον οι βιοκαλλιέργειες έχουν έντονη δυναμική, υπάρχει μεγάλη
διαφοροποίηση στα προϊόντα και πολλά εξειδικευμένα καταστήματα και
πολύ περισσότερο, ευαισθητοποιημένοι καταναλωτές.
Παρά ταύτα, παρά τους οργανισμούς πιστοποίησης, τις πολλές
προσπάθειες, δεν κάνει έντονο το ρόλο της η ρυθμιστική αρχή, με
ελέγχους και παρουσία σε όλο το φάσμα του κύκλου (παραγωγή –
διακίνηση – κατανάλωση) και δημιουργούνται σοβαροί κίνδυνοι απαξίωσης
της διαφορετικότητας αυτών των προϊόντων.
Τόσο στα βιολογικά συστήματα όσο και στα συμβατικά, η βελτίωση της
γονιμότητας του εδάφους επιτυγχάνεται μέσω της λίπανσης. Η μεγάλη
διαφορά έγκειται στο ότι η θρέψη των φυτών στα βιολογικά συστήματα
είναι έμμεση με οργανικά λιπάσματα, ενώ στα συμβατικά είναι άμεση. Στη
βιολογική γεωργία προστατεύονται κατά κύριο λόγο τα φυτά ενώ στη
συμβατική χρησιμοποιώντας θεραπευτικές μεθόδους.
Κύρια διαφορά επομένως της βιολογικής γεωργίας είναι ότι υλοποιείται
χωρίς εξαντλητική εκμετάλλευση του εδάφους, χωρίς χημικά,
φυτοφάρμακα και εντομοκτόνα, αλλά αξιοποιώντας τη φυσική δυναμική
της ίδιας της φύσης για την αντιμετώπιση εχθρών, ασθενειών και ζιζανίων
καθώς και η αξιοποίηση τεχνικών παραγωγής, όπως η αμειψισπορά και η
ανακύκλωση φυτικών και ζωικών υπολειμμάτων που διατηρούν τη φυσική
ισορροπία και γονιμότητα του εδάφους.
καλλιεργούνται εσπεριδοειδή στη Λακωνία, σταφύλια στη Νάουσα, κ.λ.π.
Τώρα πλέον οι βιοκαλλιέργειες έχουν έντονη δυναμική, υπάρχει μεγάλη
διαφοροποίηση στα προϊόντα και πολλά εξειδικευμένα καταστήματα και
πολύ περισσότερο, ευαισθητοποιημένοι καταναλωτές.
Παρά ταύτα, παρά τους οργανισμούς πιστοποίησης, τις πολλές
προσπάθειες, δεν κάνει έντονο το ρόλο της η ρυθμιστική αρχή, με
ελέγχους και παρουσία σε όλο το φάσμα του κύκλου (παραγωγή –
διακίνηση – κατανάλωση) και δημιουργούνται σοβαροί κίνδυνοι απαξίωσης
της διαφορετικότητας αυτών των προϊόντων.
Τόσο στα βιολογικά συστήματα όσο και στα συμβατικά, η βελτίωση της
γονιμότητας του εδάφους επιτυγχάνεται μέσω της λίπανσης. Η μεγάλη
διαφορά έγκειται στο ότι η θρέψη των φυτών στα βιολογικά συστήματα
είναι έμμεση με οργανικά λιπάσματα, ενώ στα συμβατικά είναι άμεση. Στη
βιολογική γεωργία προστατεύονται κατά κύριο λόγο τα φυτά ενώ στη
συμβατική χρησιμοποιώντας θεραπευτικές μεθόδους.
Κύρια διαφορά επομένως της βιολογικής γεωργίας είναι ότι υλοποιείται
χωρίς εξαντλητική εκμετάλλευση του εδάφους, χωρίς χημικά,
φυτοφάρμακα και εντομοκτόνα, αλλά αξιοποιώντας τη φυσική δυναμική
της ίδιας της φύσης για την αντιμετώπιση εχθρών, ασθενειών και ζιζανίων
καθώς και η αξιοποίηση τεχνικών παραγωγής, όπως η αμειψισπορά και η
ανακύκλωση φυτικών και ζωικών υπολειμμάτων που διατηρούν τη φυσική
ισορροπία και γονιμότητα του εδάφους.
Η βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία σε αντίθεση με τη συμβατική αξιοποιούν:
Ιθαγενή ανθεκτικά φυτά, σπόρους, ζώα.
Ανανεώσιμους φυσικούς πόρους.
Τη βιοποικιλότητα του οικοσυστήματος και την εναλλαγή των καλλιεργειών.
Χαμηλή πυκνότητα των ζώων στους χώρους βόσκησης και ιδιαίτερα
στις σταβλικές εγκαταστάσεις.
Χρήση βιολογικών τροφών
Ελάχιστη χρήση συνθετικών αλλοπαθητικών φαρμάκων.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην παγκόσμια αγορά, η τάση για χρήση
βιολογικών προϊόντων βαίνει ενισχυόμενη. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις στη
διατροφική αλυσίδα, οι παράγοντες απροσδιοριστίας της επίδρασης στην
υγεία των προϊόντων που παράγονται σε συμβατικές καλλιέργειες με την
αλόγιστη χρήση ζιζανιοκτόνων και λιπασμάτων έχουν αναγκάσει πολύ
μεγάλο μέρος του πληθυσμού παγκοσμίως να στραφεί προς τα βιολογικά
προϊόντα.
Οι τάσεις που διαφαίνονται είναι η ενίσχυση των παραγόντων της Βόρειας
Αμερικής αλλά και της Κεντρικής Ευρώπης λόγω των ισχυρών δικτύων
διανομής που διαθέτουν αλλά και της έντασης της κατανάλωσης
βιολογικών προϊόντων.
Είναι προφανές, ότι αυτή η αξιοποίηση θα συσχετιστεί και με μεγαλύτερη
κερδοφορία αυτών των δικτύων.
Είναι προφανές ότι θα διαπιστώσουμε στο μέλλον μια μεγαλύτερη διασπορά
των πωλήσεων σε νέες αγορές, παράλληλα με την ενίσχυσή τους στις
υφιστάμενες. Η διεθνής ανάπτυξη αλλά και η αύξηση των τιμών των
βασικών τροφίμων δίνει ένα επιπλέον πλεονέκτημα στα βιολογικά ώστε να
«εξισορροπήσουν» την τιμή τους με εκείνα των συμβατικών καλλιεργειών
και έτσι να διεμβολήσουν νέα καταναλωτικά στρώματα, πιστά στα
συμβατικά καλλιεργούμενα προϊόντα.
Οι απαιτήσεις σε ανάπτυξη και κατάρτιση των ασχολούμενων με τη
βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία θα αυξηθούν, καθώς, οι καταναλωτές
τους είναι περισσότερο ενημερωμένοι, απαιτητικοί, και ευαισθητοποιημένοι
και αναζητούν προστιθέμενη αξία τόσο από τα προϊόντα καθε αυτά όσο και
από το όλο φάσμα διαχείρισης και διακίνησής τους.
Στόχο έχει την επιδίωξη συλλογικού οφέλους και την εξυπηρέτηση
γενικότερων κοινωνικών συμφερόντων, συμβάλλοντας στην οικονομική
ανάπτυξη μέσω της δημιουργίας θέσεων εργασίας, της προώθησης
ποιοτικών τοπικών αγροτικών προϊόντων, της ευαισθητοποίησης σε θέματα
υγιεινής διατροφής και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Σκοπό έχει τη δημιουργία προϊόντων με ποιοτικό
χαρακτήρα, υψηλής διατροφικής αξίας που θα βασιστούν σε ποιοτικές
πρώτες ύλες και σε παραδοσιακές μεθόδους παρασκευής.
Ενδεικτικά προϊόντα είναι:
1. Όσπρια
2. Οπωροκηπευτικά
3. Χορταρικά
4. Φρούτα-καρποί
5. Αρτοσκευάσματα
6. Ζυμαρικά
7. Γαλακτοκομικά προϊόντα
8. Αυγά
9. Παραδοσιακά γλυκά
10. Μέλι – μαρμελάδες
11. Βότανα και αφεψήματα
12. Κρασί
Καινοτόμα στοιχεία σε σχέση με ανταγωνιστικά προϊόντα
Χάρη στην ποικιλία των τροφών της μεσογειακής διατροφής
υπάρχουν ανεξάντλητες δυνατότητες χρήσης των τοπικών
προϊόντων. Κάθε προϊόν μπορεί να μαγειρευτεί με πολλούς και
διαφορετικούς τρόπους, όπως για παράδειγμα τα χόρτα που
μπορούν να γίνουν σαλάτα, γέμιση για πίτα ή συνοδευτικό σε
κυρίως πιάτο με κρέας, πουλερικά ή ψάρι.
Συνεισφέρουν σε μια ισορροπημένη και υγιεινή διατροφή, χωρίς
βιομηχανική επεξεργασία ώστε να χάσουν την αυθεντική γεύση τους
και τις θρεπτικές τους αξίες, λόγω των πολλών σταδίων
επεξεργασίας από τα οποία περνάνε.
Είναι προϊόντα που εντάσσονται στην πυραμίδα της μεσογειακής
διατροφής. Άλλωστε πλέον είναι και επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι
όσοι ακολουθούν μια μεσογειακή διατροφή έχουν λιγότερες
πιθανότητες να παρουσιάσουν στεφανιαία νόσο σε σύγκριση με
όσους ακολουθούν διαφορετική διατροφή. Εκτός όμως από την
ευεργετική δράση στην καρδιά, η μεσογειακή διατροφή σχετίζεται με
την προστασία από τον ζαχαρώδη διαβήτη, την παχυσαρκία και από
ορισμένες μορφές καρκίνου (π.χ. του παχέος εντέρου).
Τα τοπικά προϊόντα που παράγονται με βιολογικές μεθόδους
περιέχουν μεγαλύτερο ποσοστό βιταμινών. Για παράδειγμα,
σύμφωνα με έρευνα του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών τα
βιολογικά φρούτα περιέχουν 40% περισσότερες θρεπτικές ουσίες
από αυτά που παράγονται μαζικά και πωλούνται σε συμβατικά
σημεία πώλησης. Το ίδιο ισχύει και για το γάλα, το οποίο περιέχει
90% υψηλότερο ποσοστό αντιοξειδωτικών από το γάλα του
εμπορίου. Οι αντιοξειδωτικές ουσίες που υπάρχουν σε αφθονία
λοιπόν στα συστατικά των τοπικών αυτών προϊόντων (βιταμίνες Α,
Ε, και C, το β-καροτένιο) και τα φλαβονοειδή (όπως ο φαινόλες του
κρασιού), τα φαινολικά οξέα (των φρούτων, των λαχανικών και του
ελαιόλαδου) καταπολεμούν την οξείδωση / γήρανση των κυττάρων.
Αυτό είναι εξάλλου και τα βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα της
μεσογειακής διατροφής το οποίο επηρεάζει την μακροβιότητα.
Πρόκειται για προϊόντα που παράγονται αποκλειστικά από τους
τοπικούς καλλιεργητές με υπευθυνότητα και μεράκι.
Κάθε τοπικό προϊόν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα
διαφοροποιημένο αγροτικό προϊόν ποιότητας, ασφαλές και υγιεινό
για τον καταναλωτή. Να ενσωματώσει στοιχεία της ιστορίας και του
πολιτισμού του τόπου παραγωγής του, ενώ θα παράγεται και θα διακινείται
με φιλικό προς τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον τρόπο.
τοπικούς καλλιεργητές με υπευθυνότητα και μεράκι.
Κάθε τοπικό προϊόν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα
διαφοροποιημένο αγροτικό προϊόν ποιότητας, ασφαλές και υγιεινό
για τον καταναλωτή. Να ενσωματώσει στοιχεία της ιστορίας και του
πολιτισμού του τόπου παραγωγής του, ενώ θα παράγεται και θα διακινείται
με φιλικό προς τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον τρόπο.
Το καταναλωτικό κοινό μπορεί να διακριθεί σε κατηγορίες, όσον αφορά την
προτίμησή του στα βιολογικά τρόφιμα ως εξής:
Σε εκείνους οι οποίοι γνωρίζουν τη σημασία των συγκεκριμένων
προϊόντων και όλα εκείνα τα οφέλη τα οποία επιφέρει η κατανάλωσή
τους. Αυτή η ομάδα καταναλωτών αγοράζει συνειδητά και
διακατέχεται από μια σταθερότητα όσον αφορά την αγοραστική τους
πρόθεση.
Σε εκείνους οι οποίοι ναι μεν γνωρίζουν και αποδέχονται τη
βιολογική γεωργία, αλλά για διάφορους λόγους (οικονομικοί κυρίως)
δεν αποτελούν καθημερινούς αγοραστές, αλλά περιστασιακούς.
Σε εκείνους τους καταναλωτές που δεν ξεχωρίζουν τη διαφορά
ανάμεσα στη συμβατική και βιολογική γεωργία, είτε γιατί έχουν
άγνοια, είτε γιατί περιφρονούν τη διαδικασία του συστήματος και
την έννοιά του.
προτίμησή του στα βιολογικά τρόφιμα ως εξής:
Σε εκείνους οι οποίοι γνωρίζουν τη σημασία των συγκεκριμένων
προϊόντων και όλα εκείνα τα οφέλη τα οποία επιφέρει η κατανάλωσή
τους. Αυτή η ομάδα καταναλωτών αγοράζει συνειδητά και
διακατέχεται από μια σταθερότητα όσον αφορά την αγοραστική τους
πρόθεση.
Σε εκείνους οι οποίοι ναι μεν γνωρίζουν και αποδέχονται τη
βιολογική γεωργία, αλλά για διάφορους λόγους (οικονομικοί κυρίως)
δεν αποτελούν καθημερινούς αγοραστές, αλλά περιστασιακούς.
Σε εκείνους τους καταναλωτές που δεν ξεχωρίζουν τη διαφορά
ανάμεσα στη συμβατική και βιολογική γεωργία, είτε γιατί έχουν
άγνοια, είτε γιατί περιφρονούν τη διαδικασία του συστήματος και
την έννοιά του.
Τα τοπικά προϊόντα απευθύνονται μάλλον σε ιδιαίτερο και συγκεκριμένο
αγοραστικό κοινό, το οποίο είναι σαφώς ευαισθητοποιημένο σε
περιβαλλοντικά θέματα και θέματα διαφύλαξης της υγείας, μέσα από την
υγιεινή των τροφίμων, που διαθέτει αγοραστική δύναμη, μόρφωση και
παιδεία ανώτερη από το μέσο όρο. Η ανάλυση του Γεωπονικού
Πανεπιστημίου Αθηνών σε δείγμα καταναλωτών βιολογικών προϊόντων
ανέδειξε μια μικρή ομάδα καταναλωτών που αποδεικνύονται πιστοί πελάτες
βιολογικών προϊόντων.
Κοντά σε αυτή την ομάδα βρίσκεται μια μεγάλη ομάδα, που έχει κοινά
χαρακτηριστικά με την πρώτη. Πρόκειται για άτομα που αγοράζουν
βιολογικά προϊόντα, γνωρίζοντας την αξία τους, αλλά είτε δεν έχουν τον
καιρό να αφιερώσουν πολύ χρόνο στις αγορές τους, είτε δεν διαθέτουν την
απαραίτητη οικονομική ευχέρεια για να τα αγοράσουν. Η συγκεκριμένη
ομάδα έχει μεγάλη δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξής της σε μια ομάδα
συχνών καταναλωτών βιολογικών προϊόντων αν εφαρμοστεί το σύστημα
διανομής χωρίς μεσάζοντες ώστε να μειωθεί το κόστος ανά μονάδα
πώλησης.
Διαφαίνεται επίσης ότι η ηλικία αποτελεί σημαντικό παράγοντα, με τις
νεαρότερες ηλικίες να δείχνουν μια μεγαλύτερη προτίμηση, λόγω της
αυξημένης ευαισθητοποίησής τους σε περιβαλλοντικά θέματα, χωρίς όμως
να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σα γεγονός, λόγω της χαμηλής αγοραστικής
τους ικανότητας και τις μεγαλύτερες ηλικίες να προτιμούν την κατανάλωση
βιολογικών προϊόντων λόγω της ασφάλειας και της υψηλής διατροφικής
αξίας των συγκεκριμένων τροφίμων. Η ύπαρξη παιδιών στην οικογένεια
παρουσιάζει ενδιαφέρον καθότι αυξάνει την τάση των γονέων για αγορά
βιολογικών τροφίμων. Τέλος, αυξημένη ζήτηση παρουσιάζεται και από τις
κατηγορίες των καταναλωτών οι οποίοι διαθέτουν υψηλό εισόδημα και
επίπεδο μόρφωσης.
Η ζήτηση των βιολογικών προϊόντων ακολουθεί μια αυξητική πορεία τα
τελευταία χρόνια. Η τάση αυτή και η στροφή των καταναλωτών,
αποδεικνύεται από την ολοένα αυξανόμενη διαφήμιση των εν λόγω
προϊόντων, την ύπαρξη ενδιαφέροντος από τους παραγωγούς και την
αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων με το σύστημα της βιολογικής
γεωργίας, αλλά και η πληθώρα των διαφορετικών παραγόμενων ειδών.
Αυτό είναι φυσικό επακόλουθο και οφείλεται στη γενικότερη κατάσταση
που επικρατεί στην αγορά, αλλά και τις ειδικότερες συνθήκες των
κοινωνικών δεδομένων, που έχουν σχέσεις αλληλεπίδρασης. Πιο
συγκεκριμένα, ο βασικότερος ίσως λόγος αγοράς είναι το αίσθημα
ασφάλειας που νιώθουν οι καταναλωτές επιλέγοντας βιολογικό προϊόν από
τοπικούς παραγωγούς. Αυτό οφείλεται στην έντονη ανάγκη προφύλαξης
της υγείας τους, έναντι των συνεχών διατροφικών σκανδάλων που
κατακλύζουν και συγκλονίζουν την κοινή γνώμη και των επιβλαβών
ουσιών που περιέχουν τα συμβατικά τρόφιμα, αλλά και τη σιγουριά που
προσδίδουν τα βιολογικά.
Ο δεύτερος κατά σειρά λόγος προτίμησης των βιολογικών προϊόντων είναι
η απόκτηση οικολογικής συνείδησης που αρχίζει να εδραιώνεται μέσα στην
κοινωνία. Ο καταναλωτής είναι πλέον υποψιασμένος και θορυβημένος από
τις καταστροφικές συνέπειες που προκαλεί η συμβατική γεωργία και
κτηνοτροφία στο περιβάλλον με τη ρύπανση των υδάτων από νιτρικά και
φυτοφάρμακα, την καταστροφή της βιοποικιλότητας και τη βάναυση
εντατική εκμετάλλευση των γεωργικών εκτάσεων στο όνομα του κέρδους.
Συνειδητοποιεί λοιπόν ότι πρέπει και ο ίδιος να συμβάλει με τον τρόπο του
στο να διαφυλάξει την αειφορία της γεωργίας και τη φυσική του
κληρονομιά και θεωρεί την αγορά βιολογικών τροφίμων μια λύση προς
αυτή την κατεύθυνση.
Η συμπεριφορά των καταναλωτών όμως, όσον αφορά την αγορά
βιολογικών προϊόντων επηρεάζεται και αρνητικά από λόγους όπως
οικονομικούς και δυσκολία εύρεσης των συγκεκριμένων προϊόντων.
Ανασταλτικός παράγοντας στην αγορά των βιολογικών προϊόντων αποτελεί
και η εποχικότητα, η οποία διέπει την παραγωγή τους, σε συνδυασμό με τη
δειλή ακόμη κίνηση στον τομέα της πώλησής τους από τα καταστήματα.
Σύμφωνα με τον κυριότερο νόμο της αγοράς, την προσφορά και τη
ζήτηση, η δυσκολία παραγωγής τους όλο το χρόνο και η έλλειψη
ικανοποιητικών ποσοτήτων μεταποιημένων προϊόντων, παράλληλα με τη
δυσκολία εύρεσής τους στα καταστήματα, η τιμή τους παρουσιάζεται
αυξημένη.
Το μεγαλύτερο ποσοστό της βιομηχανίας τροφίμων αποτελείται από μικρές
και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που δεν μπορούν να πετύχουν οικονομίες
κλίμακας, δυσκολεύονται να ξεφύγουν από την τοπική αγορά, έχουν
έλλειψη ενημέρωσης και δυσκολίες σε θέματα σχεδιασμού παράγωγης και
επιχειρησιακού σχεδιασμού της οργάνωσης που αφορούν την ποιότητα και
την ασφάλεια των προϊόντων.
Στόχος είναι η διαμόρφωση του κατάλληλου συνεργατικού πλαισίου, που
θα ελαχιστοποιεί τις παραπάνω αδυναμίες και θα μεγιστοποιεί τα
πλεονεκτήματά τους, όπως το ότι συνδέονται πιο άμεσα με την τοπική
αγροτική παραγωγή την οποία καθετοποιούν, συμβάλλουν σε μεγαλύτερο
βαθμό στην αύξηση της απασχόλησης, είναι συχνά πιο ευέλικτες ως προς
την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων.
Η πρόταση για την ανάπτυξη παραγωγικών συνεργατικών δικτύων, η οποία
στηρίζεται στην άντληση εμπειρίας από επιτυχημένα παραδείγματα στην
Ελλάδα και στο διεθνή χώρο, δίνει απαντήσεις στα προβλήματα αυτά και
αναδεικνύει τα θετικά σημεία των μικρών επιχειρήσεων. Η ανάπτυξη των
συνεργατικών δικτύων μπορεί να καλύψει όλα τα στάδια από την
προμήθεια πρώτων υλών μέχρι την διακίνηση των προϊόντων σύμφωνα
πάντοτε με τους κανόνες της εφοδιαστικής αλυσίδας:
• με στόχο την μείωση του κόστους μεταφοράς αγαθών,
• τη μείωση του χρόνου διακίνησης αγαθών και
• τη μείωση των απωλειών λόγω φθαρτών υλικών κατά την αποθήκευση
και μεταφορά.
αγοραστικό κοινό, το οποίο είναι σαφώς ευαισθητοποιημένο σε
περιβαλλοντικά θέματα και θέματα διαφύλαξης της υγείας, μέσα από την
υγιεινή των τροφίμων, που διαθέτει αγοραστική δύναμη, μόρφωση και
παιδεία ανώτερη από το μέσο όρο. Η ανάλυση του Γεωπονικού
Πανεπιστημίου Αθηνών σε δείγμα καταναλωτών βιολογικών προϊόντων
ανέδειξε μια μικρή ομάδα καταναλωτών που αποδεικνύονται πιστοί πελάτες
βιολογικών προϊόντων.
Κοντά σε αυτή την ομάδα βρίσκεται μια μεγάλη ομάδα, που έχει κοινά
χαρακτηριστικά με την πρώτη. Πρόκειται για άτομα που αγοράζουν
βιολογικά προϊόντα, γνωρίζοντας την αξία τους, αλλά είτε δεν έχουν τον
καιρό να αφιερώσουν πολύ χρόνο στις αγορές τους, είτε δεν διαθέτουν την
απαραίτητη οικονομική ευχέρεια για να τα αγοράσουν. Η συγκεκριμένη
ομάδα έχει μεγάλη δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξής της σε μια ομάδα
συχνών καταναλωτών βιολογικών προϊόντων αν εφαρμοστεί το σύστημα
διανομής χωρίς μεσάζοντες ώστε να μειωθεί το κόστος ανά μονάδα
πώλησης.
Διαφαίνεται επίσης ότι η ηλικία αποτελεί σημαντικό παράγοντα, με τις
νεαρότερες ηλικίες να δείχνουν μια μεγαλύτερη προτίμηση, λόγω της
αυξημένης ευαισθητοποίησής τους σε περιβαλλοντικά θέματα, χωρίς όμως
να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σα γεγονός, λόγω της χαμηλής αγοραστικής
τους ικανότητας και τις μεγαλύτερες ηλικίες να προτιμούν την κατανάλωση
βιολογικών προϊόντων λόγω της ασφάλειας και της υψηλής διατροφικής
αξίας των συγκεκριμένων τροφίμων. Η ύπαρξη παιδιών στην οικογένεια
παρουσιάζει ενδιαφέρον καθότι αυξάνει την τάση των γονέων για αγορά
βιολογικών τροφίμων. Τέλος, αυξημένη ζήτηση παρουσιάζεται και από τις
κατηγορίες των καταναλωτών οι οποίοι διαθέτουν υψηλό εισόδημα και
επίπεδο μόρφωσης.
Η ζήτηση των βιολογικών προϊόντων ακολουθεί μια αυξητική πορεία τα
τελευταία χρόνια. Η τάση αυτή και η στροφή των καταναλωτών,
αποδεικνύεται από την ολοένα αυξανόμενη διαφήμιση των εν λόγω
προϊόντων, την ύπαρξη ενδιαφέροντος από τους παραγωγούς και την
αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων με το σύστημα της βιολογικής
γεωργίας, αλλά και η πληθώρα των διαφορετικών παραγόμενων ειδών.
Αυτό είναι φυσικό επακόλουθο και οφείλεται στη γενικότερη κατάσταση
που επικρατεί στην αγορά, αλλά και τις ειδικότερες συνθήκες των
κοινωνικών δεδομένων, που έχουν σχέσεις αλληλεπίδρασης. Πιο
συγκεκριμένα, ο βασικότερος ίσως λόγος αγοράς είναι το αίσθημα
ασφάλειας που νιώθουν οι καταναλωτές επιλέγοντας βιολογικό προϊόν από
τοπικούς παραγωγούς. Αυτό οφείλεται στην έντονη ανάγκη προφύλαξης
της υγείας τους, έναντι των συνεχών διατροφικών σκανδάλων που
κατακλύζουν και συγκλονίζουν την κοινή γνώμη και των επιβλαβών
ουσιών που περιέχουν τα συμβατικά τρόφιμα, αλλά και τη σιγουριά που
προσδίδουν τα βιολογικά.
Ο δεύτερος κατά σειρά λόγος προτίμησης των βιολογικών προϊόντων είναι
η απόκτηση οικολογικής συνείδησης που αρχίζει να εδραιώνεται μέσα στην
κοινωνία. Ο καταναλωτής είναι πλέον υποψιασμένος και θορυβημένος από
τις καταστροφικές συνέπειες που προκαλεί η συμβατική γεωργία και
κτηνοτροφία στο περιβάλλον με τη ρύπανση των υδάτων από νιτρικά και
φυτοφάρμακα, την καταστροφή της βιοποικιλότητας και τη βάναυση
εντατική εκμετάλλευση των γεωργικών εκτάσεων στο όνομα του κέρδους.
Συνειδητοποιεί λοιπόν ότι πρέπει και ο ίδιος να συμβάλει με τον τρόπο του
στο να διαφυλάξει την αειφορία της γεωργίας και τη φυσική του
κληρονομιά και θεωρεί την αγορά βιολογικών τροφίμων μια λύση προς
αυτή την κατεύθυνση.
Η συμπεριφορά των καταναλωτών όμως, όσον αφορά την αγορά
βιολογικών προϊόντων επηρεάζεται και αρνητικά από λόγους όπως
οικονομικούς και δυσκολία εύρεσης των συγκεκριμένων προϊόντων.
Ανασταλτικός παράγοντας στην αγορά των βιολογικών προϊόντων αποτελεί
και η εποχικότητα, η οποία διέπει την παραγωγή τους, σε συνδυασμό με τη
δειλή ακόμη κίνηση στον τομέα της πώλησής τους από τα καταστήματα.
Σύμφωνα με τον κυριότερο νόμο της αγοράς, την προσφορά και τη
ζήτηση, η δυσκολία παραγωγής τους όλο το χρόνο και η έλλειψη
ικανοποιητικών ποσοτήτων μεταποιημένων προϊόντων, παράλληλα με τη
δυσκολία εύρεσής τους στα καταστήματα, η τιμή τους παρουσιάζεται
αυξημένη.
Το μεγαλύτερο ποσοστό της βιομηχανίας τροφίμων αποτελείται από μικρές
και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που δεν μπορούν να πετύχουν οικονομίες
κλίμακας, δυσκολεύονται να ξεφύγουν από την τοπική αγορά, έχουν
έλλειψη ενημέρωσης και δυσκολίες σε θέματα σχεδιασμού παράγωγης και
επιχειρησιακού σχεδιασμού της οργάνωσης που αφορούν την ποιότητα και
την ασφάλεια των προϊόντων.
Στόχος είναι η διαμόρφωση του κατάλληλου συνεργατικού πλαισίου, που
θα ελαχιστοποιεί τις παραπάνω αδυναμίες και θα μεγιστοποιεί τα
πλεονεκτήματά τους, όπως το ότι συνδέονται πιο άμεσα με την τοπική
αγροτική παραγωγή την οποία καθετοποιούν, συμβάλλουν σε μεγαλύτερο
βαθμό στην αύξηση της απασχόλησης, είναι συχνά πιο ευέλικτες ως προς
την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων.
Η πρόταση για την ανάπτυξη παραγωγικών συνεργατικών δικτύων, η οποία
στηρίζεται στην άντληση εμπειρίας από επιτυχημένα παραδείγματα στην
Ελλάδα και στο διεθνή χώρο, δίνει απαντήσεις στα προβλήματα αυτά και
αναδεικνύει τα θετικά σημεία των μικρών επιχειρήσεων. Η ανάπτυξη των
συνεργατικών δικτύων μπορεί να καλύψει όλα τα στάδια από την
προμήθεια πρώτων υλών μέχρι την διακίνηση των προϊόντων σύμφωνα
πάντοτε με τους κανόνες της εφοδιαστικής αλυσίδας:
• με στόχο την μείωση του κόστους μεταφοράς αγαθών,
• τη μείωση του χρόνου διακίνησης αγαθών και
• τη μείωση των απωλειών λόγω φθαρτών υλικών κατά την αποθήκευση
και μεταφορά.
Έτσι βλέπουμε ότι οι βιολογικές καλλιέργειες στην Ελλάδα
βρίσκονται στα αρχικά τους βήματα ανάπτυξης.
Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι σχετικά μικρές ως
ποσοστό επί του συνόλου και η αγορά βιολογικών προϊόντων είναι
περιορισμένη. Παρουσιάζει όμως μια αξιοσημείωτη δυναμική και έναν από
ποσοστό επί του συνόλου και η αγορά βιολογικών προϊόντων είναι
περιορισμένη. Παρουσιάζει όμως μια αξιοσημείωτη δυναμική και έναν από
τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου