ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
Μια "στάση ζωής" ή η ίδια η ανάγκη για ζωή, διαµόρφωσε τα ήθη και τα έθιµα, τις συνήθειες των κατοίκων της περιοχής;Μ'αυτό το κειµένου δεν θα θέλαµε να επικριθούµε ως µοιρολάτρες ή αναχρονιστές, ούτε έχουµε καµιά πρόθεση να εκθειάσουµε το παρελθόν. Θα θέλαµε ίσως να αναπολήσουµε, να γνωρίσουµε, αλλά και ταυτόχρονα να ονειρευτούµε, βγαίνοντας από την καθηµερινότητα της δουλείας και από το άγχος που προκαλεί η ανατολή του ήλιου ανάµεσα από τις πολυκατοικίες και το νέφος. Έτσι, θα κάνουµε µια προσπάθεια να προσεγγίσουµε αυτά που πλαισίωναν και συνεχίζουν να πλαισιώνουν τη ζωή των κατοίκων της ορεινής και απόµερης περιοχής της Νότιας πλευράς του Ερυµάνθου.
Τα περισσότερα απο τα χωριά µας, που µε την µια ή την άλλη αιτία τα έχουµε επισκεφθεί κατά καιρούς, και έχουµε απολαύσει την εµφανή φυσική οµορφιά τους, ωστόσο, σπάνια στεκόµαστε ώστε να ανακαλύψουµε µια εσωτερική οµορφιά που κρύβουν και που εκφράζεται µέσα από τις κοινωνικές εκδηλώσεις, τα ήθη και τα έθιµα, τις αγροτικές δουλειές και συνήθειες. Όλα αυτά έδεσαν και δένουν το ένα χωριό µε το άλλο, µε δεσµούς συγγένειας ή και απεριόριστης φιλίας.
Οι άνθρωποι της περιοχής είχαν ανάγκη να ξεφύγουν από το βάρος της καθηµερινής, κοπιαστικής αγροτικής δουλείας και έβρισκαν τρόπους, απλούς, ζεστούς, γεµάτους από ευθύτητα και καλοσύνη. Οι ονοµαστικές γιορτές, τα λεγόµενα "γιορτάσα" που µόνο µε την παρουσία τους οι άνθρωποι γέµιζαν τις "σάλες" ή τα "χειµωνιάτικα" µε χορούς και τραγούδια που έβγαιναν µέσα από την ψυχή τους. Οι ονοµαστικές γιορτές ήταν ένας άµεσος τρόπος ψυχαγωγίας και επαφής. Τα γλυκίσµατα ήταν πάντα παραδοσιακά, οι Κουραµπιέδες, ο Μπακλαβάς και το Σαραγλί, ενώ το ντόπιο τσίπουρο και το κρασί, ξεδιψούσαν τους "αποσταµένους" από την "ξωµαχιά" της ηµέρας αγρότες.
Οι µεγάλες δε γιορτές της Χριστιανοσύνης, όπως η Λαµπρή, τα Χριστούγεννα και ο ∆εκαπενταύγουστος, αλλά και η Πανήγυρης των κατά τόπους Πολιούχουν αποκτούσαν µια ιδιαίτερη όψη. Η οικογένεια µαζεµένη γύρω από το γιορτινό τραπέζι, απολάµβανε το ζεστό φαγητό που µύριζε ξύλο και στάχτη από τον πετρόχτιστο φούρνο ή την λεγόµενη "λάτα", φτιαγµένη ειδικά για τα ψητά φαγητά κυρίως στο τζάκι. Όλοι περίµεναν αυτές τις γιορτές, τόσο για να ξεκουραστούν, όσο και να στρώσουν το γιορτινό τραπέζι µε τις λευκές υφαντές µεσάλες ή τα υφαντά πεσκίρια (πετσέτες φαγητού) και µε το "εκλεκτό" φαγητό (αρνί, κατσίκι, κοτόπουλο, κ.λπ) που περισσότερο λόγο συνθηκών, το απολάµβαναν λίγες µόνο φορές το χρόνο. Το τοπικό πανηγύρι κάθε χωριού, ήταν µια ξεχωριστή µέρα για όλους σχεδόν τους κατοίκους , αλλά και για τα γύρω χωριά. Όπου µετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία, επακολουθούσε γλέντι µε παραδοσιακά όργανα µουσικής, τα λεγόµενα νταούλια την πίπιζα και αργότερα το κλαρίνο. Οι γιορτές αυτές ήταν, και εξακολουθούν να είναι µέρες διαφυγής από τη καθηµερινότητα, και από τις εποχιακές αγροτικές δουλείες, οι οποίες γέµιζαν τους µικρούς κάµπους της περιοχής µας µε κόσµο.
Το Φθινόπωρο, ο τρύγος και η σπορά
Ο τρύγος µια εποχιακή κουραστική αγροτική δουλειά, δίνει ένα ακόµη χρώµα στην πανσπερµία των χρωµάτων του Φθινοπώρου. Ξεκινούσε το πρωί, όταν έβγαινε ο ήλιος µέχρι το αποµεσήµερο και διαρκούσε αρκετές µέρες. Ο κοινός σε πολλά χωριά κάµπος, γινόταν τόπος συνάντησης, κάθε γωνιά του γέµιζε από φωνές και ευχές για καλή σοδιά. Τα µέσα για την παραγωγή που χρησιµοποιούσαν ήταν απλά και προσαρµοσµένα στις εκάστοτε ανάγκες. Η µεταφορά γινόταν µε τα παραδοσιακά µέσα, τα γαϊδουράκια ή τα µουλάρια, ενώ τα στηµένα σταφύλια τα έβαζαν µέσα στις λεγόµενες "γιδιές ή ασκιά" (φτιαγµένα κυρίως από δέρµα ζώου), ενώ στη συνέχεια τοποθετούσαν το µούστο και τα τσίπουρα, (αυτά που απέµεναν
µετά το στύψιµο, "το πάτηµα!" των σταφυλιών), στα βαγένια, ενώ το λεγόµενο "άρµεγµα", (η µεταφορά από το βαγένι στα βαρέλια), του κρασιού γινόταν λίγες µέρες αργότερα. Τα τσίπουρα παρέµεναν στο βαγένι για έναν περίπου µήνα, µέχρι δηλαδή την ηµέρα που θα γινόταν η απόσταξη για να παραχθεί το παραδοσιακό τσίπουρο.
Την ίδια περίοδο, µε την αρχή του Φθινοπώρου και τα πρωτοβρόχια, γίνεται και η σπορά. Παλαιότερα, το όργωµα και τη σπορά την αναλάµβανε ο "ζευγάς", ο οποίος διέθετε συνήθως δύο ζώα (βόδια ή µουλάρια), τα οποία τα έζευε ώστε να οργώσει τα νωπά, από τις πρώτες βροχές του Φθινοπώρου χωράφια.Το αλέτρι και τα βόδια, αντικατέστησαν σήµερα τα σύγχρονα τρακτέρ και η δουλεία δεν χρειάζεται ποια παρά ένα ή δύο άτοµα.
Το καλοκαίρι ήταν συνδεδεµένο µε το θέρο και το αλώνι. Απ'αυτές άλλωστε τις αγροτικές δουλείες προέρχονται και οι οµώνυµοι µήνες: Θεριστής (Ιούνιος), και Αλωνάρης (Ιούλιος). Ο Θεριστής ήταν και είναι ο µήνας της αποκοµιδής της σοδιάς, παλαιότερα είχε συνδεθεί µε τον θερισµό των σπαρτών, όπου πάλι ο κάµπος γέµιζε από κόσµο, µε το δρεπάνι στο χέρι και έτοιµοι για δουλεία, κάτω από τον δυνατό καλοκαιρινό ήλιο µε πρόσωπα όλων να φαντάζουν ηλιοκαµένα και µε λίγο νερό στην "τσίτσα", (παραδοσιακό δοχείο νερού ή κρασιού), προσπαθούσαν και τα κατάφερναν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της εποχής. Ενώ ο Ιούλιος, ταυτισµένος µε το αλώνισµα των σπαρτών, το οποίο γινόταν κι αυτό µε παραδοσιακό χειρονακτικό τρόπο, σε ειδικά διαµορφωµένο χώρο στα αλώνια. Την περίοδο αυτή οι αγρότες χρειάζονταν ένα ελαφρό αεράκι ώστε να µπορεί πιο εύκολα να διαχωριστεί το σιτάρι από τα άχυρα. Η επαφή που δηµιουργούσαν αναγκαστικά οι κάτοικοι της περιοχής, τόσο λόγο δουλείας, όσο και η ανάγκη για διασκέδαση και ακόµη περισσότερο για αυτή καθ'αυτή την επιβίωση, έφερνε τους ανθρώπους κοντά, τους έδενε µε φιλίες, αλλά και µε έρωτα. Αν και πολλές φορές η σύναψη κάποιου γάµου γινόταν µε τη διαµεσολάβηση κάποιου τρίτου ή µε το λεγόµενο προξενιό.
Γάµος του παλιού καιρού ήταν το µεγαλύτερο κοσµικό κοινωνικό
γεγονός στα χωριά της περιοχής µας. Ήταν ένα πανηγύρι µε πλούσια εθιµοτυπία και λεπτοµέρειες, που όλοι τηρούσαν µε αυστηρότητα και έκαναν επεξεργασία της πλούσιας αυτής κληρονοµιάς των προγόνων µας µέχρι και τα τελευταία έτη, πριν ο πληθυσµός των χωριών µας οδηγηθεί στην εσωτερική και εξωτερική µετανάστευση. Είναι αδύνατο να συγκριθεί ο παλιός χωριάτικος γάµος µε το σηµερινό, που από πολλά χρόνια έχει προσαρµοσθεί στην τυπικότητα της ζωής της εποχής µας και είναι µάλλον βέβαιο ότι ο τρόπος της τελέσεώς του που ήταν αιτία γενικού ξεσηκωµού όλων και περισσότερων νέων, δεν θα ξαναεµφανιστεί σ'όλη του τη διάσταση και λαµπρότητα στη σηµερινή κοινωνία των χωριών µας.
Η θέση των υποψηφίων στην κοινωνία στηριζόταν στην όλη συµπεριφορά τους και στη διαγωγή τους. Σαν ηθικά και ευυπόληπτα άτοµα είχαν τη γενικότερη εκτίµηση της κοινωνίας. Τον πρώτο λόγο της εκλογής των νεονύµφων τότε, την είχαν κατ' αποκλειστικότητα οι γονείς και ήταν αναγκαία τις περισσότερες φορές η συγκατάθεση τους. Για την καλή αποκατάστασή τους έφερε την ευθύνη ο πατέρας, ο οποίος ήταν υπεύθυνος κατά κύριο λόγο για τυχόν αποτυχία του γάµου. Η ηλικία των υποψηφίων για το γάµο ήταν περίπου για τα κορίτσια 22-25 ετών και για αγόρια 24-27 ετών και οπωσδήποτε µετά την αποστράτευσή τους. Τον κύριο µεσολαβητικό ρόλο στην όλη διαδικασία είχαν οι προξενητές ή οι προξενήτρες, που ήταν τα κατάλληλα εκείνα πρόσωπα, που ασκώντας το χάρισµα της πειθούς ανελάµβαναν να φέρουν σε συνεννόηση τις ενδιαφερόµενες οικογένειες, και εν τέλει να οδηγήσουν το συνοικέσιο σε γάµο. Αφού η µεσολαβητική προσπάθεια του Προξενητή έφερε θετικό αποτέλεσµα, επακολουθούσε ο αρραβώνας που κι αυτός ήταν ευκαιρία για ένα πρώτο γλέντι και διασκέδαση. Το θετικό αποτέλεσµα της προσπάθειας του προξενητή γινόταν γνωστό στους γονείς και στη συνέχεια οι γονείς του γαµβρού, ο προξενητής τ'αδέλφια πήγαιναν στο σπίτι της υποψήφιας νύφης. Εκεί χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον ενώ η νύφη φιλούσε τα χέρια των νέων γονέων, που µε τη σειρά τους της έδιναν την ευχή τους. Το ίδιο έκανε και ο γαµπρός στους γονείς της νύφης και στη συνέχεια φιλούσε τη νύφη δυο φορές στο µάγουλο και τη νύφη ανταπέδιδε το φιλί στο γαµπρό. Μετά τα φιλιά των νεονύµφων, ο προξενητής, µε πυροβολισµούς έκανε γνωστό και επίσηµο το γεγονός στους συγχωριανούς του.
Αφού κανονίζονταν όλα τα τυπικά και κυρίως το θέµα της προίκας που θα έδινε ο πατέρα της νύφης στον µέλλοντα γαµπρό, γίνονταν τα συµβόλαια ή τα προικοσύµφωνα και όριζαν την ηµεροµηνία του γάµου, ο οποίος γινόταν συνήθως Κυριακή. Όταν η νύφη ήταν µέσα απ'το χωριό και η προκαθορισµένη ηµέρα του γάµου ήταν Κυριακή, άρχιζε η προετοιµασία του γάµου από το απόγευµα της Πέµπτης. Την Πέµπτη, το απόγευµα έπεφταν µερικοί πυροβολισµοί για ένδειξη ότι ο γάµος κίνησε. Το βράδυ ή την άλλη µέρα πήγαινε ο Κανισκολόγος που ήταν συγγενής ή αδελφός του γαµπρού, µε µια κανίστρα στολισµένη µε λουλούδια του κήπου, µε κρασί, γλυκά, (κυρίως χωριάτικο µπακλαβά), και καλούσε τους συγγενείς στο γάµο δίνοντας ένα γλυκό και ένα ποτήρι κρασί. Το ίδιο γινόταν και από την οικογένεια της νύφης. Αυτό σήµαινε ότι θα πήγαιναν το βράδυ του Σαββάτου στο γάµο µε καρβέλι ψωµί κεντηµένο και καλοψηµένο, κρασί και κρέας και θα κάθονταν το βράδυ της Κυριακής στο γαµήλιο τραπέζι. Την Παρασκευή το πρωί κορίτσια του χωριού πήγαιναν στο σπίτι του γαµπρού για να βοηθήσουν, επειδή ο γάµος συγκεντρώνει, πολλές φροντίδες και θέλει µεγάλη προετοιµασία. Ένα απ'τα κορίτσια που είχε και τους δυο γονείς του, πήγαινε στη βρύση του χωριού για να φέρει το αµίλητο νερό και δεν µιλούσε όποιον κι αν συναντούσε στο δρόµο. Το ίδιο έκανε και το κορίτσι που θα κοσκινούσε το αλεύρι που θα έφτιαχναν το προζύµι για να ζυµώσουν το ψωµί για το γάµο. Το πρωί του Σαββάτου κοπέλες του χωριού ζύµωναν το ψωµί που θα έτρωγαν οι καλεσµένοι και θα έστελναν κανίσκι στο σπίτι της νύφης. Την ίδια µέρα έφεραν στην αυλή του γαµπρού τα σφαχτά που θα χρησιµοποιούσαν στο γάµο. Άλλες κοπέλες του χωριού σιρόπιαζαν το µπακλαβά που από την Παρασκευή σιρόπιαζαν το µπακλαβά που από την Παρασκευή είχαν ψήσει και θα χρησιµοποιούσαν στο γάµο. Την Παρασκευή ή το Σάββατο το πρωί κορίτσια του χωριού σε ηλικία γάµου ή και µικρότερα πήγαιναν στο σπίτι της νύφης και έβγαζαν όλο το ρουχισµό της προίκας από τα µπαούλα και του γιούκο τα οποία στη συνέχεια άπλωναν σ'όλο το σπίτι. Τα προικιά της νύφης αποτελούµενα από όµορφα υφαντά του αργαλειού, κεντήµατα, µαξιλάρια και λογής ανδρικά και γυναικεία εσώρουχα αποτελούσαν την εργασία της κόρης και της οικογένειάς της, φτιαγµένα µε κόπους, θυσίες, στερήσεις, αλλά και πολλά όνειρα, προκαλούσαν τον θαυµασµό για την οµορφιά τους.
Τα τραγούδια που τραγουδούσαν κατά το άπλωµα και µάζεµα της προίκας έπαιρναν χαρακτήρα πανηγυρικό.
Μ'άσε νύφη τα προικιά σου τα µεταξωτά φουστάνια σου. !!! και άλλα πολλά.
Τα προικιά τα κουβαλούσαν µε άλογα ή µουλάρια στο σπίτι του γαµπρού το Σάββατο ή την Κυριακή το πρωί. Αν τα φορτώµατα ήταν πάνω από τέσσερα, ή προίκα ήταν καλή.
Με τραγούδια επίσης στόλιζαν τον γαµπρό και τη νύφη µε διάφορα έθιµα πανηγυρικού χαρακτήρα που πολλές φορές είχαν και χαρακτήρα ιεροτελεστίας .Το ξεκίνηµα για την τελετή της στέψεως άρχιζε µε την επίσκεψη του συµπεθεριού του γαµπρού στο σπίτι της νύφης. Εµπρός τα όργανα και πίσω οι συµπεθέροι µε επικεφαλής του γαµπρό. Καθ'όλη τη διαδροµή µέχρι το σπίτι της νύφης τραγουδούσαν τραγούδια µε το στόµα και ακολουθούσαν τα όργανα.
⦁ Ας πάν να ιδούν τα µάτια µου πως τα περνάει η αγάπη µου!.
⦁ Εκίνησε η λεβενταριά κι όλα τα παλικάρια! κ.ά....
Αφού έφθαναν στο σπίτι της νύφης µετά από ορισµένες µικρολεπτοµέρειες έδεναν µαντήλια στο λαιµό του κουµπάρου, των οργανοπαικτών και τους κέρναγαν κρασί, γλυκό και µεζέ. Τα δυο συµπεθεριά ξεκινούσαν µαζί για την εκκλησία. Η τελετή του γάµου ήταν συγκινητική και οι προσκεκληµένοι έριχναν ρύζι µε ροδοπέταλα στους νεονύµφους. Μετά τα στέφανα προχωρούσαν προς το σπίτι των νεονύµφων. Φθάνοντας στο σπίτι έδιναν στη νύφη να κρατήσει στην αγκαλιά της ένα αγόρι µέχρι τεσσάρων χρονών για να είναι αγόρι το πρώτο παιδί που θα γεννήσει. Στην πόρτα του σπιτιού του περίµενε η πεθερά της νύφης και του έδινε µια κουταλιά µέλι για να είναι γλυκιά η ζωή τους, ενώ δρασκέλιζαν ένα σίδερο για να είναι σιδερένιοι και γεροί.
Μετά απ'όλα αυτά επακολουθούσε γλέντι µέχρι αργά το βράδυ στο σπίτι του γαµπρού ή στην πλατεία του χωριού. Το νυφικό κρεβάτι ήταν προετοιµασµένο και στη συνέχεια κοιµόντουσαν οι νεόνυµφοι. Το πρωί της επόµενης µέρας συγγενείς του γαµπρού πήγαιναν έξω από το σπίτι των νεονύµφων και τραγουδούσαν το τραγούδι.
"Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια, τώρα οι πέρδικες, συχνολαλούν και λένε.
⦁ Ξύπνα αφέντη µου ξύπνα καλέ µου αφέντη, ξύπνα για να δεις κορµί κυπαρισσένιο. "!
Ο γαµπρός από το παράθυρο ή την πόρτα του σπιτιού
έριχνε πυροβολισµούς που πιστοποιούσαν την παρθενία της νύφης επίσηµα στο χωριό.
Το επόµενο Σάββατο οι νεόνυµφοι, γονείς, αδελφοί και κουµπάρος πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, στα λεγόµενα πιστρόφια. Επακολουθούσε γλέντι µέχρι αργά τη νύχτα όπου τελικά επέστρεφαν στα σπίτια τους και εκεί ήταν το τέλος του γάµου, έτσι οι νεόνυµφοι επεδίδοντο στο µεγάλο αγώνα της ζωής.
Εάν η νύφη ήταν από άλλο χωριό υπήρχε κάποια διαφορά στο έθιµο. Τότε, το συµπεθεριό του γαµπρού πήγαινε στο χωριό της νύφης έφιππο. Ξεκινούσαν όλοι µαζί από το χωριό τους τραγουδώντας καβάλα στ'άλογα στων οποίων τις σέλες είχαν στολίσει µε κιλίµια και κεντηµένες κουβέρτες. Ώσπου να φθάσουν στο χωριό της νύφης έστελναν το συχαρηκιάρη που κτυπώντας πιο γρήγορα το άλογό του έφθανε πιο γρήγορα στο σπίτι της νύφης. Πριν φθάσει στο χωριό έριχνε πυροβολισµούς για να αναγγείλει το χαρµόσυνο γεγονός στο σόι της νύφης. Έτσι τελείωνε η όλη διαδικασία του γάµου η οποία ήταν πράγµατι πολύ συγκινητική και όµορφη.
Ιδιαίτερα γραφικότητα παρουσίαζαν και τα έθιµα γύρω από τις βαπτίσεις των παιδιών. Η βάπτιση ενός παιδιού, κατά τα Ελληνικά έθιµα σηµαίνει ότι το παιδί αυτό γίνεται Χριστιανός και αποκτά όνοµα εκτός από εκείνο της οικογένειας. Την προκαθορισµένη ηµεροµηνία και ώρα της Βαπτίσεως που κυρίως ήταν Κυριακή, πήγαιναν στην εκκλησία το παιδί και γινόταν η Βάπτιση, την οποία παρακολουθούσαν τα παιδιά του Χωριού για να αναγγείλουν στη συνέχεια το όνοµα του στους γονείς του που περίµεναν στο σπίτι. Όταν ο νονός έλεγε το όνοµα τα παιδιά έτρεχαν στο σπίτι για να αναγγείλουν το όνοµα, ενώ οι γονείς και οι παππούδες τους µοίραζαν χρήµατα και γλυκά. Μετά τη βάπτιση ο νονός ή η νονά παρέδιδαν το παιδί στην µητέρα και της έκαναν τη σύσταση να το προσέχει µέχρι να γίνει δώδεκα χρονών, από φωτιά, γκρεµό και ποτάµι. Μετά απ'αυτή τη διαδικασία επακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι για να δώσουν έτσι πανηγυρικό χαρακτήρα στην όλη εκδήλωση. Βέβαια από χωριό σε χωριό γινόντουσαν κάποιες διαφορετικές µικροτελετουργίες, το σύνολο όµως των εθίµων γύρω από τη βάπτιση ήταν κοινό σ'όλα τα χωριά της περιοχής µας.
Η καταγραφή και η ανάλυση των ηθών και των εθίµων δεν τελειώνει εδώ. ∆έν µπορούµε να εξαντλήσουµε το θέµα ,ίσως αυτό να γίνει σε µια άλλη µεγαλύτερη και πιο οργανωµένη προσπάθεια, το κάθε χωριό ξεχωριστά και όλα µαζί, µπορούν να µας δώσουν το
έυνασµα για µια πιο συστηµατική καταγραφή.
ΠΗΓΕΣ
⦁ Αυγουστή - Αυγουστόπουλου Κώστα, Οι Καµενιάνα και οι ρίζες µου, Αθήνα 1986.
⦁ Γεωργίου Αγγ. Κανελλοπούλου, Ιστορία και λαογραφία της Ανατολικής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, Αθήνα 1981.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα χωριά νοτίως του Ερυμάνθου» του Βασίλη Τακτικού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου